Lauri Blank
Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»
Το ποίημα κινείται στο γνωστό
ποιητικό κλίμα της Πολυδούρη, που διαμορφώνεται κυρίως από το ερωτικό
συναίσθημα, διαποτισμένο από μια γυναικεία ευαισθησία.
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι
ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το
φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο
μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε,
αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα
λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα
χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Η δημιουργική δύναμη που κινεί
την πένα της Πολυδούρη είναι ο έρωτας, ιδωμένος εδώ μ’ όλη την τρυφερότητα που
αισθάνεται η ποιήτρια για τον αγαπημένο της. Μοναδικός αποδέκτης των στίχων
της, αν και δεν κατονομάζεται, είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο
η Πολυδούρη έτρεφε δυνατά συναισθήματα μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της.
Η Πολυδούρη, που εντάσσεται στη
γενιά των νεορομαντικών, απογοητευμένη από την αβεβαιότητα και την παρακμή που
χαρακτήριζε την εποχή της, αποζητά τη δικαίωση της ζωής στον έρωτα. Η κοινωνική
εμπειρία και οι συλλογικές ανησυχίες δεν βρίσκουν έκφραση στην ποίησή της,
καθώς η ποιήτρια -ακολουθώντας την τάση της γενιάς της- έχει στραφεί στον
εσωτερικό της κόσμο και προτάσσει στους στίχους της το ατομικό βίωμα. Αντιμέτωποι
με μια καταρρέουσα κοινωνία, που δεν εμπνέει πια υψηλά ιδανικά, οι
νεορομαντικοί ποιητές επιλέγουν τη χαμηλόφωνη προσωπική ποίηση, που εκφράζει
κυρίως τις εσωτερικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις.
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι
ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το
φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με δύο
κύριες προτάσεις που δηλώνουν η πρώτη αποφατικά και η δεύτερη καταφατικά το
αίσθημα γαλήνης που αισθάνεται η ποιήτρια, όταν βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον.
Με τη χρήση του β΄ προσώπου γίνεται
αισθητή η ύπαρξη ενός αποδέκτη των λόγων και της τρυφερότητας της ποιήτριας. Ιδανικά
το ποίημα της Πολυδούρη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ερωτικό ψιθύρισμα στο
πλάι του αγαπημένου της.
Η αντίθεση που δημιουργείται
ανάμεσα στους δύο στίχους εκφράζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα την ασφάλεια
και την ψυχική γαλήνη που αισθάνεται η ποιήτρια όταν βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο
της. Κοντά σ’ εκείνον οι άνεμοι παύουν να ηχούν τόσο άγρια, κοντά του είναι
γαλήνη και φως. Ενώ οι άνεμοι δημιουργούν ένα χειμερινό σκηνικό με μια αίσθηση
κινδύνου, το φως του δεύτερου στίχου επαναφέρει το καλοκαιρινό τοπίο, με όλη
την αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση που το χαρακτηρίζει.
Στους επόμενους δύο στίχους η
ποιήτρια με μια πρωτότυπη μεταφορά εκφράζει την ευδαιμονική ομορφιά και τη
θετική προέκταση των σκέψεων που κάνουν οι δυο τους, όταν βρίσκονται μαζί. Υπό
την επίδραση της γαλήνης που επιφέρει η παρουσία του αγαπημένου, τίποτε δεν
ταράσσει και δεν ενοχλεί τις «ρόδινες» σκέψεις τους.
Η «χρυσόβεργη ανέμη» -η συσκευή
που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα του νήματος- τίθεται εδώ μεταφορικά για να
αποδώσει το ήρεμο δέσιμο των σκέψεων των δύο ερωτευμένων. Οι σκέψεις τους
τυλίγονται «ρόδινα» σε μιαν ανέμη χρυσόβεργη (σχήμα υπερβολής που αποδίδει
εμφατικά την ιδανική πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δύο νέοι).
Στους τέσσερις αυτούς στίχους
έχουμε τέσσερις μεταφορές «αχούν άγρια», «ρόδινος συλλογισμός», «στου νου μας
τη χρυσόβεργην ανέμη» και «ρόδινος τυλιέται στοχασμός», καθώς κι ένα
διασκελισμό μεταξύ τρίτου και τέταρτου στίχου (στο διασκελισμό το νόημα δεν
ολοκληρώνεται στα πλαίσια ενός στίχου, γι’ αυτό και συνεχίζεται στον επόμενο).
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο
μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε,
αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Η πνευματική και συναισθηματική
επικοινωνία ανάμεσα στην ποιήτρια και τον αγαπημένο της είναι τέτοιας ποιότητας,
ώστε είτε σιωπούν είτε μιλούν κατακλύζονται από συναισθήματα τρυφερότητας και
χαράς.
Στους δύο πρώτους στίχους παρουσιάζεται
η άνεση που αισθάνονται οι δυο τους να μένουν μαζί χωρίς να μιλούν, ένδειξη πως
στη σχέση τους δεν υπάρχει η ανασφαλής ανάγκη να γεμίζουν τις σιωπές. Έτσι, η
σιωπή μεταξύ τους δε βαρύνει την ατμόσφαιρα, αντιθέτως μοιάζει με γέλιο,
μοιάζει με πηγή χαράς, που καθρεφτίζεται σε τρυφερά μάτια.
Οι δύο νέοι ακόμη κι όταν δε
μιλούν βιώνουν την τρυφερότητα του ερωτικού συναισθήματος, καθώς βλέπουν ο ένας
στα μάτια του άλλου, όλη την αλήθεια των αισθημάτων τους.
Στους δύο επόμενος στίχους, η
ποιήτρια δηλώνει πως η τρυφερότητα που διακρίνει τις σιωπές τους, αποκτά
μεγαλύτερη δύναμη και γίνεται χαρά, όταν αρχίζουν να μιλούν. Όταν εκφράζουν με
λόγια την αγάπη τους ή όταν μοιράζονται τις σκέψεις τους, η χαρά που στεκόταν
πλάι τους άνεργη «αναφτεριάζει», αποκτά εκ νέου υπόσταση και γεμίζει την ψυχή
τους.
Στη στροφή αυτή έχουμε: α) μια
παρομοίωση «η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει», που εκφράζει με την ηχητική έκφανση
του γέλιου, πόσο εκφραστική και μεστή από χαρά είναι η σιωπή τους, β) τρεις
μεταφορές «αντιφεγγίζουν», «μάτια τρυφερά» και «αναφτεριάζει», ενώ η χαρά που
στέκεται «άνεργη» προσωποποιείται.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα
λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα
χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Στην τρίτη στροφή συναντάμε δύο
ακόμη φορές τη φράση «κοντά σου», που αποτελεί συνάμα τον τίτλο του ποιήματος
κι η οποία εντοπίζεται και στις δύο προηγούμενες στροφές. Η συνεχής επανάληψη
αυτής της φράσης τονίζει πως όλα τα θετικά συναισθήματα κι όλη η τρυφερότητα
που γεννιέται στην ψυχή της ποιήτριας, έχουν ως βασική αιτία την παρουσία
εκείνου. Μόνο κοντά του οι άνεμοι παύουν να ηχούν άγρια και μόνο κοντά του η
θλίψη τρέπεται σε χαρά.
Κοντά στον αγαπημένο της, λοιπόν,
η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι, μετουσιώνεται δηλαδή σε κάτι όμορφο και διαχέεται
στη ζωή. Η γλυκόπικρη αίσθηση του έρωτα, που ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς
πόνο και καημούς, μετατρέπεται σε μια γλυκιά αίσθηση που γίνεται ανύποπτα μέρος
της ζωής της, όταν εκείνος βρίσκεται κοντά της.
Άλλωστε, όπως εμφατικά δηλώνεται
με το ασύνδετο σχήμα των δύο καταληκτικών στίχων, κοντά στον αγαπημένο της όλα
είναι γλυκά κι όλα απαλά και τρυφερά σα χνούδι, σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Στο κλείσιμο του ποιήματος η
Πολυδούρη επιχειρεί να αποδώσει όλη την τρυφερότητα που πλημμυρίζει την ψυχή
της όποτε βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον, δίνοντας με πολλαπλές παρομοιώσεις πόσο
απαλά και γαλήνια γίνονται όλα πλάι του. Η θλίψη κι οι δυσκολίες της ζωής
χάνονται όταν εκείνος είναι δίπλα της, καθώς απομακρύνει με την παρουσία του
κάθε φόβο και προσφέρει στην ποιήτρια μια πολύτιμη αίσθηση ασφάλειας, γαλήνης
κι ευτυχίας.
Στο ποίημα διακρίνεται η χρήση
ομοιοκαταληξίας, που σε συνδυασμό με τις επαναλήψεις της φράσης «κοντά σου»
ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή με τον
πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο να ομοιοκαταληκτεί
με τον τέταρτο και στις τρεις στροφές (σχηματικά έχουμε: αβαβ). Σε κάθε στροφή
ο πρώτος και ο τρίτος στίχος είναι ενδεκασύλλαβος ενώ ο δεύτερος και ο τέταρτος
είναι δεκασύλλαβος.
Το μέτρο του ποιήματος είναι ο
ίαμβος, που δημιουργείται με την εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια
τονισμένη. Για παράδειγμα στον ακόλουθο δεκασύλλαβο στίχο κάθε δεύτερη συλλαβή
τονίζεται κατά την ανάγνωση.
κι α / νύ/ πο / πτα
/ περ / νά / μες / στη / ζω / ή