Εμμανουήλ Ροΐδης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1904. Ο πατέρας του, Δημήτριος Ροΐδης, πλούσιος γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας εμπόρων της Αθήνας, που εγκαταστάθηκε στη Χίο, υποχρεώθηκε μετά την καταστροφή του νησιού, το 1822, να εγκατασταθεί με άλλους συμπατριώτες του στη Σύρο. Το 1841 ο Ροΐδης ακολούθησε την οικογένειά του στη Γένοβα, όπου ο πατέρας του έγινε διευθυντής εμπορικού οίκου και αργότερα επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας. Στη Σύρο επέστρεψε το 1849, για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο Δ. Βικέλας, με τον οποίο εκδίδανε χειρόγραφη εβδομαδιαία εφημερίδα. Την ίδια αυτή περίοδο εκδηλώνονται τα πρώτα συμπτώματα της βαρηκοΐας του, που θα τον ταλαιπωρήσει σ’ όλη τη ζωή του. Το διάστημα 1855-56 βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου πήγε για να θεραπεύσει την πάθησή του και να παρακολουθήσει μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας, τα οποία υποχρεώθηκε ωστόσο να διακόψει μετά την επιδείνωση της κατάστασης της ακοής του. Την περίοδο 1857-62 διαμένει στη Ρουμανία, όπου ασχολείται με τις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις, και ενδιάμεσα πραγματοποιεί συχνά ταξίδια στην Αθήνα, δημοσιεύοντας πολιτικά και φιλολογικά άρθρα σε αθηναϊκές εφημερίδες.
Το 1862 επιστρέφει για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, ενώ παράλληλα πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό (Κάιρο, ευρωπαϊκές πόλεις). Οι πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που σημειώνονται στην Ελλάδα στο διάστημα 1859-65 σημάδεψαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της συνείδησης του Ροΐδη και τη διαδικασία προσαρμογής του στην ελληνική πραγματικότητα. Προϊόν αυτής της περιόδου είναι το ριζοσπαστικό έργο του Πάπισσα Ιωάννα (1866), το οποίο καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο και στάθηκε αιτία να υποστεί ο συγγραφέας δικαστικές διώξεις, τον καθιέρωσε ταυτόχρονα ως σημαντικό πνευματικό πρωταγωνιστή της πνευματικής
ζωής στην Ελλάδα.
Τα χρόνια που ακολουθούν δημοσιεύει ποικίλα πολιτικά και φιλολογικά κείμενα και παράλληλα συνεργάζεται με γαλλόφωνες εφημερίδες. Το 1875 ιδρύει την εφημερίδα Ασμοδαίος, με την οποία παρεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Τάσσεται υπέρ του Τρικούπη και κατά του Δηλιγιάννη (με το κείμενο «Γεννηθήτω φως», 1878) και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Ώρα του Τρικούπη. Το 1877 εμπλέκεται σε φιλολογική διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο σχετικά με τους προσανατολισμούς της νεότερης ποίησης, θεωρώντας ότι ο αθηναϊκός ρομαντισμός είχε πλέον φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Κατά την κρίση των Λαυρεωτικών (1869-75) έχασε όλη την περιουσία του και υποχρεώνεται να ζει με τα ελάχιστα πενιχρά μέσα που του αποφέρει το συγγραφικό και δημοσιογραφικό έργο του. Το 1880 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση που διατήρησε ως το 1890 με διακοπές, εφόσον απολυόταν κάθε φορά που αναλάμβανε πρωθυπουργός ο Δηλιγιάννης. Την ίδια περίοδο συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών Εστία και Παρνασσός και συνεργάζεται με πολλά έντυπα, πολιτικά και φιλολογικά, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα (σατιρικά, πολιτικά, ευθυμογραφήματα, μελέτες, χρονογραφήματα κ.ά.). Τα χρόνια αυτά η ζωή του σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του αδελφού του και από ένα προσωπικό ατύχημα που τον καθήλωσε αρκετούς μήνες στο κρεβάτι (1884-85).
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1860, με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατομπριάν. Συνέχισε σχεδόν σε όλη του τη ζωή να μεταφράζει συγγραφείς όπως Πόε, Μποντλέρ, Μακόλεϊ (Ιστορία της Αγγλίας), Ταιν (Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας) κ.ά., γιατί πίστευε ότι προϋπόθεση για την πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν η γνωριμία με την ευρωπαϊκή σκέψη.
Κορυφαίο δείγμα του συγγραφικού ταλέντου του, αλλά και του κοσμοπολίτικου πνεύματος που τον διακρίνει είναι η Πάπισσα Ιωάννα, με το οποίο καταγγέλλει την ηθική κράτους και εκκλησίας και στηλιτεύει τον κοινωνικοπολιτικό κομφορμισμό. Το έργο αυτό, παρ' όλες τις αντιδράσεις που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας, έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης. Ως λογοτέχνης ο Ροΐδης έδωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του (μετά το 1890) μερικά διηγήματα, τα Συριανά διηγήματα, που δεν έχουν χαρακτήρα ηθογραφικό, μολονότι πηγή έμπνευσής τους αποτελούν οι αναμνήσεις του συγγραφέα από τη ζωή του στη Σύρο κατά την παιδική και νεανική ηλικία του. Μερικά απ’ αυτά, που θεωρούνται εξαίρετα δείγματα της διεισδυτικής ματιάς του συγγραφέα, είναι τα «Ιστορία ενός σκύλου» (1893), «Ιστορία μιας γάτας» (1893), «Ιστορία ενός αλόγου» (1893), «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» (1894), «Το παράπονο του νεκροθάπτου» (1895).
Ως κριτικός ο Ροΐδης άσκησε με το πλήθος των άρθρων του μεγάλη επίδραση στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους. Σημαντικός άξονας προβληματισμού στη σκέψη του ήταν και παρέμεινε ως το τέλος ο προσανατολισμός της σύγχρονής του λογοτεχνίας, αλλά και το θέμα της γλώσσας. Μετά τη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο (1877), χαιρέτισε πρώτος το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888) και εξέδωσε τη μελέτη Τα Είδωλα, με την οποία υποστηρίζει τη δημοτική, παρ’ όλο που ο ίδιος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα στο σύνολο του έργου του (εκτός από το διήγημα «Η Μηλιά» που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι το 1896).
Η κριτική για το έργο του
«Το πλήθος των άρθρων με το οποίο παρενέβη στα πνευματικά και άλλα προβλήματα του τόπου [...] μαρτυρούν άνθρωπο με ακέραιες και συχνά απόλυτες θέσεις, αλλά πάντοτε πείσμονα στην υποστήριξή τους. Έβλεπε την νεοελληνική κοινωνία ασχημάτιστη, αδιαμόρφωτη, παραπαίουσα, ανίκανη να δεχθεί τα αγαθά της Δύσης και να ενταχθεί στην χορεία των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών εθνών. Έβλεπε να λείπει η “περιρρέουσα ατμόσφαιρα”, όρο που δανείστηκε από τον Ταιν [...], δηλαδή το κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον για την άνδρωση και ανύψωση της τέχνης του λόγου. Σκωπτικός, δεν έπαυε να θίγει τα κακώς κείμενα χρησιμοποιώντας κάθε τεχνική του λόγου, ιδιαίτερα τα λεγόμενα σκαλαθύρματα, που το πρότυπο του είδους τους ανευρίσκεται στον τίτλο του έργου του Εράσμου Μωρίας Εγκώμιον. Την τεχνική αυτή η οποία συνίσταται σε “παιγνιώδη διαλεκτικήν λογικήν εξέλιξιν αναχωρούσαν από κρύφιον σόφισμα και προχωρούσαν ακροβατικώς τόσω επιτυχέστερον όσον περισσοτέρα εργασία απαιτείται διά να ευρεθή το σόφισμα της αρχής” (Ξενόπουλος) ο Ροΐδης ανήγαγε σε πραγματική τέχνη.»
(Ν. Μπουγάς, λήμμα «Ροΐδης Εμμανουήλ», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 52, Πάπυρος, Αθήνα, 1992, σελ. 176)
«Η έκπληξη, στηριγμένη στις απροσδόκητες συσχετίσεις, αποτελεί το κλειδί της συγγραφικής τεχνικής του, ενώ συνάμα επεξεργάζεται την φράση του για να την καταστήσει λεία, ευνόητη και μουσική. Πρωτεύει εδώ το αίτημα της σαφήνειας: να μη μας διαφεύγει τίποτε και να μην παρερμηνεύσουμε τίποτε. Η αισθητική επεξεργασία ενεργείται παράλληλα: η θέση των τόνων μέσα στη φράση, η στίξη, οι κατακλείδες τον απασχολούν πολύ. Εκείνο που πρέπει να εξαρθεί είναι το στοιχείο της βούλησης που πρωτεύει μέσα στην συγγραφή του: δεν έχει εύκολο γράψιμο. Όταν βιάζεται, όταν αφαιρείται, η φράση του μακραίνει και γίνεται δυσκίνητη παρακολουθώντας τους μαίανδρους μιας λεπτόλογης, εξαντλητικής σκέψης. Ο Ροΐδης εισάγει έτσι μέσα στην νέα μας λογοτεχνία το νόημα του ύφους, την επαγγελματική συγγραφική συνείδηση.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 71985, σελ. 331)
«Το ύφος του Ροΐδου είνε τόσον ιδιάζον, ώστε εκ πέντε μόνον γραμμών δύναμαι να εννοήσω —πράγμα το οποίον δι’ ουδένα άλλον των νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων μοι συμβαίνει— αν το άρθρον φέρη ή όχι την υπογραφήν του. Τον αναγνωρίζω ευθύς εκ της πρώτης του φράσεως. Καλεί διά της αυτής πάντοτε μουσικής, έχει την αυτήν συμμετρίαν, δεικνύει την αυτήν περί την εκλογήν της λέξεως αυστηρότητα, την αυτήν ευστροφίαν, την αυτήν χάριν ή σατυρικήν οξύτητα, επιτυγχανομένην διά πολλαπλών τρόπων, συγκρούσεων λέξεων, διπλών εννοιών ή αήθων συζεύξεων. [...] Εκτός των άλλων αρετών, το ύφος του διακρίνεται και διά την συνεκτικότητα. Αι φράσεις του συμπλέκονται προς αλλήλας ως οι κρίκοι θώρακος. Διά τούτο ο λόγος του, προ πάντων εις τα οψιμώτερά του έργα είνε μεστός εννοιών, αποκαλυπτομένων δι’ αναπτύξεως.»
(Γρ. Ξενόπουλος, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Ποικίλη Στοά, έτος 9ο, 1891, σελ. 28, και στην ανθολόγηση Δ. Μπέζα, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε΄, Σοκόλης, σελ. 41)
«Τελικά ο Ροΐδης κατέχει στα ελληνικά γράμματα τη θέση του πιο ιδιότυπου, ίσως, εκπροσώπου του ρομαντισμού, θέση αντίστοιχη με του Μπάιρον, που θεωρήθηκε ο ξένος και αιρετικός του αγγλικού ρομαντισμού. Η παιδεία του προσδιορίζεται από τη διασταύρωση της ρομαντικής με την κλασική και διαφωτιστική παράδοση, η μεγάλη ωστόσο ποιητική εμπειρία του είναι η ρομαντική και αυτή διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό του γούστο. [...] Μόνος συνεπώς ανάμεσα στους συγχρόνους του ο Ροΐδης δεν παρουσιάζει την κλασικότροπη υποχώρηση των περισσότερων πρώην ρομαντικών ή των διαφωτιστών, αλλά προσπαθεί να βρει απάντηση ανάγοντας
την ερμηνεία και τη λύση του προβλήματος στις σύγχρονες αναζητήσεις της ευρωπαϊκής αισθητικής.»
(Α. Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα, 1993, σελ. 227-228)
«Αν επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε το σύνολο της παραγωγής του Ροΐδη, θα μπορούσαμε χονδρικά και σχηματικά να δημιουργήσουμε δύο κύκλους: ο α΄ αναφέρεται στο κύκλωμα Πάπισσα Ιωάννα, ο β΄ στα βιώματά του. Εξηγούμαι: για περισσότερα από είκοσι χρόνια (1855-1875), όταν κλείνει η πρώτη περίοδός του, ολόκληρη η πνευματική παραγωγή του, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, εντοπίζεται γύρω από τις εκτεταμένες ερευνητικές αναζητήσεις, στις οποίες τον οδήγησε το έναυσμα της Πάπισσας. Ό,τι βλέπει το φως της δημοσιότητας δεν είναι παρά εκταμίευση από το πλούσιο υλικό που φαίνεται πως είχε μοχθηρά συγκεντρώσει. [...] Ο β΄ κύκλος αναφέρεται στις βιωματικές του σχέσεις με τα πράγματα: ο μεγάλος κύκλος των αφηγημάτων του, που τείνουν προς την λογοτεχνία, έχει ως αφετηρία προσωπικά βιώματα.
Ο λόγιος που στερήθηκε την φαντασία, απομακρύνεται εντελώς από το αρχείο του και αφήνει την αναπόληση να λειτουργήσει αδέσμευτη στον ελεύθερο στοχασμό. Φυσικά υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, όχι κύκλος αυτός. Εδώ μπορεί να συγκεντρωθεί ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο υλικό που έχει άμεση σχέση με πρόσωπα και πράγματα. Αφορμή είναι η έκδοση ενός βιβλίου, ένα γεγονός, μια δραστηριότητα, πάντως ό,τι έχει σχέση με την επικαιρότητα.»
(Α. Αγγέλου, Εισαγωγή στον τόμο Εμμανουήλ Ροΐδης: Σκαλαθύρματα, Ερμής, Αθήνα, 1986, σελ. νε΄)
«Η γραφή του Ροΐδη μπορεί να δοκίμασε πολλές μορφές και να πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη (λογοτεχνικά και μη), διατηρεί όμως στη διαχρονική αποτύπωσή της τη μοναδικότητα του λόγου της όχι μόνον ως αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και ως πολιτισμικό γεγονός. Στην εποχή του αυτό θεωρήθηκε από ορισμένους αδιέξοδη “άρνηση”, “αστυνόμευση” του λόγου, υπερβολή “ευφυολογίας”, μοχθηρός “σαρκασμός” και, σε ακραίες περιπτώσεις, “ανθελληνισμός” και “ανηθικότητα”. Από τους θαυμαστές του έχουμε την πλήρη αναστροφή των όρων. Η κριτική του Ροΐδη μπορεί να ήταν ανατρεπτική αλλά συνάμα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, πολλαπλά αναγκαία για την ανανέωση του ερμηνευτικού στοχασμού. Η ικανότητά του να διαταράσσει τις υπάρχουσες ισορροπίες και να προκαλεί σφοδρές διενέξεις επέτρεπε την εκ νέου διαπραγμάτευση κρίσιμων ζητημάτων και την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων από μια προοπτική ειρωνικής, και ως εκ τούτου δραστικής, αμφισβήτησης.»
(Δ. Δημηρούλης, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 142-143)
Δείτε επίσης:
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1904. Ο πατέρας του, Δημήτριος Ροΐδης, πλούσιος γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας εμπόρων της Αθήνας, που εγκαταστάθηκε στη Χίο, υποχρεώθηκε μετά την καταστροφή του νησιού, το 1822, να εγκατασταθεί με άλλους συμπατριώτες του στη Σύρο. Το 1841 ο Ροΐδης ακολούθησε την οικογένειά του στη Γένοβα, όπου ο πατέρας του έγινε διευθυντής εμπορικού οίκου και αργότερα επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας. Στη Σύρο επέστρεψε το 1849, για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο Δ. Βικέλας, με τον οποίο εκδίδανε χειρόγραφη εβδομαδιαία εφημερίδα. Την ίδια αυτή περίοδο εκδηλώνονται τα πρώτα συμπτώματα της βαρηκοΐας του, που θα τον ταλαιπωρήσει σ’ όλη τη ζωή του. Το διάστημα 1855-56 βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου πήγε για να θεραπεύσει την πάθησή του και να παρακολουθήσει μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας, τα οποία υποχρεώθηκε ωστόσο να διακόψει μετά την επιδείνωση της κατάστασης της ακοής του. Την περίοδο 1857-62 διαμένει στη Ρουμανία, όπου ασχολείται με τις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις, και ενδιάμεσα πραγματοποιεί συχνά ταξίδια στην Αθήνα, δημοσιεύοντας πολιτικά και φιλολογικά άρθρα σε αθηναϊκές εφημερίδες.
Το 1862 επιστρέφει για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, ενώ παράλληλα πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό (Κάιρο, ευρωπαϊκές πόλεις). Οι πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που σημειώνονται στην Ελλάδα στο διάστημα 1859-65 σημάδεψαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της συνείδησης του Ροΐδη και τη διαδικασία προσαρμογής του στην ελληνική πραγματικότητα. Προϊόν αυτής της περιόδου είναι το ριζοσπαστικό έργο του Πάπισσα Ιωάννα (1866), το οποίο καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο και στάθηκε αιτία να υποστεί ο συγγραφέας δικαστικές διώξεις, τον καθιέρωσε ταυτόχρονα ως σημαντικό πνευματικό πρωταγωνιστή της πνευματικής
ζωής στην Ελλάδα.
Τα χρόνια που ακολουθούν δημοσιεύει ποικίλα πολιτικά και φιλολογικά κείμενα και παράλληλα συνεργάζεται με γαλλόφωνες εφημερίδες. Το 1875 ιδρύει την εφημερίδα Ασμοδαίος, με την οποία παρεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Τάσσεται υπέρ του Τρικούπη και κατά του Δηλιγιάννη (με το κείμενο «Γεννηθήτω φως», 1878) και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Ώρα του Τρικούπη. Το 1877 εμπλέκεται σε φιλολογική διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο σχετικά με τους προσανατολισμούς της νεότερης ποίησης, θεωρώντας ότι ο αθηναϊκός ρομαντισμός είχε πλέον φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Κατά την κρίση των Λαυρεωτικών (1869-75) έχασε όλη την περιουσία του και υποχρεώνεται να ζει με τα ελάχιστα πενιχρά μέσα που του αποφέρει το συγγραφικό και δημοσιογραφικό έργο του. Το 1880 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση που διατήρησε ως το 1890 με διακοπές, εφόσον απολυόταν κάθε φορά που αναλάμβανε πρωθυπουργός ο Δηλιγιάννης. Την ίδια περίοδο συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών Εστία και Παρνασσός και συνεργάζεται με πολλά έντυπα, πολιτικά και φιλολογικά, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα (σατιρικά, πολιτικά, ευθυμογραφήματα, μελέτες, χρονογραφήματα κ.ά.). Τα χρόνια αυτά η ζωή του σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του αδελφού του και από ένα προσωπικό ατύχημα που τον καθήλωσε αρκετούς μήνες στο κρεβάτι (1884-85).
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1860, με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατομπριάν. Συνέχισε σχεδόν σε όλη του τη ζωή να μεταφράζει συγγραφείς όπως Πόε, Μποντλέρ, Μακόλεϊ (Ιστορία της Αγγλίας), Ταιν (Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας) κ.ά., γιατί πίστευε ότι προϋπόθεση για την πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν η γνωριμία με την ευρωπαϊκή σκέψη.
Κορυφαίο δείγμα του συγγραφικού ταλέντου του, αλλά και του κοσμοπολίτικου πνεύματος που τον διακρίνει είναι η Πάπισσα Ιωάννα, με το οποίο καταγγέλλει την ηθική κράτους και εκκλησίας και στηλιτεύει τον κοινωνικοπολιτικό κομφορμισμό. Το έργο αυτό, παρ' όλες τις αντιδράσεις που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας, έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης. Ως λογοτέχνης ο Ροΐδης έδωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του (μετά το 1890) μερικά διηγήματα, τα Συριανά διηγήματα, που δεν έχουν χαρακτήρα ηθογραφικό, μολονότι πηγή έμπνευσής τους αποτελούν οι αναμνήσεις του συγγραφέα από τη ζωή του στη Σύρο κατά την παιδική και νεανική ηλικία του. Μερικά απ’ αυτά, που θεωρούνται εξαίρετα δείγματα της διεισδυτικής ματιάς του συγγραφέα, είναι τα «Ιστορία ενός σκύλου» (1893), «Ιστορία μιας γάτας» (1893), «Ιστορία ενός αλόγου» (1893), «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» (1894), «Το παράπονο του νεκροθάπτου» (1895).
Ως κριτικός ο Ροΐδης άσκησε με το πλήθος των άρθρων του μεγάλη επίδραση στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους. Σημαντικός άξονας προβληματισμού στη σκέψη του ήταν και παρέμεινε ως το τέλος ο προσανατολισμός της σύγχρονής του λογοτεχνίας, αλλά και το θέμα της γλώσσας. Μετά τη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο (1877), χαιρέτισε πρώτος το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888) και εξέδωσε τη μελέτη Τα Είδωλα, με την οποία υποστηρίζει τη δημοτική, παρ’ όλο που ο ίδιος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα στο σύνολο του έργου του (εκτός από το διήγημα «Η Μηλιά» που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι το 1896).
Η κριτική για το έργο του
«Το πλήθος των άρθρων με το οποίο παρενέβη στα πνευματικά και άλλα προβλήματα του τόπου [...] μαρτυρούν άνθρωπο με ακέραιες και συχνά απόλυτες θέσεις, αλλά πάντοτε πείσμονα στην υποστήριξή τους. Έβλεπε την νεοελληνική κοινωνία ασχημάτιστη, αδιαμόρφωτη, παραπαίουσα, ανίκανη να δεχθεί τα αγαθά της Δύσης και να ενταχθεί στην χορεία των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών εθνών. Έβλεπε να λείπει η “περιρρέουσα ατμόσφαιρα”, όρο που δανείστηκε από τον Ταιν [...], δηλαδή το κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον για την άνδρωση και ανύψωση της τέχνης του λόγου. Σκωπτικός, δεν έπαυε να θίγει τα κακώς κείμενα χρησιμοποιώντας κάθε τεχνική του λόγου, ιδιαίτερα τα λεγόμενα σκαλαθύρματα, που το πρότυπο του είδους τους ανευρίσκεται στον τίτλο του έργου του Εράσμου Μωρίας Εγκώμιον. Την τεχνική αυτή η οποία συνίσταται σε “παιγνιώδη διαλεκτικήν λογικήν εξέλιξιν αναχωρούσαν από κρύφιον σόφισμα και προχωρούσαν ακροβατικώς τόσω επιτυχέστερον όσον περισσοτέρα εργασία απαιτείται διά να ευρεθή το σόφισμα της αρχής” (Ξενόπουλος) ο Ροΐδης ανήγαγε σε πραγματική τέχνη.»
(Ν. Μπουγάς, λήμμα «Ροΐδης Εμμανουήλ», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 52, Πάπυρος, Αθήνα, 1992, σελ. 176)
«Η έκπληξη, στηριγμένη στις απροσδόκητες συσχετίσεις, αποτελεί το κλειδί της συγγραφικής τεχνικής του, ενώ συνάμα επεξεργάζεται την φράση του για να την καταστήσει λεία, ευνόητη και μουσική. Πρωτεύει εδώ το αίτημα της σαφήνειας: να μη μας διαφεύγει τίποτε και να μην παρερμηνεύσουμε τίποτε. Η αισθητική επεξεργασία ενεργείται παράλληλα: η θέση των τόνων μέσα στη φράση, η στίξη, οι κατακλείδες τον απασχολούν πολύ. Εκείνο που πρέπει να εξαρθεί είναι το στοιχείο της βούλησης που πρωτεύει μέσα στην συγγραφή του: δεν έχει εύκολο γράψιμο. Όταν βιάζεται, όταν αφαιρείται, η φράση του μακραίνει και γίνεται δυσκίνητη παρακολουθώντας τους μαίανδρους μιας λεπτόλογης, εξαντλητικής σκέψης. Ο Ροΐδης εισάγει έτσι μέσα στην νέα μας λογοτεχνία το νόημα του ύφους, την επαγγελματική συγγραφική συνείδηση.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 71985, σελ. 331)
«Το ύφος του Ροΐδου είνε τόσον ιδιάζον, ώστε εκ πέντε μόνον γραμμών δύναμαι να εννοήσω —πράγμα το οποίον δι’ ουδένα άλλον των νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων μοι συμβαίνει— αν το άρθρον φέρη ή όχι την υπογραφήν του. Τον αναγνωρίζω ευθύς εκ της πρώτης του φράσεως. Καλεί διά της αυτής πάντοτε μουσικής, έχει την αυτήν συμμετρίαν, δεικνύει την αυτήν περί την εκλογήν της λέξεως αυστηρότητα, την αυτήν ευστροφίαν, την αυτήν χάριν ή σατυρικήν οξύτητα, επιτυγχανομένην διά πολλαπλών τρόπων, συγκρούσεων λέξεων, διπλών εννοιών ή αήθων συζεύξεων. [...] Εκτός των άλλων αρετών, το ύφος του διακρίνεται και διά την συνεκτικότητα. Αι φράσεις του συμπλέκονται προς αλλήλας ως οι κρίκοι θώρακος. Διά τούτο ο λόγος του, προ πάντων εις τα οψιμώτερά του έργα είνε μεστός εννοιών, αποκαλυπτομένων δι’ αναπτύξεως.»
(Γρ. Ξενόπουλος, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Ποικίλη Στοά, έτος 9ο, 1891, σελ. 28, και στην ανθολόγηση Δ. Μπέζα, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε΄, Σοκόλης, σελ. 41)
«Τελικά ο Ροΐδης κατέχει στα ελληνικά γράμματα τη θέση του πιο ιδιότυπου, ίσως, εκπροσώπου του ρομαντισμού, θέση αντίστοιχη με του Μπάιρον, που θεωρήθηκε ο ξένος και αιρετικός του αγγλικού ρομαντισμού. Η παιδεία του προσδιορίζεται από τη διασταύρωση της ρομαντικής με την κλασική και διαφωτιστική παράδοση, η μεγάλη ωστόσο ποιητική εμπειρία του είναι η ρομαντική και αυτή διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό του γούστο. [...] Μόνος συνεπώς ανάμεσα στους συγχρόνους του ο Ροΐδης δεν παρουσιάζει την κλασικότροπη υποχώρηση των περισσότερων πρώην ρομαντικών ή των διαφωτιστών, αλλά προσπαθεί να βρει απάντηση ανάγοντας
την ερμηνεία και τη λύση του προβλήματος στις σύγχρονες αναζητήσεις της ευρωπαϊκής αισθητικής.»
(Α. Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα, 1993, σελ. 227-228)
«Αν επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε το σύνολο της παραγωγής του Ροΐδη, θα μπορούσαμε χονδρικά και σχηματικά να δημιουργήσουμε δύο κύκλους: ο α΄ αναφέρεται στο κύκλωμα Πάπισσα Ιωάννα, ο β΄ στα βιώματά του. Εξηγούμαι: για περισσότερα από είκοσι χρόνια (1855-1875), όταν κλείνει η πρώτη περίοδός του, ολόκληρη η πνευματική παραγωγή του, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, εντοπίζεται γύρω από τις εκτεταμένες ερευνητικές αναζητήσεις, στις οποίες τον οδήγησε το έναυσμα της Πάπισσας. Ό,τι βλέπει το φως της δημοσιότητας δεν είναι παρά εκταμίευση από το πλούσιο υλικό που φαίνεται πως είχε μοχθηρά συγκεντρώσει. [...] Ο β΄ κύκλος αναφέρεται στις βιωματικές του σχέσεις με τα πράγματα: ο μεγάλος κύκλος των αφηγημάτων του, που τείνουν προς την λογοτεχνία, έχει ως αφετηρία προσωπικά βιώματα.
Ο λόγιος που στερήθηκε την φαντασία, απομακρύνεται εντελώς από το αρχείο του και αφήνει την αναπόληση να λειτουργήσει αδέσμευτη στον ελεύθερο στοχασμό. Φυσικά υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, όχι κύκλος αυτός. Εδώ μπορεί να συγκεντρωθεί ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο υλικό που έχει άμεση σχέση με πρόσωπα και πράγματα. Αφορμή είναι η έκδοση ενός βιβλίου, ένα γεγονός, μια δραστηριότητα, πάντως ό,τι έχει σχέση με την επικαιρότητα.»
(Α. Αγγέλου, Εισαγωγή στον τόμο Εμμανουήλ Ροΐδης: Σκαλαθύρματα, Ερμής, Αθήνα, 1986, σελ. νε΄)
«Η γραφή του Ροΐδη μπορεί να δοκίμασε πολλές μορφές και να πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη (λογοτεχνικά και μη), διατηρεί όμως στη διαχρονική αποτύπωσή της τη μοναδικότητα του λόγου της όχι μόνον ως αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και ως πολιτισμικό γεγονός. Στην εποχή του αυτό θεωρήθηκε από ορισμένους αδιέξοδη “άρνηση”, “αστυνόμευση” του λόγου, υπερβολή “ευφυολογίας”, μοχθηρός “σαρκασμός” και, σε ακραίες περιπτώσεις, “ανθελληνισμός” και “ανηθικότητα”. Από τους θαυμαστές του έχουμε την πλήρη αναστροφή των όρων. Η κριτική του Ροΐδη μπορεί να ήταν ανατρεπτική αλλά συνάμα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, πολλαπλά αναγκαία για την ανανέωση του ερμηνευτικού στοχασμού. Η ικανότητά του να διαταράσσει τις υπάρχουσες ισορροπίες και να προκαλεί σφοδρές διενέξεις επέτρεπε την εκ νέου διαπραγμάτευση κρίσιμων ζητημάτων και την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων από μια προοπτική ειρωνικής, και ως εκ τούτου δραστικής, αμφισβήτησης.»
(Δ. Δημηρούλης, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 142-143)
Δείτε επίσης: