Jorge Maia
Γιώργος
Σεφέρης «Παντούμ»
Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’
ευλάβεια.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε
δένει.
Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’
αφήσει.
Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα∙
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’
αφήσει
αν τύχει κι αστράψει η βουβή
πολεμίστρα.
Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη του πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θα ‘βρεις να δώσει ένα
δάκρυ.
Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θα ‘βρεις να δώσει ένα
δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα
φίδι.
Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα
φίδι
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου
ευφροσύνη.
Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον
καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου
ευφροσύνη
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό
τους.
Το παντούμ είναι στιχουργική μορφή που
ξεκίνησε από την Μαλαισία και καθιερώθηκε στην Ευρώπη από τον Ουγκό.
Αποτελείται από τετράστιχες στροφές με σταυρωτή ομοιοκαταληξία∙ ο δεύτερος και
ο τέταρτος στίχος κάθε στροφής γίνονται ο πρώτος και ο τρίτος της επόμενης. Ο
αριθμός των στροφών είναι ακαθόριστος, όμως ο τέταρτος στίχος της τελευταίας
στροφής οφείλει να είναι ο ίδιος με τον πρώτο στίχο της αρχικής. [Γ. Π.
Σαββίδης]
Το «Παντούμ» ανήκει στη συλλογή του
Γιώργου Σεφέρη «Τετράδιο Γυμνασμάτων» που περιέχει ποιήματα μιας δεκαετίας
περίπου (1928-1937) και στην οποία αποτυπώνονται σκέψεις του ποιητή που
καλύπτουν μέρος του μεσοπολέμου. Ο ίδιος ο Σεφέρης σχολιάζει για τη συλλογή
αυτή τα εξής: «Το βιβλίο τούτο είναι φτιαγμένο είτε από διάφορα ποιήματα που
δεν έχουνε θέση σε καμιά από τις συλλογές που δημοσίεψα ή που θα μπορούσα
αργότερα να δημοσιέψω∙ είτε από κομμάτια της περίστασης δοσμένα σε φίλους∙ είτε
από ασκήσεις λίγο ή πολύ προχωρημένες, εννοώ σαν εργασία. Έτσι όπως έγινε δεν
έχει, φαντάζομαι, άλλον ειρμό παρά τη συνέχεια μιας προσπάθειας δέκα χρόνων για
την ποιητική έκφραση και ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεισφορά στην
κριτική».
Στο «Παντούμ» εκδηλώνεται η πρώιμη
ίσως, αλλά εύλογη ανησυχία του ποιητή πως ο πόλεμος που τελείωσε δεν είναι ο
μόνος που θα ζήσουν οι άνθρωποι της εποχής του. Ο ποιητής αισθάνεται πως μια
ανάλογη συμφορά δεν είναι μακριά, γι’ αυτό και θεωρεί πως οι συγκαιρινοί του,
όπως και ο ίδιος άλλωστε, οφείλουν να πάψουν να πικραίνονται για ανούσια
ζητήματα και να αναζητήσουν μέσα τους τα πιο ουσιώδη για την ύπαρξή τους.
Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’
ευλάβεια.
Τα αστέρια στον ουρανό σχηματίζουν έναν
δικό τους ξέχωρο και φωτεινό κόσμο, πλήρως αποστασιοποιημένο από τα δεινά των
ανθρώπων∙ έναν κόσμο προστατευμένο απ’ τον πόνο, γι’ αυτό και ιδεατό. Μα και
στο πέλαγος, αν κοιτάξει κανείς, αντικρίζει τα φωτισμένα καράβια να κινούνται,
σαν να σέρνουν μέσα στη θάλασσα τις φλόγες μιας φωτιάς, φέρνοντας το φως εκεί
που θα περίμενε κανείς να κυριαρχεί το σκοτάδι. Το φως των αστεριών, όπως και
το φως των καραβιών στο σκοτεινό πέλαγος, υποδηλώνει κατά τρόπο συμβολικό την
ανάγκη για μια διαφορετική και πιο ουσιαστική θέαση της ζωής. Η ψυχή των
ανθρώπων οφείλει να λυτρωθεί από τον κρίκο εκείνο που την κρατά δέσμια του
σκοταδιού, διατηρώντας μέσα της πλήθος αρνητικών συναισθημάτων, όπως είναι ο
φθόνος, το μίσος, η απληστία κι ό,τι άλλο πικραίνει ανώφελα τους ανθρώπους.
Ο ποιητής, ως ευαίσθητος δέκτης της
πραγματικότητας γύρω του, αισθάνεται τους συγκαιρινούς του να ταλανίζονται από
μια βαθιά πίκρα που τους εξωθεί στο να επιζητούν τη λύτρωση και τη διαφυγή από
τις πλείστες οδύνες τους. Δεν θεωρεί, εντούτοις, πως οι συνάνθρωποί του έχουν
κατ’ ανάγκη κατανοήσει ορθά τις αληθινές αξίες της ζωής. Ο πόνος τους προκύπτει
συχνά από την επίμονη προσήλωσή τους σε λανθασμένες ή ανούσιες επιδιώξεις∙ ο
πόνος τους είναι γέννημα της αδυναμίας τους ν’ αντιληφθούν τι είναι εκείνο που
πραγματικά έχει αξία και μπορεί πραγματικά να τους προσφέρει την ευδαιμονία ή
την παραμυθία που χρειάζονται.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε
δένει.
Το φως συμβολίζει την ύπαρξη μιας
ιδανικότερης νοητικής και ψυχικής κατάστασης, που απαντά στη διαχρονική
επιθυμία του ανθρώπου να κατευνάσει τον εσωτερικό του πόνο ή την τρομακτική του
αίσθηση πως βρίσκεται εγκαταλελειμμένος σ’ έναν άναρχο κόσμο ανηλεούς οδύνης. Αίσθηση
που επιδεινώνεται με τον ερχομό του σκοταδιού, όταν οι ανησυχίες του ανθρώπου
κορυφώνονται κι η νύχτα μοιάζει να στέκει αδιάφορη απέναντι στα δύσκολα
ερωτήματα της εφήμερης κι ευάλωτης ανθρώπινης ψυχής.
Ο ποιητής αφουγκράζεται την αγωνία της ψυχής
του∙ τη νιώθει να φλέγεται από την ανάγκη μιας διαβεβαίωσης∙ από την ανάγκη να
αισθανθεί ασφαλής σ’ έναν κόσμο συνεχών ανατροπών. Της υπενθυμίζει, εντούτοις,
πως, όσο κι αν υποφέρει, γνωρίζει καλά ποιος είναι ο νόμος που τη δένει∙ ποιος
είναι ο νόμος που καθορίζει την ύπαρξή της. Μόνος σκοπός της είναι η επιβίωση,
όποιες κι αν είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζει, κι αυτό σημαίνει πως οφείλει
να προσαρμόζεται και ν’ αντέχει, διακρίνοντας ποια είναι εκείνα που πραγματικά
χρειάζεται και ποια της είναι μάταια. Μια ψυχή που δεν μπορεί να αναγνωρίσει το
πραγματικά ουσιώδες, είναι καταδικασμένη να θρηνεί πολλαπλά, εφόσον βασανίζεται
ακόμη και για εκείνα που δεν της είναι αληθινά αναγκαία.
Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’
αφήσει.
Ο Arthur Schopenhauer στο δοκίμιό του «Για τη
δυστυχία του κόσμου» σημειώνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Εάν ο άμεσος και
πραγματικός σκοπός της ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι να υποφέρει τα δεινά του
κόσμου, τότε η ύπαρξή του δεν έχει επ’ ουδενί προσαρμοστεί στον προορισμό της.
Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε πως τα ατελείωτα δεινά που πλήττουν τους
ανθρώπους και που προκύπτουν από ανάγκες και συμφορές συνυφασμένες ουσιαστικά
με την ίδια τη ζωή, είναι άσκοπα και καθαρά συμπτωματικά. Δίχως αμφιβολία, κάθε
προσωπική περίπτωση δυστυχίας μοιάζει με μεμονωμένο περιστατικό, όμως η
δυστυχία γενικότερα είναι που αποτελεί τον κανόνα».
Η δυστυχία κι η οδύνη είναι στοιχεία
αξεδιάλυτα δεμένα με τη ζωή των ανθρώπων, γι’ αυτό και αναπόφευκτα. Οι άνθρωποι
όμως, -όπως ο Σεφέρης υπενθυμίζει στην προσωποποιημένη ψυχή του- οφείλουν να
κατανοούν πως προκειμένου να επιβιώσουν και να μην επιβαρύνουν τον εαυτό τους
με πλεονάσματα οδύνης, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν μέσα τους για ποια πράγματα
αξίζει να υποφέρουν και για ποια όχι. Οφείλουν να διακρίνουν τι είναι αυτό που
θα μείνει στη ζωή τους και τι είναι παροδικό, ώστε να δίνουν τον αγώνα τους
μόνο για το διαρκές και το πραγματικά αναγκαίο, κι όχι για τα προσωρινά και τα
εν τέλει ανούσια.
Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα∙
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’
αφήσει
αν τύχει κι αστράψει η βουβή
πολεμίστρα.
Στο μαύρο μετάξι της νύχτας όλα τα φώτα
έχουν σβήσει και το μόνο που ακούγεται είναι τα μοιραία σείστρα του χρόνου που
προμηνύουν, για μια ακόμη φορά, δραματικές αλλαγές. Τα σείστρα του χρόνου, οι
αρχαίες αυτές τελετουργικές κουδουνίστρες, προειδοποιούν πως όλα θ’ ανατραπούν
και θ’ αλλάξουν αιφνιδίως, γι’ αυτό κι η ψυχή του ποιητή δεν έχει άλλο
περιθώριο χρόνου να ματαιοπονεί για τα μη ουσιώδη. Είναι ώρα να ψάξει βαθιά
μέσα της και να διακρίνει τι είναι αυτό που θα της μείνει και τι αυτό που θα
την εγκαταλείψει, αν τύχει κι αστράψει ξανά η βουβή πολεμίστρα∙ αν τύχει κι
ανάψει ξανά η φλόγα του πολέμου, όπως έγινε λίγα χρόνια πριν, κι όπως άφευκτα
θα συμβεί ξανά.
Η εποχή του ποιητή δεν έχει την
πολυτέλεια του ράθυμου χρόνου και της ανέφελης διαβίωσης. Είναι μια κρίσιμη
εποχή που δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό και πολύ περισσότερο κανένα περιττό
ξόδεμα λύπης. Η ψυχή του ποιητή -όπως και όλων των συγκαιρινών του- δεν έχει τη
δυνατότητα να θρηνεί για τα επουσιώδη, μιας και όσα σύντομα θα χάσει, κι όσα
σύντομα θα βιώσει, θα τη θέσουν σε τέτοια δοκιμασία, ώστε κι ο ελάχιστος
επιπλέον πόνος θα απειλεί την ίδια της την επιβίωση. Έτσι, η ψυχή του ποιητή
οφείλει να ζυγίσει αμέσως ποια είναι εκείνα που βαρύνουν πραγματικά μέσα της
και ποια μπορούν να απομακρυνθούν, όσο είναι ακόμη καιρός.
Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη του πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θα ‘βρεις να δώσει ένα
δάκρυ.
Το ξέσπασμα του πολέμου είναι κοντά,
μπορεί κανείς να το νιώσει στην ένταση της ατμόσφαιρας∙ μπορεί ν’ ακούσει τα
κινήματα του χρόνου που οδηγούν με πλήρη βεβαιότητα σ’ αυτόν. Κι είναι, δίχως
άλλο, σίγουρο πως ό,τι θ’ ακολουθήσει θα είναι μια μακρά περίοδος πόνου και
οδύνης, διότι, «αν τύχει κι αστράψει» η για κάμποσο καιρό βουβή πολεμίστρα, δεν
θα βρει η ψυχή του ποιητή ούτε ένα όνειρο για να της δώσει ένα δάκρυ∙ δεν θα
βρίσκει μήτε τη στιγμή του ύπνου τη δυνατότητα ενός ξεσπάσματος για ν’
αλαφρύνει μέσα της την απίστευτη και σαρωτική ένταση του θρήνου που θα κουβαλά.
Ο πόλεμος θα φέρει μαζί του τόση οδύνη,
ώστε δεν θα υπάρχει πια καμία διαφυγή από αυτή, καμία παραμυθία και καμία
δυνατότητα εκτόνωσης της θλίψης. Ο πόνος θα σωρευτεί και θα γίνει ένα επίμονο
βάρος, χωρίς πια να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη λύπη για το αναγκαίο και στη
λύπη για το ανούσιο.
Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θα ‘βρεις να δώσει ένα
δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα
φίδι.
Στην άκρη του πόνου σχηματίζεται μια
μετάλλινη στήλη, η οποία σταδιακά όλο και ψηλώνει, σαν ένα μετέωρο λεπίδι που
καραδοκεί να καταφέρει από στιγμή σε στιγμή το ολέθριο χτύπημά
του. Οι ώρες που έρχονται εγκυμονούν έναν θανάσιμο κίνδυνο∙ εγκυμονούν έναν νέο
πόλεμο, που θα φέρει μαζί του ατέλειωτες συμφορές, γι’ αυτό κι η ψυχή του
ποιητή, μα και όλων των άλλων ανθρώπων, οφείλει να κατανοήσει πως τώρα θα
πρέπει να ξεδιαλύνει το άυλο πλήθος των ανησυχιών που την περισφίγγει σα φίδι
και να αποδιώξει όλες εκείνες τις έγνοιες που σχετίζονται με αδιάφορα και
δευτερεύοντα ζητήματα. Όλο το περιττό βάρος πρέπει να φύγει, διότι σύντομα δεν
θα υπάρχει κανένα περιθώριο για αχρείαστες λύπες∙ σύντομα ούτε στον ύπνο και
στο όνειρο δεν θα βρίσκει η ψυχή του ανθρώπου τη δυνατότητα να ξεσπάσει και να
παρηγορηθεί. Σύντομα, ο πόνος θα είναι το μόνο που θα γνωρίζει η ψυχή των
ανθρώπων.
Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα
φίδι
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου
ευφροσύνη.
Η απειλή είναι τόσο άμεση, ώστε κάθε
στιγμή που περνά μοιάζει σαν μετέωρο λεπίδι, έτοιμο να χτυπήσει μ’ ένα φονικό
ξέσπασμα. Κι είναι το ερώτημα του ποιητή τραγικό: σαν τι να είναι αυτό που
προσμένει η γαλήνη για να επέλθει∙ τι είναι αυτό που θα μπορούσε να γίνει,
προκειμένου να γλιτώσουν οι άνθρωποι από τον ετοιμαζόμενο πόλεμο και τα δεινά του;
Εντούτοις, όποια κι αν θα μπορούσε να
είναι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, η πραγματικότητα παραμένει πως δεν υπάρχει
πια για την ψυχή των ανθρώπων μήτε θεία πρόνοια μήτε κάποια αγγελική χαρά. Ό,τι
υπάρχει είναι ένα άυλο πλήθος από έγνοιες και στεναχώριες που τη σφίγγει σαν
φίδι και την εξαντλεί.
Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον
καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου
ευφροσύνη
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό
τους.
Σαν τι να προσμένει η γαλήνη για να
πέσει και να αποτρέψει τη νέα αυτή αιματηρή αναμέτρηση; Σε ανθρώπους, όμως, που
έχουν κλειστεί στον εαυτό τους και νοιάζονται μόνο για το δικό τους καημό, δεν
απομένει πια μήτε η προσδοκία κάποιας ουράνιας θεϊκής παρέμβασης μήτε κάποιο
ευχάριστο μήνυμα αγγέλου. Η καταστροφή είναι αναπόφευκτη κι η οδύνη που
προσμένει τους ανθρώπους απροσμέτρητη.
Ό,τι μπορεί να κάνει ο ποιητής είναι να
στραφεί στ’ αστέρια που κοσμούν τον ουρανό και ν’ αναζητήσει στο φως τους την
παρηγοριά πως ένας άλλος κόσμος, δίχως τα δεινά του πολέμου, είναι εφικτός.