Jane Davies
Διαγώνισμα
Ιστορίας Γ΄ Λυκείου: Το αγροτικό ζήτημα
ΟΜΑΔΑ
ΠΡΩΤΗ
ΘΕΜΑ Α1
Να αιτιολογήσετε:
α. Πώς επήλθε η παρακμή του γαλλικού κόμματος κατά την
περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας.
β. Γιατί η Ελλάδα μπήκε το 1932 στο χώρο της κλειστής
οικονομίας.
γ. Γιατί το εργατικό κίνημα είχε μικρή επιρροή στην
Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα.
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Α2
Να
χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα
στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η
πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου το αγγλικό
και το γαλλικό κόμμα κέρδισαν την εμπιστοσύνη των οπαδών τους.
β. Το σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα της Ελλάδας
τη συνταγματική μοναρχία.
γ. Οι μεσοπολεμικές οικονομικές εξελίξεις ευνόησαν την
ανάδειξη συγκεντρωτικών καθεστώτων.
δ. Η αγροτική οικονομία κυριαρχούσε στο δυτικό κόσμο
μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα.
ε. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 επιδείνωσε τα
οικονομικά της Ελλάδας.
Μονάδες 5
ΘΕΜΑ Β1
Ποια εκσυγχρονιστικά αιτήματα των αντιπολιτευτικών ομίλων,
που συγκροτήθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας του
1850, εξέφρασε με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος; (μονάδες
5) Ποιοι συμμετείχαν στην επανάσταση κατά του Όθωνα, το 1862; (μονάδες
5) Ποιες ήταν οι κύριες διατάξεις του συντάγματος του 1864; (μονάδες 5)
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Β2
Ποια πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν μια θετική οικονομική πορεία,
εξασφάλισε η Ελλάδα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1919-1939);
Μονάδες 15
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία
από το κείμενο που σας δίνεται:
α. Να προσδιορίσετε τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης
που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917. (μονάδες 8)
β. Να αναφερθείτε στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης
και στα νέα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην πορεία της. (μονάδες 17)
Μονάδες 25
ΚΕΙΜΕΝΟ
Τὰ μέτρα ἀπαλλοτριώσεως
θεσπίσθηκαν στὶς 20 Μαΐου 1917, καὶ
τὸ
φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους
ἐπεκτάθηκαν
μὲ
μερικὲς
ἀλλαγὲς
γιὰ
νὰ
περιλάβουν ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Ἡ
μεταρρύθμιση ἀποσκοποῦσε στὴν
ἀναγκαστικὴ
ἀπαλλοτρίωση
τῶν
κτημάτων ποὺ ξεπερνοῦσαν τὰ
1.000 στρέμματα. Οἱ κολλῆγοι καὶ
οἱ
ἀγροτικοὶ
ἐργάτες,
τόσο οἱ
ντόπιοι ὅσο
καὶ
οἱ
πρόσφυγες, θὰ ἔπαιρναν ἀγροτικοὺς
κλήρους, εἴτε ἀπὸ
τὶς
ἀπαλλοτριωμένες
γαῖες
τῶν
τσιφλικιῶν,
εἴτε
ἀπὸ
γαῖες
τοῦ
δημοσίου. Κανένα ἀπὸ τὰ
μέτρα αὐτά,
ὅμως,
δὲν
ἐφαρμόσθηκε
ἀμέσως.
Ἐπίσης,
κανένα ἀπὸ
τὰ
μεγάλα τσιφλίκια δὲν ἀπαλλοτριώθηκε τὸ
1917, καὶ
μόνο ἕνα
τὸ
1918. Καὶ
πάλι ἐξωτερικὲς
ἐπείγουσες
ἀνάγκες,
ὁ
πόλεμος καί, ἀργότερα, ἡ Μικρασιατικὴ
ἐκστρατεία
ἀπορρόφησαν
ὅλη
τὴν
προσοχὴ
καὶ
τὴ
δραστηριότητα τῆς κυβερνήσεως˙ μετὰ
τὸ
1922, μὲ
τὴ
μεγάλη εἰσροὴ
προσφύγων, ἀναγκάστηκαν πιὰ
οἱ
κυβερνήσεις τῆς χώρας να δώσουν ὁριστικὴ
λύση στὸ
ἀγροτικὸ
πρόβλημα. [...]
Τὰ προβλήματα ποὺ
εἶχαν
σχέση μὲ
τὴ
διακίνηση προϊόντων, τὴν παραδοσιακὴ
ἐκμετάλλευση
τοῦ
μικροῦ
παραγωγοῦ
ἀπὸ
τοὺς
μεσάζοντες, τὴν ἔλλειψη κεφαλαίων καὶ
τοὺς
τοκογλυφικοὺς ὅρους δανειοδοτήσεως
ποὺ
ἐπικρατοῦσαν
στὴν
ἐλεύθερη
ἀγορά,
ἔκαναν
ἀκόμη
πιὸ
αἰσθητὴ
τὴν
ἀνάγκη
συλλογικῆς
ἀσφάλειας
ποὺ
πρόσφεραν οἱ συνεταιρισμοί [...].
[...] Ἡ ἵδρυση τοῦ
Ὑπουργείου
Γεωργίας, τὸν Ἰούνιο τοῦ
1917, ἀμέσως
μετὰ
τὴν
ἐπάνοδο
τοῦ
Βενιζέλου στὴν Ἀθήνα, στάθηκε ἡ
ἀπαρχὴ
τῆς
ἄμεσης
κρατικῆς
παρεμβάσεως στὴν ὀργάνωση καὶ
καθοδήγηση τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς,
ἔστω
καὶ
ἂν
ἡ
παρέμβαση ἦταν στὴν ἀρχὴ
ὑποτυπώδης.
Ἱστορία
τοῦ Ἑλληνικοῦ
Ἔθνους,
τ. ΙΕ΄: Νεώτερος Ἑλληνισμὸς
ἀπὸ
1913 ὡς 1941, Ἀθήνα: Ἐκδοτική
Ἀθηνῶν, σσ. 75-76.
ΘΕΜΑ Δ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας
στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε τις ακόλουθες πτυχές
του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία:
α) Τις πρακτικές των ιδιοκτητών των τσιφλικιών (μονάδες 6) β)
Τις θέσεις του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη στο ζήτημα αυτό (μονάδες 6) γ)
Τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των κολίγων (μονάδες 7), καθώς και την
εξέλιξη του ζητήματος αυτού από το 1907 μέχρι και το 1910 (μονάδες 6).
Μονάδες 25
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
[Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΙΩΝ» ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ]
Καὶ ὅμως τίς θὰ
πίστευε ὅτι
οἱ
νέοι κύριοι τῶν χωρίων, οἱ
ἀπὸ
τῆς
[Ὑψηλῆς]
Πύλης ἀγοράσαντες
ταῦτα,
εἰσίν
ἀπαιτητικώτεροι
τῶν
Τούρκων πρὸς τοὺς […] Ἕλληνας
γεωργούς; Παρὰ τοῖς Τούρκοις ἀνεγνωρίζετο
τοῖς
χωρικοῖς
ἡ
κυριότης τῆς οἰκίας καὶ
τῆς
περιοχῆς
αὐτῆς
[…] Ἀλλὰ
οἱ
νέοι κύριοι […] ἐκβιάζουσιν τοὺς
δυστυχεῖς
νὰ
τοὺς
πληρώνουσι ἐνοίκιον διὰ
τὰς
οἰκίας,
εἰς
ἃς
κατοικοῦσιν
καὶ
ἃς
οἱ
χωρικοί θεωροῦσι πρὸ ἀμνημονεύτων
χρόνων ὡς
ἰδίας.
Ἀλλὰ
αἱ
ἐνστάσεις
τῶν
χωρικῶν
εἰς
μάτην. Ἐπιδείκνυται
αὐτοῖς
τὸ
τῆς
ἀγοραπωλησίας
ἔγγραφον,
ἐν
ᾧ καὶ
αἱ
οἰκίαι
ἐπωλήθησαν
τῷ
νέῳ
κυρίῳ.
[Ἐν ᾧ: Με το οποίο]
Ζ. Δ. Παπαδημητρίου, «Το αγροτικό ζήτημα και η δράση του
Μαρίνου Αντύπα στη Θεσσαλία», στο: Π. Πετράτος (επιμ.), Μαρίνος Αντύπας
(1872-1907) , Επιστημονικό Συνέδριο, Αγία Ευφημία, 16-19 Μαρτίου 2006, Πρακτικά,
τόμ. Α΄, Αγία Ευφημία: Δήμος Πυλαρέων, 2009, σσ. 157-158.
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
[ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ]
Ὁ ἴδιος
ὁ
Τρικούπης διευκρίνιζε μὲ σαφήνεια τὴ
στάση του στὴ βουλή: «… ἐὰν
ἐπιβάλωμεν
τὴν
διανομὴν
τῶν
κτημάτων εἰς τοὺς καλλιεργητάς, ὅπως
μοῦ
τὸ
ζητεῖτε,
θὰ
ἐκδιώξωμεν
ἐξ
Ἑλλάδος
τὸ
χρῆμα
τῶν
Ἑλλήνων
τοῦ
ἐξωτερικοῦ.
Ἀντιθέτως,
ὀφείλομεν
νὰ
προσελκύσωμεν τὰ κεφάλαια αὐτῶν
τῶν
Ἑλλήνων
καὶ
ὄχι
νὰ
τοὺς
ἐκφοβίσωμεν…
Ἡ
κατάστασις εἰς τὴν Θεσσαλίαν πρέπει νὰ
παραμείνῃ
ὡς
ἔχει,
διότι τοῦτο
ἀπαιτοῦν
τὰ
γενικώτερα συμφέροντα τῆς χώρας μας…»[…]
Μόνο ὁ Δηλιγιάννης, λόγω τῆς
μόνιμης ἐχθρότητάς
του ἔναντι
τῶν
«πλουτοκρατῶν τῆς διασπορᾶς»,
ἐπιχείρησε
τὸ
1896 νὰ
περάσει ἀπὸ
τὴ
βουλὴ
ἕνα
νόμο γιὰ
τὴν
ἀπαλλοτρίωση
ἑνὸς
μέρους τῶν
τσιφλικιῶν
ὑπὲρ
τῶν
καλλιεργητῶν τους. […] Ἡ
κατάθεση καὶ μόνο τοῦ νομοσχεδίου αὐτοῦ
τοῦ
Δηλιγιάννη τὸ 1896 στὴ βουλή ἦταν
στὴν
πραγματικότητα ἡ πρώτη ἐπίσημη ἀναγνώριση,
ἀπὸ
τὴν
πλευρὰ
τοῦ
ἑλληνικοῦ
κράτους, ὅτι ὑπῆρχε
πρόβλημα μεγάλης γαιοκτησίας στὴ βόρεια Ἑλλάδα, τὸ
«θεσσαλικὸ πρόβλημα».
Ἱστορία τοῦ
Ἑλληνικοῦ
Ἐθνους
, τομ. ΙΔ΄: Νεώτερος Ἑλληνισμὸς ἀπὸ
τὸ
1881 ὣς
τὸ
1913, Αθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν,
22000, σσ. 70, 72.
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
ΤΟ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΓΩΝΑ
Το Φεβρουάριο του 1910 τα μέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα
υπέβαλαν υπόμνημα στο βασιλιά Γεώργιο Α΄, επιδιώκοντας την παρέμβασή του: «…
Δεν είμεθα κύριοι της γης, ην καλλιεργούμεν, ούτε της καλύβης, ένθα διαμένομεν
[…] και ούτε μας επιτρέπουσιν ελευθέραν ιδιοκτησίαν. […] Μας εξωθούσιν, όταν
θέλωσι και με τα κινητά πράγματα ημών και με τα μέλη της οικογενείας,
περιφερόμεθα από χωρίου εις χωρίον, ώσπερ Αθίγγανοι. Ο γεωργικός πληθυσμός
ελαττούται, η δε γεωργία ολοταχώς οπισθοδρομεί. Η τοκογλυφία ακμάζει και η
ελονοσία μας θερίζει. Και όμως ευρισκόμεθα πλησίον των συνόρων. Είμεθα οι
Ακρίται. Όταν όμως η αγροτική τάξις είναι ευχαριστημένη εκ της θέσεώς της, τότε
το καθεστώς είναι περισσότερον εξησφαλισμένον. Καλλίτερος δε βασιλεύς είναι
εκείνος, όστις καθιστά την ύπαιθρον γόνιμον χώραν. Εν Δανία η δουλοπαροικία κατηργήθη
από του 1788 έτους και στήλη ελευθερίας υπενθυμίζει το γεγονός τούτο. Διατί να
μη στηθή [στήλη ελευθερίας] και εν Ελλάδι;»
[Μας εξωθούσιν: Μας κάνουν έξωση.]
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000,
6ο ς τόμος: Η εθνική ολοκλήρωση (1909-1922).
Από το κίνημα στο Γουδί ως την Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 273.
Ενδεικτικές
απαντήσεις
ΘΕΜΑ Α1
α. Ο
Κωλέττης, ως αρχηγός του γαλλικού κόμματος, επεδίωκε μια κυβερνητική πολιτική
που θα ενίσχυε το ρόλο του βασιλιά, υπονομεύοντας έτσι τον κοινοβουλευτισμό.
Δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί βία και νοθεία για να τρομοκρατεί τους εκλογείς,
ώστε να ψηφίζουν υπέρ του κόμματος του. Το 1846/1847 κατείχε πέντε από τα επτά
υπουργεία της κυβέρνησής του, δεν παρουσιαζόταν όμως σχεδόν καθόλου στο
Κοινοβούλιο και καθιστούσε αδύνατο τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.
Επέβαλε έτσι ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Μετά το θάνατο του
Κωλέττη, το 1847, το γαλλικό κόμμα πέρασε σε φάση παρακμής, καθώς επικράτησε
διαμάχη για τη διαδοχή.
β. Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να
αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα.
Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την αναστολή της
μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή εξυπηρέτησης
των εξωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού
παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές,
και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας. Η Ελλάδα
μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές
καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες
οικονομικές συμφωνίες.
γ. Οι διαφορές του αγροτικού προβλήματος στην
Ελλάδα, σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονταν στις
ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το
εργατικό κίνημα. Στο τέλος του 19ου αιώνα συναντάμε στην Ελλάδα σοσιαλιστικές
ομάδες και εργατικές ομαδοποιήσεις. Η πολιτική και κοινωνική τους επιρροή ήταν
σαφώς μικρότερη από εκείνη που άσκησαν αντίστοιχα κινήματα σε βιομηχανικές
χώρες της Δύσης αλλά και σε βαλκανικές (π.χ. Βουλγαρία). Η απουσία μεγάλων
σύγχρονων βιομηχανικών μονάδων οδήγησε σ’ αυτήν την καθυστέρηση από κοινού με
άλλους παράγοντες. Στα μεγάλα δημόσια έργα της περιόδου, σημαντικό ποσοστό του
εργατικού δυναμικού προερχόταν από το εξωτερικό (στη διάνοιξη της διώρυγας της
Κορίνθου εργάστηκαν πολλοί Ιταλοί) ή ήταν πρόσκαιρης, βραχύχρονης απασχόλησης.
Πιο σταθερό εργατικό δυναμικό δούλευε στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, όπου και
εκδηλώθηκαν οι πρώτες καθαρά εργατικές εξεγέρσεις (Λαύριο, 1896). Στον
ιδεολογικό τομέα η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας εμπόδιζε την ανάπτυξη και
διάδοση ιδεολογιών με κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο.
ΘΕΜΑ Α2
Να
χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα
στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η
πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου το αγγλικό
και το γαλλικό κόμμα κέρδισαν την εμπιστοσύνη των οπαδών τους. [Λάθος]
β. Το σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα της Ελλάδας
τη συνταγματική μοναρχία. [Λάθος]
γ. Οι μεσοπολεμικές οικονομικές εξελίξεις ευνόησαν την
ανάδειξη συγκεντρωτικών καθεστώτων. [Σωστό]
δ. Η αγροτική οικονομία κυριαρχούσε στο δυτικό κόσμο
μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα. [Λάθος]
ε. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 επιδείνωσε τα
οικονομικά της Ελλάδας. [Σωστό]
ΘΕΜΑ Β1
Ποια εκσυγχρονιστικά αιτήματα των αντιπολιτευτικών ομίλων,
που συγκροτήθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας του
1850, εξέφρασε με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος; (μονάδες
5) Ποιοι συμμετείχαν στην επανάσταση κατά του Όθωνα, το 1862; (μονάδες
5) Ποιες ήταν οι κύριες διατάξεις του συντάγματος του 1864; (μονάδες 5)
Περί τα
τέλη της δεκαετίας του 1850 έγινε φανερή μια συνολική δυσαρέσκεια μεγάλων
τμημάτων του πληθυσμού λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της δυσλειτουργίας
του πολιτικού συστήματος και συγκροτήθηκαν αντιπολιτευτικοί όμιλοι με
εκσυγχρονιστικά κατά κύριο λόγο αιτήματα: ελεύθερες εκλογές, φορολογική μεταρρύθμιση
με στόχο την ελάφρυνση των αγροτών, κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομής,
ίδρυση αγροτικών τραπεζών, απλούστερη διοίκηση. Τα αιτήματα αυτά εξέφρασε σε
μεγάλο βαθμό με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Το
Φεβρουάριο του 1862 η δυσαρέσκεια κατέληξε σε επανάσταση, με αίτημα την
απομάκρυνση του βασιλιά. Στην επανάσταση συμμετείχαν κατά κύριο λόγο
αξιωματικοί, άνεργοι απόφοιτοι πανεπιστημίου που δεν ήθελαν να εργαστούν στους
κλάδους της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και αισθάνονταν κοινωνικά
αδικημένοι. Συμμετείχαν ακόμη και πολλά άτομα ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα
οποία ζητούσαν ευκαιρίες για ενεργότερη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Στις
12 Οκτωβρίου 1862 ο Όθων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα.
Μέσα σε
συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση
χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως
πολίτευμα ορίστηκε η βασιλευομένη
δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας.
Κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η άμεση, μυστική και
καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια, η ανεξαρτησία της
δικαιοσύνης και η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε
το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων. Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα
για την έκφραση της βούλησης της κοινής γνώμης, με το επιχείρημα ότι η
εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή οι βιαιοπραγίες.
ΘΕΜΑ Β2
Ποια πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν μια θετική οικονομική
πορεία, εξασφάλισε η Ελλάδα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1919-1939);
Η Ελλάδα του μεσοπολέμου
(1919-1939), παρά το κόστος της μικρασιατικής συμφοράς, είχε αποκτήσει μια
σειρά από πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν τη θετική οικονομική της πορεία. Σε
αντίθεση με πολλά γειτονικά της κράτη είχε ομογενοποιηθεί εθνικά, καθώς οι
μειονότητες αντιπροσώπευαν πλέον λιγότερο του 7% του συνολικού πληθυσμού. Είχε
ολοκληρώσει την αγροτική της μεταρρύθμιση και είχε προωθήσει την αστικοποίηση
της: το 1/3 του πληθυσμού ζούσε πλέον σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα, κάτω
από το βάρος των πιέσεων είχε βελτιώσει τις υποδομές της και είχε υιοθετήσει
αναπτυξιακές πολιτικές. Με λίγα λόγια είχε λύσει πολλά από τα προβλήματα που
εξακολούθησαν για πολύ καιρό να ταλανίζουν τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη. Τέλος,
θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα θετικά τη συγκέντρωση των Ελλήνων στο πλαίσιο
του εθνικού τους κράτους και την εξάλειψη του ελληνικού κοσμοπολιτισμού που
συχνά υπήρξε αιτία για να αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως δευτερεύον πεδίο
ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ανάπτυξη της Ελλάδας ενδιέφερε πλέον
όλους τους Έλληνες.
Επιπλέον, οι πρόσφυγες είχαν
φέρει μαζί τους τις γνώσεις, τον πολιτισμό τους και μια ισχυρή διάθεση για
εργασία. Πέρα από τις επιτυχείς ή ανεπιτυχείς προσπάθειες των αρχών για
αποκατάσταση των ξεριζωμένων, θεμέλιο της όλης προσπάθειας ήταν η διάθεση των
ανθρώπων να εργαστούν σκληρά για να ξαναδημιουργήσουν αυτά που έχασαν μέσα στην
καταστροφή.
ΘΕΜΑ Γ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας
στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται:
α. Να προσδιορίσετε τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης
που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917.
β. Να
αναφερθείτε στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης και στα νέα
προβλήματα που αναδείχθηκαν στην πορεία της.
α) Το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης
έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η
κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της
μεταρρύθμισης. Όπως προκύπτει από το
παράθεμα, τα σχετικά με την απαλλοτρίωση μέτρα θεσπίστηκαν στις 20 Μαΐου
του 1917 και διευρύνθηκαν με κάποιες αλλαγές το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου,
προκειμένου να περιλαμβάνουν όλη την Ελλάδα. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η
στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις
νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η
πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Σύμφωνα με το παράθεμα η μεταρρύθμιση προέβλεπε την αναγκαστική
απαλλοτρίωση των κτημάτων που ξεπερνούσαν τα 1.000 στρέμματα. Από τα
απαλλοτριωμένα κτήματα ή από δημόσιες γαίες θα λάμβαναν γη οι κολίγοι και οι
αγροτικοί εργάτες τόσο οι ντόπιοι, όσο και οι πρόσφυγες Με βάση αυτά τα
νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα
αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων
βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος. Όπως τονίζεται, άλλωστε, στο
παράθεμα κανένα από τα τσιφλίκια δεν απαλλοτριώθηκε το 1917, ενώ μόλις ένα το
1918, κι έπειτα εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας δεν υπήρχε η δυνατότητα
να ασχοληθεί η κυβέρνηση με τις απαλλοτριώσεις. Μόνο μετά το 1922 και υπό την
πίεση της μεγάλης εισροής των προσφύγων επανήλθε η ανάγκη διευθέτησης του
θέματος.
β) Η αναδιανομή που έγινε έφτασε στο 85% των
καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της
καλλιεργήσιμης γης της χώρας το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 40%. Μετά από λίγα
χρόνια, κάτω από την πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η αγροτική μεταρρύθμιση
ολοκληρώθηκε και οδήγησε την αγροτική οικονομία της χώρας σε καθεστώς
μικροϊδιοκτησίας. Με τη σειρά της η νέα κατάσταση δημιούργησε νέα προβλήματα.
Οι μικροκαλλιεργητές δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους και
έπεφταν συχνά θύματα των εμπόρων. Όπως
επισημαίνει το παράθεμα, οι παραγωγοί αντιμετώπιζαν προβλήματα που
σχετίζονταν με τη διακίνηση των προϊόντων, με την «παραδοσιακή» εκμετάλλευση
του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, με την έλλειψη κεφαλαίων, αλλά και με
τους τοκογλυφικούς όρους του δανεισμού που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά. Για
να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση προωθήθηκε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας,
κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών. Σύμφωνα με το παράθεμα, οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί
προσέφεραν συνολική ασφάλεια στους μικροπαραγωγούς. Τον Ιούνιο του 1917,
μάλιστα, ιδρύθηκε από τον Βενιζέλο το Υπουργείο Γεωργίας μέσω του οποίου
στάθηκε εφικτή η άμεση κρατική παρέμβαση τόσο στην οργάνωση, όσο και στην
καθοδήγηση της γεωργικής παραγωγής. Η παρέμβαση αυτή, βέβαια, ήταν στην αρχή
ελάχιστα εμφανής. Το αγροτικό ζήτημα απέκτησε έτσι νέο περιεχόμενο, χωρίς να
προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία,
Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.).
ΘΕΜΑ Δ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας
στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε τις ακόλουθες πτυχές
του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία:
α) Τις πρακτικές των ιδιοκτητών των τσιφλικιών (μονάδες 6) β)
Τις θέσεις του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη στο ζήτημα αυτό (μονάδες 6) γ)
Τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των κολίγων (μονάδες 7), καθώς και την
εξέλιξη του ζητήματος αυτού από το 1907 μέχρι και το 1910 (μονάδες 6).
α) Η διεύρυνση
του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881)
έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας. Τα «τσιφλίκια» της
Θεσσαλίας αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι, πέρα από
το γεγονός ότι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσμό των κολίγων, άσκησαν
πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του
σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασμών στο εισαγόμενο από τη
Ρωσία σιτάρι, ώστε να μπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιμές για
το εγχώριο, προκαλώντας μάλιστα μερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις. Σε ό,τι
αφορά, μάλιστα, τη στάση τους απέναντι στους κολίγους, το Κείμενο Α΄ τονίζει πως υπήρξε δυσμενέστερη από εκείνη των
Τούρκων. Ενώ, δηλαδή, οι Τούρκοι αναγνώριζαν στους χωρικούς την ιδιοκτησία των
σπιτιών όπου διέμεναν και της περιοχής γύρω από αυτά, οι Έλληνες ομογενείς τούς
ζητούσαν ενοίκιο. Πρόκειται, όμως, για σπίτια τα οποία οι χωρικοί τα θεωρούν
δικά τους από πολύ παλιά. Ωστόσο, όταν διαμαρτύρονταν στους νέους ιδιοκτήτες,
εκείνοι τους παρουσίαζαν τα έγγραφα της αγοραπωλησίας όπου ήταν καταγεγραμμένο
πως μαζί με τα κτήματα είχαν πωληθεί σε αυτούς και οι περιεχόμενες οικίες.
β)
Στα εδάφη της Θεσσαλίας, στα οποία κυριαρχούσε η
μεγάλη ιδιοκτησία, οι τρικουπικοί υποστήριζαν τους μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ οι
δηλιγιαννικοί προσπάθησαν, χωρίς τελικά να το κατορθώσουν, να χορηγήσουν γη
στους αγρότες και έλαβαν κάποια μέτρα για τη βελτίωση της θέσης τους. Όπως καταγράφεται στο Κείμενο Β΄ ο
ίδιος ο Τρικούπης είχε παρουσιάσει τις απόψεις του από το βήμα της βουλής,
λέγοντας πως η οποιαδήποτε προσπάθεια διανομής των κτημάτων στους καλλιεργητές
θα αποτελούσε αιτία για να απομακρυνθούν από τη χώρα οι Έλληνες του εξωτερικού
στερώντας από την Ελλάδα τα χρήματά τους. Η δική του επιθυμία, εντούτοις, ήταν
ακριβώς η αντίθετη. Ήθελε να προσελκύσει τα κεφάλαια των Ελλήνων του εξωτερικού
γι’ αυτό και θεωρούσε πως η κατάσταση στη Θεσσαλία έπρεπε να μείνει ως είχε,
διότι αυτό ήταν σύμφωνο με τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας. Το κόμμα του
Δηλιγιάννη απεχθανόταν το τυχοδιωκτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, γι’ αυτό και όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Β΄,
προσπάθησε το 1896 να περάσει νόμο από τη βουλή, ώστε να καταστεί εφικτή η
απαλλοτρίωση μέρους των τσιφλικιών υπέρ των καλλιεργητών. Ανεξάρτητα από την
αποτελεσματικότητά του, η κατάθεση και μόνο αυτού του νόμου αποτελούσε επίσημη
αναγνώριση της ύπαρξης προβλήματος σχετιζόμενου με τους μεγαλογαιοκτήμονες στην
περιοχή της Θεσσαλίας.
γ) Οι πρακτικές αυτές δημιούργησαν εντάσεις και
οδήγησαν στην ψήφιση νόμων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική
κυβέρνηση να απαλλοτριώνει μεγάλες ιδιοκτησίες, ώστε να μπορεί να τις διανέμει
σε ακτήμονες. Το Φεβρουάριο του 1910, σύμφωνα
με το Κείμενο Γ΄, τα μέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα παρουσίασαν με
υπόμνημά τους στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ τα προβλήματα, αλλά και τα αιτήματά τους.
Εδικότερα, οι καλλιεργητές διαμαρτύρονταν διότι δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτες μήτε
της καλύβας στην οποία διέμεναν, με αποτέλεσμα να τους γίνεται συχνά έξωση και
να καταλήγουν να περιφέρονται με τα αντικείμενα της κινητής τους περιουσίας και
με την οικογένειά τους από χωριό σε χωριό. Αυτή η τακτική των τσιφλικάδων είχε
ως αποτέλεσμα να μειώνεται συνεχώς ο γεωργικός πληθυσμός και να υποχωρεί η
γεωργική δραστηριότητα. Επιπροσθέτως, οι αγρότες αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της
τοκογλυφίας, αλλά και τις φονικές επιπτώσεις της ελονοσίας. Ζητούσαν, λοιπόν,
να ληφθεί μέριμνα γι’ αυτούς, εφόσον επιπροσθέτως αποτελούσαν τους κατοίκους
παραμεθόριων περιοχών. Όπως, άλλωστε, τόνιζαν με νόημα στον Βασιλιά, όταν η
αγροτική τάξη είναι ευχαριστημένη τότε και η θέση του καθεστώτος είναι πιο
σίγουρη. Ενώ, πρόσθεταν πως καλύτερος είναι εκείνος ο βασιλιάς, ο οποίος
κατορθώνει να διασφαλίζει τη συνεχή καλλιέργεια της υπαίθρου. Του υπενθύμιζαν,
μάλιστα, πως στη Δανία είχε καταργηθεί η δουλοπαροικία ήδη από το 1788, κι αυτό
ήταν κάτι που έπρεπε να συμβεί και στην Ελλάδα. Η εφαρμογή, ωστόσο, των νόμων
του 1907 αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση και οι τριβές που προκλήθηκαν προκάλεσαν
συγκρούσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες έγινε στο χωριό Κιλελέρ (1910).