Glenn Beasley
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ενδύματα»
Μέσα
σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω
τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα
ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν
τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα
από τα πρώτα.
Θα
τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν
θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη
σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα
βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου
τελειωμένη.
Όλως
διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και
ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί
πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται
ολομόναχοι, σαν κ’ εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα
πήγαν να κοιμηθούν.
Το
«Ενδύματα» είναι ένα από τα τρία πεζά ποιήματα που έχει συνθέσει ο Κωνσταντίνος
Καβάφης. Το θέμα του είναι ένα από τα ιδιαιτέρως προσφιλή στον ποιητή και αφορά
το πέρασμα του χρόνου και την αναπόληση της νεότητας. Τα ενδύματα του τίτλου
κυριαρχούν στο σύντομο αυτό ποίημα και συμβολίζουν με τις εναλλαγές των
χρωμάτων τους τις διάφορες ηλικιακές περιόδους του ανθρώπινου βίου.
«Μέσα
σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω
τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα
ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν
τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα
από τα πρώτα.»
Πρόθεση
του ποιητή είναι να φυλάξει τα ενδύματα της ζωής του σ’ ένα κιβώτιο ή σ’ ένα
έπιπλο παρόμοιας χρήσης φτιαγμένο από έβενο∙ φτιαγμένο από το πολύτιμο αυτό
υλικό προκειμένου να είναι σαφής η ιδιαίτερη αξία του επίπλου. Η διαφύλαξη,
άλλωστε, των αναμνήσεων του παρελθόντος -την οποία ο Καβάφης συνήθως
εμπιστεύεται στην ίδια του την τέχνη και στους στίχους του- συνιστά μια
παρακαταθήκη απροσμέτρητης σημασίας.
Οι
ηλικιακές περίοδοι φανερώνονται στο πλαίσιο του ποιήματος μέσα από τα διάφορα
χρώματα των ενδυμάτων. Έτσι, τα κυανά ρούχα, τα βαθυγάλαζα δηλαδή, έρχονται να
δηλώσουν την παιδική ηλικία, ενώ τα κόκκινα ρούχα την ηλικία της εφηβείας και
της πρώτης νεότητας, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται από τον ποιητή ως τα πιο
ωραία από όλα. Τα κίτρινα ενδύματα αποδίδουν τα χρόνια της ωριμότητας, ενώ τα
ξεθωριασμένα κυανά ρούχα μας φέρνουν στην αρχή πια του γήρατος.
Ξέχωρη
έμφαση δίνεται, φυσικά, στα κόκκινα ενδύματα, στα χρόνια δηλαδή κατά τα οποία η
βίωση του έρωτα, η ένταση των συναισθημάτων και η ζωτικότητα του σώματος
φέρνουν τη ζωή του ανθρώπου σε μια εσωτερική κορύφωση. Η νεότητα χαρακτηρίζεται
εύλογα, λοιπόν, ως η ωραιότερη απ’ όλες της ηλικίες, αφού είναι εκείνη που
χαρίζει τον έρωτα σ’ όλη του την πληρότητα, με το σώμα και την ψυχή να
βρίσκονται στην ιδανική ακμή τους.
Τα
κόκκινα ενδύματα, ωστόσο, δίνουν τη σειρά τους στα κίτρινα, στην ηλικία που
διαδέχεται τη νεότητα κι η οποία έρχεται να προσφέρει δικές τις κορυφώσεις,
αφού συνοδεύεται από την πνευματική ωρίμανση και το καταλάγιασμα της ερωτικής
έντασης. Μια περίοδος δημιουργικότητας και ήρεμης βίωσης της ζωής.
«Θα
τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν
θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη
σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.»
Ο
ποιητής σκοπεύει να συγκεντρώσει τα ενδύματα όλων των ηλικιών και να τα φυλάξει
με την ευλάβεια, με το βαθύ σεβασμό, που αναλογεί στα χρόνια, στις πράξεις και
στις εμπειρίες που πέρασαν∙ με τον σεβασμό που αντιστοιχεί σε ό,τι μας αφήνει η
ζωή στο πέρασμά της, τις μνήμες τις χαρμόσυνες, μα και τις οδυνηρές∙ τις μνήμες
των γεγονότων που μας διαμόρφωσαν και καθόρισαν σταδιακά την πορεία της ζωής
μας. Σκοπεύει να τα φυλάξει με ευλάβεια, αλλά και με πολλή λύπη, εφόσον τα
ενδύματα αυτά αντιστοιχούν σε χρόνια που το πέρασμά τους δεν μπορεί να
αναπληρωθεί. Κάθε ανάμνηση του παρελθόντος αντιστοιχεί και σε μια περίοδο της
ζωής που δεν πρόκειται -και δεν μπορεί- να επιστρέψει ποτέ ξανά.
Το
έπιπλο με τα ενδύματα αυτά θα το ανοίγει ο ποιητής όταν θα φορά πια μαύρα
ρούχα, όταν θα έχει φτάσει πλέον στην ηλικία εκείνη του προχωρημένου γήρατος
όπου τίποτε άλλο δεν είναι εφικτό για το άτομο πέρα από την αναπόληση του
παρελθόντος. Ο ποιητής, μάλιστα, προκειμένου να καταστήσει όσο γίνεται πιο
παραστατική τη θλίψη που συνοδεύει αυτή την περίοδο της επιβεβλημένης
αδράνειας, δηλώνει πως πέρα από τα μαύρα ρούχα που θα φορά, θα κατοικεί σ’ ένα
μαύρο σπίτι, μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Η
κυριαρχία του μαύρου χρώματος φανερώνει τόσο την έλλειψη εκείνων των στοιχείων
που προσέφεραν άλλοτε στο άτομο τη δυνατότητα κάποιας ευδαιμονίας όσο και την
άμεση σύνδεση αυτής της ηλικίας με τον επερχόμενο θάνατο. Μόνη ενασχόληση,
επομένως, για τον ηλικιωμένο ποιητή θα είναι να ανατρέχει ξανά στα ενδύματα των
περασμένων χρόνων και να τα κοιτά με χαρά, με πόθο, αλλά και με απελπισία. Με
χαρά για τις ευτυχισμένες μνήμες του παρελθόντος και για την ευλογημένη
υπενθύμιση πως κάποτε υπήρξε κι εκείνος μέρος ενεργό αυτού του κόσμου, μα και
με απελπισία, εφόσον θα γνωρίζει πως πλέον τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συμβεί
ξανά, αφού η ζωή του θα πλησιάζει πια προς την ακούσια ολοκλήρωσή της.
«Θα
βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου
τελειωμένη.»
Η
μεγάλη γιορτή της ζωής με τις προκλήσεις, τις δυσκολίες, τις ευτυχίες, τα πάθη
και τους έρωτες θα είναι τότε απόλυτα τελειωμένη, εφόσον ο ποιητής θα βρίσκεται
στην περίοδο του γήρατος. Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείνει κάποιος πως ακόμη
και τα χρόνια αυτά ενέχουν τη δυνατότητα κάποιας -μειωμένης έστω- δράσης,
ικανής να προσφέρει χαρά στον άνθρωπο, μα ο ποιητής είναι απόλυτος ως προς τον
τρόπο που αντικρίζει τα χρόνια του προχωρημένου γήρατος, γι’ αυτό και
επαναλαμβάνει εμφατικά δύο φορές τη σχετική φράση «όλως διόλου τελειωμένη».
«Όλως
διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και
ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο.
Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ’
εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.»
Η
καταληκτική εικόνα του ποιήματος αποδίδει με συμβολικό τρόπο τα χρόνια της
σωματικής και πνευματικής κατάρρευσης, όταν πια οι άνθρωποι έχουν εξαντλήσει
πλήρως κάθε περιθώριο ζωής. Έτσι, ό,τι απομένει από τη μεγάλη γιορτή είναι η
ακαταστασία που άφησαν οι καλεσμένοι -συνειρμικά αυτή η εικόνα μας παραπέμπει
και στις πληγές που αφήνουν οι άνθρωποι με το πέρασμά τους στην ψυχή άλλων
ανθρώπων. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα, τα κεριά καμένα ως το τέλος και όλο το
κρασί πιωμένο∙ στοιχεία που δίνουν με ενάργεια την εικόνα του τέλους, την
εικόνα της πλήρους εγκατάλειψης.
Όλοι
καλεσμένοι θα έχουν φύγει∙ όλα τα πρόσωπα που συνέδεσαν τη ζωή τους με τη ζωή
του ποιητή θα έχουν πια αποχωρήσει είτε για να απομονωθούν κι οι ίδιοι σε
σκοτεινά σπίτια, αναπολώντας πιθανώς τη δική τους διαδρομή, είτε για να
κοιμηθούν. Τα πρόσωπα της ζωής του ποιητή, όπως και κάθε ανθρώπου άλλωστε,
καταλήγουν κι εκείνα στην απόλυτη αδράνεια του γήρατος, στην αναμονή του
τέλους, ή αφήνονται στο κάλεσμα του ύπνου∙ ενός ύπνου που δεν μπορεί παρά να
συμβολίζει εδώ το θάνατο, το οριστικό και αναπόφευκτο τέλος της ζωής.