Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη συμπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;
Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής μιλά για την κοπέλα, οι περιγραφές δηλαδή που μας δίνει, αποκαλύπτουν πως ο νεαρός περνά αρκετό χρόνο παρατηρώντας την και το κυριότερο πως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος με την παρουσία της. «Ἦτον θερμόαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ᾿ ἐνθύμιζε τὴν νύμφην τοῦ Ἄσματος τὴν ἡλιοκαυμένην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ τ᾿ ἀμπέλια· «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί... Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της.» Επειδή, όμως, όλα αυτά τα συναισθήματα τα κρατά για τον εαυτό του και δεν τολμά να πλησιάσει την κοπέλα, έχει επιλέξει μια μικρή κατσίκα, η οποία του θυμίζει την κοπέλα και την έχει ξεχωρίσει από το υπόλοιπο κοπάδι. «Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποία ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.» Έχει δώσει στην κατσίκα το όνομα της κοπέλας, ώστε να μπορεί να φωνάζει άφοβα το όνομα της αγαπημένης του, έστω κι αν το χρησιμοποιεί για την κατσίκα του. Η ομωνυμία δηλαδή ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα, λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα, καθώς όλη τη στοργή που θα έδειχνε στην κοπέλα Μοσχούλα τη δείχνει τώρα στην κατσίκα Μοσχούλα. Μπορούμε να αντιληφθούμε μια διαδικασία υποκατάστασης όπου η κατσίκα Μοσχούλα γίνεται αποδέκτης των θετικών συναισθημάτων που έχει ο αφηγητής για την κοπέλα και μπορούμε να εντοπίσουμε έτσι το βάθος των συναισθημάτων του νεαρού για την κοπέλα Μοσχούλα, καθώς ένα απλό ενδιαφέρον δε θα τον ωθούσε να ονομάσει την κατσίκα του Μοσχούλα.
Πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη συμπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;
Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής μιλά για την κοπέλα, οι περιγραφές δηλαδή που μας δίνει, αποκαλύπτουν πως ο νεαρός περνά αρκετό χρόνο παρατηρώντας την και το κυριότερο πως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος με την παρουσία της. «Ἦτον θερμόαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ᾿ ἐνθύμιζε τὴν νύμφην τοῦ Ἄσματος τὴν ἡλιοκαυμένην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ τ᾿ ἀμπέλια· «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί... Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της.» Επειδή, όμως, όλα αυτά τα συναισθήματα τα κρατά για τον εαυτό του και δεν τολμά να πλησιάσει την κοπέλα, έχει επιλέξει μια μικρή κατσίκα, η οποία του θυμίζει την κοπέλα και την έχει ξεχωρίσει από το υπόλοιπο κοπάδι. «Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποία ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.» Έχει δώσει στην κατσίκα το όνομα της κοπέλας, ώστε να μπορεί να φωνάζει άφοβα το όνομα της αγαπημένης του, έστω κι αν το χρησιμοποιεί για την κατσίκα του. Η ομωνυμία δηλαδή ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα, λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα, καθώς όλη τη στοργή που θα έδειχνε στην κοπέλα Μοσχούλα τη δείχνει τώρα στην κατσίκα Μοσχούλα. Μπορούμε να αντιληφθούμε μια διαδικασία υποκατάστασης όπου η κατσίκα Μοσχούλα γίνεται αποδέκτης των θετικών συναισθημάτων που έχει ο αφηγητής για την κοπέλα και μπορούμε να εντοπίσουμε έτσι το βάθος των συναισθημάτων του νεαρού για την κοπέλα Μοσχούλα, καθώς ένα απλό ενδιαφέρον δε θα τον ωθούσε να ονομάσει την κατσίκα του Μοσχούλα.