Christian Marcel
1ο Δίκτυο Λογοτεχνικών
Κειμένων: «Όταν θέλεις να φύγεις…»
1. Μάριος Χάκκας, Η σύσκεψη
Η σύσκεψη συνεχίζονταν…
Ήτανε δύσκολο να καθορίσει το χρόνο της
έναρξης, αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα
μέρες ή πριν δέκα χρόνια. Ακόμα αμφέβαλε αν υπήρχε κάποια αρχή, ένα
συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης, αφού ολοένα και περισσότερο ένιωθε πως δεν
υπήρχε ένα τέλος.
Η σύσκεψη συνεχίζοταν, ένα ποτάμι χωρίς
εκβολές και πηγές. Ο ίδιος δεν ένιωθε σα σταγόνα που ξεκίνησε από την αρχή για
να φτάσει στο τέρμα. Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα,
στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει.
Είχε συναίσθηση ότι παίρνει μέρος στη
σύσκεψη μόνο από τη συνέχιση της διαδικασίας με τους εναλλασσόμενους ομιλητές,
τις καθιερωμένες χειρονομίες, τον τρόπο που ανοίγαν το στόμα και άρθρωναν τις
λέξεις. Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα
λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (Κι εγώ με τη στεντόρεια
φωνή μου), που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον
έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, κουρντισμένα όλα σε μια σειρά και μια τάξη (κι
εγώ με τη σειρά μου...), αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα
φορτίο αβάσταχτο.
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, μια πλάκα για
χιλιοστή φορά στο πικάπ, μια κόρνα αυτοκινήτου που κόλλησε και που κανένας δεν
νοιάζονταν να σταματήσει αυτός ο άχρηστος θόρυβος.
...Ένα λεωφορείο που πήγαινε... Αυτός
στριμώχνοντας μπήκε, όταν ξαφνικά η πόρτα έκλεισε κι έπιασε στην άκρη το μανίκι
της καμπαρντίνας. Δοκίμασε μαλακά να το τραβήξει και κατάλαβε πως είχε
γαντζώσει σε κάποιο καρφάκι. Μπορούσε όμως να περιμένει μέχρι την επόμενη
στάση. Θ’ άνοιγε η πόρτα και θα ελευθέρωνε το μανίκι χωρίς αβαρίες. Ήταν
υπόθεση ενός, δύο λεπτών το πολύ. Θα το άντεχε; Δυο λεπτά το πολύ υπομονής.
Τράβηξε απότομα το χέρι αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε σχίσιμο. Δεν μπορούσε
να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…
Τώρα γιατί
παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί
να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα
ορθάνοιχτης; Βέβαια
μπορεί να ’ταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες, αλλά
η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη. Φαίνοταν από κει που καθόταν φαρδιά, μεγάλη και
εύκολη. Θα σηκώνοταν ήσυχα ήσυχα, θα περνούσε απαρατήρητος ανάμεσα απ’ τους
ακροατές με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες
παλάμες, μια και χρόνια ήταν απών, από τη σύσκεψη, αφού όλοι απουσίαζαν,
αφού κανέναν από τους ομιλητές δεν κατανοούσε, θα περνούσε την πόρτα και
φορώντας την καπαρντίνα ανεμπόδιστα με την ομπρέλα και το καπέλο στο χέρι, θ’
αναχωρούσε χωρίς χαιρετούρες.
Μπορεί έξω να ήταν καλοκαίρι και να μη
χρειαζόταν η ομπρέλα…
Από την ορθάνοιχτη πόρτα φαινόταν ένα
κομμάτι μεσημέρι κι ακούγοταν το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα. Ο φύλακας
κοιμόταν. Κοιμόταν βαθιά στην καρέκλα, με πεσμένα τα βλέφαρα, με σταυρωμένα τα
χέρια σα να ’ταν νεκρός, σα να μην υπήρχε δίπλα στην πόρτα. Μπορούσε να κάνει
δυο βήματα και να βρεθεί έξω για ένα λεπτό, για μια ώρα, για
πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια φυλάκιση, αρκεί να δρασκελούσε την πόρτα,
αρκεί να τολμούσε, αρκεί να το ήθελε, αρκεί... Χωρίς δισταγμό έστριψε για το
αρχιφυλακείο που τον είχαν καλέσει…
Τώρα τον είχε καλέσει ο Πρόεδρος,
δίνοντάς του το λόγο να πει κι αυτός τις σκέψεις του, συνεχίζοντας τη σύσκεψη.
Δεν μπορούσε να φύγει, δεν έπρεπε να φύγει. Για να συνεχίσει «κι αυτός με τη
σειρά του» τη σύσκεψη, άρχισε να μιλάει με τον ίδιο ρυθμό που μίλησαν οι άλλοι,
στον ίδιο τόνο φωνής, με τις ίδιες κινήσεις.
Η σύσκεψη συνεχίζοταν…
[Χάκκας 1979: 131-133]
πλάκα του πικάπ: δίσκος μουσικής.
αβαρία: βλάβη, ζημιά, υποχώρηση.
αρχιφυλακείο: ο τόπος που στεγάζεται ο
αρχιφύλακας.
Διερευνητικά ερωτήματα:
1.
Ποιο βρίσκετε να είναι το κεντρικό ερώτημα / θέμα συζήτησης που θέτει το
κείμενο;
Το κείμενο αναδεικνύει τη θεματική του
εγκλωβισμού μέσα από την παρουσίαση μιας σύσκεψης που μοιάζει να μην έχει αρχή
ή τέλος. Ο ήρωας του κειμένου την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει
πότε ξεκίνησε κι αν ποτέ θα τελειώσει, έχοντας πια κατά νου μόνο το πώς θα
μπορέσει να ξεφύγει από την ιδιότυπη αυτή «αιχμαλωσία». Η αίσθησή του ότι δεν
μπορεί να φύγει και να ξεφύγει από τη δίχως τέλος αυτή σύσκεψη, μάς παραπέμπει
στο συναίσθημα που νιώθουν πολλοί άνθρωποι όταν οι συνεχείς υποχρεώσεις και
δεσμεύσεις τους παγιδεύουν σε μια εξοντωτική καθημερινή ρουτίνα. Πρόκειται για ένα
συναίσθημα αρκετά οικείο στους περισσότερους ανθρώπους, αφού ο φόρτος από τις
εργασιακές και οικογενειακές υποχρεώσεις τείνει να δημιουργεί συχνά παρόμοια
«δεσμά», παγιδεύοντάς τους σε μια δυσάρεστη και μονότονη κατάσταση από την
οποία αδυνατούν να ξεφύγουν. Όσο κι αν θα επιθυμούσε, για παράδειγμα, ένας
εργαζόμενος οικογενειάρχης να δραπετεύσει από το πυκνό αυτό πλέγμα υποχρεώσεων,
δεν μπορεί να το τολμήσει, εφόσον υπάρχουν πολλοί και πολλά που εξαρτώνται από
αυτόν και τη συνέπειά του.
2.
Υπάρχει κάποιο σημείο της ιστορίας ή του κειμένου που σας προκάλεσε το
ενδιαφέρον; Ποιο και γιατί;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
αντίθεση ανάμεσα στη συμπεριφορά του ήρωα, όταν το μανίκι της καμπαρντίνας του
πιάνεται από την πόρτα του λεωφορείου κι ο ίδιος το τραβά, ανυπόμονα,
αδιαφορώντας για την όποια ζημιά, αφού όπως σημειώνει ο αφηγητής: «Δεν μπορούσε
να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…»,
και στην φαινομενικά αδικαιολόγητη παγίδευσή του στη σύσκεψη, τη στιγμή μάλιστα
που εκείνη η πόρτα, η πόρτα της αίθουσας είναι ανοιχτή: «Τώρα γιατί
παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για
μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;». Η τόσο έντονη
διαφοροποίηση του ήρωα στις δύο αυτές περιστάσεις φανερώνει πως η παγίδευσή του
οφείλεται σε κάτι που πιθανά αδυνατεί ο ίδιος να το ελέγξει με τρόπο άμεσο. Δεν
μπορεί αλλιώς να αιτιολογηθεί το γιατί ένας άνθρωπος που δεν αντέχει να νιώθει
παγιδευμένος ούτε για δυο λεπτά, παραμένει εγκλωβισμένος για χρόνια σε αυτή τη
σύσκεψη.
3.
Τι δίνει συμβολικό/αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενο; Ποια είναι
δηλαδή η αλληγορία;
Η πρόθεση του συγγραφέα να προσδώσει
αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενό του γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι αφήνει
σκόπιμα ασαφή όσα σχετίζονται με τη «σύσκεψη». Δεν προσδιορίζεται μήτε το πότε
ξεκίνησε, μήτε το τι αφορά (αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε
σα φορτίο αβάσταχτο), μήτε το γιατί ο ήρωας, ενώ η πόρτα του συνεδριακού χώρου
είναι ορθάνοιχτη, αδυνατεί να φύγει από εκεί παραμένοντας για χρόνια
εγκλωβισμένος. Η ασάφεια αυτή αποσκοπεί, βέβαια, στο να μην περιοριστεί
νοηματικά το κείμενο στον συγκεκριμένο εγκλωβισμό που βιώνει ο ήρωας, ώστε ο
κάθε αναγνώστης να μπορεί να αναγνωρίσει στην ατελείωτη αυτή σύσκεψη όσα
εγκλωβίζουν τον ίδιο στην προσωπική του ζωή. Υπ’ αυτή την έννοια, όταν ο
αφηγητής περιγράφει τη δίχως αρχή και τέλος αυτή σύσκεψη, υπονοεί κάθε είδους
υποχρέωση ή δέσμευση που καθηλώνει τους ανθρώπους για χρόνια σε μια κατάσταση
εγκλωβισμού.
4.
Πώς συνδέονται η αλληγορία και το θέμα;
Ο αφηγητής θα μπορούσε να έχει συνδέσει
το κείμενο αυστηρά με μια συγκεκριμένη εμπειρία του, περιορίζοντας έτσι
δραστικά το νόημά του. Στόχος του, ωστόσο, είναι να διευρύνει το θέμα του κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κάθε αναγνώστης να αναγνωρίσει σε αυτό δικά του
ανάλογα βιώματα. Για το λόγο αυτό επιλέγει να δώσει αλληγορική διάσταση στην
ιστορία, αφήνοντάς τη ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες και, άρα, επιδεκτική πολλαπλών
αναγνώσεων. Υπ’ αυτή την έννοια ο κάθε αναγνώστης προσλαμβάνει περισσότερο την
ευρύτερη θεματική του «εγκλωβισμού» κι όχι συγκεκριμένα την προσωπική εμπειρία
του αφηγητή, η οποία σε κυριολεκτικό επίπεδο συνδέεται με τη γραφειοκρατική
οργάνωση και τις ιδεοληψίες του Κομμουνιστικού Κόμματος.
5.
Πώς κατασκευάζεται η συμβολική διάσταση του κειμένου;
Η απουσία συγκεκριμένων στοιχείων
σχετικά με τη σύσκεψη, όπως κι η σκόπιμη ασάφεια σχετικά με τη διάρκειά της,
την αποδεσμεύουν από το κυριολεκτικό επίπεδο και της προσδίδουν συμβολικές
διαστάσεις. Η δίχως τέλος αυτή σύσκεψη μπορεί κατ’ αυτό τον τρόπο να ιδωθεί ως
κάθε πιθανή μορφή εγκλωβισμού στη ζωή των ατόμων. Αντιστοίχως, συμβολική
διάσταση λαμβάνουν κι άλλα στοιχεία του κειμένου, όπως είναι για παράδειγμα: τα
κλειστά παράθυρα που εμποδίζουν το άτομο να δει το τι συμβαίνει έξω και να έχει
μια εικόνα για τις παράλληλες εξελίξεις στον κόσμο γύρω του -ένας ιδεολογικός
εγκλωβισμός, λόγου χάρη, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να λάβει υπόψη του τις
απόψεις και το πώς εξελίσσονται οι άλλες ιδεολογικές απόψεις-, κι η ορθάνοιχτη
πόρτα που συμβολίζει το δικαίωμα της επιλογής και θέτει συνάμα το ερώτημα
σχετικά με την απροθυμία ή την αδυναμία του ατόμου να αποχωρήσει από τη σύσκεψη
και κατ’ επέκταση απ’ ό,τι τον εγκλωβίζει. Συμβολικό χαρακτήρα έχει και το
επεισόδιο με το λεωφορείο όπου ο ήρωας αρνείται να μείνει αιχμάλωτος της
πόρτας, όταν παγιδεύεται το μανίκι του, το οποίο μας φανερώνει την ανάγκη για
ελευθερία που χαρακτήριζε μια προγενέστερη περίοδο της ζωής του ατόμου, αλλά
και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης την απροθυμία του ατόμου να αισθανθεί πως
εγκλωβίζεται από κάτι όταν έχει πια ανακτήσει την ελευθερία του από μια
προηγούμενη κατάσταση δέσμευσης (ιδεολογικής ή άλλης).
6.
Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αιχμάλωτος. Τι τον αιχμαλωτίζει, ποια
είναι η αιχμαλωσία του; Από τι εγκλωβίζεται;
Στο κείμενο «Η σύσκεψη» του Μάριου
Χάκκα, η αιχμαλωσία του ατόμου μοιάζει να προκύπτει από μια δίχως αρχή και
τέλος σύσκεψη, το περιεχόμενο και ο σκοπός της οποίας δεν μας είναι γνωστά. Η
ασάφεια ως προς το είδος της σύσκεψης επιτρέπει στον κάθε αναγνώστη να δώσει
μια διαφορετική ερμηνεία στο τι είναι αυτό που αιχμαλωτίζει τον ήρωα και εν
γένει τους ανθρώπους. Έτσι, η αιχμαλωσία του ατόμου ενδέχεται να προκύπτει από
τις επαγγελματικές του δεσμεύσεις ή από τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Ενδέχεται,
από την άλλη, να είναι μια αιχμαλωσία που πηγάζει από ιδεολογικούς περιορισμούς
ή από εσωτερικές ψυχικές δεσμεύσεις. Γενικότερα, η αιχμαλωσία μπορεί να είναι
αποτέλεσμα οποιουδήποτε παράγοντα δεν επιτρέπει στο άτομο να ρυθμίζει ελεύθερα
το χρόνο και τη ζωή του, εμποδίζοντάς το από το να σχεδιάζει και να υλοποιεί σημαντικές
αλλαγές στο πώς ζει, αλλά και στο πώς σκέφτεται. Οι δεσμεύσεις, άλλωστε, μιας
αιχμαλωσίας ενδέχεται να αφορούν τη δυνατότητά του να αντικρίζει τον κόσμο
ελεύθερος από τους περιορισμούς κάποιας ιδεοληψίας ή από τους περιορισμούς
κάποιου ψυχικού συμπλέγματος.
7.
Πώς δίνεται στο κείμενο αυτός ο εγκλωβισμός;
Ο εγκλωβισμός του ήρωα παρουσιάζεται με
ποικίλους τρόπους και κυριαρχεί επί της ουσίας σε όλο το κείμενο, καθώς
αποτελεί το κύριο θέμα του. Μια πρώτη σαφής ένδειξη του εγκλωβισμού προκύπτει
από την αδυναμία του αφηγητή να προσδιορίσει χρονικά τη διάρκεια της σύσκεψης (αν
είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια… Γιατί να
αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια… για πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια
φυλάκιση…). Εκείνο, βέβαια, που δηλώνεται με σαφήνεια είναι πως ο ήρωας έχει
εγκλωβιστεί σε αυτή και αισθάνεται πια πως δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Το
αίσθημα αυτό παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αποτελεσματικά με την παρομοίωσή του με
μια σταγόνα που δεν ακολουθεί τη ροή του ποταμού για να φτάσει στο τέρμα του,
αλλά παρακολουθεί την αδιάκοπη πορεία του από κάποια άκρη της κοίτης του (Είχε
την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο
ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει). Η σύσκεψη εμφανίζεται έτσι να
μην έχει αρχή ή τέλος, όπως ένα ποτάμι που ρέει αδιάκοπα.
Ο αφηγητής, μάλιστα, θέτει ευθέως το
ερώτημα αυτό «Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας
και μάλιστα ορθάνοιχτης;», δηλώνοντας πως η πόρτα της αίθουσας είναι ορθάνοιχτη
και υπονοώντας πως ο ήρωας θα μπορούσε, αν ήθελε, να φύγει. Βρίσκεται, οπότε,
εγκλωβισμένος ο ήρωας σε μια αίθουσα, της οποίας είναι «κλειστά τα παράθυρα,
βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες», αλλά η πόρτα είναι ανοιχτή. Η αδυναμία
του, άρα, να φύγει προκύπτει από κάποιον εσωτερικό εξαναγκασμό, όπως συμβαίνει
και με τους άλλους συμμετέχοντες «με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες
παλάμες». Όλοι όσοι βρίσκονται στη σύσκεψη έχουν αφεθεί σε μια παρόμοια
παραίτηση από το δικαίωμά τους στην ελευθερία, μένοντας εγκλωβισμένοι σε μια
σύσκεψη το περιεχόμενο της οποίας έχουν πάψει να το κατανοούν και να το
προσέχουν.
Τη στιγμή, μάλιστα, που ο ήρωας
σκέφτεται έντονα το πόσο εύκολο θα του ήταν να αποχωρήσει, τον καλούν να
μιλήσει κι ο ίδιος, με αποτέλεσμα να παγιδεύεται εκ νέου, ακολουθώντας κι
εκείνος το καθιερωμένο ύφος ομιλίας. Γίνεται τότε κι αυτός ένας από τους
κρίκους της δίχως τέλος σύσκεψης, συνεισφέροντας ενεργά στον ίδιο του τον
εγκλωβισμό.
8.
Ο ήρωας θέλει και μπορεί να ελευθερωθεί; Με ποιον τρόπο προσπαθεί να ελευθερωθεί;
Ο ήρωας έχοντας περάσει ένα μεγάλο
διάστημα οικειοθελούς συμμετοχής στη σύσκεψη, τη βιώνει πλέον ως αφόρητη
καταπίεση και επιθυμεί να διεκδικήσει εκ νέου την ελευθερία του. Το σκέφτεται
διαρκώς και κατανοεί πως θα του είναι πολύ εύκολο να φύγει, εφόσον η πόρτα της
αίθουσας είναι ορθάνοιχτη, ο φύλακας κοιμάται κι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες
φαίνεται να μη δίνουν πια καμία σημασία στο τι συμβαίνει γύρω τους. Ο ήρωας,
άλλωστε, είναι ένα άτομο που δεν αντέχει να αισθάνεται «αιχμάλωτος», όπως αυτό
γίνεται αντιληπτό με το περιστατικό του λεωφορείου, όταν τραβά και καταστρέφει
το μανίκι της καμπαρντίνας του, γιατί αρνείται να εγκλωβιστεί έστω και για λίγα
λεπτά. Ωστόσο, παρά την επιθυμία του να ελευθερωθεί και παρά το γεγονός ότι το
να απελευθερωθεί μοιάζει εξαιρετικά εύκολο, ο ήρωας δεν το κατορθώνει τελικά,
φανερώνοντας πως ο εγκλωβισμός του είναι πρωτίστως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής
μορφής δέσμευσης. Εκείνο που τον κρατά εγκλωβισμένο δεν είναι ο φύλακας ή η
δυσκολία να βγει από την αίθουσα, είναι η δική του αδυναμία να αποδεσμευτεί από
κάτι που αποτέλεσε άλλοτε προσωπική του επιλογή.
Ως εκ τούτου, την τελευταία στιγμή,
όταν το έχει σχεδόν αποφασίσει να φύγει και τον καλούν να μιλήσει, αντί να
αρνηθεί και να αποχωρήσει από την αίθουσα, δέχεται να συνεχίσει ο ίδιος πια τη
σύσκεψη, αποδεικνύοντας πόσο του είναι αδύνατο να απελευθερωθεί από αυτόν τον
ψυχολογικό και ιδεολογικό εγκλωβισμό.
9.
Αν σας έλεγαν ότι ο συγγραφέας είναι αριστερής ιδεολογίας, πώς θα
αντιλαμβανόσασταν την έννοια του εγκλωβισμού;
Επί της ουσίας το κείμενο ασκεί κριτική
στις γραφειοκρατικές τακτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος και τη διαρκή τάση
του να προκαθορίζει και να ελέγχει τις απόψεις και τις σκέψεις των μελών του.
Με αλλεπάλληλες συζητήσεις, στο πλαίσιο των οποίων ασκείται προπαγανδιστικού
χαρακτήρα ενημέρωση για τις επίσημες θέσεις του κόμματος, τα μέλη καθοδηγούνται
λεπτομερώς για την οφειλόμενη στάση τους απέναντι σε κάθε πιθανό ζήτημα. Ο
αφηγητής, ωστόσο, σκοπίμως δεν παρουσιάζει τέτοιου είδους στοιχεία για το
περιεχόμενο ή τη φύση της σύσκεψης, αφήνοντας το κείμενο ανοιχτό σε ερμηνείες.
Ο ήρωας έχει προσχωρήσει στο Κόμμα με
τη δική του θέληση, αλλά καθοδόν κι αφού συνειδητοποιεί τις παρωχημένες και
πλήρως δεσμευτικές διαδικασίες του, συνειδητοποιεί πως αυτό πια δεν τον εκφράζει.
Ωστόσο είτε επειδή δεν θέλει να φανεί ότι υπαναχωρεί από τις εκφρασμένες
ιδεολογικές του απόψεις είτε επειδή δεν βρίσκει κάποια εναλλακτική επιλογή,
εγκλωβίζεται σε αυτό και υπομένει τον ιδεοληπτικό τρόπο λειτουργίας του. Ο
εγκλωβισμός, άρα, του ήρωα αφορά την αδυναμία του να ξεφύγει από την κομματική
γραμμή και να διαμορφώσει ελεύθερα τις δικές του σκέψεις. Παραμένει -χωρίς πια
να το θέλει- «υποταγμένος» στην ιδεολογική κυριαρχία του κόμματος και
αποδέχεται τις καταπιεστικές τακτικές του.
10.
Ένας αναγνώστης του 1972, όταν πρωτοεκδόθηκε το διήγημα, θα έκανε πρωτίστως
μια πολιτική ανάγνωση. Ένας σημερινός αναγνώστης θα κάνει μιαν ανάγνωση
πιθανότατα περισσότερο συμβολική ή υπαρξιακή. Πώς προκύπτει αυτή η
διαφοροποίηση;
Το 1972 η χώρα βρισκόταν ακόμη υπό τη
στρατιωτική δικτατορία που είχε ξεκινήσει το 1967 κι έμελλε να ολοκληρωθεί το
1974 ύστερα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Είχε προηγηθεί ένα διάστημα
έντονης πολιτικής αστάθειας, ενώ είχαν μεσολαβήσει ελάχιστες δεκαετίες από την
ολοκλήρωση του εμφυλίου πολέμου. Εύλογα, λοιπόν, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής
αντίκριζαν τα πράγματα υπό πολιτικό πρίσμα, αφού κατανοούσαν πόσο κρίσιμος
είναι ο ρόλος της πολιτικής στη ζωή τους.
Στη σύγχρονη εποχή, ωστόσο, με τη χώρα
να έχει διανύσει ήδη πάνω από σαράντα χρόνια σταθερού δημοκρατικού βίου, οι
πολίτες έχουν πάψει να δίνουν μεγάλη σημασία στην πολιτική κι έχουν στραφεί
περισσότερο στις ατομικές πτυχές της ζωής τους. Εφόσον η ελευθερία τους δεν
κινδυνεύει κι εφόσον η πολιτική ζωή είναι σταθερή, έχουν τη δυνατότητα να
στραφούν σε άλλους τομείς και να διερευνήσουν διαφορετικά ερωτήματα και άλλου
είδους αγωνίες.
11.
Το κείμενο αρχίζει και τελειώνει με την ίδια φράση. Αυτό το σχήμα του
κύκλου, σε συνδυασμό με την επανάληψη μιας άλλης φράσης, σε ποια υπόθεση σας
οδηγεί για τους λόγους που κινούν την επιθυμία της φυγής στον ήρωα;
Η αδιάκοπη συνέχιση της σύσκεψης, η
διαπίστωση πως έχει ήδη αφιερώσει ένα απροσδιόριστα μεγάλο μέρος της ζωής του
σε αυτή, όπως και το γεγονός πως η σύσκεψη κινείται σ’ ένα χωρίς νόημα μονότονο
μοτίβο (Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα
λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο…), δημιουργούν ένα αίσθημα
ασφυξίας στον ήρωα. Βρίσκεται εκεί εξαναγκασμένος ν’ ακούει αδιάφορες και
ανούσιες ομιλίες που δεν έχουν καμία σχέση με τα κρίσιμα ζητήματα της ζωής,
νιώθοντας πως σπαταλά χωρίς λόγο το χρόνο του και πως έχει παγιδευτεί σε μια
συζήτηση που δεν αφορά πια κανέναν. Επιθυμεί, επομένως, να φύγει προκειμένου να
γνωρίσει τα όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο και να αισθανθεί πως ζει πραγματικά.
Ο «άχρηστος θόρυβος» των ομιλιών του είναι πια εντελώς αδιάφορος, ό,τι τον
απασχολεί περισσότερο είναι το τι βρίσκεται έξω από την ορθάνοιχτη πόρτα της
αίθουσας. Θέλει να δει την αληθινή κοινωνία και να ζήσει κοντά στους
πραγματικούς ανθρώπους, μακριά από τους μισοκοιμισμένους συμμετέχοντες αυτής
της ανούσιας και ατελείωτης σύσκεψης.
12.
Αυτό που περιγράφει το κείμενο μπορεί να συμβεί στη ζωή μας; Είναι συνηθισμένη
κατάσταση;
Η κατάσταση εγκλωβισμού σ’ έναν αέναο
κύκλο τετριμμένων και συμβατικών υποχρεώσεων αποτελεί οικείο βίωμα για πολλούς
ανθρώπους, εφόσον, θέλοντας και μη, οι περισσότεροι -άλλοι περισσότερο, άλλοι
λιγότερο- έχουν δημιουργήσει ανάλογα «δεσμά» στη ζωή τους. Εργασιακές,
οικογενειακές και κοινωνικές δεσμεύσεις, σταδιακά, αλλά αναπόφευκτα, συνθέτουν
ένα αυστηρό πλαίσιο υποχρεώσεων από το οποίο το άτομο αδυνατεί να διαφύγει.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του και κατ’
επέκταση της ζωής του, καταλαμβάνεται από υποχρεώσεις -συχνά εντελώς ανούσιες ή
βαρετές- που κατατρώνε τη ζωτικότητά του, τη διάθεσή του, καθώς και το χρόνο
του, στερώντας του τη δυνατότητα να αναζητήσει νέες ενδιαφέρουσες εμπειρίες έξω
από το στενά προσδιορισμένο πρόγραμμά του. Πολύ περισσότερο, βέβαια, εκείνο που
μοιάζει να βρίσκεται τελείως έξω από τις δυνατότητες του ατόμου είναι μια εκ
βάθρων αλλαγή στη ζωή του, η οποία εκ των πραγμάτων προϋποθέτει τέτοια
περιθώρια ελευθερίας που δύσκολα διαθέτουν πια οι περισσότεροι άνθρωποι.
2. Κ. Π. Καβάφης, Τα Παράθυρα
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που
περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. –Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.–
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα
βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα
δείξει.
[Καβάφης 2015: 195]
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις:
Τα παράθυρα συμβολίζουν τις
αναζητούμενες από τον ποιητή αιτίες για την κατάσταση που έχει περιέλθει η ζωή
του. Τα παράθυρα είναι συνδυασμένα με την έννοια του φωτός κι αυτό που επιθυμεί
ο ποιητής είναι να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία της ζωής του, για να μπορέσει να
κατανοήσει πώς έφτασε στο σημείο να βιώνει στη ζωή του πλείστους περιορισμούς
και καταπιέσεις. Πώς γίνεται να έχασε στην πορεία των χρόνων τον έλεγχο της
ζωής του και κατέληξε να περνά τις μέρες του στο σκοτάδι -στην άγνοια- και στη
μοναξιά. Η αναζήτηση αυτή του ποιητή εκφράζει τις ανησυχίες πολλών ανθρώπων που
σταδιακά βρέθηκαν μακριά από τους αρχικούς του στόχους και από την επιδιωκόμενη
ευτυχία. Ένα πλέγμα συνηθειών και υποχρεώσεων, η προσπάθεια του ανθρώπου να
ζήσει όπως οι άλλοι απαιτούν από αυτόν και μια κοινωνία που εγκλωβίζει τα μέλη
της σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία, συχνά αλλοτριώνουν τον άνθρωπο και τον
απομακρύνουν από καθετί που εκείνος επιθυμεί για τη ζωή του.
Ο ποιητής παρά την προσπάθειά του να
βρει τα παράθυρα δεν το κατορθώνει σαν να μην υπάρχουν καν ή σαν να είναι στον
ίδιο αδύνατο να τα εντοπίσει. Η αλήθεια είναι, άλλωστε, πως για να μπορέσει
κάποιος να αναγνωρίσει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει τη ζωή που θα
ήθελε, θα πρέπει να αναζητήσει τις ευθύνες όχι μόνο στους άλλους και στην
κοινωνία, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, κάτι που δεν είναι πάντοτε εύκολο.
Γι’ αυτό και ο ποιητής σκέφτεται πως ίσως να είναι καλύτερα που δεν μπορεί να
βρει τα παράθυρα -τις αιτίες- γιατί ίσως τότε θα έρθει αντιμέτωπος με πράγματα
που θα προτιμούσε να μην γνωρίζει ή να μην έχει συνειδητοποιήσει. Ίσως,
σχολιάζει ο ποιητής, το να βρει τα παράθυρα, να είναι τελικά μια νέα κατάσταση
πόνου⸱ ίσως η αλήθεια που τόσο επιθυμεί, να
αποτελέσει αφορμή για μια καίρια αναμέτρηση με τον εαυτό του κι αυτό μπορεί
αντί να τον λυτρώσει, να του επιφέρει μεγαλύτερη αναστάτωση.
3. Mίροσλαβ Χόλουμπ, Η πόρτα
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει
ένα δέντρο, ένα δάσος,
ένας κήπος
ή μια πόλη μαγική.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί να είναι το σκυλί που
ψαχουλεύει.
Μπορεί να δεις κάποια μορφή,
ή ένα μάτι,
ή την εικόνα
μιας εικόνας.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Αν είναι η καταχνιά
θα καθαρίσει.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά
που θορυβεί
κι αν είναι μόνο
κούφιος άνεμος
κι αν
τίποτα
δεν είναι
έξω εκεί,
πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Τουλάχιστον
θα γίνει
κάποιο
ρεύμα.
(μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς)
1.
Κάνετε κάποια σκέψη για την τετραπλή επανάληψη της προτροπής «πήγαινε κι
άνοιξε την πόρτα» στην αρχή της κάθε στροφής»;
Η επανάληψη της προτροπής «πήγαινε κι
άνοιξε την πόρτα» υποδηλώνει πως σε αυτή εντοπίζεται ένα κεντρικό μήνυμα του
ποιήματος. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να παρακινήσει σε δράση τον
αποδέκτη των λόγων του, θέλοντας να του δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψει κάτι
απ’ όσα βρίσκονται πέρα από τον ασφαλή, μα και συνάμα περιορισμένο χώρο στον
οποίο κινείται. Το άνοιγμα της πόρτας λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο ως ένα
πρώτο βήμα για τη βίωση νέων εμπειριών και για τη συνειδητοποίηση πως πέρα από
τα στενά όρια των ήδη οικείων και γνωστών ενδέχεται να διαδραματίζονται καίρια
νέα γεγονότα. Έξω από την κλειστή πόρτα υπάρχει ένας ζωντανός κι ενδιαφέρον
κόσμος που διαρκώς εξελίσσεται και αλλάζει.
2.
Παρατηρήστε στη β΄ και γ΄ στροφή την κλιμάκωση αυτών που μπορεί να δει
κανείς αν ανοίξει μια πόρτα (από το ειδικό στο γενικότερο και μετά στο φανταστικό).
Φαίνεται να έχει σημασία το τι θα δει κανείς;
Η παρακίνηση για ν’ ανοίξει την πόρτα
μοιάζει να βασίζεται, ως ένα βαθμό, στο άκουσμα κάποιου ήχου. Έτσι, σ’ ένα
πρώτο κυριολεκτικό επίπεδο, ανοίγοντάς την ενδέχεται να δει πως είναι απλώς το
σκυλί που ψαχουλεύει. Ενδέχεται, ωστόσο, να δει κάποια μορφή -πιθανά ανθρώπινη-
ή ένα μάτι, περνώντας κατ’ αυτό τον τρόπο από κάτι το συγκεκριμένο (το σκυλί
που ψαχουλεύει) σε κάτι πιο αόριστο, όπως είναι μια απροσδιόριστη μορφή ή ένα
μάτι, που επιχειρεί με τη σειρά του να δει πίσω απ’ την κλειστή πόρτα. Ακόμη
γενικότερα, ανοίγοντας την πόρτα ενδέχεται να δει «την εικόνα μιας εικόνας»,
μέρος, δηλαδή, μιας ευρύτερης εικόνας ή την αναπαράστασή της, αποκομίζοντας
κατ’ αυτό τον τρόπο μια ιδέα έστω για το τι βρίσκεται πέρα από τα στενά όρια
του σπιτιού του.
Αν έξω έχει καταχνιά (ομίχλη), θα
καθαρίσει σταδιακά η ατμόσφαιρα και θα μπορέσει να δει καθαρότερα. Αν πάλι το
μόνο που κάνει θόρυβο είναι η σκοτεινιά ή ο κούφιος αέρας, αν δεν υπάρχει
τίποτα εκεί έξω, τουλάχιστον θα έχει κάνει την κίνηση να αναζητήσει τι
βρίσκεται πέρα από την κλειστή του πόρτα. Υπ’ αυτή την έννοια το τι ακριβώς θα
δει ανοίγοντας την πόρτα δεν έχει σημασία, αφού εκείνο που κυρίως μετρά είναι
το να μην παραμένει αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Η άρνηση να δει αν υπάρχει
κάτι νέο ή διαφορετικό έξω από τα περιχαρακωμένα όρια της ύπαρξής του συνιστά
έναν επιζήμιο εγκλωβισμό που του στερεί την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη
διαρκώς εξελισσόμενη ζωή.
3.
Υπάρχει κάτι άλλο που επισημάνατε στις προτροπές;
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που
χαρακτηρίζει τις επαναλαμβανόμενες προτροπές του ποιήματος είναι πως ακόμη και
το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αγνοεί τι πραγματικά βρίσκεται έξω από την
πόρτα, σαν να βιώνει την ίδια κατάσταση εγκλεισμού. Παρακινεί κάποιον άλλον να
ανοίξει την πόρτα, σαν να απουσιάζει από εκείνον η διάθεση ή η απαιτούμενη
ενέργεια να πραγματοποιήσει αυτή τη φαινομενικά απλή κίνηση. Θα σχολίαζε,
βέβαια, κανείς πως το όλο ζητούμενο είναι να αποκτήσει ο αποδέκτης των λόγων
του την αναγκαία «περιέργεια», ώστε να κινητοποιηθεί και να πάψει να ζει
αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Εντούτοις, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο το
ποιητικό υποκείμενο να απευθύνεται στον ίδιο του τον εαυτό και να επιχειρεί να
απελευθερωθεί ο ίδιος από τη φοβία ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για το τι
συμβαίνει γύρω του.
4.
Ποιο είναι το μέγιστο και ποιο το ελάχιστο που μπορεί να κερδίσει κανείς
ανοίγοντας την πόρτα;
Το μέγιστο που μπορεί να κερδίσει
κάποιος ανοίγοντας την πόρτα είναι η συνειδητοποίηση πως εκεί έξω βρίσκεται
κάτι το εκπληκτικά όμορφο, όπως ένα δάσος, ή κάτι το εξαιρετικά σπουδαίο, όπως
μια πόλη μαγική. Μπορεί, άρα, να αποκτήσει τη δυνατότητα να ζήσει σπουδαίες
εμπειρίες στη γεμάτη μαγεία πόλη που βρίσκεται γύρω του, πλουτίζοντας τη ζωή
του με ευδαιμονικά βιώματα και νέες γνώσεις. Μπορεί, κατ’ επέκταση, να βρει όσα
προσδοκούσε, ώστε η ζωή του να γίνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα κι ο ίδιος να
αισθανθεί πλήρης και ευτυχής. Από την άλλη, ωστόσο, το μόνο που μπορεί να
κερδίσει με το άνοιγμα της πόρτας είναι να σχηματιστεί κάποιο ρεύμα που θα του
προσφέρει δροσιά μέσα στο σπίτι.
Η πιθανότητα κάποιας εκπληκτικής και
ουσιώδους εμπειρίας συνυπάρχει με το ενδεχόμενο ενός μηδαμινού κέρδους,
φανερώνοντας πως η δραστηριοποίηση του ατόμου κι η προθυμία του να τολμήσει
μπορεί -χωρίς βεβαιότητες- είτε να το οδηγήσει σε κάτι σημαντικό είτε σε κάτι
ελάχιστο.
5.
Ποιο βρίσκετε να είναι το κεντρικό ερώτημα/θέμα συζήτησης που θέτει το
κείμενο;
Το θέμα που θέτει το ποίημα «Η πόρτα»
έγκειται στην τάση των ανθρώπων να αυτοπεριορίζονται στο οικείο και γνώριμο
-είτε αυτό τους ικανοποιεί είτε όχι-, διστάζοντας να αναζητήσουν το νέο και
διαφορετικό. Είναι σαν να κυριαρχεί ο φόβος στη ζωή των ανθρώπων πως η
οποιαδήποτε αλλαγή στη γνώριμη «ρουτίνα», θα τους επιφέρει ανυπόφορη αναστάτωση
ή θα επιδεινώσει την κατάστασή τους. Φοβούνται το νέο, παρά το γεγονός ότι δεν
γνωρίζουν αν αυτό θα έχει θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή τους, κι
επιλέγουν να παραμένουν στάσιμοι σε μια κατάσταση, έστω κι αν αυτή δεν είναι
ιδανική.
Η στασιμότητα αυτή χαρακτηρίζει σχεδόν
κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου, εφόσον, για παράδειγμα, συχνά διαπιστώνουμε πως
ένας άνθρωπος μένει εγκλωβισμένος σε μια εργασία που δεν τον ικανοποιεί μόνο
και μόνο γιατί φοβάται να πάρει κάποιο ρίσκο ή παραμένει περιχαρακωμένος σε μια
ιδεολογία, έστω κι αν αυτή είναι πια παρωχημένη και δεν βρίσκεται σε
ανταπόκριση με τα νέα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας. Προσαρμόζονται
οι άνθρωποι σε μια κατάσταση και παραμένουν εγκλωβισμένοι σε αυτή, απεμπολώντας
το δικαίωμά τους στην αλλαγή και τη βελτίωση είτε γιατί φοβούνται είτε γιατί
αισθάνονται πως δεν έχουν το απαιτούμενο κουράγιο να αλλάξουν ό,τι μοιάζει να
έχει εδραιωθεί.
6.
Ο αφηγητής ειρωνεύεται αυτόν που διστάζει να πάει να ανοίξει την πόρτα. Υπάρχουν
κάποια σημεία στο κείμενο που επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση;
Η πιο σαφής έκφραση της ειρωνείας του
ποιητικού υποκειμένου απέναντι σε αυτόν που διστάζει να ανοίξει την πόρτα
εντοπίζεται στο κλείσιμο του ποιήματος, όταν σχολιάζει πως έστω κι αν δεν
υπάρχει τίποτε εκεί έξω «Τουλάχιστον θα γίνει κάποιο ρεύμα». Η φράση αυτή, μέσω
της οποίας δηλώνεται το ελάχιστο πιθανό όφελος από το άνοιγμα της πόρτας,
λειτουργεί παράλληλα ως εμπαιγμός στους δισταγμούς και τις φοβίες του ατόμου.
Είναι σαν να του επισημαίνει πως δεν έχει απολύτως τίποτε να φοβάται, αφού ίσα
ίσα αν ανοίξει την πόρτα θα κερδίσει τουλάχιστον τη δροσιά που θα φέρει το
ρεύμα αέρα που θα σχηματιστεί.
Αντιληπτή, επίσης, γίνεται η ειρωνεία
του ποιητικού υποκειμένου σε κάποιες από τις πιθανότητες που παρουσιάζει στο
συνομιλητή του. Είναι πιθανό, του επισημαίνει, όταν ανοίξει την πόρτα να μη δει
απολύτως τίποτα ή να επιτρέψει σε κάποιο αδιάκριτο μάτι να δει μέσα στο σπίτι
του. Γιατί θα πρέπει να τον ανησυχεί αυτό; Παρομοίως, μπορεί ανοίγοντας την
πόρτα να δει έξω «κάποια μορφή», κάποια άγνωστη μορφή, που η παρουσία του ίσως
τον ξαφνιάσει. Αν είναι αυτό που φοβάται, τότε, ναι, είναι πιθανό να αντικρίσει
ακριβώς αυτό.
7.
Ένας Άγγλος ποιητής, ο Ted Hughes, χαρακτήρισε τον Χόλουμπ ως «έναν από τους
πέντε ή έξι σπουδαιότερους ποιητές του 20ού αιώνα». Εσείς βρίσκετε κάτι
σπουδαίο σ’ αυτό το ποίημα;
Η σπουδαιότητα αυτού του ποιήματος
έγκειται στο γεγονός ότι με τον πλέον απλό και σαφή τρόπο περνά ένα ιδιαιτέρως
σημαντικό μήνυμα, αυτό της αξίας που έχει η προσπάθεια του ατόμου να ξεπερνά
τους όποιους δισταγμούς του και να προσπαθεί να βελτιώνει ή να αλλάζει τις
καταστάσεις στη ζωή του. Η παρουσίαση ενός ατόμου που έχει σε τέτοιο βαθμό
αφεθεί στους περιορισμούς που του έχουν τεθεί ή έχει το ίδιο θέσει στον εαυτό
του, ώστε αδυνατεί -ή δεν θεωρεί πως υπάρχει καν λόγος- να έρθει σε επαφή με τα
όσα συμβαίνουν στον κόσμο γύρω του, καθρεφτίζει καταστάσεις που συναντάμε συχνά
στη ζωή μας. Ο συμβιβασμός με ένα ελάχιστο περιθώριο ελευθεριών, η αποδοχή της
αποκοπής από τον έξω κόσμο, η περιχαράκωση του ατόμου στο στενό πλαίσιο της
ατομικότητάς του είναι εκδοχές του ίδιου εγκλωβισμού που είτε προκύπτει
εξαιτίας προσωπικών περιορισμών είτε έξωθεν επιβεβλημένων περιορισμών,
καταλήγει κατά τρόπο παρόμοιο στο να κρατά το άτομο δέσμιο και να του στερεί τη
δυνατότητα να γνωρίσει και πιθανώς να οικειοποιηθεί νέους τρόπους ζωής και
σκέψης.
8.
Το ποίημα είναι λιτό, χωρίς πολλά επίθετα, περίτεχνο ύφος κ.λπ. Αυτό
βρίσκετε να το εμπλουτίζει ή να το κάνει φτωχότερο;
Η επιλογή του λιτού ύφους και της
απλότητας στη διατύπωση λειτουργεί θετικά για το ποίημα, εφόσον αναδεικνύει πιο
αποτελεσματικά τη σημασία του κεντρικού του μηνύματος. Η αναγκαιότητα της
προσωπικής δράσης και της προσπάθειας του ατόμου να αποδεσμευτεί απ’ όσα το
περιορίζουν ή το εγκλωβίζουν αποτελεί μια καίρια σκέψη που αποδίδεται κατ’ αυτό
τον τρόπο με σαφήνεια. Ακόμη, άλλωστε, και με τις πιο απλές
λέξεις μπορούν δημιουργηθούν αξιόλογα ποιήματα, αρκεί το περιεχόμενο τους να κινητοποιεί
τη σκέψη του αναγνώστη. Ο ποιητής έχει την επίγνωση πως αυτό που επιχειρεί να
περάσει στους αναγνώστες του είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, γι’ αυτό και δεν
αισθάνεται την ανάγκη να το παρουσιάσει με περίτεχνο τρόπο που θα δυσκόλευε
χωρίς λόγο την πρόσληψή του και ίσως αποσπούσε την προσοχή των αναγνωστών από την
ουσία του κειμένου.
9.
Λέγεται ότι το ποίημα «Η πόρτα» θεωρήθηκε πολλά χρόνια μετά τη δημοσίευσή
του ως ύμνος στη βελούδινη επανάσταση της Πράγας. Αυτή η πληροφορία θα
σας βοηθούσε να προεκτείνετε την ανάγνωσή σας;
Το Νοέμβριο του 1989 και για ένα μήνα
μεγάλο μέρος του πληθυσμού της τότε Τσεχοσλοβακίας ξεκίνησε μια ειρηνική και
αναίμακτη επανάσταση (γι’ αυτό και «βελούδινη»), η οποία είχε ως συνέπεια την
πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και την πρώτη -μετά από σαράντα χρόνια-
δημοκρατική κυβέρνηση στη χώρα. Οι πολίτες της Τσεχοσλοβακίας κατόρθωσαν να
αποδεσμευτούν από τον εξαναγκαστικό απομονωτισμό που τους είχε επιβληθεί από το
κομμουνιστικό καθεστώς κι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν την εκπληκτική πρόοδο
που είχαν στο μεταξύ επιτύχει τα δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης. Η επανάσταση
αυτή ήρθε λίγες μόλις μέρες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, που
ενίσχυσε στους Τσεχοσλοβάκους την επιθυμία να απελευθερωθούν από τα ασφυκτικά
δεσμά του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η ανάγνωση του
ποιήματος μπορεί να επεκταθεί πέρα από τα όρια του ατομικού βίου και των
προσωπικών δεσμεύσεων, και να οδηγηθεί σε ευρύτερες προσπάθειες αποδέσμευσης
και διεκδίκησης της ελευθερίας. Το άτομο, άλλωστε, ενδέχεται να βρεθεί
περιορισμένο όχι λόγω προσωπικών του επιλογών ή αδυναμιών, αλλά επειδή τυχαίνει
να ζει σε μια χώρα που έχει απωλέσει συνολικά την ελευθερία της. Έτσι, η ανάγκη
του ατόμου να διεκδικήσει την αλλαγή κάποτε ξεπερνά τα όρια της ανάγκης να
βελτιώσει την προσωπική του ζωή και προχωρά σε κάτι κατά πολύ ευρύτερο και
σημαντικότερο όπως είναι η εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία.
10.
Ίσως το μείζον θέμα να κρύβεται στο «τουλάχιστον», στο ότι, δηλαδή, πρέπει
να τολμάμε χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι μας περιμένει κάτι καλύτερο. Ποια
είναι η δική σας άποψη;
Στους καταληκτικούς στίχους
διατυπώνεται η άποψη ότι αν ανοίξει την πόρτα «Τουλάχιστον θα γίνει κάποιο
ρεύμα». Το ποιητικό υποκείμενο δεν μπαίνει στη διαδικασία να παρουσιάσει ως
δεδομένο ότι αν κινητοποιηθεί κι αν προσπαθήσει το άτομο θα κερδίσει κάτι το
σπουδαίο. Υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο η προσπάθειά του να αποφέρει μηδαμινά
οφέλη, όπως το να δροσιστεί λίγο το σπίτι από το ρεύμα που θα σχηματιστεί.
Θεωρεί, ωστόσο, ότι σε κάθε περίπτωση -είτε πετύχει κάτι σημαντικό είτε
όχι- είναι αναγκαίο το να καταβληθεί η
προσπάθεια από τη μεριά του ατόμου, ώστε να έχει «τουλάχιστον» την επίγνωση πως
έκανε κάτι και πως δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους.
Θα ήταν σαφώς προτιμότερο κάθε φορά που
το άτομο προσπαθεί, να επιβραβεύεται με κάποιο σημαντικό όφελος, ωστόσο η ζωή
δεν λειτουργεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Η αποτυχία μιας προσπάθειας ή η απουσία
ουσιαστικών επιτευγμάτων συνιστούν πιθανά δεδομένα. Διαπίστωση, εντούτοις, που
δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει το άτομο, εφόσον εκείνο που καθιστά σίγουρα
αναπόφευκτη την αποτυχία ή τη μη βελτίωση μιας κατάστασης είναι η απουσία
προσπάθειας. Υπ’ αυτή την έννοια το «τουλάχιστον», το όποιο δηλαδή αποτέλεσμα,
έστω κι αν αυτό είναι μηδαμινό, αποτελεί προτιμότερη επιλογή από την αδράνεια
και τη στασιμότητα.
11.
Πώς συνδέονται τα δύο κείμενα; [= Η σύσκεψη και Η Πόρτα]
Η σύνδεση ανάμεσα στο διήγημα του
Μάριου Χάκκα «Η σύσκεψη» και το ποίημα του Mίροσλαβ Χόλουμπ «Η Πόρτα»
εντοπίζεται στην έλλειψη εκείνης της αποφασιστικότητας που θα ωθούσε τα άτομα
σε δράση και θα τα οδηγούσε είτε στην αλλαγή της κατάστασης που βιώνουν είτε
στην αποδέσμευσή τους απ’ όσα τους εγκλωβίζουν. Ο ήρωας της Σύσκεψης παραμένει
εγκλωβισμένος, διότι δεν τολμά να κάνει τα αποφασιστικά βήματα που θα τον
οδηγήσουν στην ορθάνοιχτη πόρτα, και παρομοίως ο ήρωας του ποιήματος απομένει
αποκομμένος από τα όσα διαδραματίζονται στον έξω κόσμο, διότι διστάζει ν’
ανοίξει την κλειστή πόρτα.
Οι ήρωες και των δύο κειμένων
βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε κλειστούς χώρους, στερούμενοι την επαφή με τον έξω
κόσμο -είτε κυριολεκτικά είτε σε επίπεδο ιδεολογικών και κοινωνικών εξελίξεων-,
διότι δεν έχουν το ψυχικό σθένος να διεκδικήσουν μια αλλαγή στη ζωή τους. Για
τον ήρωα της Σύσκεψης η αλλαγή αυτή θα σήμαινε αποδέσμευση από τον καταπιεστικό
έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ για τον ήρωα του ποιήματος η αλλαγή
αυτή θα σήμαινε τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση επαφή με τον έξω κόσμο και να βιώσει
νέες εμπειρίες, επιτρέποντας στον εαυτό του να γνωρίσει τις εξελίξεις που
συντελούνται γύρω του.
4. Κ.Π. Καβάφης, Η Πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’
άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από
αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι
γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου –σαν νεκρός–
θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν
αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και
χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν
θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους
θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες
ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’
ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα
αλλού –μη ελπίζεις–
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την
γη την χάλασες.
[Καβάφης 2015: 216-217]
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις:
Το ποίημα «Η Πόλις» του Καβάφη αποτελεί
την πληρέστερη αποτύπωση του αισθήματος του εγκλωβισμού που βιώνει ένας
άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τη ζωή του, αλλά γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι πια
εφικτό. Στις δύο στροφές του σύντομου αυτού ποιήματος ο Καβάφης κατορθώνει να
εκφράσει τη διάψευση όλων των προσδοκιών και την πλήρη αδυναμία του ανθρώπου να
ξεφύγει από το παρελθόν και από τα λάθη του.
Οι σκέψεις που καταγράφονται στην πρώτη
στροφή υποδεικνύουν πως το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του,
όσο κι αν προσπαθεί, κι αυτό τον έχει εγκλωβίσει σε συναισθήματα απελπισίας και
μαρασμού. Η παρομοίωση με την οποία παρουσιάζει την καρδιά του θαμμένη σαν να
είναι νεκρός, εκφράζει με ιδιαίτερη ένταση την εδραίωση των αρνητικών
συναισθημάτων που τον έχουν πλέον κατακλύσει. Όπως η καρδιά του, έτσι και το
μυαλό του, βρίσκεται σ’ ένα διαρκή μαρασμό, σε μια σταθερή απόγνωση, καθώς ενώ
θέλει να αλλάξει τη ζωή του και θέλει να δημιουργήσει κάτι καλύτερο, βλέπει
διαρκώς τις προσπάθειές του να αποτυγχάνουν. Γι’ αυτό θέλει να φύγει από την
πόλη του, αφού όπου κι αν κοιτάξει γύρω του βλέπει συνεχώς υπενθυμίσεις των
αποτυχιών του, αλλά και του γεγονότος ότι τα χρόνια του περνούν χωρίς να
κατορθώνει τίποτε. Η πρώτη στροφή αποτελεί μια κραυγή απελπισίας ενός ανθρώπου
που θέλει να βελτιώσει τη ζωή του κι αποζητά μια ευκαιρία να ξεκινήσει από την
αρχή, θέτοντας σε σωστή βάση τη ζωή του αυτή τη φορά.
Στη δεύτερη στροφή μας δίνεται η
απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στις ανησυχίες που εκφράστηκαν στην πρώτη
στροφή είτε από κάποιο άλλο πρόσωπο είτε κι από το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.
Η στάση του, εδώ, είναι κατηγορηματικά αρνητική για τα σχέδια και τις ελπίδες
ότι μπορεί να βρεθεί μια καλύτερη πόλη. Ο ποιητής είναι απόλυτος, δεν υπάρχουν
νέοι τόποι, δεν υπάρχουν άλλες θάλασσες. Με την έντονα διατυπωμένη αυτή άρνηση
ο Καβάφης επιχειρεί να τονίσει το πόσο πλήρης είναι αδυναμία του ανθρώπου να
ξεφύγει από τον εαυτό του, τις επιλογές και τα λάθη του. Η πόλη, δηλαδή, από
την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε δεν είναι παρά ο ίδιος μας ο εαυτός, και μια
τέτοια διαφυγή είναι φυσικά αδύνατη. Εφόσον κάποιος έχει καταστρέψει τη ζωή του
με λανθασμένες αποφάσεις κι εκτιμήσεις, με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν
προσπαθήσει να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, είναι καταδικασμένος να κάνει
τα ίδια ή παρόμοια λάθη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν και φυσικά δεν
μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους.
Η πόλη θα σε ακολουθεί, μας λέει ο
ποιητής, εννοώντας ότι το παρελθόν, οι επιλογές και τα λάθη μας δεν μπορούν να
διαγραφούν ούτε και να ξεχαστούν. Όπου κι αν πάει κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει
από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του κι από το παρελθόν του, κι αν δεν έχει
ήδη καταφέρει να φτιάξει μια καλή ζωή, τότε δεν υπάρχει ελπίδα να τα καταφέρει
στο μέλλον, καθώς ως άνθρωπος απλά δεν έχει κάνει τις σωστές επιλογές και δε
γνωρίζει πως να διαχειριστεί σωστά τη ζωή του. Οπότε πάντοτε θα γυρνά στους
ίδιους δρόμους -θα κάνει τις ίδιες επιλογές- και θα γερνά στα ίδια σπίτια, θα
δει τη ζωή του να χάνεται μέσα στο ίδιο κλίμα αποτυχίας, όπως έχει συμβεί μέχρι
τώρα.
Ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά ότι ο
μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας γι’ αυτό και κλείνοντας το ποίημά του
σχολιάζει πως αν έχεις καταστρέψει τη ζωή σου σε μια πόλη, σε μια μικρή γωνιά
του κόσμου, τότε την έχεις καταστρέψει σ’ όλη τη γη. Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν
κάνεις, αν δεν μπορείς να διαχειριστείς σωστά τη ζωή σου σ’ ένα τόπο, σημαίνει
ότι δε θα μπορέσεις να τη διαχειριστείς καλύτερα ποτέ και πουθενά.
Ερωτήσεις συνεξέτασης των κειμένων του
δικτύου
1.
Πώς αντιληφθήκατε συνολικά τα κείμενα; Υπάρχουν κοινοί άξονες;
Τα τέσσερα αυτά κείμενα έχουν κοινούς
θεματικούς άξονες, έστω κι αν σε ορισμένα σημεία διαφοροποιούνται αρκετά.
Ειδικότερα, μια κοινή θεματική είναι αυτή του εγκλωβισμού, καθώς τόσο ο ήρωας
της Σύσκεψης, όσο και τα πρόσωπα των ποιητικών κειμένων βιώνουν μια μορφή
παγίδευσης -κυρίως εσωτερικής- που είτε δεν τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν
την ύπαρξη της δυνατότητας να αλλάξουν και να βελτιώσουν τη ζωή τους είτε τους
καθιστά απρόθυμους να την αναζητήσουν. Από τον ήρωας της Σύσκεψης που βρίσκεται
παγιδευμένος σε μια ιδεολογία κι ένα κόμμα που ο ίδιος είχε κάποτε συνειδητά
επιλέξει, μέχρι τον ήρωα της Πόλις που έχοντας κάνει επανειλημμένα λανθασμένες
επιλογές αισθάνεται τώρα πως δεν μπορεί πια να συνεχίσει να ζει στην πόλη του
περιτριγυρισμένος από συνεχείς υπομνήσεις των αποτυχιών του, όλα τα πρόσωπα
αυτά νιώθουν εγκλωβισμένα.
Κοινή είναι, επίσης, η σύνδεση της
πιθανής επίλυσης του εγκλωβισμού είτε με τη φυγή/αποχώρηση είτε με το άνοιγμα
μιας πόρτας ή ενός παραθύρου. Πιο συγκεκριμένα στη Σύσκεψη ο ήρωας θεωρεί πως
θα γλιτώσει αν απλά φύγει από την αίθουσα, όπως κι ο ήρωας της Πόλις πιστεύει
πως σε κάποια άλλη χώρα θα του δοθεί η ευκαιρία να διαχειριστεί διαφορετικά τη
ζωή του. Στα Παράθυρα ο ήρωας αναζητά την αποδέσμευση με το άνοιγμα των
παραθύρων και στο ποίημα «Η Πόρτα» ο ήρωας παρακινείται συνεχώς να ανοίξει την
πόρτα, ώστε να έρθει σε επαφή με τον έξω κόσμο.
2.
Πού συναντιέται το καθένα από τα τρία κείμενα (Παράθυρα - Η πόλις - Η πόρτα)
με τη Σύσκεψη; Ποιο είναι το νήμα που τα συνδέει;
Τόσο στη Σύσκεψη όσο και στα Παράθυρα
το άτομο εμφανίζεται να βιώνει τον εγκλωβισμό του χωρίς σαφή διάθεση να
αναγνωρίσει την ευθύνη που του αναλογεί για τις επιλογές του που το οδήγησαν σ’
αυτή την κατάσταση. Ο ήρωας της Σύσκεψης βιώνει ως εντελώς ανυπόφορη την
ατελείωτη αυτή συζήτηση κι ο αφηγητής θέτει το κρίσιμο ερώτημα «Τώρα γιατί
παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη;», χωρίς να δίνεται ωστόσο η
απάντηση, που θα αποκάλυπτε πως πρόκειται για κάτι που ο ίδιος ο ήρωας το έχει
επιλέξει. Όταν, άλλωστε, βρίσκεται κοντά στην απόφαση να αποχωρήσει, αποδέχεται
αδιαμαρτύρητα να συμμετάσχει κι ο ίδιος ως ομιλητής στη Σύσκεψη, φανερώνοντας
πως συναινεί στον εγκλωβισμό του. Κατά τρόπο παρόμοιο ο ήρωας στα Παράθυρα
αισθάνεται σχεδόν ανακούφιση από την αδυναμία του να βρει τα παράθυρα και να
φωτίσει τις σκοτεινές κάμαρες του σπιτιού του, διότι φοβάται επί της ουσίας να
αντικρίσει την αλήθεια για τη ζωή του και πιθανώς τις ευθύνες που του
αναλογούν. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως και στη Σύσκεψη τα παράθυρα της
αίθουσας είναι κλειστά, εμποδίζοντας τους συμμετέχοντες να δουν τι γίνεται στον
έξω κόσμο -πώς εξελίσσονται οι άλλες πολιτικές ιδεολογίες- (Βέβαια μπορεί να
’ταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες…).
Όπως στη Σύσκεψη έτσι και στο ποίημα Η
Πόρτα οι ήρωες διστάζουν ή αρνούνται να αντικρίσουν το τι συμβαίνει στον έξω
κόσμο, σαν να επιθυμούν τον εγκλωβισμό τους στον περιορισμένο, μα οικείο χώρο
όπου βρίσκονται. Η επαφή τους με τον έξω κόσμο θα ωφελούσε πιθανώς και τους
δύο, ωστόσο δεν παίρνουν την αναγκαία απόφαση να έρθουν σ’ επαφή με το νέο και
διαφορετικό που βρίσκεται πέρα από τα στενά όρια του δικού τους χώρου.
Ο ήρωας του Η Πόλις, αν και είναι
αντιστοίχως εγκλωβισμένος όπως κι ο ήρωας της Σύσκεψης, εμφανίζεται ωστόσο να
έχει, ως ένα σημείο, συνείδηση της ευθύνης που του αναλογεί για τις λανθασμένες
του επιλογές.
3.
Ποιο από αυτά «απαντά» πιο άμεσα στο γιατί δεν μπορεί τελικά να φύγει ο
ήρωας από τη Σύσκεψη. Με ποια λόγια;
Το ποίημα που απαντά πιο άμεσα στο
γιατί δεν μπορεί τελικά να φύγει ο ήρωας από τη Σύσκεψη είναι τα Παράθυρα,
εφόσον σε αυτό το ποίημα τονίζεται η απροθυμία του ίδιου του προσώπου να
«επιλύσει» το πρόβλημά του. « Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. / Ίσως το φως
θά ‘ναι μια νέα τυραννία. / Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.» Αν ο
ήρωας του ποιήματος έβρισκε πράγματι τα παράθυρα, ίσως ήταν αναγκασμένος να
αντικρίσει δυσάρεστες αλήθειες για τον εαυτό του. Ίσως θα έπρεπε να παραδεχτεί
πως η ευθύνη για τη γεμάτη περιορισμούς ζωή του βαρύνει τον ίδιο και τις
επιλογές του. Αντιστοίχως, ο ήρωας της Σύσκεψης δεν φεύγει, γιατί δεν θέλει να
αντικρίσει τον έξω κόσμο. Ίσως εκεί έξω συνειδητοποιήσει πως όλα αυτά που
πίστευε και υποστήριζε τόσα χρόνια ήταν εντελώς λανθασμένα. Ίσως αναγκαστεί να
παραδεχτεί πως σπατάλησε τη ζωή του στηρίζοντας μια παρωχημένη και επιζήμια
ιδεολογία.
4.
Σε τι ερώτημα από αυτά που αναδύονται από τη Σύσκεψη βλέπετε να απαντά Η
Πόλις; Πρόκειται, σε αντίθεση με το «ίσως» του ποιήματος Τα Παράθυρα,
για μιαν απόφανση. Πώς το ποίημα προβάλλει αυτή τη βεβαιότητα της
απόφανσης; Ποιος είναι αυτός που μιλά με τόση βεβαιότητα; Σας
λέει κάτι μια τέτοιου είδους απάντηση; Θεωρείτε πιθανό να νιώθει ο ήρωας
της Σύσκεψης ότι «αν τη ζωή του χάλασε εδώ, σ’ όλην τη γη τη χάλασε»;
Ενώ στο ποίημα τα Παράθυρα ο τόνος του
ποιητικού υποκειμένου είναι πιο διαλλακτικός, επιτρέποντας με το «ίσως»
περιθώρια διάψευσης των όσων καταγράφει, στο ποίημα η Πόλις το ύφος είναι
διαφορετικό, αφού εκφράζει την άποψη του με κατηγορηματικό τρόπο (Καινούριους
τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες). Το ποιητικό υποκείμενο δεν
αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ή ελπίδας (Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για
τα αλλού — μη ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό), προσδίδοντας στη
διαπίστωσή του το χαρακτήρα βεβαιότητας. Μιας βεβαιότητας που προκύπτει από την
πολύχρονη παρατήρηση των ανθρώπων κι από ποικίλες εμπειρίες ζωής που έχουν
δημιουργήσει στον ποιητή την φαινομενικά απαισιόδοξη, αλλά επί της ουσίας
έγκυρη συνειδητοποίηση πως οι άνθρωποι αδυνατούν να ξεφύγουν από τον εαυτό τους
και να αλλάξουν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και δρουν. Ο ποιητής
υιοθετεί σκόπιμα το κατηγορηματικό αυτό ύφος, εφόσον θεωρεί πως εκφράζει εδώ
μια αναπόφευκτη αλήθεια για τη ζωή των ανθρώπων, μια αλήθεια που σαφώς θα ήθελε
να μην έχει την ισχύ αξιώματος, αλλά την έχει δει να επιβεβαιώνεται ξανά και
ξανά, ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό.
Η άποψη που εκφράζει ο Καβάφης στο η
Πόλις αναφέρεται σε διαφορετικά ζητήματα από αυτά που βιώνει ο ήρωας της
Σύσκεψης, οπότε μια διαπίστωση, όπως η ακόλουθη «Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες
εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.», δεν ανταποκρίνεται
ακριβώς στη δική του περίπτωση. Εντούτοις, η Πόλις επιβεβαιώνεται σε ό,τι αφορά
την αδυναμία του ήρωα να ξεφύγει από αυτά που τον εγκλωβίζουν, αφού παρά το
γεγονός ότι το σκέφτεται διαρκώς, δεν κατορθώνει τελικά να φύγει από την
αίθουσα της σύσκεψης και να διεκδικήσει την ελευθερία του.
Η Πόλις είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα
αυστηρό για τις προοπτικές των ανθρώπων, και βασίζεται στη διαπίστωση του
ποιητή, ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του
εαυτού μας. Ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο
εαυτός μας γι’ αυτό και κλείνοντας το ποίημά του σχολιάζει πως αν έχεις
καταστρέψει τη ζωή σου σε μια πόλη, σε μια μικρή γωνιά του κόσμου, τότε την
έχεις καταστρέψει σ’ όλη τη γη. Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, αν δεν
μπορείς να διαχειριστείς σωστά τη ζωή σου σ’ ένα τόπο, σημαίνει ότι δε θα μπορέσεις
να τη διαχειριστείς καλύτερα ποτέ και πουθενά.
Η αυστηρότητα αυτής της απάντησης που
δίνεται στο πρόσωπο που εκφράζει την επιθυμία να βρει μια καινούρια γη για να
ξεκινήσει τη ζωή του απ’ την αρχή, μοιάζει αποκαρδιωτική και εντελώς
αποτρεπτική, έρχεται, ωστόσο, να εκφράσει κάτι που ο ποιητής το πιστεύει
απόλυτα. Αν και σίγουρα ο αποδέκτης αυτής της απάντησης θα είχε πολλές
ενστάσεις, εφόσον θα θεωρούσε πως είναι υπερβολικό το να μην αναγνωρίζεται
στους ανθρώπους η δυνατότητα να αλλάξουν τρόπο σκέψης και ζωής, ο ποιητής θα
είχε πιθανά να παρουσιάσει πλείστα παραδείγματα για να τεκμηριώσει τη δική του
θέση πως οι άνθρωποι παραμένουν σταθερά ίδιοι στα βασικά σημεία της
προσωπικότητάς τους και πως, άρα, τους είναι αδύνατο να επιτύχουν μια καίρια
αλλαγή, ιδίως όταν δεν βρίσκονται πια σε νεανική ηλικία.
5.
Ποια είναι η διαφορετική «φωνή» που ακούγεται στο ποίημα «Η Πόρτα»; Τίνος
είναι η φωνή; Αν αυτή η φωνή απευθυνόταν στον ήρωα της Σύσκεψης, τι απ’ όσα
λέει θα επιλέγατε να τονίσετε στην προοπτική μιας απάντησης σ’ αυτόν;
Η φωνή στο ποίημα «Η Πόρτα» θα μπορούσε
να ανήκει σε κάποιον που έχει ήδη γνώση των όσων βρίσκονται έξω από την κλειστή
πόρτα, αν και ο τρόπος που διατυπώνονται τα όσα πιθανώς δει ο συνομιλητής του
όταν την ανοίξει, ακριβώς επειδή έχουν το χαρακτήρα πιθανοτήτων, δείχνουν πως
δεν επιδιώκει -ή δεν έχει το ρόλο- του παντογνώστη. Διατηρεί για τον εαυτό του
όχι τόσο τη γνώση για το τι βρίσκεται έξω, όσο τη διάθεση να το γνωρίσει. Μιλά
όχι με το ύφος κάποιου που είναι εξοικειωμένος με τον κόσμο πέρα από την
κλειστή πόρτα, αλλά με την αποφασιστικότητα κάποιου που δεν επιθυμεί να
παραμένει περιορισμένος. Θέλει να δει το συνομιλητή του να διεκδικεί την
ελευθερία του και το δικαίωμά του σε νέες εμπειρίες και νέες γνώσεις, έστω κι αν
σε ορισμένα σημεία επιλέγει να τον παρακινεί με μια δόση ειρωνείας. Εμπαίζει
τους δισταγμούς και τις φοβίες του συνομιλητή του, αλλά η πρόθεσή του είναι επί
της ουσίας θετική, εφόσον προσπαθεί να τον παρακινήσει σε δράση.
Αν η φωνή του ποιήματος απευθυνόταν
στον ήρωα της Σύσκεψης θεωρώ πως θα έπρεπε να του τονίσει το ενδεχόμενο να βρει
έξω από τα στενά όρια της αίθουσας έναν όμορφο κόσμο ή μια πόλη γεμάτη νέες
δυνατότητες και προοπτικές. Θα ήταν θεμιτό να του υπενθυμίσει, δηλαδή, πως αν
επιτρέψει στον εαυτό του να αποδεσμευτεί απ’ όσα τον κρατούν συνεχώς έγκλειστο
στη δίχως τέλος σύσκεψη, θα έχει την ευκαιρία είτε να θαυμάσει την ομορφιά της
φύσης είτε τις πολλές δυνατότητες που προσφέρει η κοινωνική συνύπαρξη σε μια
γεμάτη ζωντάνια πόλη που επιτρέπει στον καθένα να διεκδικήσει την εκπλήρωση των
δικών του στόχων και ονείρων.
Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει
ένα δέντρο, ένα δάσος,
ένας κήπος
ή μια πόλη μαγική.
6.
Εσείς ποια από τις φωνές των τριών κειμένων θα μπορούσατε -ίσως- να
υιοθετήσετε, για να απευθυνθείτε στον ήρωα της Σύσκεψης; Ποιο σημείο
ποιου κειμένου (με λογοτεχνική γλώσσα) σας έκανε να δείτε πιο καθαρά τι
συμβαίνει με τον ήρωα της Σύσκεψης;
Πιθανά το κείμενο που διαφωτίζει
περισσότερο τη στάση του ήρωα της Σύσκεψης είναι τα Παράθυρα του Κωνσταντίνου
Καβάφη, εφόσον η αίσθηση του ποιητικού υποκειμένου πως «ίσως» είναι καλύτερα
που δεν μπορεί να βρει τα παράθυρα, μιας και γλιτώνει το ενδεχόμενο να έρθουν
στο φως νέα -ανεπιθύμητα- πράγματα, προσεγγίζει, ως ένα βαθμό, το δισταγμό του
ήρωα να φύγει από τη σύσκεψη και να βγει έξω στο φως του μεσημεριού. Ίσως ο
ήρωας να μη θέλει να απομακρυνθεί από τον ανυπόφορα μονότονο, αλλά οικείο χώρο
της σύσκεψης. Ίσως να μη θέλει να αντικρίσει τις αλήθειες του έξω κόσμου, ώστε
να μη χρειαστεί να ελέγξει την αξία των πρότερων πεποιθήσεών του που τον
κράτησαν για χρόνια δέσμιό τους.
«Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα
δείξει.»
7.
Σύσκεψη, Πόλις, Πόρτα, Παράθυρα: Τι κοινό έχουν αυτοί οι τίτλοι; Ποιες
είναι οι συνδηλώσεις τους; Τι είδους πράγματα δηλαδή μας εγκλωβίζουν
συνήθως;
Σε όλους τους τίτλους προσδιορίζεται
κάτι που σχετίζεται με το χώρο στον οποίο κινούνται και δρουν οι άνθρωποι. Η
Σύσκεψη προϋποθέτει την αίθουσα στην οποία έχουν συγκεντρωθεί τα πρόσωπα, όπως
η Πόρτα και τα Παράθυρα αναφέρονται σε κάποιο σπίτι. Σαφώς ευρύτερος είναι ο
χώρος που δηλώνεται στο η Πόλις.
Οι χώροι των κειμένων αυτών συνδέονται
είτε με τον προσωπικό χώρο διαβίωσης του ατόμου, το σπίτι του, είτε με το χώρο
συνύπαρξης με τους άλλους ανθρώπους, όπως είναι η πόλη ή σε μικρότερη κλίμακα η
αίθουσα συνεδριάσεων. Υπ’ αυτή την έννοια ο εγκλωβισμός των ατόμων είτε
προκύπτει από αμιγώς προσωπικές -ψυχικές, συναισθηματικές- δεσμεύσεις, είτε από
συμβάσεις και στοιχεία που συνδέονται με την κοινωνική του ταυτότητα και την
αλληλεπίδρασή του με τα άλλα άτομα. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, ενδέχεται να
εγκλωβίζεται εξαιτίας δικών του συμπλεγμάτων, φοβιών ή αδυναμιών, περιορίζοντας
ο ίδιος τον εαυτό του και τις επιλογές του, όπως ένας άλλος ενδέχεται να
εγκλωβίζεται στα στεγανά κάποιας πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, όταν επιτρέπει
στις πεποιθήσεις του να λάβουν τη μορφή ιδεοληπτικού δογματισμού. Επιπροσθέτως,
σε ό,τι αφορά την κοινωνική μας ταυτότητα, ο εγκλωβισμός ενδέχεται να είναι
αποτέλεσμα του κοινωνικώς αναμενόμενου ή του κοινωνικώς αποδεκτού, με το άτομο
να αισθάνεται αναγκασμένο να ζήσει σύμφωνα με τους τρόπους που του υποδεικνύει
ή του επιβάλλει η κοινωνία.
8.
Σε τι σας βοήθησε η συνεξέταση/ διάλογος αυτών των τεσσάρων κειμένων;
Τα τέσσερα αυτά κείμενα διερευνούν από
διαφορετική κάθε φορά οπτική την έννοια του εγκλωβισμού, φωτίζοντας
διαφορετικές εκφάνσεις του αισθήματος παγίδευσης που βιώνουν συχνά οι άνθρωποι
στη ζωή τους. Ο ήρωας της Σύσκεψης παγιδεύεται στα ασφυκτικά όρια μιας πολιτικής
ιδεολογίας που δεν επιτρέπει στα άτομα το δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη, αφού
είναι από τη φύση της δογματική και τείνει προς τον φανατισμό. Ο ήρωας της
Πόρτας διστάζει να δει τι βρίσκεται πέρα από το οικείο και γνωστό, προτιμώντας
να παραμένει εγκλωβισμένος σε όσα ήδη γνωρίζει, έστω κι αν δεν του προσφέρουν
την ελευθερία που επιθυμεί. Φοβάται ν’ ανοίξει την πόρτα στον έξω κόσμο, έστω
κι αν είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται να κάνει προκειμένου να βελτιώσει τη
ζωή του και να εκτεθεί σε νέες εμπειρίες και γνώσεις. Ο ήρωας στα Παράθυρα αδυνατεί
να εντοπίσει τους λόγους που τον έχουν φέρει στο σημείο να ζει καταπιεσμένος
και δυστυχισμένος. Θέλει να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία στη ζωή του και να μάθει
επιτέλους τι έχει φταίξει, αλλά την ίδια στιγμή φοβάται πως αν το κατορθώσει θα
έρθει αντιμέτωπος με πολύ δυσάρεστες αλήθειες για τον εαυτό του. Καταλήγει,
έτσι, να προτιμά την άγνοια, θέλοντας να γλιτώσει τον πόνο που ίσως του
προκαλέσει η γνώση. Τέλος, ο ήρωας της Πόλις, έχοντας αποτύχει ξανά και ξανά, υποφέρει
από την επίγνωση πως είναι αναγκασμένος να βλέπει παντού γύρω του διαρκείς
υπενθυμίσεις των αποτυχιών του, και θέλει γι’ αυτό το λόγο να φύγει από την
πόλη του, με τη σκέψη πως αν του δοθεί η ευκαιρία να αρχίσει απ’ την αρχή κάπου
αλλού, θα μπορέσει αυτή τη φορά να κάνει τις σωστές επιλογές και να πετύχει όσα
επιθυμεί. Η απάντηση, ωστόσο, σε αυτή του την επιθυμία να φύγει έρχεται
-πιθανώς- από τον ίδιο του τον εαυτό κι είναι απολύτως αρνητική. Αφού δεν
κατάφερε να φτιάξει τη ζωή του σ’ αυτή την πόλη κι αφού έχει ήδη κάνει
αλλεπάλληλα λάθη, δεν υπάρχει καμία ελπίδα γι’ αυτόν, αφού είναι
καταδικασμένος, όπου κι αν πάει, να κάνει τις ίδιες λανθασμένες επιλογές που θα
τον οδηγήσουν για άλλη μια φορά στην αποτυχία.
Πρόκειται, άρα, για τέσσερις ιστορίες
εγκλωβισμού που φανερώνουν πόσο σύνηθες είναι να παγιδεύονται οι άνθρωποι μέσα
στις ίδιες τους τις επιλογές ή λόγω του δισταγμού και των φόβων τους. Στα
περιορισμένα όρια του ανθρώπινου βίου, ενώ θα περίμενε κανείς πως κάθε άνθρωπος
θα διαφύλαττε ως πολύτιμο αγαθό την ελευθερία του, διαπιστώνουμε πως είναι
πολλοί εκείνοι που καταλήγουν να παγιδεύονται, μη έχοντας στη συνέχεια το
κουράγιο ή τη δυνατότητα να αποδεσμευτούν και να διερευνήσουν το πλήθος των
επιλογών που τους προσφέρει η ζωή.