Anka Zhuravleva
Βασίλης
Καραβίτης «Το άπιαστο Πρo-πο»
Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα
μας.
Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό
τους
γι’ ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους
προορισμούς
για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει
το σώμα
για λέξεις παρθένες που θ’ αχρηστέψουν
τη μόνωση
για σιωπές ακόμα εύφορες που θα
συντηρήσουν το πάθος
γι’ άγνωστες, νέες συγκινήσεις που
περιμένουνε πιστούς
για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες
για νέα σχήματα που θ’ απορροφήσουν τις
μοναξιές
για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν
οπαδούς
για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις,
νέες διαστάσεις
για παιδιά χωρίς τους μύθους των
μεγάλων
για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας
για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που
ξέρουμε.
Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με
τίποτα.
[Το ποίημα περιλαμβάνεται στην ποιητική
συλλογή Λυπομανία (1989).]
Στο ποίημα «Το άπιαστο Προ-πο» ο
Βασίλης Καραβίτης καταγράφει με εμφατικό τρόπο την πεποίθησή του πως είναι
ανέφικτες οι δραστικές αλλαγές που προσδοκούν οι συγκαιρινοί του, τόσο σε
επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον
ποιητή, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα συνεχίσουν πάντοτε να
υπάρχουν, τα κράτη θα παραμείνουν διαχωρισμένα μεταξύ τους με αυστηρώς
καθορισμένα σύνορα, κι η μοναξιά θα παραμείνει ο πιο πιστός σύντροφος των
ανθρώπων.
«Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα
μας.»
Με συγκαταβατική διάθεση ο ποιητής
δέχεται να συνεχίσει για άλλη μια φορά τη συζήτηση με τους φίλους του για όλα
τα κοινωνικά και διαπροσωπικά θέματα που εκείνοι θεωρούν πως μπορούν και
πρόκειται να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μια συζήτηση, βέβαια, που κινείται σε
εντελώς θεωρητικό επίπεδο, εφόσον όσα ζητήματα προσεγγίζονται είναι δυσεπίλυτα
κι έχουν σε μεγάλο βαθμό παγιωθεί, αφήνοντας, έτσι, μηδαμινά περιθώρια για μια
πιθανή επιτυχή αντιμετώπισή τους. Ειδικότερα, τίθενται 13 θέματα προς συζήτηση,
τα οποία, αν μπορούσαν όντως να αλλάξουν, θα αντιστοιχούσαν σε μια σημαντική
επιτυχία για την κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων· μια επιτυχία που θα
έβρισκε το ανάλογό της στο να πιάσει κάποιος το δεκατριάρι στο Προ-Πο,
αποκομίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλα -οικονομικά- κέρδη.
Αξίζει να προσεχθεί πως τόσο το
συγκαταβατικό ύφος (Ωραία λοιπόν) με το οποίο ο ποιητής συναινεί στη διάθεση
των φίλων του να συνεχίσουν την κουβέντα τους, όσο και το δυσεπίτευκτο των
προσδοκιών τους, φανερώνουν την ειρωνική διάθεση που διατρέχει συνολικά το
ποίημα. Οι απόψεις κι οι προσδοκίες των φίλων του ποιητή θα μπορούσαν να βρουν
την εκπλήρωσή τους μόνο σε μια ουτοπική κοινωνία, εφόσον η πραγματικότητα έχει
ήδη αποδείξει το ανεφάρμοστο όσων επιζητούν.
1ο «Για πόλεις που θα βρούνε
το νέο σφυγμό τους»
Οι πόλεις έχουν προ πολλού αφεθεί σ’
ένα κλίμα παρακμής και παραίτησης, ακολουθώντας την εξάντληση και την κούραση
των πολιτών απ’ την καθημερινή τους προσπάθεια να αντεπεξέλθουν στις εργασιακές
τους υποχρεώσεις και, συνάμα, από την προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα τόσα
προσωπικά, διαπροσωπικά και οικονομικά τους προβλήματα. Υπ’ αυτή την έννοια η
προσδοκία ότι οι πόλεις μπορούν να βρουν ένα νέο σφυγμό που θα τις εξωθήσει σε
μια δημιουργική περίοδο ανανέωσης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι
πόλεις, άλλωστε, έχουν πάψει πια να αποτελούν κοινότητες αλληλεγγύης και
ουσιαστικής συνύπαρξης, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κλειστεί στον
εαυτό τους πιεσμένοι από την πληθώρα των προβλημάτων τους. Απουσιάζει, έτσι, η
απαιτούμενη συνοχή που θα μπορούσε να επιτρέψει την πραγματική συνεργασία των
ανθρώπων, προκειμένου να αποκτήσουν οι πόλεις έναν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα.
2ο «γι’ ανθρώπους που θα
φέρουνε νεόκοπους προορισμούς»
Η σκληρή όψη της πραγματικότητας
διαψεύδει διαρκώς την όποια επιδίωξη των ανθρώπων να αναζητήσουν καινοφανείς
προορισμούς στη ζωή τους· την όποια επιδίωξη να βρεθεί μια διαφορετική οπτική
των πραγμάτων, ικανή να δώσει ένα πιο ουσιαστικό νόημα στο άναρχο συνονθύλευμα
γεγονότων που αποτελεί τη ζωή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι δέσμιοι των
πρακτικών τους αναγκών, των διαπροσωπικών τους σχέσεων, αλλά και της ίδιας τους
της θνητότητας που περιορίζει δραστικά τον ορίζοντα δράσης τους. Έτσι, η σκέψη
πως μπορεί να υπάρξει μια νέα διαφορετική στόχευση στη ζωή, μια στόχευση που θα
ανανεώσει δραστικά τους όρους της ανθρώπινης ύπαρξης, αποδεικνύεται κενή
περιεχομένου. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν μήτε από τις βασικές τους
ανάγκες, μήτε από τα εγγενή ελαττώματα της ανθρώπινης ψυχής. Η ανθρώπινη
μικροπρέπεια, ο φθόνος, ο εγωκεντρισμός, η επιθυμία της προσωπικής ανάδειξης, η
απληστία, οι ανασφάλειες, η ταπεινή ανάγκη για πρόσκαιρες ηδονές, και απ’ την
άλλη η αναπόφευκτη κάμψη της ενεργητικότητας που έρχεται με το πέρασμα των
χρόνων, θέτουν συγκεκριμένους και κάποτε αξεπέραστους περιορισμούς στη
δυνατότητα των ανθρώπων να οδηγηθούν σε μια εντελώς απαλλαγμένη από τα τωρινά
προβλήματα και τις τωρινές παθογένειες ζωή.
Οι νέοι προορισμοί, επομένως, είτε
κυριολεκτικοί είτε μεταφορικοί, δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια ύπαρξη
απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα ελαττώματα κι από τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις ή
τις λανθασμένες επιλογές.
3ο «για νέους κώδικες επαφής
που θα εφεύρει το σώμα»
Η ανάγκη των ανθρώπων για πιο
ουσιαστική οικειότητα, καθώς και για μια πληρέστερη βίωση της ερωτικής επαφής,
υπονομεύεται αφενός από τους περιορισμούς που θέτει η περιφρούρηση της
ατομικότητας κι αφετέρου από την αίσθηση της ρουτίνας και της μονοτονίας που
αποδυναμώνει τον ερωτικό πόθο. Οι άνθρωποι ακόμη και τη στιγμή της πιο άμεσης οικειότητας,
τη στιγμή της ερωτικής επαφής, αδυνατούν να αποδεσμευτούν από τις προσωπικές
τους ανασφάλειες ή από τη συνετή ανησυχία πως η ένωση των σωμάτων δεν
συνεπάγεται και ψυχική ή πνευματική ένωση, διατηρούν έτσι σε συναισθηματικό και
ψυχικό επίπεδο έναν βαθμό αποστασιοποίησης, προκειμένου να προφυλάξουν τον
εαυτό τους απ’ τον πόνο που θα τους επιφέρει ο ενδεχόμενος τερματισμός της
ερωτικής σχέσης. Καθίσταται αδύνατη, κατ’ αυτό τον τρόπο, η πλήρης ένωση του
ερωτικού ζευγαριού, αφού δεν παύουν να υπάρχουν εσωτερικές αμφιβολίες και
επιφυλάξεις. Από την άλλη, βέβαια, ακόμη και τα ζευγάρια που κατορθώνουν να
αισθανθούν απόλυτη ασφάλεια για τη σταθερότητα και την ποιότητα της μεταξύ τους
σχέσης, δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν για καιρό αλώβητη την αίσθηση της
ουσιαστικής ερωτικής επαφής, αφού η πάροδος του χρόνου οδηγεί την ερωτική
επιθυμία σε εξασθένηση.
Το αίτημα, επομένως, να φροντίσει το
ίδιο το σώμα να βρει νέους κώδικες επαφής, ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα της
ηδονής είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτο, εφόσον η ποιότητα της ερωτικής επαφής
εξαρτάται μερικώς μόνο από αυτό. Αν απουσιάζει η ερωτική επιθυμία ή η
πραγματική ψυχική επικοινωνία και επαφή, το σώμα δεν μπορεί να αναπληρώσει από
μόνο του αυτού του είδους τις ελλείψεις.
4ο «για λέξεις παρθένες που
θ’ αχρηστέψουν τη μόνωση»
Η αδυναμία των ανθρώπων να
επικοινωνήσουν μεταξύ τους με τρόπο ειλικρινή και άμεσο, χωρίς να αποκρύπτουν
σκέψεις και συναισθήματα, δεν οφείλεται στην απουσία επαρκών ή κατάλληλων
λέξεων, αλλά πρωτίστως στο φόβο και την απροθυμία τους να φανερώσουν ο ένας
στον άλλον τον πραγματικό τους εαυτό. Οι άνθρωποι -με τη σκέψη πως προφυλάσσουν
τον εαυτό τους- αποφεύγουν να εκθέτουν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις τους και
τις εσώτερες σκέψεις τους, γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία επιφανειακών
σχέσεων· σχέσεων που δεν κατορθώνουν να καλύψουν την ανάγκη για μια βαθύτερη επαφή
με τους άλλους. Καταλήγουν, έτσι, οι άνθρωποι να αισθάνονται απομονωμένοι,
ακόμη κι όταν βρίσκονται στο πλαίσιο μιας συντροφιάς, εφόσον όσα πράγματι τους
απασχολούν κι όσα πράγματι τους αφορούν, τα κρατούν για τον εαυτό τους.
Υπ’ αυτή την έννοια ακόμη κι αν
δημιουργηθούν νέες λέξεις που να καλύπτουν μέχρι και τις πιο λεπτές
συναισθηματικές και ψυχικές εκφάνσεις, η μόνωση των ανθρώπων δεν πρόκειται να
αντιμετωπιστεί, αφού οι ίδιοι θα παραμένουν απρόθυμοι να μοιραστούν με τους
άλλους τις πραγματικές ανησυχίες και τους βαθύτερους προβληματισμούς τους.
5ο «για σιωπές ακόμα εύφορες
που θα συντηρήσουν το πάθος»
Με δεδομένη την αδυναμία των ανθρώπων
να επικοινωνήσουν με ειλικρίνεια και να φανερώσουν χωρίς φόβο τις ελλείψεις
τους, τις ανησυχίες τους και τα ευάλωτα σημεία της ψυχής τους, το βάρος συχνά
πέφτει στη σιωπή -στην απουσία επικοινωνίας-, με την παράδοξη προσδοκία πως θα
κατορθώσει εκείνη, δημιουργώντας ίσως ένα είδος μυστηρίου, να διατηρήσει το
πάθος στις μεταξύ τους σχέσεις. Παραιτούνται οι άνθρωποι από την προσπάθεια να
δώσουν στις σχέσεις τους το αναγκαίο βάθος, ώστε να καταστεί η επικοινωνία πιο
ουσιαστική, και στρέφονται στη σιωπή, θεωρώντας πως αποκρύπτοντας την αλήθεια
τους και τις σκέψεις τους, θα μπορέσουν να παρατείνουν το ενδιαφέρον του άλλου
ανθρώπου. Σύμπτωμα κι αυτό μιας κοινωνίας που αρνείται να αντικρίσει με
ειλικρίνεια τον ημιτελή και ανώριμο εαυτό της.
6ο «γι’ άγνωστες, νέες
συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς»
Μια σταθερή πλάνη των ανθρώπων είναι
πως θα μπορέσουν να υποκαταστήσουν την ψυχική ευδαιμονία που προσφέρουν μόνο οι
ειλικρινείς και ανυπόκριτες διαπροσωπικές σχέσεις, με νέες διαφορετικές συγκινήσεις·
με άλλες, πιθανώς άγνωστες μέχρι τώρα, πηγές ευτυχίας. Αναζητούν με κάθε τρόπο
τον ενθουσιασμό και την εκτόνωση, καταφεύγοντας ακόμη και σε ακρότητες,
αρνούμενοι να αντιληφθούν πως κάθε πιθανή χαρά και συγκίνηση που επιθυμούν,
μπορούν να τη βιώσουν στο πλαίσιο των φιλικών και ερωτικών σχέσεων, αρκεί να
δώσουν σ’ αυτές τον αληθινό εαυτό τους κι όχι μια επίπλαστη εκδοχή του.
7ο «για νέα ρίγη που ζητάνε
επιδερμίδες»
Αντιμέτωποι με τη ρουτίνα, την ανία και
την κάμψη του ερωτικού πάθους, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν πως μπορούν να
ανανεώσουν το ενδιαφέρον τους αν στραφούν αλλού, αν αναζητήσουν μια νέα σχέση,
κι αμέσως μετά μια άλλη, διαφορετική, που θα φαντάζει, έστω και για λίγο,
περισσότερο ενδιαφέρουσα από την προηγούμενη. Μια ψυχοφθόρα κατάσταση κι ένα συνεχές
ξόδεμα συναισθημάτων που προκύπτει απ’ τη λανθασμένη εντύπωση των ανθρώπων πως
σε μια νέα σχέση -επιφανειακά δομημένη κι αυτή- θα βρουν ό,τι δεν βρήκαν στην
προηγουμένη. Ένας αέναος κύκλος ανεπιτυχών προσπαθειών, μέχρι να κατανοήσουν -αν
το κατανοήσουν- πως μόνο μια ουσιαστική πνευματική και ψυχική επικοινωνία μπορεί
να προσφέρει τη βαθύτερη δυνατή ευδαιμονία.
8ο «για νέα σχήματα που θ’
απορροφήσουν τις μοναξιές»
Η μοναξιά, ο διαρκής αυτός φόβος των
ανθρώπων, που καταλήγει να είναι ο πιο σταθερός τους σύντροφος, δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί με τα παρόντα αναποτελεσματικά εργαλεία προσέγγισης των άλλων
ανθρώπων. Όσο ο εγωισμός κι η σκέψη πως ό,τι προέχει είναι η προσωπική μας
ευτυχία και ευχαρίστηση, καθορίζουν τις επιλογές και τις αντιδράσεις μας, καμία
διαπροσωπική μας σχέση δεν θα μπορέσει να αντέξει.
9ο «για νέα συνθήματα που θα
στρατολογήσουν οπαδούς»
Σε μια πολιτεία, όπως η ελληνική, όπου
κάθε νέος πολιτικός κατορθώνει να βρεθεί στην εξουσία, όχι γιατί προσφέρει πραγματικές
λύσεις στα χρόνια προβλήματα, αλλά γιατί επιτυγχάνει να «πλασάρει» στους
πολίτες με νέο τρόπο τις ίδιες τετριμμένες και επανειλημμένως διαψευσμένες
ελπίδες, μοιάζει τούτο το αίτημα -ατυχώς- να βρίσκει την πλήρωσή του. Ό,τι
συναντάμε στο χώρο της πολιτικής είναι η πλήρης κυριαρχία της κενής -και φαινομενικά
νέας- συνθηματολογίας, στο πλαίσιο της οποίας τυχοδιώκτες και λαϊκιστές πολιτικοί,
που δεν έχουν ίχνος σεβασμού απέναντι στους πολίτες, μηρυκάζουν τις ίδιες
ψεύτικες και βαρύγδουπες υποσχέσεις.
10ο «για νέες ευαισθησίες,
νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις»
Με τους ανθρώπους να είναι διαρκώς
ανικανοποίητοι από τη ζωή τους -και, δίχως αυτό να ομολογείται πάντοτε, από τον
ίδιο τους τον εαυτό- υπάρχει συνεχώς μια επιθυμία για κάτι το καινούριο, κάτι
το ανατρεπτικό, που θα τους κάνει να ξεχάσουν -έστω και προσωρινά- τη
δυσαρέσκεια και την πικρία που δηλητηριάζει όλη τους την ύπαρξη. Οι άνθρωποι
αναζητούν κάποιον να τους καταλάβει· έστω κι αν αρνούνται πεισματικά να
παρουσιάσουν με ειλικρίνεια την αλήθεια του εαυτού τους. Αναζητούν νέες
συγκινήσεις· έστω κι αν κινούνται σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα παρόμοιων
συμπεριφορών και τρόπων σκέψης. Αναζητούν κάτι το νέο και εντυπωσιακό στη ζωή
τους· έστω κι αν στην πραγματικότητα η παραμικρή ουσιαστική αλλαγή θα τους
προκαλούσε απίστευτη αναστάτωση.
11ο «για παιδιά χωρίς τους
μύθους των μεγάλων»
Περιμένουν -σε θεωρητικό επίπεδο
τουλάχιστον- οι άνθρωποι να δουν τις νέες γενιές να αποδεσμεύονται από τις
δικές τους διαψεύσεις κι από τις δικές τους πλάνες, μα στην πραγματικότητα
επιμένουν να αναμασούν τα «ένδοξα» γεγονότα των δικών τους νεανικών χρόνων,
αρνούμενοι να κοιτάξουν πιο προσεκτικά το πόσο κίβδηλα αποδείχτηκαν τα δικά
τους πρότυπα κι οι δικοί τους προσωπικοί ήρωες. Κάθε νέα γενιά, όχι μόνο
γαλουχείται με βάση τους μύθους των προηγούμενων, αλλά αυτοί οι μύθοι αποκτούν
ακόμη μεγαλύτερο κύρος, αφού αντί να τίθενται σε αυστηρό έλεγχο,
εξιδανικεύονται ακόμη περισσότερο.
12ο «για σπίτια χωρίς
δωμάτια υπηρεσίας»
Μία από τις πιο ουτοπικές προσδοκίες
των ανθρώπων είναι αυτή της κατάργησης κάθε είδους κοινωνικών διαχωρισμών και
διακρίσεων· η σκέψη πως μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία, στην οποία θα
απαλειφθούν οι κοινωνικές αδικίες και θα πάψει να υφίσταται η φτώχεια κι η
εξαθλίωση. Θαρρούν οι άνθρωποι πως μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα μορφή
κοινωνίας, στην οποία δεν θα υπάρχουν πια πλούσιοι και φτωχοί. Έστω κι αν ακόμη
κι εκεί που επιχειρήθηκαν δραστικές τομές προς αυτή την κατεύθυνση, όπως στη
διαλυμένη πια Σοβιετική Ένωση, ό,τι προέκυψε ήταν ο αυταρχισμός, η μαζική
εξαθλίωση των πολιτών και, φυσικά, η δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης, αυτής
των κομματικών στελεχών, που ουδόλως θέλησε να μοιραστεί με τους απλούς πολίτες
τις στερήσεις και τη φτώχεια.
13ο «για ένα νέο κόσμο χωρίς
τα σύνορα που ξέρουμε»
Με κλιμακωτή πορεία ο ποιητής οδηγείται
στη 13η ουτοπική προσδοκία των συνομιλητών του, αυτή της κατάργησης
των εθνικών συνόρων. Η σκέψη πως θα μπορούσαν τα κράτη να παραιτηθούν των
εδαφικών τους συνόρων -έστω κι αν για τη διαμόρφωσή τους διενεργήθηκαν ξανά και
ξανά πόλεμοι και πέθαναν τόσοι και τόσοι άνθρωποι- είναι εντελώς ανεδαφική και
επικίνδυνα αφελής. Μια τέτοια σκέψη ανήκει μόνο σε ανθρώπους που δεν χρειάστηκε
να προσπαθήσουν ποτέ για τίποτα κι είχαν πάντοτε ό,τι ήθελαν χωρίς κόπο και
χωρίς θυσίες, διότι οποιοσδήποτε έχει αγωνιστεί έστω και για το ελάχιστο στη
ζωή του δεν μπορεί παρά να κατανοήσει και να σεβαστεί τις θυσίες που
απαιτήθηκαν για τη διαμόρφωση του κάθε κράτους.
«Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με
τίποτα.»
Ο ποιητής υποδέχεται με εύλογη ειρωνεία
τις ρομαντικές προσδοκίες των φίλων του για έναν ιδεατό κόσμο κοινωνικής
ισότητας, ειρηνικής συνύπαρξης και συνεχούς ευδαιμονίας. Σε αντίθεση με τους
αιθεροβάμονες συνομιλητές του, ο ποιητής γνωρίζει πως η φυσική κατάσταση της
ζωής δεν είναι η ευτυχία, αλλά ο συνεχής αγώνας για την επίτευξη μιας κάποιας
προσωρινής ισορροπίας, προτού όλα ανατραπούν εκ νέου. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται
πως δεν υπήρξαν και δεν θα υπάρξουν ποτέ στην ιστορία περίοδοι πλήρους ηρεμίας
και γαλήνης. Όλοι και όλα βρίσκονται σ’ ένα συνεχή ανταγωνισμό, σε μια συνεχή
πάλη, που οδηγεί σε πρόσκαιρες μόνο καταστάσεις κυριαρχίας ή επίτευξης.
Το κυνήγι της προσωπικής ευδαιμονίας
δεν είναι παρά μια εγωκεντρική πλάνη εκείνων που είναι απρόθυμοι να αντικρίσουν
τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων γύρω τους· το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς
ταξικές διακρίσεις δεν είναι παρά μια αφελής προσδοκία όσων αρνούνται να δουν
την απληστία και τις προσωπικές φιλοδοξίες εκείνων που την ευαγγελίζονται.