Άγγελος Σικελιανός
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε το 1884 στη Λευκάδα. Γράφτηκε στη Νομική, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, γιατί τον κέρδισε η θεατρική Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, όπου έπαιξε σε πολλές παραστάσεις. Παράλληλα, άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά. Το 1906 γνώρισε στο σπίτι της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας Ντάνκαν την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ. Αμέσως μετά ταξίδεψε στη Λιβύη, όπου έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον Αλαφροΐσκιωτο, και έπειτα, όταν επέστρεψε, έφυγε με την Εύα για την Αμερική, παντρεύτηκαν και γύρισαν μετά από ένα χρόνο στη Λευκάδα. Πήρε μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς πολέμους. Το 1914 γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη, μαζί με τον οποίο ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και σε όλη την Ελλάδα. Το 1922 συνέλαβε μαζί με την Εύα το σχέδιο των Δελφικών γιορτών, που πραγματοποιήθηκαν το 1927 και το 1930, με χρηματοδότηση της Εύας. Με τις γιορτές αυτές ο Σικελιανός οραματίστηκε την ίδρυση μιας παγκόσμιας πνευματικής αμφικτιονίας με κέντρο τον «ομφαλό της γης», τους Δελφούς, και με στόχο την παγκόσμια συναδέλφωση (Δελφική Ιδέα).
Το 1933 η Εύα ταξίδεψε στην Αμερική για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση, αλλά δεν της δόθηκε άδεια επιστροφής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να χωρίσει και οι γιορτές να μην επαναληφθούν. Το 1939 ο Σικελιανός παντρεύτηκε την Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη και το 1947 έγινε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ. Πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στους Δελφούς. Στον ίδιο χώρο τάφηκε το 1952 και η Εύα Πάλμερ.
Ο Σικελιανός που οραματιζόταν έναν καθολικό θρησκευτικό μύθο, στον οποίο οι πρωτόγονες μητριαρχικές θρησκείες, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, ο ορφισμός και ο χριστιανισμός θα ενώνονταν δημιουργικά, συνέθεσε ένα ποιητικό έργο, βασικά γνωρίσματα του οποίου είναι ο έντονος λυρισμός, η φυσιολατρική διάθεση, η αίσθηση της νεότητας και του σφρίγους, ο διονυσιασμός και ο ερωτισμός. Ο λόγος του είναι μεγαλόστομος κι αρρενωπός. Τα ποιήματά του βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα σε έξι τόμους με τίτλο Λυρικός Βίος. Περιλαμβάνουν τις ακόλουθες συλλογές: «Αλαφροΐσκιωτος», «Ραψωδίες του Ιονίου», «Δελφικός Ύμνος», «Επίνικοι Α΄», «Νέκυια Α΄», «Αφροδίτης Ουρανίας», «Πρόλογος στη Ζωή: Η Συνείδηση της Γης μου. Η Συνείδηση της Φυλής μου. Η Συνείδηση της Γυναίκας. Η Συνείδηση της Πίστης. Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας», «Μήτηρ Θεού», «Πάσχα των Ελλήνων», «Δελφικός Λόγος» κ.ά. Έγραψε επίσης και έξι τραγωδίες, που συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον γενικό τίτλο Θυμέλη («Ο Διθύραμβος του Ρόδου», «Σίβυλλα», «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», «Ο Χριστός στη Ρώμη» κ.ά.).
Η κριτική για το έργο του
«Ο Σικελιανός ανανεώνει την παράδοση, σπάζοντας απ’ τον Αλαφροΐσκιωτο κιόλας —και αποφασιστικότερα με τον Πρόλογο στη ζωή— την ακαμψία του παραδοσιακού στίχου, ενώ ταυτόχρονα ξαναγυρίζει κάθε τόσο στα παλιά στροφικά, μετρικά και ομοιοκαταληκτικά συστήματα, μεταπηδώντας απ’ τον ιαμβικό δεκαεξασύλλαβο, τον συνδυασμένο με επτασύλλαβο, στον ορθόδοξο δεκαπεντασύλλαβο με πλεχτή ομοιοκαταληξία, κι απ’ το δεκαπεντασύλλαβο τετράστιχο στο ζευγαρωτό δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο. Μα η ουσιαστικότερη ανανέωση έρχεται απ’ την εσωτερική του πνοή και το περιεχόμενό του, από τη νέα όραση που αποκαλύπτει μαζί με τη νεότροπη, για την ώρα εκείνη, ρυθμική κίνηση του απελευθερωμένου στίχου του, καθώς συγχωνεύει μέσα του τον αρχαίο με το νέο Ελληνισμό και το φυσικό περιβάλλον του τόπου με την πνευματική μας παράδοση, βαθαίνοντας στις εθνικές ρίζες, ώσπου να συναντηθεί με το παγκόσμιο ανθρώπινο κύτταρο. Κάτι ανάλογο, βέβαια, είχε κάνει νωρίτερα κι ο Παλαμάς, αλλά μέσα απ’ το εργαστήρι του και κατά τρόπο λογοκρατικό και αδιάρρηκτα συνυφασμένο με την ιστορική του στιγμή, έτσι ώστε ο διεθνισμός του να μένει μόνιμα κλεισμένος στα σύνορα του εθνισμού του. Στον Σικελιανό, αντίθετα, τα πάντα συντελούνται μέσα στο μυστικό οργασμό της ελληνικής φύσης και με μια λυρική και μυστική έξαρση, που χαλαρώνει τα δεσμά της ως τότε λογοκρατικής αντίληψης για την ποίηση, δίχως να καταργεί τους λογικούς συνειρμούς, για ν’ ακουστεί, άλλοτε βαρύβροντος κι άλλοτε σπηλαιώδης, ο προφητικός λόγος ή για να πάρει φτερά η λυρική του διάθεση. Η ποίησή του εκφράζει μια πληρότητα ζωής, χωρίς ποτέ να γίνεται διανοητική κι εγκεφαλική.
Οραματικός και λυρικός, ο ποιητής κινείται σε ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, πέρα από φυλετικές διαφορές, διευρύνοντας τον εθνισμό του ως την παγκοσμιότητα, μολονότι δεν παύει παράλληλα να παρακολουθεί τις τύχες του έθνους. Η σύλληψη της Δελφικής Ιδέας κι οι προσπάθειες για την πραγματοποίησή της μας δίνουν το μέτρο του ιδεαλισμού του κι άλλο τόσο της ανεδαφικότητας του χαρακτήρα του […].
Ο Σικελιανός δεν ανήκει στους ρομαντικούς με τη στενή σημασία του όρου, αλλά στους πλατύτερα μυστικούς. Ακόμα κι ο γεμάτος ζωικούς χυμούς ερωτισμός του προβάλλεται συχνά κι εκείνος με τη μορφή ενός μυστικού και τελετουργικού χαρακτήρα. Ο κόσμος του δεν είναι ο διχασμένος άνθρωπος των μεταχριστιανικών χρόνων. Απ’ τον χριστιανισμό πήρε ό,τι για τους αρχαίους ήταν φρικτό: τον κάτω κόσμο, κι απ’ τους αρχαίους ό,τι για τον μεταχριστιανικό άνθρωπο είναι αγώνας και διχασμός: τη ζωή. Λυτρώθηκε έτσι απ’ την αίσθηση του εφήμερου και τον τρόμο του θανάτου, για να χαρεί ανεμπόδιστα το δώρο της ύπαρξης, και δημιούργησε μια μυστική ενότητα, που του εξασφαλίζει τη σιγουριά και την ελπίδα μέσα σ’ έναν κόσμο διχασμένο κι αμφιταλαντευόμενο, ταυτίζοντας τον Απόλλωνα με τον Διόνυσο και τον Διόνυσο με τον Ορφέα και το Χριστό.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Άγγελος Σικελιανός», Η Ελληνική Ποίηση. Η ανανεωμένη Παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα, 1980, σελ. 86-87)
«Τα πρώτα ποιήματα του Σικελιανού δείχνουν παράταιρες επιδράσεις: από τους ρομαντικούς, τους παρνασσικούς και τους συμβολιστές. από τη γερμανική μπαλάντα έως την αποσταγμένη σολωμική ποίηση. από το Θεόκριτο έως το δημοτικό τραγούδι. […]. Η απέραντη ευαισθησία του Σικελιανού αποτελεί την αφετηρία και τον όρο δημιουργίας του, δηλαδή μιας πνευματικής άσκησης που προσομοιάζει με την προσευχή ή την έκσταση. […] Ο Σικελιανός εισπνέει την πραγματικότητα και την εκπνέει με τον ποιητικό λόγο. Τα ενδιάμεσα της λογικής έχουν εξουδετερωθεί από την απεριόριστη ευαισθησία του […]. Ο λυρισμός που εκπροσωπεί ο Σικελιανός ισοδυναμεί με λύτρωση, παίδευση και μυσταγωγία.»
(Π. Πρεβελάκης, Σικελιανός, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1990, σελ. 30-31, 50, 57)
«Ό,τι προέχει στην ποίηση του Σικελιανού είναι η “Ιδέα” ή, καλύτερα, η παν-ιδέα: η ιδέα του αναμορφωτή, η ιδέα του πνευματικού ταγού, η ιδέα του πανθεϊσμού, η ιδέα της ενότητας του κόσμου […]. Το πραγματολογικό υλικό το αντλεί κυρίως από τη φύση, κι έπειτα από την αρχαιότητα, την Ορθοδοξία, και σε πολύ μικρό βαθμό από σύγχρονα ιστορικά γεγονότα (απελευθερωτικοί πόλεμοι). […]
Στον τομέα των ιδεών, πέρα από τη Μεγάλη Ιδέα και τον εθνικισμό του, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ο έντονος ιδεαλισμός του ποιητή. Όλα τελικά τα ανάγει σε ιδέες, προπάντων όμως στην ιδέα του ύψους. Θα έλεγε κανείς πως έχει μόνιμη την τάση του ύψους, αν και δεν είναι καθόλου σαφής αυτή η έννοια του ύψους […]. Πέρα πάντως από την αόριστη ιδέα του ύψους, θα πρέπει να του αναγνωριστούν τρεις βασικές ιδέες, που όσο κι αν σπερματικά απαντούν στον Παλαμά, δεν είχαν αναπτυχθεί νωρίτερα σε τέτοια έκταση και τόσο επίμονα. Είναι οι ιδέες της συναίρεσης του χρόνου, η ιδέα της συναίρεσης των θεών και η ιδέα της συναίρεσης της ύλης με το πνεύμα. Η τωρινή στιγμή είναι για τον ποιητή, αν μπορώ να το πω έτσι, στιγμή πανχρονική. Με την έννοια ότι συναιρεί μέσα της όλο το πριν με το τώρα. […] Η συναίρεση των θεών, μια ιδέα θα 'λεγε κανείς πανθεϊστική, έχει τη σημασία της θεϊκής μεταμόρφωσης μέσα στους αιώνες. Μιας μεταμόρφωσης η οποία δεν παύει να ανταποκρίνεται στις ίδιες ουσιαστικές ιδιότητες. Έτσι ο Άδωνης ταυτίζεται, στο ποίημα “Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι”, με το Χριστό […]. Η πανθεϊστική αντίληψη του ποιητή αποτελεί κοινό τόπο μέσα στα κείμενά του. Η άλλη ιδέα αφορά, όπως έχω πει, τη συναίρεση ύλης και πνεύματος. […]
Πώς όμως μιλάει για το ποιητικό του αντικείμενο;
Πρώτα πρώτα έντονα ρητορικά. Το ποιητικό εγώ εκφέρει το λόγο του σε ανοιχτό χώρο, από εξώστη, και με μεγάλη ένταση φωνής. Ουσιαστικά κραυγάζει μ’ όλη του τη δύναμη. […] Δεν έχουμε λόγο εις εαυτόν, αλλά λόγο προς τον άλλο και τους άλλους. Ακόμα κι όταν γίνεται αναφορά σε εσωτερικά δεδομένα, γίνεται με τη μορφή αναγγελίας. Πάντα προς τα έξω. Στο πλαίσιο αυτής της εξωστρέφειας υπάρχει βέβαια και αρκετή δόση επίδειξης και ναρκισσισμού. […] Κι είναι αλήθεια πως κανένας άλλος Νεοέλληνας ποιητής, αν εξαιρέσουμε τον Καζαντζάκη, δεν έδειξε μια τόσο εγωμανή ατομικότητα. […]
Κοιτάζοντας τώρα συνολικότερα το πρόβλημα της έκφρασης στο Σικελιανό, έχουμε το περιθώριο, σε μια εποπτική θεώρηση των κειμένων, να κάνουμε τις επόμενες παρατηρήσεις.
α) Ο ποιητικός λόγος παρουσιάζει μορφή δήλωσης και είναι εκφραστικά ατελέσφορος, όταν αφορά εσωτερικές καταστάσεις του ποιητικού εγώ.
β) Γενικά η εσωτερική ζωή του ποιητικού εγώ δεν εκφράζεται ευθέως με άρτιο τρόπο. Αν και έχουμε, σχεδόν μόνιμα, λόγο σε πρώτο πρόσωπο, δεν έχουμε αντίστοιχες άμεσες αναφορές στον εσωτερικό του κόσμο δοσμένες με εκφραστική επάρκεια.
γ) Αντίθετα έχουμε πληθώρα εύστοχων περιγραφών του εξωτερικού φυσικού κόσμου.
δ) Μολαταύτα η ποίηση του Σικελιανού στην πλειονότητα της, ως πρόθεση τουλάχιστο, έχει στόχο το εσωτερικό εγώ του.»
(Γ. Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Σοκόλης, Αθήνα, 2006, σελ. 261-275)
«Σ’ αυτή την φοβερήν έκπτωση έφερε τον άνθρωπο η απάρνηση της Θεάς- Μάνας, της Μητέρας-Γης, της κοσμογονικής και κοσμοσυνεκτικής αρχής της μητρότητας, και η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να κάνει παίγνιο των ευτελών του ορέξεων αυτή την αγνή κ’ ευεργετική θεότητα της αγάπης, της στοργής και του ελέους. Στο θαυμάσιο ποίημά του “Ιερά Οδός” εκφράζει ο Σικελιανός όλο τον πόνο του για το σπαραχτικό τούτο θέαμα. Στο δρόμο, καθώς πορεύεται προς την ιερή Ελευσίνα, κάθισε για μια στιγμή ν’ αναπαυτεί και να στοχαστεί ο ποιητής. Αίφνης τον πλησιάζει ένας Ατσίγγανος, που έσερνε πίσω του αλυσοδεμένες δυο αργοβάδιστες αρκούδες. Χτυπά το ντέφι και τις τραβάει με τη βία να χορέψουν […] Δεν υπάρχει σωτηρία από τούτο το χαμό; Δούλος της αμείλιχτης μοίρας του είναι ο άνθρωπος του καιρού μας, προορισμένος να πάει στον όλεθρο; Αντίθετα προς τους άλλους, τους σκοτεινούς προφήτες του θανάτου, ο Σικελιανός πιστεύει, πιστεύει ακράδαντα στη σωτηρία. Και η πίστη του αυτή είναι που κάνει πιο υποβλητικό το κήρυγμά του […].
Πώς θάρθει; […] Χρειάζεται πρώτα “η κυκλική εκτίμηση της όλης Ιστορίας”, κ’ έπειτα “η καθαρή παράσταση μιας βάσης, οσοσδήποτε μικρής”, που θα συμβολίζει τη λαχτάρα και την ορμή προς την καθολική ενότητα: τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη γη, την ένωσή του με τη Φύση, τη διαλλαγή του με τους αιώνιους νόμους της ζωής, την αδέλφωσή του με τους άλλους ανθρώπους, την εναρμόνιση σώματος και ψυχής, ιστορίας και πνεύματος, με λίγες λέξεις: “θα συμβολίζει την υψηλή κορυφή όπου τα πολλά γίνονται Ένα”.»
(Ε. Π. Παπανούτσος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 264-267)
«Είπε ο Malik ο γιος του Dinar: “Περνούσε ο Ιησούς (ο Θεός να τον ελεεί!) μαζί με τους αποστόλους πλάι από το ψοφίμι ενός σκύλου που ήδη βρωμούσε. Είπαν οι απόστολοι: Τι φοβερή οσμή αναδίνει ετούτο το σκυλί! Εκείνος απάντησε (ο Θεός να τον ευλογεί και να τον ελεεί!): Πόσο εξαίσια λάμπουν τα δόντια του!”
Από αυτό το χωρίο του Αλ Γαζαλί θα αντλήσει το θέμα ενός ποιήματός του ο Πέρσης ποιητής Νιζαμί (1141-1209). […] Το ποίημα αυτό του Νιζαμί παραθέτει ο Γκαίτε στις Σημειώσεις και παρατηρήσεις για το Διβάνι. Και ο Σικελιανός από πού αντλεί τον ποιητικό μύθο του “Άγραφου”; Χωρίς αμφιβολία η πρώτη και κύρια πηγή του είναι το Διβάνι του Γκαίτε. Προς απόδειξιν αρκεί, νομίζω, το γεγονός ότι ο Σικελιανός παραλείπει από το ποίημα του Νιζαμί ό,τι ακριβώς παραλείπει και ο Γκαίτε από αυτό […].
Όσο βέβαιο είναι ότι η κύρια πηγή του Σικελιανού για το “Άγραφον” είναι το Διβάνι του Γκαίτε, άλλο τόσο είναι βέβαιο πως δεν έμεινε μόνο σε αυτό. Προσωπικά, δεν νομίζω ότι διακινδυνεύουμε πολύ αν υποθέσουμε πως ο Σικελιανός είχε λάβει γνώση, πριν γράψει το “Άγραφον”, του κειμένου του Αλ Γαζαλί που παραθέσαμε παραπάνω. Στο ποίημά του ο Νιζαμί κάνει λόγο για μια τυχαία ομάδα περαστικών με τους οποίους συζητάει ο Χριστός, ενώ ο Αλ Γαζαλί παρουσιάζει τον Χριστό να περπατάει με τους μαθητές του και να συνομιλεί μαζί τους για εκείνο το ψοφίμι, όπως ακριβώς κάνει και ο ποιητής του “Άγραφου”[…]. Δεν ήταν ανάγκη να έχει διαβάσει ο Σικελιανός το Περί της αναγεννήσεως των θρησκευτικών επιστημών του Αλ Γαζαλί για να βρει την εν λόγω διήγηση για τον Χριστό […]. Θα μπορούσε να τη βρει σε προσιτότερες συλλογές άγραφων του Χριστού. Αν ο Σικελιανός είχε μείνει μόνο στο ποίημα του Νιζαμί, όπως παρατίθεται από τον Γκαίτε, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τιτλοφορήσει το δικό του ποίημα “Άγραφον”.»
(Στ. Ζουμπουλάκης, «“Άγραφον”. Μικρό φιλολογικό σχόλιο για τις πηγές του ποιήματος», Νέα Εστία, τεύχος 1740, 2001, σελ. 968-970)
Δείτε επίσης:
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε το 1884 στη Λευκάδα. Γράφτηκε στη Νομική, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, γιατί τον κέρδισε η θεατρική Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, όπου έπαιξε σε πολλές παραστάσεις. Παράλληλα, άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά. Το 1906 γνώρισε στο σπίτι της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας Ντάνκαν την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ. Αμέσως μετά ταξίδεψε στη Λιβύη, όπου έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον Αλαφροΐσκιωτο, και έπειτα, όταν επέστρεψε, έφυγε με την Εύα για την Αμερική, παντρεύτηκαν και γύρισαν μετά από ένα χρόνο στη Λευκάδα. Πήρε μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς πολέμους. Το 1914 γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη, μαζί με τον οποίο ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και σε όλη την Ελλάδα. Το 1922 συνέλαβε μαζί με την Εύα το σχέδιο των Δελφικών γιορτών, που πραγματοποιήθηκαν το 1927 και το 1930, με χρηματοδότηση της Εύας. Με τις γιορτές αυτές ο Σικελιανός οραματίστηκε την ίδρυση μιας παγκόσμιας πνευματικής αμφικτιονίας με κέντρο τον «ομφαλό της γης», τους Δελφούς, και με στόχο την παγκόσμια συναδέλφωση (Δελφική Ιδέα).
Το 1933 η Εύα ταξίδεψε στην Αμερική για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση, αλλά δεν της δόθηκε άδεια επιστροφής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να χωρίσει και οι γιορτές να μην επαναληφθούν. Το 1939 ο Σικελιανός παντρεύτηκε την Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη και το 1947 έγινε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ. Πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στους Δελφούς. Στον ίδιο χώρο τάφηκε το 1952 και η Εύα Πάλμερ.
Ο Σικελιανός που οραματιζόταν έναν καθολικό θρησκευτικό μύθο, στον οποίο οι πρωτόγονες μητριαρχικές θρησκείες, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, ο ορφισμός και ο χριστιανισμός θα ενώνονταν δημιουργικά, συνέθεσε ένα ποιητικό έργο, βασικά γνωρίσματα του οποίου είναι ο έντονος λυρισμός, η φυσιολατρική διάθεση, η αίσθηση της νεότητας και του σφρίγους, ο διονυσιασμός και ο ερωτισμός. Ο λόγος του είναι μεγαλόστομος κι αρρενωπός. Τα ποιήματά του βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα σε έξι τόμους με τίτλο Λυρικός Βίος. Περιλαμβάνουν τις ακόλουθες συλλογές: «Αλαφροΐσκιωτος», «Ραψωδίες του Ιονίου», «Δελφικός Ύμνος», «Επίνικοι Α΄», «Νέκυια Α΄», «Αφροδίτης Ουρανίας», «Πρόλογος στη Ζωή: Η Συνείδηση της Γης μου. Η Συνείδηση της Φυλής μου. Η Συνείδηση της Γυναίκας. Η Συνείδηση της Πίστης. Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας», «Μήτηρ Θεού», «Πάσχα των Ελλήνων», «Δελφικός Λόγος» κ.ά. Έγραψε επίσης και έξι τραγωδίες, που συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον γενικό τίτλο Θυμέλη («Ο Διθύραμβος του Ρόδου», «Σίβυλλα», «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», «Ο Χριστός στη Ρώμη» κ.ά.).
Η κριτική για το έργο του
«Ο Σικελιανός ανανεώνει την παράδοση, σπάζοντας απ’ τον Αλαφροΐσκιωτο κιόλας —και αποφασιστικότερα με τον Πρόλογο στη ζωή— την ακαμψία του παραδοσιακού στίχου, ενώ ταυτόχρονα ξαναγυρίζει κάθε τόσο στα παλιά στροφικά, μετρικά και ομοιοκαταληκτικά συστήματα, μεταπηδώντας απ’ τον ιαμβικό δεκαεξασύλλαβο, τον συνδυασμένο με επτασύλλαβο, στον ορθόδοξο δεκαπεντασύλλαβο με πλεχτή ομοιοκαταληξία, κι απ’ το δεκαπεντασύλλαβο τετράστιχο στο ζευγαρωτό δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο. Μα η ουσιαστικότερη ανανέωση έρχεται απ’ την εσωτερική του πνοή και το περιεχόμενό του, από τη νέα όραση που αποκαλύπτει μαζί με τη νεότροπη, για την ώρα εκείνη, ρυθμική κίνηση του απελευθερωμένου στίχου του, καθώς συγχωνεύει μέσα του τον αρχαίο με το νέο Ελληνισμό και το φυσικό περιβάλλον του τόπου με την πνευματική μας παράδοση, βαθαίνοντας στις εθνικές ρίζες, ώσπου να συναντηθεί με το παγκόσμιο ανθρώπινο κύτταρο. Κάτι ανάλογο, βέβαια, είχε κάνει νωρίτερα κι ο Παλαμάς, αλλά μέσα απ’ το εργαστήρι του και κατά τρόπο λογοκρατικό και αδιάρρηκτα συνυφασμένο με την ιστορική του στιγμή, έτσι ώστε ο διεθνισμός του να μένει μόνιμα κλεισμένος στα σύνορα του εθνισμού του. Στον Σικελιανό, αντίθετα, τα πάντα συντελούνται μέσα στο μυστικό οργασμό της ελληνικής φύσης και με μια λυρική και μυστική έξαρση, που χαλαρώνει τα δεσμά της ως τότε λογοκρατικής αντίληψης για την ποίηση, δίχως να καταργεί τους λογικούς συνειρμούς, για ν’ ακουστεί, άλλοτε βαρύβροντος κι άλλοτε σπηλαιώδης, ο προφητικός λόγος ή για να πάρει φτερά η λυρική του διάθεση. Η ποίησή του εκφράζει μια πληρότητα ζωής, χωρίς ποτέ να γίνεται διανοητική κι εγκεφαλική.
Οραματικός και λυρικός, ο ποιητής κινείται σε ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, πέρα από φυλετικές διαφορές, διευρύνοντας τον εθνισμό του ως την παγκοσμιότητα, μολονότι δεν παύει παράλληλα να παρακολουθεί τις τύχες του έθνους. Η σύλληψη της Δελφικής Ιδέας κι οι προσπάθειες για την πραγματοποίησή της μας δίνουν το μέτρο του ιδεαλισμού του κι άλλο τόσο της ανεδαφικότητας του χαρακτήρα του […].
Ο Σικελιανός δεν ανήκει στους ρομαντικούς με τη στενή σημασία του όρου, αλλά στους πλατύτερα μυστικούς. Ακόμα κι ο γεμάτος ζωικούς χυμούς ερωτισμός του προβάλλεται συχνά κι εκείνος με τη μορφή ενός μυστικού και τελετουργικού χαρακτήρα. Ο κόσμος του δεν είναι ο διχασμένος άνθρωπος των μεταχριστιανικών χρόνων. Απ’ τον χριστιανισμό πήρε ό,τι για τους αρχαίους ήταν φρικτό: τον κάτω κόσμο, κι απ’ τους αρχαίους ό,τι για τον μεταχριστιανικό άνθρωπο είναι αγώνας και διχασμός: τη ζωή. Λυτρώθηκε έτσι απ’ την αίσθηση του εφήμερου και τον τρόμο του θανάτου, για να χαρεί ανεμπόδιστα το δώρο της ύπαρξης, και δημιούργησε μια μυστική ενότητα, που του εξασφαλίζει τη σιγουριά και την ελπίδα μέσα σ’ έναν κόσμο διχασμένο κι αμφιταλαντευόμενο, ταυτίζοντας τον Απόλλωνα με τον Διόνυσο και τον Διόνυσο με τον Ορφέα και το Χριστό.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Άγγελος Σικελιανός», Η Ελληνική Ποίηση. Η ανανεωμένη Παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα, 1980, σελ. 86-87)
«Τα πρώτα ποιήματα του Σικελιανού δείχνουν παράταιρες επιδράσεις: από τους ρομαντικούς, τους παρνασσικούς και τους συμβολιστές. από τη γερμανική μπαλάντα έως την αποσταγμένη σολωμική ποίηση. από το Θεόκριτο έως το δημοτικό τραγούδι. […]. Η απέραντη ευαισθησία του Σικελιανού αποτελεί την αφετηρία και τον όρο δημιουργίας του, δηλαδή μιας πνευματικής άσκησης που προσομοιάζει με την προσευχή ή την έκσταση. […] Ο Σικελιανός εισπνέει την πραγματικότητα και την εκπνέει με τον ποιητικό λόγο. Τα ενδιάμεσα της λογικής έχουν εξουδετερωθεί από την απεριόριστη ευαισθησία του […]. Ο λυρισμός που εκπροσωπεί ο Σικελιανός ισοδυναμεί με λύτρωση, παίδευση και μυσταγωγία.»
(Π. Πρεβελάκης, Σικελιανός, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1990, σελ. 30-31, 50, 57)
«Ό,τι προέχει στην ποίηση του Σικελιανού είναι η “Ιδέα” ή, καλύτερα, η παν-ιδέα: η ιδέα του αναμορφωτή, η ιδέα του πνευματικού ταγού, η ιδέα του πανθεϊσμού, η ιδέα της ενότητας του κόσμου […]. Το πραγματολογικό υλικό το αντλεί κυρίως από τη φύση, κι έπειτα από την αρχαιότητα, την Ορθοδοξία, και σε πολύ μικρό βαθμό από σύγχρονα ιστορικά γεγονότα (απελευθερωτικοί πόλεμοι). […]
Στον τομέα των ιδεών, πέρα από τη Μεγάλη Ιδέα και τον εθνικισμό του, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ο έντονος ιδεαλισμός του ποιητή. Όλα τελικά τα ανάγει σε ιδέες, προπάντων όμως στην ιδέα του ύψους. Θα έλεγε κανείς πως έχει μόνιμη την τάση του ύψους, αν και δεν είναι καθόλου σαφής αυτή η έννοια του ύψους […]. Πέρα πάντως από την αόριστη ιδέα του ύψους, θα πρέπει να του αναγνωριστούν τρεις βασικές ιδέες, που όσο κι αν σπερματικά απαντούν στον Παλαμά, δεν είχαν αναπτυχθεί νωρίτερα σε τέτοια έκταση και τόσο επίμονα. Είναι οι ιδέες της συναίρεσης του χρόνου, η ιδέα της συναίρεσης των θεών και η ιδέα της συναίρεσης της ύλης με το πνεύμα. Η τωρινή στιγμή είναι για τον ποιητή, αν μπορώ να το πω έτσι, στιγμή πανχρονική. Με την έννοια ότι συναιρεί μέσα της όλο το πριν με το τώρα. […] Η συναίρεση των θεών, μια ιδέα θα 'λεγε κανείς πανθεϊστική, έχει τη σημασία της θεϊκής μεταμόρφωσης μέσα στους αιώνες. Μιας μεταμόρφωσης η οποία δεν παύει να ανταποκρίνεται στις ίδιες ουσιαστικές ιδιότητες. Έτσι ο Άδωνης ταυτίζεται, στο ποίημα “Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι”, με το Χριστό […]. Η πανθεϊστική αντίληψη του ποιητή αποτελεί κοινό τόπο μέσα στα κείμενά του. Η άλλη ιδέα αφορά, όπως έχω πει, τη συναίρεση ύλης και πνεύματος. […]
Πώς όμως μιλάει για το ποιητικό του αντικείμενο;
Πρώτα πρώτα έντονα ρητορικά. Το ποιητικό εγώ εκφέρει το λόγο του σε ανοιχτό χώρο, από εξώστη, και με μεγάλη ένταση φωνής. Ουσιαστικά κραυγάζει μ’ όλη του τη δύναμη. […] Δεν έχουμε λόγο εις εαυτόν, αλλά λόγο προς τον άλλο και τους άλλους. Ακόμα κι όταν γίνεται αναφορά σε εσωτερικά δεδομένα, γίνεται με τη μορφή αναγγελίας. Πάντα προς τα έξω. Στο πλαίσιο αυτής της εξωστρέφειας υπάρχει βέβαια και αρκετή δόση επίδειξης και ναρκισσισμού. […] Κι είναι αλήθεια πως κανένας άλλος Νεοέλληνας ποιητής, αν εξαιρέσουμε τον Καζαντζάκη, δεν έδειξε μια τόσο εγωμανή ατομικότητα. […]
Κοιτάζοντας τώρα συνολικότερα το πρόβλημα της έκφρασης στο Σικελιανό, έχουμε το περιθώριο, σε μια εποπτική θεώρηση των κειμένων, να κάνουμε τις επόμενες παρατηρήσεις.
α) Ο ποιητικός λόγος παρουσιάζει μορφή δήλωσης και είναι εκφραστικά ατελέσφορος, όταν αφορά εσωτερικές καταστάσεις του ποιητικού εγώ.
β) Γενικά η εσωτερική ζωή του ποιητικού εγώ δεν εκφράζεται ευθέως με άρτιο τρόπο. Αν και έχουμε, σχεδόν μόνιμα, λόγο σε πρώτο πρόσωπο, δεν έχουμε αντίστοιχες άμεσες αναφορές στον εσωτερικό του κόσμο δοσμένες με εκφραστική επάρκεια.
γ) Αντίθετα έχουμε πληθώρα εύστοχων περιγραφών του εξωτερικού φυσικού κόσμου.
δ) Μολαταύτα η ποίηση του Σικελιανού στην πλειονότητα της, ως πρόθεση τουλάχιστο, έχει στόχο το εσωτερικό εγώ του.»
(Γ. Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Σοκόλης, Αθήνα, 2006, σελ. 261-275)
«Σ’ αυτή την φοβερήν έκπτωση έφερε τον άνθρωπο η απάρνηση της Θεάς- Μάνας, της Μητέρας-Γης, της κοσμογονικής και κοσμοσυνεκτικής αρχής της μητρότητας, και η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να κάνει παίγνιο των ευτελών του ορέξεων αυτή την αγνή κ’ ευεργετική θεότητα της αγάπης, της στοργής και του ελέους. Στο θαυμάσιο ποίημά του “Ιερά Οδός” εκφράζει ο Σικελιανός όλο τον πόνο του για το σπαραχτικό τούτο θέαμα. Στο δρόμο, καθώς πορεύεται προς την ιερή Ελευσίνα, κάθισε για μια στιγμή ν’ αναπαυτεί και να στοχαστεί ο ποιητής. Αίφνης τον πλησιάζει ένας Ατσίγγανος, που έσερνε πίσω του αλυσοδεμένες δυο αργοβάδιστες αρκούδες. Χτυπά το ντέφι και τις τραβάει με τη βία να χορέψουν […] Δεν υπάρχει σωτηρία από τούτο το χαμό; Δούλος της αμείλιχτης μοίρας του είναι ο άνθρωπος του καιρού μας, προορισμένος να πάει στον όλεθρο; Αντίθετα προς τους άλλους, τους σκοτεινούς προφήτες του θανάτου, ο Σικελιανός πιστεύει, πιστεύει ακράδαντα στη σωτηρία. Και η πίστη του αυτή είναι που κάνει πιο υποβλητικό το κήρυγμά του […].
Πώς θάρθει; […] Χρειάζεται πρώτα “η κυκλική εκτίμηση της όλης Ιστορίας”, κ’ έπειτα “η καθαρή παράσταση μιας βάσης, οσοσδήποτε μικρής”, που θα συμβολίζει τη λαχτάρα και την ορμή προς την καθολική ενότητα: τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη γη, την ένωσή του με τη Φύση, τη διαλλαγή του με τους αιώνιους νόμους της ζωής, την αδέλφωσή του με τους άλλους ανθρώπους, την εναρμόνιση σώματος και ψυχής, ιστορίας και πνεύματος, με λίγες λέξεις: “θα συμβολίζει την υψηλή κορυφή όπου τα πολλά γίνονται Ένα”.»
(Ε. Π. Παπανούτσος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 264-267)
«Είπε ο Malik ο γιος του Dinar: “Περνούσε ο Ιησούς (ο Θεός να τον ελεεί!) μαζί με τους αποστόλους πλάι από το ψοφίμι ενός σκύλου που ήδη βρωμούσε. Είπαν οι απόστολοι: Τι φοβερή οσμή αναδίνει ετούτο το σκυλί! Εκείνος απάντησε (ο Θεός να τον ευλογεί και να τον ελεεί!): Πόσο εξαίσια λάμπουν τα δόντια του!”
Από αυτό το χωρίο του Αλ Γαζαλί θα αντλήσει το θέμα ενός ποιήματός του ο Πέρσης ποιητής Νιζαμί (1141-1209). […] Το ποίημα αυτό του Νιζαμί παραθέτει ο Γκαίτε στις Σημειώσεις και παρατηρήσεις για το Διβάνι. Και ο Σικελιανός από πού αντλεί τον ποιητικό μύθο του “Άγραφου”; Χωρίς αμφιβολία η πρώτη και κύρια πηγή του είναι το Διβάνι του Γκαίτε. Προς απόδειξιν αρκεί, νομίζω, το γεγονός ότι ο Σικελιανός παραλείπει από το ποίημα του Νιζαμί ό,τι ακριβώς παραλείπει και ο Γκαίτε από αυτό […].
Όσο βέβαιο είναι ότι η κύρια πηγή του Σικελιανού για το “Άγραφον” είναι το Διβάνι του Γκαίτε, άλλο τόσο είναι βέβαιο πως δεν έμεινε μόνο σε αυτό. Προσωπικά, δεν νομίζω ότι διακινδυνεύουμε πολύ αν υποθέσουμε πως ο Σικελιανός είχε λάβει γνώση, πριν γράψει το “Άγραφον”, του κειμένου του Αλ Γαζαλί που παραθέσαμε παραπάνω. Στο ποίημά του ο Νιζαμί κάνει λόγο για μια τυχαία ομάδα περαστικών με τους οποίους συζητάει ο Χριστός, ενώ ο Αλ Γαζαλί παρουσιάζει τον Χριστό να περπατάει με τους μαθητές του και να συνομιλεί μαζί τους για εκείνο το ψοφίμι, όπως ακριβώς κάνει και ο ποιητής του “Άγραφου”[…]. Δεν ήταν ανάγκη να έχει διαβάσει ο Σικελιανός το Περί της αναγεννήσεως των θρησκευτικών επιστημών του Αλ Γαζαλί για να βρει την εν λόγω διήγηση για τον Χριστό […]. Θα μπορούσε να τη βρει σε προσιτότερες συλλογές άγραφων του Χριστού. Αν ο Σικελιανός είχε μείνει μόνο στο ποίημα του Νιζαμί, όπως παρατίθεται από τον Γκαίτε, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τιτλοφορήσει το δικό του ποίημα “Άγραφον”.»
(Στ. Ζουμπουλάκης, «“Άγραφον”. Μικρό φιλολογικό σχόλιο για τις πηγές του ποιήματος», Νέα Εστία, τεύχος 1740, 2001, σελ. 968-970)
Δείτε επίσης: