Stefan Eisele
Τάσος
Λειβαδίτης «Από μέρα σε μέρα»
Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα
ίδια λάθη, οι συμβι-
βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον
που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου
κι αυτόν και το χα-
μόγελό σου,
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου
ανάγκη για μεγάλες
πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου
τακούνια,
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου
αξίας, μιας δύνα-
μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη
μεγάλη ώρα, και μαζί η
πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη
η μεγάλη ώρα δε
θαρθεί ποτέ,
ή ακόμα πιο φριχτό πως πέρασε χωρίς να
την αναγνωρίσεις,
η κοπέλλα του αντικρινού σπιτιού που
τρέχει βιαστική στο
ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Τα
όνειρα, α, τα όνει-
ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα,
οι αμαρτίες που φο-
βάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς,
η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από τη
γωνιά του δρόμου σε
προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά
το ίδιο γαλακτο-
πωλείο–
την έμαθες της ζωή σου, χρόνια τώρα.
Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή
αόριστη απόφαση:
αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδι κοιμάσαι μ’ έναν
θησαυρό: αυτή την πολυ-
σήμαντη αυριανή σου μέρα.
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη
διακρίνεται για την αίσθηση πικρίας που τη διατρέχει, μιας και ο ποιητής τείνει
να σφυροκοπά τον αναγνώστη με τη γύμνια της ζωής του, αφαιρώντας όλους εκείνους
τους εφήμερους περισπασμούς της καθημερινότητας που ενδεχομένως ξεγελούν τον
άνθρωπο και τον κάνουν να πιστεύει πως υπάρχει ομορφιά, ίσως και ελπίδα στη ζωή
του. Ο ποιητής καταγράφει τα μόνιμα εκείνα στοιχεία του βίου των απλών ανθρώπων
που φανερώνουν, αν όχι τη ματαιότητά του, σίγουρα πάντως τις πλείστες δυσκολίες
που καθηλώνουν τους ανθρώπους του μόχθου σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη
κατάσταση απογοήτευσης και διάψευσης των όποιων προσδοκιών τους. Ποίηση
δομημένη με τα πλέον λιτά υλικά μιας αφήγησης ή ενός εσωτερικού μονολόγου, που
έχει τη γεύση των δακρύων ή και του αίματος∙ με το θύμα να είναι πάντοτε ο
ίδιος ο ποιητής -και μέσω αυτού κάθε άλλος άνθρωπος της βιοπάλης-, που βλέπει
τη ζωή του να συνθλίβεται υπό την πίεση όλων εκείνων των αναγκών που μόλις και
μετά βίας καλύπτονται -όταν και αν καλύπτονται- με τα πενιχρά μέσα του εργάτη,
του ανέργου, και κάθε άλλου φτωχού ανθρώπου προορισμένου να αποτελεί εσαεί το
εξαθλιωμένο υπόστρωμα μιας κοινωνίας αφιερωμένης στην ευημερία των λίγων
προνομιούχων.
«Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα
ίδια λάθη, οι συμβι-
βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον
που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου
κι αυτόν και το χα-
μόγελό σου»
Με αμείλικτη αυτοκριτική διάθεση ο
ποιητής απογυμνώνει τον εαυτό του, έστω κι αν η χρήση του β΄ προσώπου
δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιον άλλον. Πρόκειται για
έναν εσωτερικό μονόλογο, που επιτρέπει ωστόσο στον αναγνώστη να ταυτιστεί με
τις διαπιστώσεις και τις παραδοχές του ποιητή.
Οι καθημερινές ταπεινώσεις αποτελούν
σταθερό μοτίβο στη ζωή των ανθρώπων που μη έχοντας επαρκείς οικονομικές δυνατότητες
νιώθουν αναγκασμένοι να υπομένουν και να ανέχονται την αλαζονεία των ισχυρών
και των εξασφαλισμένων. Καταπιέζουν τον εαυτό τους και δεν υψώνουν τη φωνή τους
απέναντι στην προφανή αδικία, επαναλαμβάνοντας έτσι μοιραία το ίδιο λάθος, αφού
αποδέχονται τη θέση του κατώτερου πολίτη που τους έχει ατύπως αποδοθεί, και
μένουν σταθερά σιωπηλοί απέναντι στην έπαρση και το θράσος των άλλων. Οι
υποχωρήσεις διαδέχονται αδιάκοπα η μία την άλλη κι οι συμβιβασμοί γίνονται κατ’
ανάγκη τρόπος ζωής για τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν μήτε τη δύναμη, μα
μήτε και τη δυνατότητα να θέσουν τέρμα στη διαρκή αυτή υποτίμησή τους.
Η επώδυνη αίσθηση πως η ζωή τους
εξαρτάται ουσιαστικά από τις διαθέσεις του άλλου, αφού ο «άλλος» μπορεί να τους
στερήσει την εργασία τους ή να τους δημιουργήσει όποια άλλη πιθανή δυσκολία,
μιας και βρίσκεται σε θέση ισχύος, οδηγεί πολλούς ανθρώπους καθημερινά -όπως
και τον ποιητή άλλωστε-, στο να καταφεύγουν στη δουλοπρέπεια. Υποτάσσονται στην
υπερέχουσα θέση του άλλου μ’ ένα δουλικό χαμόγελο, έστω κι αν τον περιφρονούν
βαθιά, έστω κι αν γνωρίζουν πως εκείνος δεν έχει στην πραγματικότητα καμία άλλη
αξία πέραν από το γεγονός ότι κατέχει κάποια θέση που του επιτρέπει να ασκεί
εξουσία.
Μια εξαναγκαστική δουλοπρέπεια που
γεννά μίσος στην ψυχή του ανθρώπου τόσο για τον άλλο, που αν και πιθανώς είναι
ασήμαντος και μικροπρεπής, διαθέτει ωστόσο τη δύναμη που του επιτρέπει να
λειτουργεί εκφοβιστικά για τους γύρω του, όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό
που καταδέχεται να καταφεύγει σε μια τόσο ταπεινωτική και ανειλικρινή
συμπεριφορά. Μίσος τέτοιας έντασης, μάλιστα, που τον ωθεί να σκέφτεται πως θα
ήθελε ακόμη και να σφάξει κι εκείνον που τον φέρνει σ’ αυτή την εξευτελιστική
θέση, μα και το ίδιο του το δουλικό χαμόγελο, που σηματοδοτεί τη συναίνεση στην
καθημερινή του ταπείνωση.
«η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου
ανάγκη για μεγάλες
πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου
τακούνια»
Ο άνθρωπος του μόχθου -σωματικού και
πνευματικού- που δεν έχει κατορθώσει να βρει τη δικαίωση των προσπαθειών του
αισθάνεται μόνος, αισθάνεται πως δεν υπάρχουν γύρω του εκείνοι που θα
αντιληφθούν πραγματικά πώς βιώνει και πόσο τον εξαθλιώνει η διαρκής αποτυχία
που συνοδεύει τη ζωή του. Ο άνθρωπος αυτός μετανιώνει για κάθε πράξη, μα και
για κάθε παράλειψη που θεωρεί εκ των υστέρων πως του στέρησαν τη δυνατότητα να
πετύχει κάτι το ουσιαστικό. Κι είναι, άλλωστε, αυτή η βαθιά του ανάγκη να κάνει
κάτι το σπουδαίο στη ζωή του, που του προκαλεί την πιο επώδυνη απογοήτευση,
αφού όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν έχει ταλαιπωρηθεί, δεν έχει κατορθώσει
εντούτοις να φτάσει έστω και σε μία επιθυμητή επίτευξη. Ένα αίσθημα διαρκούς
απογοήτευσης που φθείρει την ψυχή του, αφού βλέπει τον εαυτό του καθηλωμένο στο
τίποτα και στην αφάνεια.
«το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής
σου αξίας, μιας δύνα-
μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη
μεγάλη ώρα, και μαζί η
πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη
η μεγάλη ώρα δε
θαρθεί ποτέ»
Ο άνθρωπος αυτός μέσα του νιώθει πως
όχι μόνο δεν είναι ασήμαντος -έστω κι αν έτσι τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι-,
αλλά πως έχει πολύ μεγάλη αξία, κι ακόμη περισσότερο πως έχει τη δύναμη να
επιτύχει πολύ σημαντικά πράγματα, αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία∙ αρκεί να έρθει
εκείνη η μεγάλη ώρα που θα του επιτρέψει να αναδείξει πλήρως όλες εκείνες τις
πτυχές της προσωπικότητάς του, που μέχρι τώρα αναγκάζεται να κρύβει επιμελώς,
προκειμένου να μη δώσει την εντύπωση ανθρώπου φαντασμένου και αιθεροβάμονος,
βιώνει μια μεγάλη αντίφαση. Την ώρα ακριβώς που αισθάνεται μέσα του να
αναδεύεται η πίστη του σ’ αυτή τη μεγάλη αξία του εαυτού του, νιώθει συνάμα και
την πικρή υποψία πως ίσως τελικά δεν κρύβει απολύτως τίποτα∙ πως ίσως δεν έχει
καμία ψυχική ή άλλη δύναμη, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα που θα του επέτρεπε να
αναδείξει την αξία του, δεν θα έρθει ποτέ.
Η διαρκής αποτυχία που συνοδεύει τις
προσπάθειές του έχει φέρει την αμφιβολία και την αμφισβήτηση∙ τον έχει οδηγήσει
να αμφισβητεί ακόμη κι ο ίδιος την προσωπική του αξία και τις ικανότητές του,
προκαλώντας ένα ισχυρό εσωτερικό ρήγμα που θα υπονομεύσει ακόμη περισσότερο τη
μελλοντική του στάση απέναντι στα πράγματα.
«ή ακόμα πιο φριχτό πως πέρασε χωρίς να
την αναγνωρίσεις,
η κοπέλλα του αντικρινού σπιτιού που
τρέχει βιαστική στο
ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα.»
Η υποψία πως δεν θα έρθει ποτέ η μεγάλη
εκείνη ώρα που θα του έδινε την ευκαιρία να αναδείξει τις δυνατότητές του,
εναλλάσσεται με την ακόμη φρικτότερη σκέψη πως ίσως εκείνη η ώρα πέρασε ήδη
χωρίς ο ίδιος να την αντιληφθεί∙ πως ήρθε και παρήλθε χωρίς εκείνος να το
καταλάβει καν, αφήνοντάς τον πλέον με την επίγνωση πως δεν θα έχει πια μια
δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του και πως το μόνο που του απομένει είναι να βλέπει
τον εαυτό του να οδηγείται στην αναπόφευκτη παρακμή. Όλες του οι δυνατότητες θα
απομείνουν ανεκμετάλλευτες και σταδιακά θα χαθούν, όπως θα χαθεί κι ο ίδιος,
έχοντας όμως μέχρι τέλους ως συνοδό την επώδυνη σκέψη πως παρέμεινε αδίκως στην
αφάνεια, ενώ είχε τόσα να προσφέρει.
Η ασημαντότητά του, ωστόσο, την οποία
υποψιάζεται αλλά δεν θέλει να την αποδεχτεί, πιστοποιείται κι από το γεγονός
ότι η κοπέλα του αντικρινού σπιτιού -που προφανώς έχει τραβήξει τη δική του
προσοχή- περνά από δίπλα του, χωρίς να του ρίχνει ούτε ένα βλέμμα, σαν να του
επισημαίνει πως δεν υπήρξε και πως δεν θα γίνει ποτέ άξιος προσοχής.
«Τα όνειρα, α, τα όνει-
ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα,
οι αμαρτίες που φο-
βάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς»
Πλάι στις άλλες του απογοητεύσεις ο
άνθρωπος που αναγκάζεται να ζει γνωρίζοντας πως απέτυχε να αποκτήσει οικονομική
ισχύ και πως απέτυχε να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του, έχει να αντιμετωπίσει
και τα εγγενή εκείνα ελαττώματά του που του προκαλούν επιπλέον ταλαιπωρίες,
καθώς τον οδηγούν σε ανώφελες δράσεις ή τον αποτρέπουν από άλλες επιθυμητές. Έτσι,
ενώ μοιάζει να δίνεται με λύσσα στο κυνήγι ονείρων που είναι εμφανώς
ανεπίτευκτα, φοβάται να ενδώσει σ’ εκείνες τις αμαρτίες που επιθυμεί
περισσότερο. Σπαταλά τις δυνάμεις του σε όνειρα που αδυνατεί να επιτύχει, μα
συνάμα κρατιέται μακριά από εκείνες τις ένοχες απολαύσεις ή εκείνες τις -άνομες
ίσως- πράξεις που του είναι ωστόσο τόσο επιθυμητές. Κι ενώ φαίνεται να τον
φοβίζουν ορισμένες αμαρτίες, δεν παύει -εντελώς αντιφατικά αλλά απολύτως
ανθρώπινα- να μην είναι σε θέση να τηρήσει κάποιες αγνότητες.
«η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από τη
γωνιά του δρόμου σε
προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά
το ίδιο γαλακτο-
πωλείο–
την έμαθες της ζωή σου, χρόνια τώρα.»
Ό,τι διατρέχει, άλλωστε, σταθερά τη ζωή
του, και της δίνει εντέλει κάποιο νόημα, είναι η σταθερή πεποίθηση πως από
στιγμή σε στιγμή, «από μέρα σε μέρα», θα του αποκαλυφθούν και θα καταστούν
εφικτά όλα εκείνα τα θελκτικά ενδεχόμενα που κρύβει ο ανθρώπινος βίος.
Συνεχίζει επίμονα να ελπίζει πως η προσδοκώμενη ευτυχία δεν είναι -δεν μπορεί
να είναι- πολύ μακριά ακόμη. Ίσως, μάλιστα, να τον περιμένει πίσω από τη γωνία
του δρόμου∙ έστω κι αν τελικά το μόνο που συναντά σ’ εκείνη τη γωνία δεν είναι
τίποτε περισσότερο από το ίδιο γαλακτοπωλείο.
Η ίδια ελπίδα, η ίδια ακατάλυτη
προσδοκία πως η ζωή θα ενδώσει τελικά στην τόσο έντονη επιθυμία του και θα του
προσφέρει μια ευκαιρία και μιαν ανέλπιστη δικαίωση. Μια ελπίδα, όμως, που
επιμένει να συντηρείται παρά το πλήθος των ενδείξεων πως είναι τελείως
ουτοπική, αφού ήδη χρόνια τώρα το μόνο που του προσφέρει η ζωή -και μάλιστα
αφειδώς- είναι διαψεύσεις και απογοητεύσεις.
Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή
αόριστη απόφαση:
αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδι κοιμάσαι μ’ έναν
θησαυρό: αυτή την πολυ-
σήμαντη αυριανή σου μέρα.
Η απογοήτευση έχει εύλογα εισέλθει βαθιά
στην ψυχή του, γι’ αυτό και η πρώτη σκέψη κάθε μέρα που ξυπνά είναι πως ίσως η
απάντηση στις συνεχιζόμενες διαψεύσεις που βιώνει είναι να θέσει ο ίδιος τέρμα
στη ζωή του και να απαλλαγεί έτσι διαμιάς από το βάρος των αποτυχιών του. Σκέψη
θεμιτή αφού κατά βάθος γνωρίζει καλά πως όσο κι αν ελπίζει, το μόνο που τον
περιμένει είναι ακόμη περισσότερες πίκρες κι ακόμη περισσότερες αρνήσεις σε όσα
προσδοκά. Ωστόσο, σε πείσμα της πραγματικότητας που ζει καθημερινά, κάθε βράδυ
πέφτει για ύπνο με έναν πολύτιμο θησαυρό στην ψυχή του∙ την πολυσήμαντη αυριανή
μέρα, που ίσως να του προσφέρει τελικά κάτι από εκείνα που επιθυμεί: μια
ευκαιρία, ένα κατόρθωμα -έστω και ασήμαντο, μια ελάχιστη ένδειξη πως βρίσκεται
κάπως πιο κοντά στην πραγμάτωση ενός του ονείρου.
Μοιάζει παράδοξο το πώς ένας άνθρωπος
επιμένει να ελπίζει, ακόμη κι όταν είναι απολύτως σαφές πως δεν υπάρχει κανένα
περιθώριο βελτίωσης των συνθηκών της ζωής του, μα είναι εν τέλει αυτή ακριβώς η
προσδοκία του ανέλπιστου που επιτρέπει σε πολλούς ανθρώπους να αντέχουν ακόμη.