Robert Ball
Τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Κωνσταντίνου Καβάφη
Τα σύμβολα στην ποίηση του Καβάφη
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη δεν επικεντρώνεται στο ατομικό περιστατικό ή την αλήθεια ενός προσώπου, είναι ποίηση που επιχειρεί να αποτυπώσει διαπιστώσεις για τη ζωή οι οποίες να εκφράζουν μια καθολική αλήθεια. Ο Καβάφης ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος που με την οξυδερκή παρατηρητικότητά του, με τη συνεχή μελέτη, καθώς και τις προσωπικές του εμπειρίες είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια στέρεα θεωρία για τους βασικούς αρμούς της ζωής των ανθρώπων. Η ατομική ελευθερία, ο θάνατος, η αξιοπρέπεια, η ήττα, το ηθικό χρέος, οι προσωπικές επιδιώξεις και η ανάγκη για ανανέωση, διατρέχουν και συνέχουν τις πράξεις των περισσότερων ανθρώπων. Επιθυμία του ποιητή ήταν να καταγράψει τη δική του θέση για όλες αυτές τις βασικές θεματικές, με τρόπο όμως καθαρά ποιητικό, ώστε το έργο του να μην καταλήξει να μοιάζει με εγχειρίδιο πρακτικής φιλοσοφίας, και παράλληλα με τρόπο που να αποκαλύπτει την καθολικότητα της αλήθειας που διατυπώνεται, χωρίς να τίθενται περιορισμοί στην οπτική γωνία θέασης του ποιητή. Η επίτευξη του στόχου αυτού πραγματοποιήθηκε από τον ποιητή με τη συχνή χρήση συμβόλων στην ποίησή του, τα περισσότερα από τα οποία αντλήθηκαν από την ιστορία.
Η ιδιαίτερη ποιητική ευφυΐα του Καβάφη αποδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι κατόρθωσε στην ποίησή του να καταγράψει σκέψεις που φωτίζουν με ειλικρίνεια την ανθρώπινη δράση, αλλά και από το γεγονός ότι επέλεξε τα σύμβολα του τόσο σοφά ώστε αυτά να γνωρίσουν τη συλλογική αποδοχή και να αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της κοινής συνείδησης των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Ιθάκη», στο οποίο ο Καβάφης κατόρθωσε να πάρει την Ιθάκη της Οδύσσειας και από τον εξιδανικευμένο τόπο επιστροφής του Οδυσσέα να την καταστήσει πλέον σύμβολο των στόχων που θέτουν οι άνθρωποι στη ζωή τους. Η θεματική που διατρέχει το ποίημα αυτό είναι η επιθυμία να διαρκέσει πολύ το ταξίδι προς την Ιθάκη, ώστε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο άνθρωπος να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις, εμπειρίες και απολαύσεις πνευματικές αλλά και σωματικές. Κι ενώ για τον Οδυσσέα το φτάσιμο στην Ιθάκη αποτελεί αυτοσκοπό, για τον ταξιδευτή του Καβάφη η Ιθάκη αποτελεί το κίνητρο για να ξεκινήσει την πορεία του, αποτελεί το φάρο που θα τον καθοδηγεί και θα τον γλιτώνει από τις κακοτοπιές, αποτελεί τον τελικό προορισμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τη δικαίωση του ταξιδιού. Η δικαίωση του ταξιδιού βρίσκεται στο ίδιο το ταξίδι και στην πληθώρα των εμπειριών που έχει αυτό να μας προσφέρει. Η Ιθάκη είναι ο λόγος για τον οποίο ξεκινάμε την πορεία μας είναι κάποιος στόχος που θέτουμε στη ζωή μας και ακόμη περισσότερο είναι κάθε στόχος που θέτουμε στη ζωή μας. Δεν υπάρχει για εμάς μόνο μία Ιθάκη, καθώς δεν υπάρχει μόνο ένας στόχος στη ζωή μας, κάθε φορά που επιτυγχάνουμε την πραγματοποίηση ενός στόχου, αμέσως θέτουμε τον επόμενο και πλουτίζουμε από γνώσεις κι εμπειρίες καθώς οδεύουμε προς κάθε επόμενο στόχο. Κι όταν τελικά φτάσουμε στην Ιθάκη, όταν πάψουμε να πηγαίνουμε προς την εκπλήρωση κάποιου ακόμη στόχου, θα δούμε ότι η ίδια η Ιθάκη δεν έχει κάτι άλλο να μας προσφέρει, πέραν από το ταξίδι που μας χάρισε.
Κι ενώ η Ιθάκη στην ποίηση του Καβάφη γίνεται το σύμβολο των στόχων που θέτουμε, η Αλεξάνδρεια, η πόλη του ποιητή, έρχεται να συμβολίσει όλα όσα έχουμε αποκτήσει στη ζωή μας, κάθε τι που επιθυμήσαμε καθώς και ό,τι θα πρέπει να στερηθούμε όταν έρθει η στιγμή της ήττας και της μεγάλης απώλειας στη ζωή μας. Στο ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», ο ποιητής εστιάζει την προσοχή του στον Αντώνιο λίγο προτού εισέλθουν οι Ρωμαίοι, υπό τον Οκταβιανό, στην Αλεξάνδρεια. Τον Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. ο στόλος του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας ηττάται από το στόλο του Οκταβιανού στο Άκτιο και λίγους μήνες μετά ο Οκταβιανός έρχεται στην Αίγυπτο και πολιορκεί την Αλεξάνδρεια. Εκείνη την κρίσιμη εποχή, τον Αύγουστο του 30 π.Χ., σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας αναφέρουν ότι άκουσαν να περνά μέσα από την πόλη μια ομάδα ανθρώπων που έπαιζε μουσική και έκανε πολλή φασαρία, χωρίς όμως να μπορούν να δουν κανέναν, σα να ήταν ένας αόρατος θίασος. Αυτό το γεγονός οι κάτοικοι το θεώρησαν ως ένδειξη ότι ο προστάτης θεός του Αντωνίου, ο Διόνυσος, τον εγκαταλείπει κι ότι το τέλος του είναι πλέον κοντά. Σε αυτό το γεγονός βασίζεται ο Καβάφης και μας παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι ο θεός – προστάτης του τον εγκαταλείπει. Ο Καβάφης συμβουλεύει τον Αντώνιο να αντιδράσει σα θαρραλέος και να μην καταδεχτεί να λυγίσει μπροστά στη δεδομένη πια απώλεια της “Αλεξάνδρειας”. Ο Αντώνιος θα πρέπει να δεχτεί την ήττα του σαν έτοιμος από καιρό, φροντίζοντας να διατηρήσει τουλάχιστον την αξιοπρέπειά του, όσο μεγάλη κι αν είναι η απώλεια που αντιμετωπίζει. Και πράγματι για τον Αντώνιο η παρουσία του αντίπαλου στρατού σημαίνει ότι θα πρέπει να χάσει την εξουσία της Αιγύπτου, τον έρωτα της Κλεοπάτρας, την πολυτελή ζωή της Ανατολής, όλα τα μελλοντικά του σχέδια για μια ισχυρή παντοκρατορία που θα δημιουργούσε με την Κλεοπάτρα και φυσικά την ίδια του τη ζωή. Ο ποιητής βέβαια όλα αυτά που πρόκειται να χάσει ο Αντώνιος τα συμπυκνώνει στην απώλεια της Αλεξάνδρειας, καθιστώντας έτσι την Αλεξάνδρεια ένα από τα ωραιότερα σύμβολά του, στο οποίο συγκεντρώνει όλα όσα κάθε άνθρωπος επιθυμεί να αποκτήσει ή έχει ήδη αποκτήσει.
Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης είναι ποικίλα και σχετίζονται με διάφορα ζητήματα της ανθρώπινης ζωής, δραστηριότητας και συμπεριφοράς. Κι ενώ τις περισσότερες φορές ο ποιητής μας επιτρέπει να διακρίνουμε εύκολα τη λειτουργία του συμβόλου, κάποτε η προσέγγιση δεν είναι τόσο εύκολη. Για παράδειγμα στο ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» η αποκωδικοποίηση του βασικού συμβόλου του κειμένου δε θα μπορούσε να γίνει ή τουλάχιστον θα έμενε στο επίπεδο της εικασίας, αν δεν υπήρχε το ερμηνευτικό σχόλιο του ποιητή που μας εξηγεί τι συμβολίζουν οι Βάρβαροι. Το ποίημα μας παραπέμπει σε μία πολιτεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή ακόμη και στην ίδια τη Ρώμη, όπου όλοι είναι έτοιμοι να παραδώσουν άνευ όρων την εξουσία στους Βαρβάρους, τους οποίους και περιμένουν με ανυπομονησία. Η αναφορά στους βαρβάρους μας οδηγεί βέβαια στη σκέψη ότι πρόκειται για έναν απολίτιστο λαό, μας το υποδεικνύει άλλωστε και ο ποιητής όταν λέει ότι οι βάρβαροι εντυπωσιάζονται με τους πολύτιμους λίθους και τα πολυτελή ενδύματα, ενώ δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τις ομιλίες και τους ρητορικούς λόγους. Εκείνο όμως που δεν καθίσταται σαφές μέσα από το ποίημα είναι για ποιο λόγο θα ήθελαν οι πολίτες μιας σημαντικής αυτοκρατορίας να παραδοθούν σ’ έναν απολίτιστο λαό. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αν και θα περιμέναμε να μας την παρέχει ο ποιητής μέσα στο ποίημα, τελικά μας την προσφέρει με ένα ερμηνευτικό του σχόλιο όπου εξηγεί ότι οι Βάρβαροι συμβολίζουν την επιθυμία για αλλαγή, επιστροφή σε προγενέστερες μορφές διαβίωσης και απλοποίηση της κοινωνικής ζωής. Το ποίημα αυτό είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ο Καβάφης δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να προσεγγίσει εύκολα τη σκέψη που επιχειρεί να εκφράσει.
Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης, πάντως, κατορθώνουν να γίνουν αποδεκτά από ένα ευρύ κοινό μιας και είναι πάντοτε ανοιχτά σε πλήθος ερμηνειών και δεν περιορίζουν τον αναγνώστη σε μία και μόνο εκδοχή. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Τείχη», ο ποιητής αναφέρεται στον παράδοξο εγκλωβισμό του από τείχη που έχουν χτιστεί ολόγυρά του, χωρίς ποτέ να καταλάβει πότε κι από ποιους συνέβη αυτό. Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του ποιήματος είναι ότι δίνει βέβαια ως δεδομένο το αίσθημα του εγκλωβισμού και την απώλεια της ελευθερίας, αλλά δεν καθορίζει το είδος των περιορισμών που έχουν επιβληθεί, οπότε κάθε αναγνώστης που αισθάνεται εγκλωβισμένος στη ζωή του, μπορεί να εκλαμβάνει τα τείχη ως κάτι διαφορετικό. Τα τείχη ενδέχεται να συμβολίζουν τους περιορισμούς που τίθενται στο άτομο από την κοινωνία, από την οικογένεια, από τη θρησκεία ή ακόμη κι από το ίδιο το άτομο που περιορίζει τον εαυτό του μέσω των δικών του ανασφαλειών και προκαταλήψεων. Σε κάθε περίπτωση ο ποιητής αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ταυτίσει τα τείχη με οτιδήποτε τον καταπιέζει στη ζωή του κι αυτό βοηθά το ποίημα να λειτουργεί αποτελεσματικά για ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού.
Με τη χρήση των συμβόλων ο Καβάφης κατόρθωσε να εκφράσει σημαντικές έννοιες με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, εγκλωβίζοντας συχνά τη φαντασία των αναγνωστών του, που με τι έκπληξη θα είδαν κάποτε αυτά τα τείχη να ορθώνονται ολόγυρά τους, όπως ακριβώς τα παρουσίασε ο ποιητής. Το κέρδος που αποκομίζει η ποίηση του Καβάφη από τα σύμβολα, που με τόση πρωτοτυπία χρησιμοποιεί ο ποιητής, είναι σημαντικό καθώς πέρα από την αποτελεσματικότερη παρουσίαση των νοημάτων, επέτρεψαν στην ποίηση του Αλεξανδρινού να ενταχθεί ευκολότερα στον κοινό κώδικα επικοινωνίας των αναγνωστών του και να παραμείνει ως πολύτιμο σημείο αναφοράς για όλους τους λάτρεις της λογοτεχνίας. Ποιος δεν αναγνωρίζει την αποφθεγματική διατύπωση «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους», και ποιος δε θυμάται τις πολύτιμες παροτρύνσεις του ποιητή στο άκουσμα και μόνο του στίχου: Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη...
Η γλώσσα των ποιημάτων του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του χρησιμοποιεί μια ιδιότυπη γλώσσα που κινείται ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, εμπλουτισμένη παράλληλα με στοιχεία του πολίτικου ιδιώματος, δηλαδή του ιδιαίτερου γλωσσικού ιδιώματος της Κωνσταντινούπολης από την οποία κατάγεται ο ποιητής. Επιπλέον, ο ποιητής δε διστάζει να χρησιμοποιήσει στα ποιήματά του αυτούσιες φράσεις από κείμενα της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής γραμματείας. Η γλωσσική μορφή που προκύπτει από το συγκερασμό αυτό είναι αρκετά ξεχωριστή, αλλά δε θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της έχει ως βάση τη δημοτική γλώσσα. Ο ποιητής δεν επιδιώκει να απομακρυνθεί από τη γνήσια λαϊκή γλώσσα και γι’ αυτό η καθαρεύουσα υπάρχει στο βαθμό μόνο που εξυπηρετεί την ακρίβεια της διατύπωσης και τη συντήρηση της πεζολογικής αίσθησης στο ύφος των ποιημάτων του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης συνδυάζει τη δημοτική με λεκτικούς τύπους της καθαρεύουσας, και την παράλληλη παράθεση αρχαιοελληνικών στίχων, βρίσκουμε στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)». Εδώ ο ποιητής χρησιμοποιεί, όπως και στα περισσότερα ποιήματά του, κυρίως τη δημοτική γλώσσα την οποία εμπλουτίζει με λέξεις που προτιμά η καθαρεύουσα, όπως για παράδειγμα ανθέων, πετάχθηκεν, διαβάσθηκαν, υπέρ το δέον. Μιας και ο ποιητής μεταθέτει χρονικά τα ποιήματά του στο παρελθόν, η χρήση των γλωσσικών τύπων της καθαρεύουσας βοηθά στο να μας παραπέμψει ηχητικά σε μια προγενέστερη μορφή της γλώσσας μας. Άλλωστε, στο ποίημα αυτό ο ποιητής παραθέτει και σύντομες φράσεις από το επίγραμμα του Αισχύλου, ενισχύοντας την αίσθηση ότι ακούμε κι εμείς την ανάγνωση των επιγραμμάτων, όπως την άκουσαν και οι νέοι της Σιδώνος. Τα στοιχεία πάντως της καθαρεύουσας σε αυτό το ποίημα δεν είναι πολλά και κάποιες από αυτές τις λέξεις υπηρετούν την τέχνη του ποιητή νοηματικά, όπως η λέξη “ανθέων” που ομοιοκαταληκτεί με τη λέξη νέων, συνδυάζοντας πιο άμεσα την εικόνα των ευωδιαστών “ανθέων” με αυτή των αρωματισμένων νέων.
Ο Καβάφης, βέβαια, πέρα από την καθαρεύουσα και τα παραθέματα αρχαιοελληνικών κειμένων συνηθίζει να διανθίζει το λόγο του και με λέξεις ή φράσεις του ιδιώματος της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα στο πολύ γνωστό «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», διαβάζουμε τις φράσεις: να τον δώσει μια περγαμηνή, τον έγραψε τίτλους. Εδώ ο ποιητής χρησιμοποιεί την αιτιατική της προσωπικής αντωνυμίας αντί για τη γενική, εισάγοντας στο λόγο του το χαρακτηριστικό πολίτικο ιδιωματισμό. Κι ενώ για κάποιον άλλο ποιητή θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τυχαία χρήση του ιδιωματισμού, για τον Καβάφη δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Καβάφης προσέχει κάθε λεπτομέρεια στα ποιήματά του γεγονός που σημαίνει ότι σκόπιμα χρησιμοποιεί το πολίτικο ιδίωμα, θέλοντας ίσως να εντάξει στο ποίημα την προσωπική του σφραγίδα, μιας και η πολίτικη καταγωγή είναι ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του ποιητή. Ενώ, δηλαδή, ο Καβάφης θα μπορούσε εύκολα να εξομαλύνει τη γλωσσική μορφή των ποιημάτων του, διατηρώντας μια καθαρότερη δημοτική έκφραση, δεν το κάνει καθώς αυτό θα σήμαινε την απομάκρυνση από την ποίησή του ουσιωδών στοιχείων της υπόστασής του. Ο Καβάφης είναι περήφανος για την πολίτικη καταγωγή του και γι’ αυτό διατηρεί στοιχεία του ιδιώματος της Πόλης τόσο στην καθημερινή του ομιλία – σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώριζαν – όσο και στην ποίησή του.
Κι ενώ στα ιστορικά ποιήματα ο Καβάφης κάνει συχνότερη χρήση της καθαρεύουσας, διατηρώντας μια επίφαση λεκτικής προσέγγισης προς το γλωσσικό μας παρελθόν, στα ποιήματα που αναφέρονται στο παρόν του ποιητή η γλώσσα γίνεται πλέον μια καθαρότερη δημοτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ποίημα «Η πόλις», το οποίο δεν έχει ιστορικές αναφορές, η γλώσσα όχι μόνο είναι σχεδόν απαλλαγμένη από γλωσσικούς τύπους της καθαρεύουσας, αλλά περιέχει και ρήματα που παραπέμπουν σε μια πολύ καθημερινή χρήση της γλώσσας, όπως για παράδειγμα: ρήμαξες, χάλασες. Είναι λογικό στα ποιήματα που δεν έχουν συσχετισμούς με παλαιότερες εποχές και άρα εκφέρουν ένα πιο σύγχρονο λόγο, ο ποιητής να αισθάνεται ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τη γνήσια δημοτική γλώσσα και να είναι πιο κοντά στο κοινό γλωσσικό αίσθημα.
Η γλώσσα των ποιημάτων του Καβάφη δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ένα τυχαίο συνταίριασμα γλωσσικών τύπων και ιδιωματισμών, καθώς είναι γνωστό ότι ο ποιητής πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια στα ποιήματά του. Επομένως, για κάθε γλωσσική επιλογή του ποιητή μπορούμε να αναζητήσουμε και ίσως να εντοπίσουμε και μια ιδιαίτερη αιτιολόγηση. Η δημοτική είναι σίγουρα η βασική γλωσσική του επιλογή μιας και ο ποιητής δεν είχε δεχτεί, παρά την αγάπη του για τον αρχαιοελληνικό μας πολιτισμό, να παρασυρθεί σε μια άγονη προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας ή αρχαιοπρεπούς ελληνικής γλώσσας, όπως είχε συμβεί με πολλούς λόγιους της εποχής του. Η καθαρεύουσα, από την άλλη, εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον ποιητικό λόγο στα ιστορικά του ποιήματα, μεταφέροντας έντεχνα τον αναγνώστη σε ακούσματα παλαιότερων εποχών. Κάποτε, μάλιστα, ο Καβάφης δυσκολεύει το σύγχρονο αναγνώστη, κυρίως, όταν ως άνθρωπος των βιβλίων και της μελέτης, δεν περιορίζεται απλά σε γλωσσικούς τύπους της καθαρεύουσας, αλλά παραθέτει χωρία αρχαιοελληνικών κειμένων. Τέλος, η χρήση των πολίτικων ιδιωματισμών έρχεται να προσθέσει στα ποιήματα του Καβάφη την προσωπική σφραγίδα του ποιητή, φανερώνοντας πως πίσω από την ιδιαίτερη αυτή ποιητική έκφραση βρίσκεται ένας Αλεξανδρινός με πολίτικες ρίζες.
Πηγές της ποιητικής έμπνευσης του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του αποτυπώνει τις προσωπικές του ανησυχίες και σκέψεις, τις εμπειρίες του αλλά και τα ερωτικά του οράματα. Μέσα στους στίχους του, δηλαδή, βρίσκουμε τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο ποιητής αντιμετώπιζε τη ζωή, το πέρασμα του χρόνου, τη φθορά, το θάνατο, την ιστορία αλλά και τον έρωτα. Όλα αυτά τα θέματα ο ποιητής τα διαπραγματεύτηκε είτε με βάση τα προσωπικά του βιώματα είτε αναβιώνοντας τη ζωή ιστορικών προσώπων. Η ποίηση του Καβάφη μοιάζει να προκύπτει μέσα από το συγκεκριμένο και όχι αποκλειστικά από τη φαντασία του, καθώς για να μπορέσει ο ποιητής να φτάσει στην ποιητική δημιουργία ξεκινά συνήθως είτε από κάτι που ο ίδιος έχει ζήσει και γνωρίζει καλά είτε από ένα ιστορικό γεγονός ή πρόσωπο.
Ένα σαφές παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής συνέθετε, βρίσκουμε στο ποίημα «Καισαρίων», όπου ο Καβάφης μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε στο εργαστήριο του και να ακολουθήσουμε από κοντά τη γένεση ενός ποιήματος. Ο ποιητής για να περάσει το χρόνο του αλλά και για να λύσει μια απορία του σχετικά με μια ημερομηνία, διαβάζει μια συλλογή επιγραφών. Στη συλλογή αυτή μια ασήμαντη μνεία του ονόματος του Καισαρίωνα, δίνει στον ποιητή το ερέθισμα να φανταστεί τη μορφή του νεαρού γιου της Κλεοπάτρας. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στην ιστορία πολλές πληροφορίες για τον Καισαρίωνα δίνει στον ποιητή το ελεύθερο να φανταστεί τον νεαρό, όπως ακριβώς ήθελε. Η δημιουργία του ποιήματος αυτού βασίζεται βέβαια στην φαντασία του ποιητή αλλά στηρίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο που η ζωή του είχε μια δεδομένη πορεία. Για το λόγο αυτό ο ποιητής πλάθει στο μυαλό του ελεύθερα τον Καισαρίωνα ως προς τη μορφή του, του αποδίδει όμως συναισθήματα θλίψης για να είναι συνεπής απέναντι στη σκληρή μοίρα που του αναλογούσε.
Για τον Καβάφη η ποίηση αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του και συχνά μας δίνει την εντύπωση ότι κάθε τι στη ζωή του λειτουργεί για να υπηρετήσει την τέχνη του. Οι εμπειρίες της ζωής του, οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, ακόμη και οι ερωτικές του αναπολήσεις αποτελούν το ιδιαίτερο υλικό της ποιητικής του δημιουργίας. Για το λόγο αυτό όταν διαβάζουμε στο ποίημα «Ιθάκη» τις παροτρύνσεις του ποιητή για μια ζωή γεμάτη εμπειρίες και γνώσεις, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε ότι για τον ίδιο τον ποιητή όσα έζησε και όσα έμαθε αποτέλεσαν τελικά την πηγή της έμπνευσής του και τα στοιχεία που τον βοήθησαν να συνθέσει τα ποιήματά του. Μεγάλο κομμάτι επίσης της έμπνευσης του ποιητή προέρχεται από τα αναγνώσματά του. Στο ποίημα αυτό μας προτρέπει να μάθουμε και να μάθουμε, ένδειξη της εκτίμησης που είχε ο ποιητής στις γνώσεις και τη μελέτη. Ο ίδιος, άλλωστε, αντλεί πολλές φορές την ποιητική του έμπνευση από έργα άλλων λογοτεχνών, συνήθως ιστορικών, και δε διστάζει να μας παραθέσει και αποσπάσματα από το έργο που τον ενέπνευσε.
Η ειρωνεία στα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης χρησιμοποιεί στην ποίησή του την ειρωνεία σε κάθε της μορφή και με τέτοια συχνότητα ώστε θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως ειρωνικό ποιητή. Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Ειδικά στην ποίηση του Καβάφη η ειρωνεία αποκτά πολλές εκφάνσεις και αποτελεί ουσιαστικά το υλικό που δίνει στην ποίησή του τη μοναδικότητά της. Ο Καβάφης, κάποιες φορές, δημιουργεί την αίσθηση της ειρωνείας με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων του ποιήματος και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Άλλοτε, χρησιμοποιεί την τραγική ειρωνεία, κυρίως στα ιστορικά του ποιήματα, οπότε οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα αυτά και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, ο ποιητής καταφεύγει συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα ποιήματά του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ειρωνεία που δημιουργεί η αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες των προσώπων και στην τελική κατάληξη των γεγονότων μας δίνεται στο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης μας παρουσιάζει σύσσωμη μια πολιτεία να είναι έτοιμη να παραδοθεί στους βαρβάρους προσδοκώντας μια λυτρωτική επιστροφή σε μια πιο απλοϊκή ζωή. Όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας, ο βασιλιάς, οι νομοθέτες και οι δικαστές, μη μπορώντας να δώσουν οι ίδιοι λύση στην τελματώδη κατάσταση που έχει βρεθεί η κοινωνία τους, είναι πρόθυμοι να παραδώσουν την εξουσία στους βαρβάρους και είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε πιθανή συνέπεια αυτής της εκούσιας οπισθοδρόμησης. Εντούτοις, οι βάρβαροι δεν εμφανίζονται και οι προσδοκίες όλων διαψεύδονται, προκαλώντας τους απογοήτευση. Η ειρωνεία σε αυτό το ποίημα δημιουργείται μέσα από αυτή την διάψευση, αλλά ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή τη μορφή ειρωνείας. Φροντίζει καθόλη τη διάρκεια του διαλόγου μέσα από την πλήρη απαξίωση των βαρβάρων για κάθε μορφή πολιτισμού και κάθε είδος συνετούς διακυβέρνησης να μας δημιουργεί την αίσθηση ότι κάθε στοιχείο μιας πολιτισμένης κοινωνίας, ιδωμένο από την πλευρά των βαρβάρων, δεν αξίζει απολύτως τίποτα.
Την αίσθηση, άλλωστε. ότι δεν υπάρχει καμία αξία πίσω από τα μεγάλα και τα εντυπωσιακά μας τη δημιουργεί ο Καβάφης και στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς». Στο ποίημα αυτό παρουσιάζεται μια αρκετά φιλόδοξη τελετή της Κλεοπάτρας, κατά τη διάρκεια της οποίας μοιράζει στα παιδιά της όλα τα εδάφη που κάποτε είχαν κατακτηθεί από το Μέγα Αλέξανδρο. Παρόλο που η τελετή είναι πραγματικά εντυπωσιακή και κάθε τι σε αυτήν είναι ιδιαίτερα προσεγμένο, από το χώρο όπου πραγματοποιείται μέχρι τα ρούχα του Καισαρίωνα, στην ουσία πρόκειται για μια ανούσια προσπάθεια εντυπωσιασμού. Κι ενώ η Κλεοπάτρα έχει στήσει όλη αυτή τη γιορτή για να κάνει μια επίδειξη ισχύος στους Αλεξανδρινούς, εκείνοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία αξία και ότι όλοι αυτοί οι τίτλοι που προσφέρονται στα παιδιά της Κλεοπάτρας είναι χωρίς αντίκρισμα. Η ειρωνεία, βέβαια, σε αυτό το ποίημα κινείται σε δύο επίπεδα καθώς πέραν από το γεγονός ότι οι Αλεξανδρινοί καθόλου δεν έχουν ξεγελαστεί από την πολυτελή προσπάθεια της Κλεοπάτρας, παράλληλα οι αναγνώστες γνωρίζουν την άσχημη τύχη τόσο της ίδιας όσο και του Καισαρίωνα, με αποτέλεσμα το ποίημα παρά τις όμορφες εικόνες του να μας προκαλεί ένα πικρό χαμόγελο.
Η αλήθεια είναι όμως ότι παρόλο που γνωρίζουμε την αγάπη του Καβάφη για την ειρωνεία, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για το αν ο ποιητής χρησιμοποιεί την ειρωνεία ή όχι. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», ο ποιητής κατορθώνει έντεχνα να μας παγιδέψει σ’ ένα καλοστημένο δίλημμα, αφήνοντάς μας να απορούμε αν τελικά είναι με το μέρος του αρωματισμένου νεαρού ή αν απλά τον ειρωνεύεται. Αν και γνωρίζουμε ότι ο Καβάφης θεωρούσε την τέχνη της ποίησης ως το πιο σημαντικό έργο της ζωής του, και μπορούμε να τον φανταστούμε να ζητά από τους ομοτέχνους του να αντιμετωπίζουν το ποιητικό τους έργο με απόλυτο σεβασμό, δεν είναι εύκολο να δεχτούμε ότι ο Καβάφης θα συμφωνούσε με τον αυθάδη νεαρό που με έντονο ύφος επικρίνει τον Αισχύλο. Επειδή, όμως, ο ποιητής δε μας επιτρέπει να καταλήξουμε με βεβαιότητα για το αν υποστηρίζει ή όχι τις απόψεις του νεαρού, βρισκόμαστε απέναντι σε ένα ποίημα που είτε το διατρέχει η ειρωνεία εις βάρος του νέου που τολμά να κρίνει το μεγάλο τραγικό ποιητή είτε δεν περιέχει παρά μόνο ψήγματα ειρωνείας κυρίως στο τέλος του, όταν ο καλοζωισμένος νεαρός θεωρεί τη συμμετοχή του Αισχύλου στη μάχη του Μαραθώνα μικρής αξίας επίτευγμα.
Στην ποίηση του Καβάφη όπου απουσιάζουν οι λυρικές εικόνες και το περιεχόμενό της είναι κυρίως προϊόν σκέψης και προβληματισμού, η ειρωνεία έρχεται να αποτελέσει το συστατικό που την ξεχωρίζει και την καταξιώνει. Οι διαρκείς εναλλαγές της τύχης των ηρώων, οι ανατροπές, οι διαψεύσεις των προσδοκιών, αλλά και οι καυστικοί σχολιασμοί του ποιητή λειτουργούν ως ο βασικός φορέας συγκίνησης των αναγνωστών. Χάρη στην ειρωνεία η ποίηση του Καβάφη αποκτά ζωή κι ενδιαφέρον και δημιουργεί έντονη πνευματική συγκίνηση στον αναγνώστη, καθιστώντας την ποίησή του διαχρονική. Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί ότι το στοιχείο της ειρωνείας κατορθώνει να παραμείνει αναλλοίωτο ακόμη κι όταν τα ποιήματα του Καβάφη μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, γεγονός που εξηγεί την ιδιαίτερη ανταπόκριση που γνωρίζει η καβαφική δημιουργία σε όποια γλώσσα κι αν έχουν αποδοθεί τα ποιήματά του.
Η θεατρικότητα στα ποιήματα του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του χρησιμοποιεί συχνά στοιχεία θεατρικότητας για να δώσει στα ποιήματά του ζωντάνια και να προκαλέσει έτσι ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των αναγνωστών του. Η θεατρικότητα στην ποίηση επιτυγχάνεται με τους διαλόγους μεταξύ των προσώπων ή με την αποστροφή του ποιητή σε κάποιο πρόσωπο του ποιήματος, με την κινητικότητα των ηρώων αλλά και με τη γενικότερη σκηνοθεσία που δημιουργεί ο ποιητής. Διακρίνουμε, δηλαδή, στα ποιήματα μια σκηνοθετική οργάνωση του χώρου και των προσώπων, σα να παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, βλέπουμε τα πρόσωπα να μιλούν και να κινούνται και αποκτάμε έτσι την αίσθηση πως γινόμαστε θεατές της δράσης των προσώπων του ποιήματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης χρησιμοποιεί τη θεατρικότητα είναι το ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς». Εδώ βρίσκουμε όλα τα αναγκαία συστατικά της θεατρικότητας: Η τελετή που διοργανώνει η Κλεοπάτρα αποτελεί το κεντρικό θέμα της παράστασης, το στάδιο της Αλεξάνδρειας αποτελεί το χώρο όπου τελείται η παράσταση, τα παιδιά της Κλεοπάτρας λειτουργούν ως άβουλοι ηθοποιοί και οι Αλεξανδρινοί αποτελούν τους πρόθυμους θεατές. Η Κλεοπάτρα παρακινημένη από προσωπικά κίνητρα καταφεύγει σε όλο αυτό το θέαμα για να εντυπωσιάσει τους υπηκόους της, εκτελώντας ουσιαστικά χρέη σκηνοθέτη, χωρίς όμως να επιτυγχάνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η Κλεοπάτρα, δηλαδή, διοργανώνει μια εντυπωσιακή τελετή για να μοιράσει στα παιδιά της τα εδάφη, που κάποτε κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος, τα οποία όμως δεν ανήκουν στην ίδια. Κι ενώ εκείνη πιστεύει ότι με την τελετή αυτή θα κατορθώσει να θαμπώσει τους Αλεξανδρινούς στην πραγματικότητα οι πολίτες της Αλεξάνδρειας γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι θεατρικά και λόγια. Στο ποίημα αυτό επομένως έχουμε όλα τα στοιχεία θεατρικότητας που χρειάζονται για να προσδώσουν στο ποίημα ζωντάνια και παραστατικότητα, καθώς παρακολουθούμε την τελετή, την προσφώνηση των παιδιών της Κλεοπάτρας, καθώς και τους Αλεξανδρινούς που σπεύδουν να παρακολουθήσουν το θέαμα.
Μια παρόμοια χρήση της θεατρικότητας συναντάμε και στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)». Στο ποίημα αυτό πέντε αρωματισμένοι νέοι φέρνουν έναν ηθοποιό να τους διαβάσει επιγράμματα για να διασκεδάσουν. Η ανάγνωση όμως του επιγράμματος που χαράχτηκε στον τάφο του Αισχύλου προκαλεί την αγανάκτηση ενός νέου, καθώς στο επίγραμμα αυτό που θεωρείται ότι συντέθηκε από τον ίδιο τον Αισχύλο δε γίνεται καμία αναφορά στο ποιητικό του έργο. Για τον Αισχύλο το σημαντικότερο επίτευγμά του υπήρξε η συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. κατά την οποία οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες. Ο νέος αγανακτεί με τον τραγικό ποιητή και σε μία γεμάτη ένταση αποστροφή προς αυτόν, απαιτεί το ποιητικό έργο να τίθεται πάντοτε πρώτο και όχι να παραμερίζεται προς χάριν των πολεμικών κατορθωμάτων. Σε αυτό το ποίημα η παρουσία του ηθοποιού που διαβάζει τα επιγράμματα, η γεμάτη στόμφο ομιλία του νέου που πετάγεται όρθιος στο άκουσμα του επιγράμματος, αλλά και η συνολική σκηνοθεσία του χώρου στον οποίο κινούνται οι νέοι της Σιδώνος, αποτελούν ικανά στοιχεία θεατρικότητας, τα οποία προσφέρουν στο ποίημα έντονη παραστατικότητα και το καθιστούν εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Στο ποίημα πάντως που η θεατρικότητα χρησιμοποιείται με ιδιαίτερα αριστοτεχνικό τρόπο από τον Καβάφη είναι το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», όπου από την πρώτη κιόλας στιχομυθία, που κλείνει με την προκλητική απάντηση, “είναι οι βάρβαροι να φτάσουν σήμερα”, ο ποιητής κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη και φροντίζει στην πορεία με κάθε ανάλογη απάντηση αυτού του παράδοξου διαλόγου να αυξάνει την περιέργεια και το ενδιαφέρον μας. Ο κρυπτικός αυτός διάλογος, με τη θεματική της έλευσης των Βαρβάρων, μας παραπέμπει άμεσα σε θεατρικούς διαλόγους και μας προδιαθέτει για μία κορύφωση. Κι ενώ με κάθε νέα απάντηση περιμένουμε κάποιο στοιχείο που θα μας αποκαλύψει το λόγο που οι κάτοικοι αυτής της πολιτείας περιμένουν με ανυπομονησία τον ερχομό των Βαρβάρων καταλήγουμε στην κορύφωση – διάψευση, που αφενός δε μας λύνει την απορία κι αφετέρου μας παρασύρει στην απογοήτευση των πολιτών που συνειδητοποίησαν ότι οι Βάρβαροι δεν υπάρχουν πια. Σε αυτό το ποίημα η θεατρικότητα λειτουργεί με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο, καθώς η διαλογική του μορφή κερδίζει την προσοχή μας από τους πρώτους κιόλας στίχους, ενώ η γενικότερη σκηνοθεσία που δημιουργεί ο ποιητής ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας τη συγκέντρωση των πολιτών στην αγορά, την ανησυχία που τους έχει καταλάβει, αλλά και την απομάκρυνσή τους στο τέλος του ποιήματος.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Καβάφης δημιουργεί με ιδιαίτερη φροντίδα τη σκηνοθεσία του ποιήματος παρουσιάζοντας το χώρο στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα που αναφέρει, καθώς και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα γεγονότα αυτά. Ενώ, παράλληλα, βάζει τους ήρωες του ποιήματος να κινούνται και να συνομιλούν δημιουργώντας την αίσθηση μιας θεατρικής παράστασης. Με τον τρόπο αυτό το περιεχόμενο του ποιήματος παίρνει ζωή, κερδίζει σε ενδιαφέρον και εντυπώνεται ευκολότερα στη μνήμη του αναγνώστη. Ο ποιητής επομένως κατορθώνει μέσω της θεατρικότητας αφενός να κάνει τα ποιήματά του περισσότερο ενδιαφέροντα και αφετέρου να περάσει τα μηνύματά του πιο αποτελεσματικά.
Στοιχεία Θεατρικότητας
- Η παρουσίαση του χώρου στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα π.χ. το στάδιο της Αλεξάνδρειας, η αγορά της πόλης, η αίθουσα με τον κήπο.
- Η παρουσίαση των προσώπων που έχουν να υπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο ρόλο.
- Οι κινήσεις των προσώπων
- Οι διάλογοι των προσώπων ή έστω οι ομιλίες των προσώπων, όπως είναι η προσφώνηση των παιδιών της Κλεοπάτρας ή η ομιλία του νέου σχετικά με το επίγραμμα του Αισχύλου.
- Η συνολική αίσθηση που δημιουργείται με όλα αυτά τα στοιχεία ότι παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση.
Η πολιτική στα ποιήματα του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του εντάσσει εικόνες πολιτικής συμπεριφοράς, ιστορικών ή φανταστικών προσώπων, άλλοτε για να αναδείξει εκείνες που ενέχουν πολιτικό ήθος και άλλοτε για να στηλιτεύσει εκείνες που αποτελούν ένδειξη εκφυλισμού. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής κατορθώνει να μας περάσει τα μηνύματά του με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, αποδεσμεύοντας παράλληλα τις πολιτικές συμπεριφορές από τα σύγχρονα γεγονότα.
Μια από τις εντονότερες αποτυπώσεις σωστού πολιτικού ήθους υπάρχει στο ποίημα «Εν Σπάρτη». Στο ποίημα αυτό η μητέρα του βασιλιά Κλεομένη, η Κρατησίκλεια, αποδεικνύει ότι ένα πολιτικό πρόσωπο, ακόμη κι αν βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, οφείλει να βάζει το καλό της πατρίδας του πάνω απ’ όλα. Η Κρατησίκλεια, αδιαφορώντας για τον εαυτό της, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι είναι η μητέρα του βασιλιά, είναι έτοιμη ακόμη και να θυσιαστεί για το καλό της Σπάρτης. Την Κρατησίκλεια δεν την απασχολεί η ταπείνωση που συνοδεύει την αποστολή της ως ομήρου στην Αίγυπτο, καθώς τίποτε τέτοιο δεν μπορεί να αγγίξει μια Σπαρτιάτισσα, μια γυναίκα αφοσιωμένη στην πατρίδα της. Όπως άλλωστε δηλώνει και η ίδια πώς θα μπορούσε ένας χθεσινός Λαγίδης να καταλάβει το φρόνημα των Σπαρτιατών. Η Κρατησίκλεια γνωρίζει αυτό που ο Πτολεμαίος πιθανότητα αγνοεί, γνωρίζει ότι το να είσαι ηγέτης ενός λαού σημαίνει να θέτεις τον εαυτό σου στην υπηρεσία του λαού σου και όχι να απαιτείς μόνο να απολαμβάνεις τη χλιδή και τη δύναμη της εξουσίας.
Σε αντίθεση με την Κρατησίκλεια που γνωρίζει καλά τις ευθύνες που συνοδεύουν την εξουσία, μια άλλη βασίλισσα, η Κλεοπάτρα, μοιάζει να ζει μόνο για να απολαμβάνει τα οφέλη της εξουσίας. Στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» ο Καβάφης μας δίνει μια εικόνα πολιτικού ψεύδους και απάτης, όπου η Κλεοπάτρα στήνει μια ολόκληρη τελετή μόνο και μόνο για να δημιουργήσει εντυπώσεις, τόσο στους υπηκόους της όσο και στους Ρωμαίους. Η Κλεοπάτρα παρασυρμένη από την αίσθηση παντοδυναμίας που της δημιουργεί η συνύπαρξή της με τον Αντώνιο, προχωρεί στο μοίρασμα όλων εκείνων των εδαφών που κάποτε είχαν κατακτηθεί από τον Μέγα Αλέξανδρο, στα παιδιά της. Τα εδάφη αυτά βέβαια δεν ανήκουν στην Κλεοπάτρα και τον Αντώνιο, γεγονός που το γνωρίζουν και οι ίδιοι αλλά και οι Αλεξανδρινοί, οι οποίοι όμως σπεύδουν στην τελετή απλά και μόνο για να απολαύσουν το πολυτελές θέαμα. Η Κλεοπάτρα χάνει την αίσθηση του μέτρου και εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που της παρέχει το αξίωμά της για να προχωρήσει σε μια μάταιη επίδειξη πλούτου και δύναμης.
Η ματαιότητα αυτή άλλωστε φαίνεται να ακολουθεί συχνά τα πολιτικά πρόσωπα, ιδίως σε εποχές που έχει χαθεί πια κάθε ίχνος πολιτικού ήθους και οι άνθρωποι ενδιαφέρονται μόνο για την απόκτηση της εξουσίας. Στο ποίημα «Ας φρόντιζαν» ο Καβάφης μας παρουσιάζει με μοναδικό τρόπο μια εικόνα παρακμής και εκφυλισμού της πολιτικής συνείδησης των ατόμων. Ο ήρωας του ποιήματος ακολουθώντας την ίδια πορεία ηθικού ξεπεσμού που χαρακτηρίζει τους τρεις διεκδικητές της εξουσίας στη Συρία, είναι έτοιμος να υπηρετήσει οποιονδήποτε από αυτούς τους τρεις ανήθικους πολιτικούς άνδρες, προκειμένου να βολευτεί σε κάποια καλή θέση στον κρατικό μηχανισμό. Η ιδιαίτερη δύναμη αυτού του ποιήματος είναι ότι δείχνει με σαφή τρόπο το πώς η διαφθορά περνά από τους πολιτικούς ηγέτες στους πολίτες ενός κράτους. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι που ελέγχουν την εξουσία διαβρωθούν από αυτή και γίνουν άπληστοι και αδίστακτοι, τότε είναι βέβαιο ότι την ίδια πορεία θα ακολουθήσουν και οι πολίτες. Το ποίημα «Ας φρόντιζαν» παρόλο που αποτυπώνει μια εικόνα παρακμής του 2ου αιώνα π.Χ. παραμένει, δυστυχώς, εξαιρετικά επίκαιρο και στις μέρες μας.
Ο Καβάφης ανατρέχει στην ιστορία και επιλέγει να αναπαραστήσει στα ποιήματά του συμπεριφορές που είτε τις θεωρεί σωστές και άξιες θαυμασμού είτε τις βλέπει ως δείγματα ηθικής κατάπτωσης. Το μήνυμα του ποιητή που διατρέχει όλα αυτά τα ποιήματα είναι ξεκάθαρο, όσο κι αν περάσουν τα χρόνια η φύση του ανθρώπου παραμένει κατά βάση ίδια. Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ικανός να επιλέξει μια σωστή και ηθική συμπεριφορά αλλά είναι το ίδιο ικανός να προτιμήσει την ευκολία και τον πλούτο της ανηθικότητας.
Ο διδακτισμός στην ποίηση του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε πάντοτε την πρόθεση να μεταδίδει με την ποίησή του σημαντικά μηνύματα προς τους αναγνώστες του. Σε αντίθεση με άλλους ποιητές που ενδιαφέρονταν περισσότερο για την τεχνική αρτιότητα των ποιημάτων τους, ακολουθώντας ποικίλα μέτρα, εμπλουτίζοντας τα έργα τους με ομοιοκαταληξίες και διατηρώντας με αυστηρότητα τον αριθμό των συλλαβών κάθε στίχου, θυσιάζοντας σε αυτά το περιεχόμενο του ποιήματος, ο Καβάφης έθεσε ως βασική προτεραιότητα της δικής του ποίησης το περιεχόμενο και απάλλαξε την ποίησή του από οτιδήποτε θα τον περιόριζε να εκφράσει με πληρότητα αυτό που ήθελε. Η ποίησή του είναι συχνά φορέας ηθικών μηνυμάτων και συμβουλών για την ενδεδειγμένη στάση ζωής των ατόμων, αποπνέοντας μια έντονη διάθεση διδακτισμού, κάτι που θα μπορούσε να αναιρέσει την ποιητικότητα του έργου του, αν ο ποιητής δε φρόντιζε να συγκαλύψει το διδακτισμό αυτό με μια εμπνευσμένη αξιοποίηση της ιστορίας και των αρχαιοελληνικών μύθων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής αξιοποιεί ένα μύθο για να μπορέσει να περάσει μέσα στην ποίησή του τις συμβουλές του, χωρίς να δημιουργείται στον αναγνώστη η ενοχλητική αίσθηση ότι ο ποιητής τον νουθετεί, είναι το ποίημα «Ιθάκη». Εδώ ο μύθος της επιστροφής του Οδυσσέα από την Τροία, αποτελεί τη βάση για να χτίσει ο ποιητής τη δική του εκδοχή του ταξιδιού που καλείται να πραγματοποιήσει κάθε άνθρωπος, όχι πια ως ταξίδι επιστροφής όπως αυτό του Οδυσσέα, αλλά ως ταξίδι επίτευξης των στόχων που θέτουμε στη ζωή μας. Η πληθώρα των περιπετειών του Οδυσσέα, τρέπεται από τον ποιητή σε πληθώρα εμπειριών που αντί για ταλαιπωρία θα μας χαρίσουν γνώσεις και νέες ευκαιρίες για απολαύσεις πνευματικές και σωματικές. Οι δυσκολίες που συνάντησε ο Οδυσσέας δίνουν την ευκαιρία στον Καβάφη να μας αποκαλύψει ότι η πηγή όλων των προβλημάτων ενυπάρχει στον καθένα μας και ότι είναι στο χέρι μας να αποφύγουμε κάθε πιθανή δυσκολία αν διατηρούμε τη σκέψη μας καθαρή από φόβους και μικροπρέπειες. Επομένως, το ταξίδι μας μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από τα τρομερά εμπόδια που έτυχαν στον Οδυσσέα και συνεπώς να λάβει τη μορφή μιας πορείας γεμάτης προκλήσεων, απολαύσεων και απόκτησης γνώσεων. Με τον τρόπο αυτό η Ιθάκη παύει να είναι ο προορισμός – λύτρωση, όπως ήταν για τον Οδυσσέα και γίνεται ο προορισμός – στόχος, που με κάθε φτάσιμο μας εκεί επαναπροσδιορίζεται και τίθεται μια νέα Ιθάκη – στόχος. Με τις νέες αντιστοιχίες που δημιουργεί ο ποιητής κατορθώνει να μας παρουσιάσει το ταξίδι της ζωής ως μια πλούσια πηγή εμπειριών, γεμάτη με επιδιώξεις που λειτουργούν κυρίως ως το κίνητρο που χρειαζόμαστε για να συνεχίζουμε την πορεία μας και σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό για εμάς.
Στον αντίποδα της Ιθάκης, όπου ο ποιητής μας μιλά για τις άπειρες δυνατότητες που μας παρέχει το ταξίδι της ζωής για την απόκτηση εμπειριών και απολαύσεων, βρίσκεται το ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», στο οποίο ο ποιητής στέκει με σεβασμό, αλλά και αυστηρότητα απέναντι σε όσους φτάνουν στην κρίσιμη στιγμή της απώλειας των πολυτιμότερων για εκείνους αγαθών. Ο ποιητής εστιάζει την προσοχή του στην ιστορία του Αντώνιου που στο απόγειο της ζωής του είχε δική του την Αλεξάνδρεια και την Κλεοπάτρα, αλλά δεν μας μιλά για τις στιγμές της χαράς και της επιτυχίας αυτού του προσώπου, μας μιλά για τη στιγμή που ο Αντώνιος συνειδητοποιεί ότι ο προστάτης του θεός τον εγκαταλείπει και είναι πια η στιγμή να αποχαιρετίσει την Αλεξάνδρεια και μαζί της όλα όσα κατόρθωσε να αποκτήσει στη ζωή του. Ο ποιητής θέλει να τονίσει την αξία του αυτοσεβασμού και της αξιοπρέπειας και για το λόγο αυτό συμβουλεύει τον Αντώνιο να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια σα να ήταν έτοιμος από καιρό, σα να ήταν θαρραλέος. Για τον Καβάφη η διατήρηση της αξιοπρέπειας είναι από τα πλέον σημαντικά στοιχεία για έναν άνθρωπο και γι’ αυτό πιστεύει ότι ακόμη κι όταν βρισκόμαστε μπροστά στις μεγαλύτερες απώλειες της ζωής μας, θα πρέπει να διατηρούμε την αυτοκυριαρχία μας και να μην καταφεύγουμε σε θρήνους και παρακάλια, που αφενός δεν μπορούν να αποτρέψουν την καταστροφή και αφετέρου μας στοιχίζουν το πολυτιμότερο απόκτημά μας, την αξιοπρέπεια. Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης κατορθώνει να περάσει το σημαντικό αυτό μήνυμα, χωρίς να αφήνει το διδακτικό χαρακτήρα του ποιήματος να γίνεται εμφανής. Κατορθώνει να περάσει τόσο αριστοτεχνικά τις προτάσεις του για αυτοκυριαρχία, μέσα από την αναφορά στις ειδικές περιστάσεις της ζωής του Αντώνιου, ώστε ο αναγνώστης να δέχεται το μήνυμα, χωρίς καθόλου να αισθάνεται ότι ο ποιητής του απευθύνει τον λόγο και ότι ουσιαστικά συμβουλεύει εκείνον και όχι τον Αντώνιο.
Κι ενώ στα ποιήματα Ιθάκη και Απολείπειν ο θεός Αντώνιον η χρήση του β΄ ενικού προσώπου διατηρεί την εντύπωση ότι ο ποιητής απευθύνει το λόγο σε κάποιον και εν μέρει στον αναγνώστη, έρχονται στιγμές που ο ποιητής απομακρύνει ακόμη κι αυτό το στοιχείο διδακτισμού, θέτοντας το ποίημά του μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο, χωρίς καμία συσχέτιση προς τον αναγνώστη. Για παράδειγμα στο ποίημα «Εν Σπάρτη», η συμβουλή του ποιητή δίνεται έμμεσα και εμπεριέχεται ουσιαστικά στην προβολή του ιδανικού προτύπου ενός ηγετικού προσώπου, της Κρατησίκλειας. Ο ποιητής θέλοντας να περάσει το μήνυμα ότι τα άτομα που αναλαμβάνουν ηγετικές θέσεις σε μία πολιτεία θα πρέπει να βάζουν τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα και να δρουν πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της πολιτείας, μας παρουσιάζει την ιστορία της μητέρας του βασιλιά Κλεομένη. Η έκδηλη διάθεση αυτοθυσίας της Κρατησίκλειας, η ευκολία με την οποία δέχεται να πάει ως όμηρος του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο και η βεβαιότητά της ότι δε θα μπορούσε ποτέ ο Πτολεμαίος να θίξει την αξιοπρέπειά της, μας δίνουν το μέτρο της ηθικής ακεραιότητας που θα πρέπει να έχει ένα πολιτικό πρόσωπο. Εδώ ο διδακτισμός του ποιητή είναι κρυμμένος καλά μέσα στην αναπαράσταση του ιστορικού γεγονότος και ο αναγνώστης μπορεί να λάβει το μήνυμα του ηθικού μεγαλείου, μόνο αν έχει ανάλογες παραστάσεις και ηθικές αξίες ο ίδιος.
Σε ό,τι αφορά την ποίηση του Καβάφη, λοιπόν, το ερώτημα δεν είναι αν περιέχει στοιχεία διδακτισμού, καθώς αυτό είναι δεδομένο, το ερώτημα είναι αν ο διδακτισμός αυτός δίνεται με τρόπο που να ενοχλεί τον αναγνώστη και να αναιρεί την ποιητικότητα του έργου. Και η απάντηση έρχεται αβίαστα όταν κανείς διαβάζει ποιήματα όπως το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον και το Εν Σπάρτη, όπου είναι εμφανές ότι ο ποιητής έχει κατορθώσει να αξιοποιήσει τόσο έντεχνα τις ιστορικές αναφορές διαπλέκοντας παράλληλα τόσο αρμονικά τις συμβουλές του με το υπόλοιπο περιεχόμενο, ώστε όχι μόνο να μην ενοχλούν τον αναγνώστη, αλλά στην πραγματικότητα να αποτελούν βασικό στοιχείο της γοητείας που ασκούν τα ποιήματα του Αλεξανδρινού.
Η Αλεξάνδρεια στα ποιήματα του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης όντας Αλεξανδρινός έχει ιδιαίτερη αγάπη για την πόλη στην οποία γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γι’ αυτό και η Αλεξάνδρεια αποτελεί το χώρο στον οποίο διαδραματίζονται αρκετά ποιήματά του. Ο Καβάφης, βέβαια, αφενός συνηθίζει να μεταθέτει τη δράση των ποιημάτων του στο παρελθόν, οπότε οι αναφορές στην πόλη αυτή περιορίζονται στα ελληνιστικά χρόνια και στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Κι αφετέρου δε συνηθίζει να μας δίνει πλούσιες περιγραφές του περιβάλλοντα χώρου, οπότε στα ποιήματά του παρέχονται ελάχιστες πληροφορίες για την πόλη. Άλλωστε, στην ποίηση του Καβάφη η αναφορά και μόνο στην Αλεξάνδρεια αρκεί για να εμπλουτιστούν οι στίχοι του με πολλούς και ποικίλους συνειρμούς σχετικά με την ιδιαίτερη ομορφιά, αλλά και την έντονη ζωή της αγαπημένης πόλης του. Η Αλεξάνδρεια, δηλαδή, λειτουργεί στην ποίηση του Καβάφη ως ένας πολυσήμαντος χώρος, γεμάτος γνώσεις, ελληνικότητα, ερωτικές εμπειρίες καθώς και μια πλούσια ιστορία, στοιχεία που της προσδίδουν μια ιδιαίτερη δυναμικότητα.
Στην Αλεξάνδρεια των χρόνων που οι γιοι και διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου βρίσκονταν σε σύγκρουση, μας μεταφέρει το ποίημα «Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.». Στο ερωτικό αυτό ποίημα η Αλεξάνδρεια λειτουργεί ως αντίβαρο της χριστιανικής αναφοράς του τίτλου, μιας και παρά την παραπομπή του αναγνώστη στα χρόνια που ο Χριστιανισμός είχε πλέον επικρατήσει και ήδη οι δογματικές διαφορές της νέα θρησκείας ταλάνιζαν τους πιστούς, η πόλη διατηρεί ακόμη στοιχεία ελληνικότητας, παγανισμού και ανορθόδοξου ερωτισμού. Το ποιητικό υποκείμενο, που παρουσιάζεται ως φίλος του νεαρού Μύρη, μας μιλά για το θάνατο του όμορφου νέου, για την αγάπη που είχε γι’ αυτόν, αλλά και για τη βεβήλωση της αγάπης αυτής από την έντονη θρησκευτικότητα των συγγενών του νεκρού νέου, που με τόση αποφασιστικότητα διακηρύσσουν την πίστη του στο Χριστό, ώστε ακόμη κι ο φίλος του αρχίζει να αμφιβάλει για την προσήλωση του Μύρη στον έκλυτο τρόπο ζωής τους. Ο φίλος του Μύρη παρασυρμένος από τις διαβεβαιώσεις των συγγενών του για την αγάπη που είχε στο Χριστό, αρχίζει να εξετάζει εκ νέου τις κοινές τους εμπειρίες, αποκαλύπτοντας παράλληλα στον αναγνώστη στοιχεία για τη ζωή στην Αλεξάνδρεια εκείνα τα χρόνια. Ολονύχτια ξενύχτια, συγκρούσεις νεανικών ομάδων, εκδρομές και τελετές προσευχής στους παγανιστικούς θεούς, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν μια ζωή γεμάτη ένταση, διασκέδαση και ανενόχλητη πίστη τους παλιούς θεούς. Μέσα από τις αναμνήσεις του φίλου του Μύρη αναδύεται μια πόλη που σφύζει από ζωή κι οι νέοι της είναι δοσμένοι στις απολαύσεις, στις άνομες απολαύσεις και στην ειδωλολατρία. Σημαντική είναι άλλωστε και η αναφορά στο Σεράπειο, στον εντυπωσιακό ναό της Αλεξάνδρειας που ήταν αφιερωμένος στο θεό Σέραπη και που καταστράφηκε το 391 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄. Η αναφορά αυτή τοποθετεί το ποίημα σε μια περίοδο παρακμής του παγανισμού καθώς λίγα χρόνια μετά ο χριστιανισμός θα αρχίσει να επιβάλλεται με επιθετικό τρόπο στην Αλεξάνδρεια.
Βαθύτερα στο παρελθόν της Αλεξάνδρειας, αλλά και πάλι σε μια μεταβατική για την ιστορία της πόλης περίοδο μας μεταφέρει το ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς». Εδώ βρίσκουμε την Κλεοπάτρα Ζ΄ την τελευταία βασίλισσα της ελληνιστικής ιστορίας της Αιγύπτου, το 34 π.Χ., δηλαδή, λίγο προτού ηττηθεί από τους Ρωμαίους και η Αίγυπτος γίνει πια τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στο ποίημα αυτό η Αλεξάνδρεια παρουσιάζεται για μια τελευταία φορά με όλη τη λαμπρότητα που την καθιέρωσε ως μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας αλλά και των ελληνιστικών χρόνων. Η Κλεοπάτρα διοργανώνει την τελετή των δωρεών, την τελετή δηλαδή κατά την οποία διένειμε στα παιδιά της τα εδάφη της υποτιθέμενης επικράτειάς της και ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να μας χαρίσει εικόνες της Αλεξάνδρειας γεμάτες ποιητικότητα και ομορφιά. Η τελετή πραγματοποιείται στο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας, το οποίο όπως μας λέει ο ποιητής είναι ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης, ο ουρανός είναι καθαρός με ένα ανοιχτό γαλάζιο που προσδίδει μια αίσθηση ξεγνοιασιάς σε όλη την περιγραφή και οι Αλεξανδρινοί, που αποτελούν ένα συνονθύλευμα εθνοτήτων σπεύδουν να θαυμάσουν από κοντά όλη την πολυτέλεια των αυλικών, αλλά και των παιδιών της Κλεοπάτρας. Παρόλο που το ποίημα αυτό έχει ως βασικό του στόχο να επικρίνει την Κλεοπάτρα, παράλληλα λειτουργεί κι ως μέσο εξύμνησης της πόλης του ποιητή, καθώς τόσο η αναφορά στο εξαίσιο Γυμνάσιο όσο και η γενικότερη παρουσία του πλούτου της βασίλισσας και του ενθουσιασμού των κατοίκων, κατορθώνουν να περάσουν στον αναγνώστη μια εικόνα μοναδικής ομορφιάς και αρμονίας για την Αλεξάνδρεια εκείνης της περιόδου.
Η Αλεξάνδρεια, όμως, για τον Καβάφη είναι τόσο σημαντική ώστε δε θα μπορούσε να αποτελεί μόνο τον τόπο στον οποίο διαδραματίζονται τα διάφορα γεγονότα που αναφέρει. Στο αριστουργηματικό «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» ο Καβάφης αποδεσμεύει την Αλεξάνδρεια από τον απλό ρόλο του τόπου δράσης και της χαρίζει διαστάσεις συμβόλου. Η Αλεξάνδρεια σε αυτό το ποίημα συγκεντρώνει όλα όσα ο Αντώνιος πόθησε ποτέ στη ζωή του, όλα εκείνα για τα οποία αγωνίστηκε και τώρα πια τα χάνει μιας και ο Οκταβιανός είναι προ των πυλών. Κι ενώ για τον Αντώνιο η Αλεξάνδρεια συμβολίζει τη δύναμη, τον πλούτο και φυσικά τον έρωτα της Κλεοπάτρας, για κάθε αναγνώστη η Αλεξάνδρεια αποκτά κι ένα διαφορετικό νόημα. Ο ποιητής σηματοδοτεί με την Αλεξάνδρεια το όνειρο κάθε ανθρώπου, το όνειρο που έστω για λίγο έγινε πραγματικότητα και τώρα χάνεται. Εδώ ο ποιητής εστιάζει την προσοχή του τη στιγμή της απώλειας, τη στιγμή που η Αλεξάνδρεια φεύγει και ζητά αυτοσυγκράτηση και διατήρηση με κάθε τρόπο του ύστατου αγαθού για κάθε άνθρωπο, της αξιοπρέπειάς του. Το ποίημα αυτό λειτουργεί επομένως ως οδηγός για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ήττα και την απώλεια στη ζωή μας, μιας και στη θέση του Αντώνιου, στη θέση του ηττημένου, μπορεί να βρεθεί οποιοσδήποτε άνθρωπος. Παράλληλα, βέβαια, με το ποίημα αυτό ο ποιητής κατόρθωσε να επιβάλει διαχρονικά την Αλεξάνδρεια ως σύμβολο των πολυτιμότερων αποκτημάτων που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.
Η Αλεξάνδρεια ως μια όμορφη πόλη, η Αλεξάνδρεια ως ένας τόπος πλούσιος σε ιστορικές μεταβολές, δοσμένη όμως πάντοτε στον έρωτα, στον παγανισμό και στη ζωή, και φυσικά η Αλεξάνδρεια ως σύμβολο των σημαντικότερων επιτευγμάτων και ονείρων κάθε ανθρώπου, είναι μερικές από τις εκφάνσεις της αγαπημένης αυτής πολιτείας στο έργο του Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός ποιητής κατορθώνει όχι μόνο να ταυτίσει την πόλη αυτή με το έργο του, αλλά και να την εντάξει στον κόσμο της ποίησης καθιστώντας την ένα από τα ωραιότερα σύμβολα του ποιητικού του έργου.
Ιστορικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αγαπούσε ιδιαίτερα την ιστορία, μελετούσε συνεχώς ιστορικά βιβλία και ήταν βαθύς γνώστης των γεγονότων της ελληνιστικής και της βυζαντινής περιόδου. Η αγάπη του για την ιστορία μάλιστα είχε ως απόρροια τη δημιουργία αρκετών ποιημάτων που είτε έχουν ως βάση τους ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα είτε έχουν συντεθεί έτσι ώστε να θυμίζουν κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, χωρίς όμως να αναφέρονται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο ή γεγονός. Ο ποιητής επιλέγει για τα ποιήματά του κυρίως εποχές παρακμής και ηττημένα ιστορικά πρόσωπα, εστιάζοντας την προσοχή του περισσότερο στις στιγμές που η πραγματικότητα φέρνει τα πρόσωπα αντιμέτωπα με την πτώση και τον εκφυλισμό των αξιών, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι αναφορές σε στιγμές ηθικού μεγαλείου.
Η αναφορά σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα γίνεται από τον ποιητή κυρίως για να σχολιάσει τις συνθήκες που επικρατούσαν και τις πράξεις των ιστορικών προσώπων, μεταδίδοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μήνυμα προς τους σύγχρονους αναγνώστες. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» ο ποιητής ασχολείται με την τελετή που διοργάνωσε το 34 π.Χ. η Κλεοπάτρα για να μοιράσει στα παιδιά της τα εδάφη της υποτιθέμενης επικράτειάς της. Στην πραγματικότητα όμως τα εδάφη αυτά δεν ανήκαν όλα στην Κλεοπάτρα και η γιορτή αυτή έγινε περισσότερο για να μπορέσει η βασίλισσα να εντυπωσιάσει τους υπηκόους της. Οι Αλεξανδρινοί βέβαια, όπως μας λέει ο ποιητής, γνώριζαν ότι όλα αυτά ήταν λόγια και θεατρικά, και καθόλου δεν είχαν ξεγελαστεί από την πολυτελή τελετή της Κλεοπάτρας. Εντούτοις, πάντως, έσπευσαν όλοι με ενθουσιασμό να την παρακολουθήσουν καθώς ο καιρός ήταν υπέροχος, ο χώρος τέλεσης ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης και η πολυτέλεια των αυλικών εξαιρετική. Στα πλαίσια μιας αμοιβαίας εξαπάτησης η Κλεοπάτρα θαρρεί ότι μπορεί να ξεγελάσει τους υπηκόους της κι εκείνοι αν και γνώστες της κατάστασης συμμετέχουν στο θεατρικό της υπόθεσης με ενθουσιασμό. Το ποίημα αυτό παρουσιάζει με ιδιαίτερο τρόπο την ηθική πτώση μιας βασίλισσας που καταφεύγει σε ανούσιες εκδηλώσεις για να ενισχύσει το κύρος της, αλλά και την ένοχη συμμετοχή των υπηκόων της που ενώ γνωρίζουν την αλήθεια δίνουν το παρόν σε μια παρωδία, αντί να δείξουν με την αντίδρασή τους τη διαφωνία τους για τα τερτίπια της Κλεοπάτρας.
Στην ίδια ιστορική περίοδο, αλλά τέσσερα χρόνια μετά, αναφέρεται το ποίημα «Καισαρίων» του Καβάφη, στο οποίο ο ποιητής επικεντρώνει την προσοχή του στον μεγαλύτερο γιο της Κλεοπάτρας. Ο Καισαρίων υπήρξε άτυχο θύμα της καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο μόνο και μόνο γιατί, όπως ισχυριζόταν η Κλεοπάτρα, ήταν γιος του Ιουλίου Καίσαρα. Το ποίημα αυτό παρόλο που αναφέρεται σε ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, δε λειτουργεί ως ένα αμιγώς ιστορικό ποίημα μιας και δεν είναι αυτή η πρόθεση του ποιητή. Εδώ ο Καβάφης μας αποκαλύπτει το πώς η ιστορία λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν και πώς ακόμη και μια μικρή αναφορά στο όνομα ενός προσώπου ενδέχεται να τον οδηγήσει στην ποιητική δημιουργία. Ο Καβάφης γοητευμένος από την αδιόρατη παρουσία του Καισαρίωνα στην ελληνιστική ιστορία, γοητευμένος από τον δεκαεπτάχρονο γιο της Κλεοπάτρας για τον οποίο η ιστορία δεν παρέχει παρά ελάχιστες πληροφορίες, αρχίζει να τον φαντάζεται, με όλη την ελευθερία που του δίνει η έλλειψη πληροφοριών, κι έξαφνα αισθάνεται σα να έχει εμφανιστεί ο Καισαρίων στο δωμάτιό του. Στο ποίημα αυτό όπου η ιστορία αποτελεί την αυθεντική πηγή έμπνευσης, βρισκόμαστε ακριβώς στο κέντρο της καβαφικής τέχνης όπου η γένεση του ποιήματος προκύπτει με τη συνεργεία της ποιητικής φαντασίας αλλά και της ιστορικής πραγματικότητας.
Η ιστορική πραγματικότητα όμως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο συστατικό για την ποιητική δημιουργία, πολλές φορές λειτουργεί απλώς ως το σκηνικό στο οποίο τα πρόσωπα του Καβάφη κινούνται για να εξυπηρετήσουν τις προθέσεις του ποιητή. Ο Καβάφης, δηλαδή, κάποιες φορές δημιουργεί ποιήματα που δεν αναφέρονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, κι ενώ το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα μοιάζει ιστορικό, στην ουσία πρόκειται για φανταστικά περιστατικά που μεταφέρουν όμως με μεγάλη παραστατικότητα τα μηνύματα του ποιητή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ιστορικοφανούς ή ψευδοϊστορικού ποιήματος είναι το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», στο οποίο ο ποιητής μιλώντας για τη σύγκλητο, τον αυτοκράτορα και τους πραίτορες δημιουργεί την εντύπωση ότι αναφέρεται σε κάποιο ιστορικό γεγονός που διαδραματίστηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα φανταστικό διάλογο που μετατίθεται από τον ποιητή χρονικά για να αποφευχθούν οι άμεσες συγκρίσεις με το ιστορικό παρόν του. Η επιθυμία που εκφράζεται από τα πρόσωπα του ποιήματος για την έλευση των Βαρβάρων, για την επιστροφή δηλαδή σε μια απλούστερη μορφή κοινωνικής ζωής, λειτουργεί καλύτερα όταν ο αναγνώστης φαντάζεται την παρακμάζουσα κοινωνία να βρίσκεται σε μια παλαιότερη εποχή. Ο σκοπός, άλλωστε, του ποιητή είναι να μιλήσει γενικότερα για την επιθυμία των ανθρώπων να απλουστεύσουν τη ζωής τους και όχι συγκεκριμένα για τη δική του ιστορική εποχή.
Είναι εμφανές ότι η ιστορία λειτουργεί με ποικίλους τρόπους στην ποίηση του Καβάφη, καθώς ακόμη κι όταν δεν του παρέχει άμεσα την έμπνευση και το υλικό για τα ποιήματά του, λειτουργεί ως άλλοθι για τη δημιουργία μιας κατάστασης που ενώ δεν είναι ιστορικά πραγματική είναι όμως ποιητικά έγκυρη και επιτρέπει στον ποιητή να εκφράσει με αποτελεσματικότητα τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Ο Καβάφης αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ιστορία για να αντλήσει συμπεριφορές, περιστατικά και γεγονότα που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς σημαντικών μηνυμάτων για το σύγχρονο αναγνώστη κι όταν δεν βρίσκει ιστορικά γεγονότα που να εξυπηρετούν πλήρως την ποιητική του ιδέα δε διστάζει να αναδημιουργήσει ο ίδιος το ιστορικό πλαίσιο που επιθυμεί.
Αίσθηση απαισιοδοξίας στην ποίηση του Καβάφη
Ένα από τα θέματα που απασχολούν ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Καβάφη είναι η σκέψη ότι η ζωή των ανθρώπων δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δυστυχία και την παρακμή. Οι άνθρωποι παρά τις προσπάθειές τους έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με μεγάλες δυσκολίες και πολύ συχνά είναι αναγκασμένοι να χάσουν όλα όσα απέκτησαν με κόπο και συνεχή αγώνα. Η απαισιόδοξη αυτή στάση του ποιητή διατρέχει πολλά από τα ποιήματά του και παίρνει κάθε φορά διαφορετική μορφή. Κάποιες φορές είναι η αδυναμία του ανθρώπου να αλλάξει τη ροή της ζωής του και να αποκτήσει μια καλύτερη μοίρα, άλλοτε είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις συνεχείς δυσκολίες και κάποτε είναι οι μεγάλες απώλειες της ζωής που φέρνουν τον άνθρωπο σε απόγνωση.
Χαρακτηριστικό δείγμα της απαισιόδοξης διάθεσης του ποιητή απέναντι στη ζωή είναι το ποίημα «Η πόλις». Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης θεωρεί ότι κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να αλλάξει τη ζωή του είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αν κάποιος δεν έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια καλή ζωή για τον εαυτό του, δε θα μπορέσει να επιτύχει κάτι τέτοιο όσο κι αν προσπαθήσει να βρει ένα καλύτερο τόπο διαμονής. Η απαισιοδοξία, η απόγνωση που αισθάνεται ο ποιητής αλλά και η ματαιότητα κάθε προσπάθειας δίνουν στο ποίημα αυτό μια ιδιαίτερη δυναμική. Βέβαια, το ποίημα αυτό δεν αποκλείει την ευτυχία γενικά για όλους τους ανθρώπους, την αποκλείει για εκείνους που δεν έχουν την εσωτερική ικανότητα να διαχειριστούν αποτελεσματικά τη ζωή τους ώστε να μπορέσουν να θέσουν τα θεμέλια μιας ευτυχισμένης πορείας. Μια παρόμοια σκέψη, άλλωστε, παρουσιάζει ο ποιητής και στο ποίημα «Ιθάκη», όπου καθησυχάζει τον αναγνώστη λέγοντας ότι στο ταξίδι μας δε θα συναντήσουμε τον Ποσειδώνα και τους Κύκλωπες, αν δεν τους έχουμε μέσα μας.
Με παρόμοια απαισιοδοξία απέναντι στη ζωή, που συναντάμε στον ποίημα «Η πόλις», ο ποιητής έχει συνθέσει και το ποίημα «Τρώες», όπου η ζωή των ανθρώπων παρουσιάζεται έρμαιο αναπάντεχων προβλημάτων και δυσκολιών. Όσο κι αν κάποτε οι άνθρωποι κατορθώνουν να επιτύχουν κάποια πράγματα, κάθε φορά εμφανίζεται κάποιο πρόβλημα που ανατρέπει τις προσδοκίες και τα σχέδια τους, οδηγώντας τους στην απελπισία και την παραίτηση. Ο Καβάφης παρουσιάζει ως δεδομένη την εμφάνιση των προβλημάτων και μοιάζει να θεωρεί δεδομένη και την πτώση των ανθρώπων, που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους όσο κι αν προσπαθούν. Ο ποιητής μας δίνει με παραστατικό τρόπο την απελπισία και τον πανικό που καταλαμβάνει τους ανθρώπους, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις δυσκολίες της ζωής, αφήνοντας όμως ένα μικρό περιθώριο να πιστέψουμε πως ίσως μπορούμε να αποφύγουμε την πτώση αν δεν αντιδράσουμε όπως οι Τρώες. Αν, δηλαδή, δεν αφήσουμε το φόβο να μας παραλύσει, όπως συμβαίνει με τους Τρώες, αν αντιδράσουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, ίσως κατορθώσουμε να ξεφύγουμε από τη μοιραία πτώση.
Τέλος, ο ποιητής αντλώντας ένα παράδειγμα από την ιστορία, μας παρουσιάζει στο ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» την κρίσιμη στιγμή όπου πλέον δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής και συντελείται η απώλεια όλων όσων με κόπο αποκτήσαμε. Η στιγμή αυτή της απώλειας είναι φυσικά ένα πιθανό ενδεχόμενο για όλους τους ανθρώπους, που σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής τους μπορεί να χάσουν κάτι που είναι πολύτιμο για εκείνους, όπως η Αλεξάνδρεια για τον Αντώνιο. Στο ποίημα αυτό, βέβαια, παρόλο που ο Καβάφης δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας για κάποια βελτίωση της κατάστασης, μας δείχνει εντούτοις ότι η διατήρηση της αξιοπρέπειάς μας μπροστά στην απώλεια είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε από την πλήρη συντριβή της μοίρας. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε κανένα τρόπο να ανατρέψουμε την καταστροφή, μπορούμε όμως να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια την απώλεια, διατηρώντας έτσι τον αυτοσεβασμό μας.
Η αίσθηση εγκλωβισμού στα ποιήματα του Καβάφη (Κλειστός χώρος)
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του συχνά ασχολείται με το θέμα του εγκλωβισμού των ανθρώπων και της εκμηδένισης των ευκαιριών τους για αλλαγή. Τα άτομα στην ποίηση του Καβάφη είτε αδυνατούν να ξεφύγουν από τους περιορισμούς που τους θέτει η κοινωνία είτε κατατρύχονται από τη σχεδόν προαποφασισμένη καταδίκη των προσπαθειών τους για μια καλύτερη ζωή είτε παραμένουν ακινητοποιημένοι εξαιτίας των δικών τους ελλείψεων, εξαιτίας της δικής τους αδυναμίας να ξεπεράσουν τα εγγενή τους ελαττώματα ώστε να μπορέσουν να βελτιώσουν τη ζωή τους. Το αίσθημα αυτό του εγκλωβισμού διατρέχει σε μεγάλο βαθμό την ποίηση του Καβάφη και μας δίνεται με ποικίλους τρόπους, δημιουργώντας μας σταδιακά την εντύπωση ότι τελικά είμαστε παγιδευμένοι σε μια αναπόδραστη πορεία αποτυχίας και δυστυχίας.
Μια πρώτη και εξαιρετικά υποβλητική εικόνα εγκλωβισμού μας δίνει ο ποιητής στο ποίημα «Τείχη», όπου το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζεται να έχει παγιδευτεί μέσα σε τείχη που έχουν χτίσει ολόγυρά του, χωρίς ποτέ ο ίδιος να το αντιληφθεί. Τα τείχη αυτά, όπως και εκείνοι που τα έχτισαν, ανταποκρίνονται σε κάθε δυνατή ερμηνεία του αναγνώστη. Τα τείχη αποτελούν, δηλαδή, ένα σύμβολο που μπορεί να αντιπροσωπεύει για κάθε αναγνώστη και κάτι διαφορετικό. Ο εγκλωβισμός ενδέχεται να έχει προκύψει από την κοινωνία γενικότερα, από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον ή πολύ απλά κι από τους περιορισμούς που θέτει το ίδιο το άτομο στον εαυτό του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ποιητής μας μεταφέρει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο ένα αίσθημα εγκλωβισμού που μπορεί να εκφράσει συναισθήματα που κατά καιρούς έχουν βιώσει οι περισσότεροι άνθρωποι. Κάποτε παύει να υφίσταται η ψευδαίσθηση της ελευθερίας που μας συνοδεύει και αρχίζει η συνειδητοποίηση ότι τελικά είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε μέσα σε όρια, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι πολύ πιο στενά απ’ όσο ίσως πιστεύουμε.
Ο εγκλωβισμός, όμως, του ανθρώπου δεν αποτελεί για τον ποιητή μόνο το έργο άλλων ανθρώπων που εκφράζεται με περιορισμούς και απαγορεύσεις. Κάποιες φορές ακόμη κι ο ίδιος ο άνθρωπος ευθύνεται για την αδυναμία του να ξεφύγει από τα λάθη του, για την αδυναμία του να φτιάξει μια καινούρια ζωή. Το μήνυμα αυτό μας το περνά ο ποιητής με εκπληκτικό τρόπο στο ποίημα «Η πόλις». Στο ποίημα αυτό η επιθυμία που εκφράζει ο ένας συνομιλητής να φύγει από την πόλη όπου τώρα μένει, για να μπορέσει να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή του κάπου αλλού, διαψεύδεται πλήρως. Η απάντηση που έρχεται με απόλυτο τρόπο είναι ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ξεφύγει από αυτή την πόλη, γιατί πολύ απλά την πόλη την κουβαλά μέσα του. Τα λάθη που κάνουμε, οι ελλείψεις και τα ελαττώματά μας, μας ακολουθούν όπου κι αν πάμε, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε στην πραγματικότητα να ξεφύγουμε από αυτά. Δεν μπορούμε, μας λέει ο ποιητής, να αλλάξουμε τη ζωή μας φεύγοντας απλά από την πόλη, μιας και η πόλη είμαστε εμείς οι ίδιοι. Η πόλη είναι όλες οι λάθος επιλογές μας, είναι η αναποτελεσματικότητά μας, είναι κάθε τι από το οποίο θα θέλαμε να ξεφύγουμε, αλλά εν τέλει δεν μπορούμε.
Επιπλέον, ο ποιητής δε μένει μόνο στους περιορισμούς που μας θέτουν οι άλλοι και στη δική μας αδυναμία να ξεφύγουμε από τα λάθη μας, έρχεται και μας αποκλείει κάθε δυνατότητα ευτυχίας και επιτυχίας, παρομοιάζοντας τις προσπάθειές μας με τις μάταιες προσπάθειες των Τρώων. Στο αντίστοιχο ποίημα ο Καβάφης ολοκληρώνει την εικόνα εγκλωβισμού των ανθρώπων, δηλώνοντας ότι πέρα από κάθε προσδοκία, πέρα από κάθε ελπίδα που έχουμε, όλες μας οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να καταλήξουν σε αποτυχία. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πλήρη αδυναμία της φύσης τους, η οποία είναι δομημένη πάνω στο φόβο και την ανασφάλεια. Οι άνθρωποι όσο κι αν προσπαθούν τελικά θα έρθουν αντιμέτωποι με κάποιο πρόβλημα, με κάποια δυσκολία που θα κάμψει το ηθικό τους και θα τους οδηγήσει στην εγκατάλειψη των προσπαθειών τους. Ο αγώνας για την ευτυχία ή την ουσιαστική αλλαγή της ζωής μας είναι εκ των προτέρων χαμένος, καθώς η ανθρώπινη ζωή έρχεται πάντοτε αντιμέτωπη με δυσκολίες που είτε είναι ανυπέρβλητες είτε όχι, κατορθώνουν πάντως να ματαιώσουν τις ελπίδες μας.
Ο Καβάφης μέσα στην ποίησή του έχει καταφέρει να αποδώσει με μοναδικές εικόνες εγκλωβισμού αλήθειες που όσο κι αν μας ενοχλούν, όσο κι αν δεν τις έχουμε πλήρως βιώσει, ενυπάρχουν πάντως στη φύση μας. Οι άνθρωποι είναι τόσο ελεύθεροι όσο τους το επιτρέπει η κοινωνία στην οποία ζουν κι όσο τους επιτρέπουν οι προσωπικές τους αρχές καθώς και οι ενοχές που μας περνάει το περιβάλλον μας από την αρχή κιόλας της ύπαρξής μας. Οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους τόσο μόνο όσο τους επιτρέπει η προσωπική τους ικανότητα να διαχειριστούν τα δεδομένα της ζωής τους. Αν οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν σωστά όσα τους έχει προσφέρει η ζωή τους, δεν υπάρχει πλέον τρόπος να ξεφύγουν από τα λάθη και από τις ελλείψεις τους. Κι άλλωστε, ακόμη κι αν επιτύχουμε την ελευθερία, ακόμη κι αν επιφέρουμε τις επιθυμητές αλλαγές στη ζωή μας, θα έρθουμε αντιμέτωποι με τη συντριπτική επέλαση των προβλημάτων και των δυσκολιών που αναπόφευκτα θα εμφανιστούν στη ζωή μας.
Ο έρωτας στα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στα ποιήματά του αναφέρεται στον έρωτα μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, εναλλάσσοντας όμως τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωές του αντιμετωπίζουν την ερωτική τους επιλογή. Κάποιες φορές τα πρόσωπα που σκιαγραφεί ο ποιητής βιώνουν από κοινού τον έρωτά τους, χωρίς τύψεις και χωρίς ενοχές, ενώ άλλες φορές, το ένα από τα δύο πρόσωπα μοιάζει να μετανιώνει για την άνομη μορφή του έρωτα που έχουν επιλέξει. Παράλληλα, ο ποιητής στα ερωτικά του ποιήματα εναλλάσσει διαφορετικά χρονικά επίπεδα, κάποτε δηλαδή αποδίδει την ερωτική σχέση ή εμπειρία ως παρόν και άλλοτε ως μακρινό παρελθόν, το οποίο επιχειρεί να ανακαλέσει στη μνήμη του.
Η ομόφυλη ερωτική εμπειρία δεν είναι βέβαια πάντοτε σαφής στα ποιήματα του Καβάφη, μιας και ο ποιητής κάποιες φορές δεν διευκρινίζει το φύλο του προσώπου στο οποίο αναφέρεται. Συνηθίζουμε, όμως, να προσεγγίζουμε όλα τα ερωτικά του ποιήματα ως ομόφυλα επηρεασμένοι από το γεγονός ότι η πλειονότητα των ποιημάτων αυτών μιλά για νέους άντρες ή ωραίους εφήβους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ερωτικού ποιήματος, στο οποίο ο Καβάφης δεν αναφέρει ξεκάθαρα το φύλο του αγαπημένου προσώπου, είναι το «Γκρίζα». Στο ποίημα αυτό η σύντομη ερωτική σχέση τοποθετείται είκοσι χρόνια πριν και επανέρχεται τυχαία στη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου χάρη σ’ ένα οπάλιο. Το χρώμα του πολύτιμου λίθου αποτελεί το ερέθισμα που ξυπνά τη μνήμη του περασμένου αυτού έρωτα κι ο ποιητής αναλογίζεται τη φθορά που θα έχει επιφέρει στο αγαπημένο πρόσωπο το πέρασμα του χρόνου. Γι’ αυτό και ζητά από τη μνήμη του να διατηρήσει τα γκρίζα μάτια και το ωραίο πρόσωπο όπως ήταν τότε που δεν τα είχε αγγίξει ακόμη ο αδυσώπητος χρόνος. Μέσα λοιπόν στους στίχους αυτούς η αίσθηση της ομορφιάς που αποπνέουν τα γκρίζα αυτά μάτια παραμένει αναλλοίωτη και ο Καβάφης κατορθώνει να κρατήσει τόσο στη δική του μνήμη όσο και στη δική μας μια εικόνα άφθαρτης ομορφιάς.
Η εξύμνηση της ομορφιάς αποτελεί, άλλωστε, βασική θεματική για τον ποιητή μας ο οποίος αρκετά συχνά αφιερώνει τους στίχους τους σε όμορφους νέους, οι οποίοι μαγνητίζουν τη φαντασία του. Μια τέτοια αποτύπωση της ομορφιάς βρίσκουμε στο ποίημα «Ήλθε για να διαβάσει», όπου ο Καβάφης μας περιγράφει έναν ωραίο νέο που μισοκοιμάται στον καναπέ, παραδομένος στην ερωτική επιθυμία. Η ερωτική θέρμη έχει κυριεύσει τον όμορφο νέο, ο οποίος εκείνο το απόγευμα γεύτηκε τον έρωτα χωρίς καθόλου να αισθάνεται ενοχές για τη μορφή της απόλαυσης. Το ποίημα αυτό είναι ενδεικτικό των προτιμήσεων του ποιητή, ο οποίος συνηθίζει να δημιουργεί με τους στίχους του πορτρέτα όμορφων νέων που απολαμβάνουν χωρίς αστεία αισθήματα ντροπής τον ομόφυλο έρωτα. Ο Καβάφης, δηλαδή, στα ποιήματα αυτά όχι μόνο επιλέγει να μας περιγράψει νέους που έχουν αρμονικά σώματα και όμορφα πρόσωπα, αλλά φροντίζει παράλληλα να μας διαβεβαιώσει ότι οι νέοι αυτοί είναι δοσμένοι χωρίς καμία ενοχή στον ομόφυλο έρωτα.
Οι ενοχές βέβαια για το είδος της ερωτικής επιλογής δεν είναι κάτι που ο ποιητής αποφεύγει ή αποκρύπτει. Σε αρκετά ποιήματά του ασχολείται με το θέμα αυτό και βάζει τους ήρωές του να προβληματίζονται για τις επιλογές τους και για τον αντίκτυπο που έχουν αυτές στην κοινωνία που ζουν. Ως παράδειγμα αυτού του προβληματισμού μπορούμε να αναφέρουμε το ποίημα «Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών», στο οποίο ο ένας ήρωας που αναγκάζεται να περιμένει τον φίλο του για ώρες στο καφενείο, αρχίζει να έχει ενοχλητικές σκέψεις για την παραστρατημένη του ζωή. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι τα πρόσωπα που βιώνουν τις ομόφυλες σχέσεις στα ποιήματα του Καβάφη δεν βρίσκονται σε μια λογοτεχνική σφαίρα όπου δεν φτάνουν οι επικρίσεις και η άρνηση της κοινωνίας να αποδεχτεί τον έρωτα αυτής της μορφής. Ενώ, δηλαδή, ο ποιητής θα μπορούσε να αδιαφορήσει για τις κρατούσες κοινωνικές απόψεις και να δημιουργήσει ένα δικό του ποιητικό κόσμο όπου τα πρόσωπά του θα μπορούσαν ανενόχλητα να συνάπτουν ομόφυλες σχέσεις, προτιμά να εισάγει στην ποίησή του τις ενοχές και τις τύψεις των ανθρώπων που δεν επιλέγουν το συνηθισμένο στην ερωτική τους ζωή.
Η τολμηρή επιλογή του Καβάφη να συνθέσει ποιήματα αφιερωμένα σε ωραίους εφήβους και άνομες ερωτικές εμπειρίες, ενόχλησε και συνεχίζει να ενοχλεί όσους θεωρούν ότι δεν υπάρχει χώρος στην ποιητική δημιουργία για την αποτύπωση διαφορετικών ερωτικών επιλογών. Παρόλα αυτά ο Καβάφης κατόρθωσε να διατηρήσει στους στίχους του τη μνήμη όλων εκείνων των ωραίων προσώπων που αγάπησε ή φαντάστηκε, συνθέτοντας ποιήματα που θα μείνουν στη λογοτεχνία μας ως διαχρονική έκφραση της ομορφιάς.
Τα γηρατειά στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης υπήρξε αφοσιωμένος λάτρης της νεότητας και της ομορφιάς, καθώς θεωρούσε ότι η νεότητα σε συνδυασμό με το σωματικό κάλλος αποτελεί μια ανυπέρβλητη πηγή δύναμης. Ο ποιητής υμνεί με κάθε ευκαιρία τους ωραίους νέους που κοσμούν το ιδιαίτερο ποιητικό του σύμπαν και θλίβεται στη σκέψη ότι κάποια στιγμή η ομορφιά τους θα χαθεί. Το πέρασμα του χρόνου και η φθορά που επέρχεται τρομοκρατεί τον ποιητή, όχι γιατί φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο τέλος της ζωής του, αλλά γιατί του στερεί τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη μοναδική εκείνη χαρά που προσφέρουν τα νιάτα και ο συγχρωτισμός με τους νέους ανθρώπους. Ο ποιητής θεωρεί ότι τα γηρατειά θέτουν τον άνθρωπο στο περιθώριο και τον κρατούν μακριά από κάθε ουσιαστική απόλαυση, δημιουργώντας έτσι μια ανυπόφορη κατάσταση κατά την οποία μπορεί να υπάρχει μόνο πόνος και απελπισία. Αν κοιτάξουμε, άλλωστε, τα πορτρέτα των ηλικιωμένων που δημιουργεί ο Καβάφης συνειδητοποιούμε πως ό,τι αισθάνεται ο ποιητής για τα γηρατειά είναι αποστροφή και θλίψη. Ο Καβάφης, βέβαια, γνωρίζει ότι το πέρασμα του χρόνου και η έλευση του γήρατος είναι κάτι το αναπόφευκτο, γι’ αυτό και στρέφεται στην ποίηση, τη μόνη δυνατή παρηγοριά που γνωρίζει. Η ποίηση μπορεί είτε να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στον ηλικιωμένο ποιητή και τους νέους είτε να του προσφέρει λίγες αναγκαίες στιγμές λησμονιάς.
Στο «Πολύ Σπανίως» ο Καβάφης καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ηλικιωμένου ποιητή που έχοντας καταντήσει πλέον αποκρουστικός εξαιτίας των καταχρήσεων της νεότητάς του και φυσικά εξαιτίας του γήρατος, δεν έχει τίποτε άλλο να τον παρηγορεί παρά μόνο το ποιητικό του έργο. Παρόλο που ο ίδιος δεν μπορεί πια να σχετίζεται με τους νέους, το έργο του συνεχίζει να τους ενθουσιάζει, παρέχοντας έτσι στον ποιητή ένα συνεκτικό δεσμό μαζί τους. Ο ποιητής χαίρεται καθώς γνωρίζει ότι οι δικές του ερωτικές «οπτασίες» και η δική του «έκφανση του ωραίου», όπως αποτυπώθηκαν στα ποιήματά του, ενεργοποιούν τη φαντασία των νέων και συγκινούν «το ηδονικό και υγιές μυαλό τους» καθώς και «τη σφιχτοδεμένη σάρκα τους». Η αναφορά εδώ του Καβάφη γίνεται βέβαια για τα ερωτικά του ποιήματα, μιας και τα γηρατειά πέραν των άλλων του στερούν τη δυνατότητα να απολαμβάνει τον έρωτα, όπως ο ποιητής τον εννοούσε και τον απομακρύνουν ακόμη κι από την απλή συναναστροφή των ωραίων νέων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες του γήρατος, μπορεί τουλάχιστον να παρηγορείται με τη σκέψη ότι η ποίησή του θα συνεχίσει να προσφέρει αισθητική απόλαυση στους νέους των επερχόμενων γενιών. Ο Καβάφης είχε κατανοήσει τη δύναμη του ποιητικού του λόγου και γνώριζε ότι η ποίησή του θα αποτελέσει το μέσο που θα του προσφέρει μια διηνεκή παρουσία στο μέλλον.
Μια παρόμοια εικόνα του γήρατος βρίσκουμε στο «Ένας γέρος», στο οποίο ο ποιητής μας παρουσιάζει έναν γέροντα που κάθεται μόνος του στο καφενείο και σκέφτεται με απόγνωση τα χρόνια που πέρασαν και το ασυγχώρητο λάθος του να αφήσει τη νεότητά του να χαθεί χωρίς να τη ζήσει στο έπακρο. Ο ηλικιωμένος ήρωας του ποιήματος βιώνει την καταφρόνια των γηρατειών και μετανιώνει για όλες τις «ορμές» που συγκράτησε και όλες τις ευκαιρίες που άφησε ανεκμετάλλευτες νομίζοντας ότι είχε άφθονο χρόνο μπροστά του. Τώρα είναι μόνος του κι απελπισμένος, καθώς ο χρόνος της νεότητάς του πέρασε τόσο γρήγορα που μοιάζει σα να ήταν χθες που ήταν ακόμη νέος. Η διαφορά ανάμεσα στο γέροντα του Πολύ σπανίως και του γέροντα αυτού του ποιήματος είναι ότι ο πρώτος έχει την παρηγοριά της ποίησης, ενώ ο δεύτερος δεν έχει τίποτε άλλο πέρα από μεταμέλειες και πίκρα. Διαφορά που μπορεί να οφείλεται στις περιόδους που γράφτηκαν τα δύο ποιήματα, μιας και το Πολύ σπανίως ο Καβάφης το έγραψε όταν ήταν 50 χρονών και ήδη καταξιωμένος ποιητής, ενώ το Ένα γέρος όταν ήταν μόλις 34 και βρισκόταν ακόμη στην αρχή της ποιητικής του πορείας. Εντούτοις, κοινό στοιχείο και στα δύο ποιήματα είναι η απελπισία και η απογοήτευση που γεννούν τα γηρατειά, καθώς είτε υπάρχει η ποίηση είτε όχι, το τέλος της νεότητας δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνο.
Η παρηγοριά πάντως που μπορεί να προέλθει από την ποίηση δεν περιορίζεται μόνο στη σκέψη ότι ο ποιητής έχει διασφαλίσει τη συνέχειά του μέσω του έργου του. Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα καταφύγιο της σκέψης, με τον ποιητή να αφοσιώνεται στην ποιητική του δημιουργία και να ξεχνά έστω και για λίγο την παρούσα του κατάσταση. Στο Μελαγχολία τοῦ Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητοῦ εν Κομμαγηνῇ∙ 595 μ.Χ., ο Καβάφης ζητά τη συνδρομή της ποίησης για να ξεχάσει τη πληγή που του έχει προκαλέσει το γήρασμα της μορφής του. Για έναν ποιητή, όπως είναι ο Καβάφης, που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ποίηση, δουλεύοντας ξανά και ξανά τα ποιήματά του, είναι πολύ λογικό η ενασχόληση με την ποίηση να αποτελεί έναν ασφαλή νοητικό χώρο όπου ο ποιητής μπορεί να καταφύγει για να λησμονήσει ό,τι τον απασχολεί και τον πληγώνει. Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως, αναφωνεί ο Ιάσονας Κλεάνδρου, η περσόνα που υιοθετεί εδώ ο Καβάφης, αναφερόμενος ουσιαστικά στα μέσα που χρησιμοποιεί η ποιητική δημιουργία, στη φαντασία δηλαδή και το λόγο. Για τον Καβάφη τόσο ο λόγος, η ελληνική γλώσσα, όσο και η φαντασία αποτελούν δυο στοιχεία που τον συνοδεύουν σταθερά στη ζωή του. Ο ποιητής αυτός, άλλωστε, έχει προσέξει όσο κανείς τη γλώσσα των ποιημάτων του κι έχει αποταθεί στη φαντασία του πλείστες φορές για να μπορέσει να δημιουργήσει τις ιδιαίτερες εικόνες και τις ξεχωριστές του ιστορίες που τόσο έχουν πλουτίσει το ποιητικό του έργο. Ο ίδιος μάλιστα μιλώντας για την ποίηση που δε βασίζεται στη φαντασία σχολίαζε: «Η περιγραφική ποίησις –ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως- ίσως είναι ασφαλής. Αλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα.». Ο ηλικιωμένος ποιητής, επομένως, μπορεί να βρει παρηγοριά, έστω και πρόσκαιρα, στην τέχνη του, ξεχνώντας την ασχήμια των γηρατειών κι επιστρέφοντας σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί μια διαρκής νεότητα.
Η ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να επιστρέφει με τη βοήθεια της φαντασίας του, με τη βοήθεια της ποίησής του, στο παρελθόν της νεότητάς του γίνεται όλο και πιο έκδηλη στο έργο του καθώς ο ποιητής μεγαλώνει. Στο υπέροχο ποίημα Κατά τες συνταγές ἀρχαίων Ἐλληνοσύρων μάγων, που έγραψε ο Καβάφης στα 68 του χρόνια, ο αισθητιστής ήρωας αναζητά κάποιο μαγικό απόσταγμα που να μπορεί να τον γυρίσει πίσω στα 23 του χρόνια και παράλληλα να του φέρει και το νεαρό του φίλο. Κι επειδή αντιλαμβάνεται, φυσικά, πως δεν μπορεί να γίνει ξανά νέος, ζητά τουλάχιστον να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω έστω για μια μέρα, έστω για λίγες στιγμές. Ο Καβάφης έχοντας φτάσει πια σε μια ηλικία που δεν υπάρχουν περιθώρια για δεύτερες ευκαιρίες και νέες προοπτικές, επιδίδεται σ’ αυτό που γνωρίζει καλύτερα. Επιστρατεύει τη φαντασία του κι επιχειρεί αναδρομές στο παρελθόν του για να μπορέσει έστω και μέσα από τις αναμνήσεις ή τις οπτασίες του να αισθανθεί ξανά την υπέροχη ευτυχία της νεότητας και του έρωτα.
Ο Καβάφης αισθανόταν, από τα χρόνια της νεότητάς του ακόμη, φόβο για τα γηρατειά και τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου κι η μόνη απάντηση που είχε να αντιτάξει σ’ αυτό το φόβο ήταν η ποίησή του. Ο ποιητής πίστευε ότι μπορούσε να διασώσει από τη φθορά τα αγαπημένα του πρόσωπα, εντάσσοντάς τα στα ποιήματά του. Η εναπόθεση της ανάμνησης όλων εκείνων των ωραίων νέων που κόσμησαν τη ζωή του ποιητή μέσα στα ποιητικά του δημιουργήματα ήταν η μόνη δυνατότητα διασφάλισής τους. Ανατρέχοντας στο ποίημα Γκρίζα βρίσκουμε αυτή ακριβώς τη λυτρωτική λειτουργία της ποίησης του Καβάφη:
…
Θ’ ἀσχήμισαν -ἂν ζει- τα γκρίζα μάτια
θα χάλασε τα’ ὡραῖο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ὡς ἦσαν.
Και, μνήμη, ὅ,τι μπορεῖς ἀπό τον ἔρωτά μου αὐτόν,
ὅ,τι μπορεῖς φέρε με πίσω ἀπόψι.