Christophe Kiciak
Κωνσταντίνος Καβάφης «Επέστρεφε»
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα˙
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και
παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….
Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918),
Εκδόσεις Ίκαρος
Η «αγαπημένη αίσθησις» που
προσωποποιείται στο ποίημα αυτό και στην οποία απευθύνει ο ποιητής την
παράκλησή του είναι η ηδονή, όπως, μεταξύ άλλων, προκύπτει κι από τον αρχικό
τίτλο του ποιήματος «Μνήμη Ηδονής». Ο ποιητής τελικά δεν χρησιμοποίησε καθόλου
τη λέξη ηδονή στο ποίημα αυτό, επιχειρώντας, πιθανώς, να υποδηλώσει μια
πληρέστερη αίσθηση ικανοποίησης, η οποία δεν περιορίζεται στη σωματική ευχαρίστηση,
αλλά λαμβάνει και μια ψυχική και συναισθηματική διάσταση.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
Η χρήση της προστακτικής έγκλισης και
οι επαναλήψεις αυτής, προσδίδουν εμφατικά τον επιτακτικό τόνο της παράκλησης
του ποιητικού υποκειμένου, εφόσον η ανάγκη του να αναβιώσει -έστω και με τη
βοήθεια της μνήμης- τη βαθιά ευχαρίστηση της ερωτικής επαφής είναι κρίσιμης για
εκείνον σημασίας. Σε β΄ ενικό πρόσωπο, λοιπόν, σαν να είναι η «αγαπημένη
αίσθησις» ένα έμψυχο ον που μπορεί να ακούσει και να εισακούσει την παράκληση
του ποιητή, τής απευθύνει το αίτημά του, επαναλαμβάνοντας επί της ουσίας δύο
φορές, στους δύο πρώτους στίχους, τη φράση μοτίβο του ποιήματος: «επέστρεφε και
παίρνε με».
Η «αγαπημένη αίσθησις», η ηδονή, καλείται από τον ποιητή να επιστρέφει συχνά και να τον κυριεύει, θυμίζοντάς του και επιτρέποντάς του να νιώσει εκ νέου την πληρότητα της σωματικής και ψυχικής ευχαρίστησης που του πρόσφερε άλλοτε -στα χρόνια της νεότητας- η ερωτική πράξη.
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα˙
Η «αγαπημένη αίσθησις» καλείται να
επιστρέφει κάθε φορά που ξυπνά η μνήμη του σώματος και νιώθει εκείνο να
ξαναπερνά στο αίμα του κάποια παλιά ερωτική επιθυμία. Κάθε φορά που το σώμα του
ποιητικού υποκειμένου αφυπνίζεται από κάποιο τυχαίο ερέθισμα και αισθάνεται ξανά
την ένταση και την ταραχή που του προκαλούσε κάποιο επιθυμητό του πρόσωπο, η «ηδονή»
καλείται να επιστρέφει με όλη τη δυνατή πληρότητά της. Ο ποιητής δεν επιθυμεί να
αναβιώνει μερικώς ή ατελώς την ηδονική και συναισθηματική απόλαυση της ερωτικής
πράξης. Θέλει να επανέρχεται εκείνη στη μνήμη του σώματός του ξανά και ξανά με
όλο το εύρος των ευδαιμονικών συναισθημάτων που τη συνοδεύουν. Μια ατελής ανάμνηση
παρελθοντικών ερωτικών συνευρέσεων μοιάζει ανούσια στον ποιητή, κι ακόμη
περισσότερο, ίσως να αποτελεί και μια μορφή προδοσίας απέναντι σε ό,τι κάποτε
αποτέλεσε πηγή βαθιάς απόλαυσης.
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Η «αγαπημένη αίσθησις» καλείται να
επιστρέφει κάθε φορά που τα χείλη του ποιητικού υποκειμένου και το δέρμα του
θυμούνται τα φιλιά, τα χάδια και τα αγγίγματα του ιδανικού -παρελθοντικού-
ερωτικού συντρόφου, όπως και όταν τα χέρια του αισθάνονται σαν να αγγίζουν πάλι
το αγαπημένο σώμα. Κάθε φορά που η μνήμη της ερωτικής επαφής ξυπνά και συνεπαίρνει
το σώμα του ποιητή, η «αγαπημένη αίσθησις» καλείται να επιστρέφει και να του
προσφέρει την ευχαρίστηση της περασμένης αυτής ερωτικής επαφής στην ολότητά της.
Ο ποιητής ζητά τη συνδρομή της «ηδονής», ώστε κάθε φορά που αφήνεται στις ερωτικές αναμνήσεις του παρελθόντος να είναι σε θέσει να τις αναβιώσει πλήρως και να αντλήσει από αυτές τη ζητούμενη ευχαρίστηση, κι όχι να τις θυμάται μερικώς, χωρίς να μπορεί να ανακαλέσει την ένταση της ικανοποίησης που του είχαν προσφέρει.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την
νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….
Το σύντομο αυτό ποίημα κλείνει με την
επανάληψη του αρχικού στίχου, με την προσθήκη αυτή τη φορά ενός χρονικού
προσδιορισμού: «την νύχτα». Η «αγαπημένη αίσθησις» καλείται να επιστρέφει τη
νύχτα, όταν το ποιητικό υποκείμενο θα έχει το χρόνο να αφεθεί απερίσπαστο στις αναμνήσεις
του παρελθόντος, και, συνάμα, όταν το σώμα του ελεύθερο από τις υποχρεώσεις της
ημέρας, θα έχει τη δυνατότητα να θυμηθεί ξανά την αίσθηση που πρόσφερε στα
χείλη και στο δέρμα του η επαφή με τον αγαπημένο ερωτικό σύντροφο.
Ο Καβάφης παρουσιάζει εδώ, όπως και σε άλλα αντίστοιχα ποιήματά του, την πραγματική βίωση του έρωτα και της ερωτικής πράξης ως κάτι συντελεσμένο στο παρελθόν, χωρίς την περαιτέρω δυνατότητα της εκ νέου πραγματικής βίωσής τους. Ό,τι απομένει στον ποιητή -όπως ο ίδιος επιθυμεί να το παρουσιάζει- είναι οι αναμνήσεις του ερωτικού παρελθόντος ως μόνη πηγή παραμυθίας, εφόσον ο έρωτας μοιάζει πια να μην έχει θέση στη ζωή του. Πρόκειται για μια συνήθη τακτική του ποιητή, η οποία ενισχύει την αίσθηση της εξιδανίκευσης των ερωτικών αυτών εμπειριών˙ μια τακτική που τη συναντάμε ακόμη και σε ποιήματα που έχουν γραφτεί προτού ο ποιητής χάσει τη νεότητά του και, άρα, τη δυνατότητά να βιώσει ξανά τον αληθινό έρωτα, όπως ο ίδιος τον επιθυμούσε.
Στο ποίημα αυτό -παρά το γεγονός πως αποτελεί ένα κάλεσμα προς τη σωματική ηδονή- ο Καβάφης έχει κατορθώσει να προσδώσει μια ισχυρή συναισθηματική διάσταση, καθιστώντας το περισσότερο κάλεσμα επαναφοράς ενός ψυχικού πρωτίστως βιώματος. Για τον ποιητή, άλλωστε, η ερωτική πράξη δεν αποτελεί μόνο ή κυρίως μια σωματική επαφή, αλλά μια σαφώς πιο πλούσια εμπειρία, η οποία προσφέρει ψυχική, πνευματική και συναισθηματική ευδαιμονία.
[Η επιλογή του λανθασμένου τύπου «επέστρεφε»
αντί του ορθού «επίστρεφε» θα μπορούσε πιθανώς να οφείλεται στην προτίμηση του
ποιητή στον πιο εύηχο τύπο, με την παρήχηση του «ε».]
Κωνσταντίνος Καβάφης «Επέστρεφε»
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα˙
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
Η «αγαπημένη αίσθησις», η ηδονή, καλείται από τον ποιητή να επιστρέφει συχνά και να τον κυριεύει, θυμίζοντάς του και επιτρέποντάς του να νιώσει εκ νέου την πληρότητα της σωματικής και ψυχικής ευχαρίστησης που του πρόσφερε άλλοτε -στα χρόνια της νεότητας- η ερωτική πράξη.
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα˙
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Ο ποιητής ζητά τη συνδρομή της «ηδονής», ώστε κάθε φορά που αφήνεται στις ερωτικές αναμνήσεις του παρελθόντος να είναι σε θέσει να τις αναβιώσει πλήρως και να αντλήσει από αυτές τη ζητούμενη ευχαρίστηση, κι όχι να τις θυμάται μερικώς, χωρίς να μπορεί να ανακαλέσει την ένταση της ικανοποίησης που του είχαν προσφέρει.
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….
Ο Καβάφης παρουσιάζει εδώ, όπως και σε άλλα αντίστοιχα ποιήματά του, την πραγματική βίωση του έρωτα και της ερωτικής πράξης ως κάτι συντελεσμένο στο παρελθόν, χωρίς την περαιτέρω δυνατότητα της εκ νέου πραγματικής βίωσής τους. Ό,τι απομένει στον ποιητή -όπως ο ίδιος επιθυμεί να το παρουσιάζει- είναι οι αναμνήσεις του ερωτικού παρελθόντος ως μόνη πηγή παραμυθίας, εφόσον ο έρωτας μοιάζει πια να μην έχει θέση στη ζωή του. Πρόκειται για μια συνήθη τακτική του ποιητή, η οποία ενισχύει την αίσθηση της εξιδανίκευσης των ερωτικών αυτών εμπειριών˙ μια τακτική που τη συναντάμε ακόμη και σε ποιήματα που έχουν γραφτεί προτού ο ποιητής χάσει τη νεότητά του και, άρα, τη δυνατότητά να βιώσει ξανά τον αληθινό έρωτα, όπως ο ίδιος τον επιθυμούσε.
Στο ποίημα αυτό -παρά το γεγονός πως αποτελεί ένα κάλεσμα προς τη σωματική ηδονή- ο Καβάφης έχει κατορθώσει να προσδώσει μια ισχυρή συναισθηματική διάσταση, καθιστώντας το περισσότερο κάλεσμα επαναφοράς ενός ψυχικού πρωτίστως βιώματος. Για τον ποιητή, άλλωστε, η ερωτική πράξη δεν αποτελεί μόνο ή κυρίως μια σωματική επαφή, αλλά μια σαφώς πιο πλούσια εμπειρία, η οποία προσφέρει ψυχική, πνευματική και συναισθηματική ευδαιμονία.