Michael Tompsett
Κική Δημουλά «Δεν αστοχεί»
Ένα Αλτ, υπόκωφο,
άκουσα να με σημαδεύει.
Ουδέν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς
μες στην ακινησία προ πολλού
με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει
Ωστόσο νιώθοντας ωσάν
ακόμα ν’ αναδεύεται το μέσα μου κατάτι
υπάκουσα στο άκουσμα του Αλτ
περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει
η φοβέρα.
Τίποτα, σιγή απόλυτη
μα δεν ξεθάρρεψα,
τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω
ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει
το ανεξήγητο
κι άντε να το συλλάβεις.
Κική Δημουλά, Άνω τελεία, Εκδόσεις
Ίκαρος, 2016
Το ποίημα «Δεν αστοχεί» έχει ως θέμα
του την επίγνωση πως παρά τις όποιες προσπάθειες του ανθρώπου να ελέγξει την
πορεία της ζωής του, υπάρχουν πάντοτε αστάθμητοι παράγοντες που βρίσκονται πολύ
πέρα από τον έλεγχό του. Στο προσωποποιημένο «ανεξήγητο» συμπυκνώνονται όλα
εκείνα τα στοιχεία και περιστατικά που έχουν δραστική επίδραση στη ζωή ενός ατόμου,
έστω κι αν το ίδιο τα αγνοεί ή δεν έχει εγκαίρως αντιληφθεί τη σημασία τους. Πολύ
συχνά, άλλωστε, οι άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν επαρκώς και να εξηγήσουν
καίρια γεγονότα της προσωπικής τους ζωής, καθώς αγνοούν σημαντικές τους παραμέτρους.
Το πώς εξελίσσονται τα πράγματα κάθε
δεδομένη στιγμή -ιδίως όταν πρόκειται για εξελίξεις με σημαντικό αντίκτυπο στη
ζωή του ατόμου-, επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, με το ίδιο το άτομο να
ελέγχει και να γνωρίζει, κατά περιπτώσεις, λίγους ή και ελάχιστους από αυτούς.
Απομένει έτσι, κάποτε, απλός θεατής της ίδιας του της ζωής απορώντας γιατί τα
πράγματα ακολούθησαν τη συγκεκριμένη κατεύθυνση κι όχι κάποια άλλη.
«Ένα Αλτ, υπόκωφο,
άκουσα να με σημαδεύει.»
Η ποιήτρια προκειμένου να αποδώσει με
έμφαση την κρίσιμη σημασία που διαδραματίζουν τα όσα επηρεάζουν τη ζωή μας,
χωρίς εμείς να τα γνωρίζουμε, επιλέγει να προσδώσει έντονα θεατρική -και,
συνάμα, συμβολική- διάσταση στην ποιητική της σύνθεση. Ένα Αλτ, ένα στάσου που
μόλις ακούγεται, αποτελεί για την ποιήτρια την ένδειξη πως έχει τεθεί -αναπόδραστα
πια- στο στόχαστρο της μοίρας. Όπως ο στρατιώτης που εν αγνοία του έχει βρεθεί
στο οπτικό πεδίο ενός εχθρού και καλείται αιφνιδίως να ακινητοποιηθεί, έτσι και
η ποιήτρια, χωρίς να γνωρίζει το πώς και το πότε, βρέθηκε σε επικίνδυνο -πιθανά
εχθρικό- για εκείνη έδαφος, και τώρα οφείλει να ακινητοποιηθεί αναμένοντας τις «κυρώσεις»
για το λάθος ή για την συγκυριακή ατυχία της.
Με τη χρήση του α΄ ενικού προσώπου
(άκουσα) η ποιήτρια προσδίδει στο ποίημά της τον χαρακτήρα του προσωπικού
βιώματος, με τον υποκειμενισμό, αλλά και την εξομολογητική διάσταση που
συνοδεύουν κάθε προσωπική μαρτυρία. Το θέμα του ποιήματος αφορά, βέβαια, πολλοί
περισσότερους ανθρώπους, η ποιήτρια επιδιώκει, εντούτοις, να το προσεγγίσει
μέσα από τη δική της εμπειρία, για να φανερώσει πως παρά τις καθολικές του
προεκτάσεις, βιώνεται από κάθε άτομο ως κάτι πολύ προσωπικό.
«Ουδέν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς
μες στην ακινησία προ πολλού
με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει»
Η «διαταγή» που δίνεται στην ποιήτρια
να ακινητοποιηθεί δεν την προβληματίζει ιδιαιτέρως. Όπως επισημαίνει, είχε
οδηγηθεί, ούτως ή άλλως, σε κατάσταση ακινησίας προ πολλού, καθώς έστω και
διαισθητικά είχε λάβει τα προμηνύματα πως επέρχεται κάτι δυσάρεστο ή πως τα
πράγματα, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, δεν είναι όπως θα έπρεπε.
Το γεγονός πως η προσωποποιημένη «αίσθησή»
της την είχε «μεταφέρει» στην ακινησία συνδέεται με την ικανότητα των ανθρώπων
να επεξεργάζονται ακόμη και σε υποσυνείδητο επίπεδο τα μηνύματα που λαμβάνουν
από τον περίγυρό τους. Έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν ακόμη και τις
ανεπαίσθητες εκείνες αλλαγές στη συμπεριφορά των άλλων, που λειτουργούν ως
προειδοποιητικά μηνύματα ότι οι διαθέσεις τους έχουν μεταστραφεί ή έχουν αποκτήσει
αρνητικό χαρακτήρα. Συχνά το άτομο λαμβάνει έμμεσα μηνύματα, «διαισθητικής»
φύσης, όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά
τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει -σε μη συνειδητό επίπεδο- ο εγκέφαλός
του μέσα από την επεξεργασία μιας πληθώρας ενδείξεων (αρκετά ανεπαίσθητων, ώστε
να λάβουν τη μορφή σαφών και συνειδητών εμπειριών, αλλά όχι τόσο αδιόρατων,
ώστε να περάσουν τελείως απαρατήρητες από τις αισθήσεις του ατόμου).
Τα προαισθήματα, όπως κάποτε και τα όνειρα,
είναι τέτοιου είδους έμμεσα μηνύματα που αξιοποιεί ο εγκέφαλος προκειμένου να
προειδοποιήσει το άτομο για κάποια επερχόμενη δράση ή αντίδραση των άλλων, όταν
έχει συλλέξει οπτικές ή ηχητικές εικόνες (εκφράσεις προσώπου, μορφασμούς, λέξεις
ή διατυπώσεις -φαινομενικά άστοχες-, κινήσεις του σώματος κ.ά.), οι οποίες
έχουν μεν καταγραφεί, αλλά δεν υπήρξαν τόσο εμφανείς, ώστε να εκληφθούν ως
ξεκάθαρες εκφάνσεις αρνητικών ή θετικών προθέσεων.
«Ωστόσο νιώθοντας ωσάν
ακόμα ν’ αναδεύεται το μέσα μου κατάτι
υπάκουσα στο άκουσμα του Αλτ
περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει
η φοβέρα.»
Παρά το γεγονός ότι η ποιήτρια είναι ήδη
σε μερική κατάσταση ακινησίας, έχοντας λάβει σε διαισθητικό επίπεδο τα προειδοποιητικά
μηνύματα, τώρα που λαμβάνει με πιο σαφή τρόπο τη σχετική διαταγή -έστω και
χαμηλόφωνη-, αποφασίζει να υπακούσει και να παύσει μέσα της κάθε κίνηση. Σταματά
ακόμη και την παραμικρή εσωτερική «ανάδευση» του εαυτού της, συμμορφούμενη στη
διαταγή που της δίνεται, και περιμένει πια -σχεδόν μοιρολατρικά- την
εκπυρσοκρότηση της φοβέρας που την απειλεί.
Από τη στιγμή που το σχετικό μήνυμα
αποκτά πιο συνειδητή μορφή και δεν είναι απλά μια προαίσθηση, η ποιήτρια
απομένει πλήρως ακίνητη και αναμένει την «καταστροφή» ή το δυσάρεστο εκείνο
γεγονός που αναπόφευκτα πια θα συμβεί.
« Τίποτα, σιγή απόλυτη»
Το «πάγωμα» της ποιήτριας που προκύπτει
εξαιτίας της απειλής που δέχεται, ακολουθείται από την απόλυτη σιγή. Αν και
αναμένεται κάτι το φοβερό να συμβεί, τελικά δεν συμβαίνει τίποτα. Μοιάζει
αίφνης να είναι η προειδοποιητική απειλή κενή περιεχομένου.
«μα δεν ξεθάρρεψα,
τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω
ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει
το ανεξήγητο
κι άντε να το συλλάβεις.»
Κι όμως, παρά την απόλυτη σιγή και παρά
το γεγονός πως δεν συμβαίνει τίποτα, η ποιήτρια δεν ξεγελιέται. Συνεχίζει να
μένει σε πλήρη επαγρύπνηση, διότι γνωρίζει πολύ καλά πως εφόσον έλαβε την
προειδοποίηση, θα επέλθει και το «χτύπημα» της μοίρας. Η ποιήτρια, άλλωστε, όπως
εμφατικά δηλώνει με την επανάληψη της φράσης «τα ξέρω», έχει επίγνωση των
κόλπων που χρησιμοποιεί το «ανεξήγητο», για να πιάσει τελείως απροετοίμαστα τα
θύματά του.
Το ανεξήγητο προτιμά να μην αφήνει ίχνη
και αποφεύγει τα θεαματικά χτυπήματα. Χρησιμοποιεί, έτσι, σιγαστήρα για να «καθαρίσει»
τα θύματά του, ώστε να μπορέσει να διαφύγει ακολούθως, δυσχεραίνοντας τις όποιες
προσπάθειες για τη σύλληψή του.
Η ποιήτρια παρουσιάζει τη δράση του
ανεξήγητου με όρους που παραπέμπουν στη δράση κάποιου δολοφόνου, θέλοντας κατ’
αυτό τον τρόπο να τονίσει τόσο τον συντριπτικό χαρακτήρα των χτυπημάτων του (σε
καθαρίζει), όσο και το εντελώς απρόσμενο της δράσης του. Όπως κάποιος δεν
περιμένει πως θα πέσει θύμα ενός δολοφόνου, έτσι ακριβώς δεν περιμένει το όποιο
χτύπημα του επιφέρει το «ανεξήγητο».
Οι άνθρωποι όσο κι αν είναι -ή νομίζουν
πως είναι- προσεκτικοί, όσο καλά κι αν προγραμματίζουν κάθε τους κίνηση, όσο κι
αν θέλουν να πιστεύουν πως ελέγχουν κάθε πτυχή του βίου τους, θα έρθουν -αργά ή
γρήγορα- αντιμέτωποι με κάποιο απρόσμενο, μα αναπόφευκτο, δυσάρεστο γεγονός που
θα κλονίσει ή και θα ανατρέψει πλήρως τη ζωή τους. Μπορεί να μη γνωρίζουμε το
πότε, το πώς και κυρίως το γιατί θα συμβεί το γεγονός αυτό, γνωρίζουμε όμως σίγουρα
πως θα συμβεί. Κάποτε, μάλιστα, ίσως χρειαστεί να έρθει κάποιος αντιμέτωπος πολλές
φορές με τέτοια, εντελώς απρόσμενα, γεγονότα. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για
να τα αποτρέψουμε ή να τα προβλέψουμε, μπορούμε όμως να τα αναμένουμε, εφόσον
τα έχουμε δει να συμβαίνουν ξανά και ξανά σε άλλους ανθρώπους.
Το ανεξήγητο χτυπά αιφνιδιαστικά,
ύπουλα, χωρίς εξηγήσεις, και, φυσικά, «δεν αστοχεί». Από τη στιγμή που θέτει
στο στόχαστρό του κάποιον, είναι δεδομένο πως θα τον πετύχει, επιφέροντάς του ένα
καίριο χτύπημα.