Ben Heine
Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία
Ενότητα 13 (ο σκοπός του νόμου)
νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι: Ποιος είναι ο σκοπός
του νόμου σύμφωνα με τον Πλάτωνα; Να συγκρίνετε την άποψη αυτή με
την άποψη του Πρωταγόρα για το νόμο, όπως εκφράζεται στον ομώνυμο διάλογο.
(Μπορείτε να συμβουλευθείτε το σχετικό
απόσπασμα στην 7η ενότητα του βιβλίου σας, σ. 90, ιδίως την τελευταία παράγραφο).
συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως.
[ενώνοντας σε ένα αρμονικό σύνολο
τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντας να μοιράζονται μεταξύ τους την
ωφέλεια την οποία ο καθένας είναι σε θέση να προσφέρει στο σύνολο και ο ίδιος
διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήνει να
πηγαίνουν, όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος ως
δεσμούς που ενώνουν την πόλη.]
Ο Πλάτωνας μέσω του Σωκράτη διατυπώνει
την άποψη πως εκείνο που ενδιαφέρει τον νόμο δεν είναι η υπερβολική ευδαιμονία
μιας μόνο μερίδας των πολιτών,
αλλά η διασφάλιση της ευδαιμονίας για όλη συλλογικά την πόλη. Δίκαιη, αλλά και
απαιτητική μέριμνα, για την επίτευξη της οποίας ο νόμος επιτελεί τριπλή
λειτουργία:
1. συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ
Η πρώτη βασική λειτουργία του νόμου
είναι η συνένωση των πολιτών σ’ ένα αρμονικό σύνολο∙ συνένωση που αποτελεί το θεμέλιο της
κοινωνικής συνύπαρξης, παρουσιάζει όμως σημαντικές δυσκολίες κατά την
πραγμάτωσή της. Καθώς, προκειμένου οι πολίτες να βρουν μεταξύ τους την αναγκαία
ισορροπία, οφείλει ο καθένας να αντιλαμβάνεται τη θέση που του αρμόζει μέσα στο
πλαίσιο της κοινωνίας και να παραμένει σε αυτή, χωρίς ν’ αποζητά ρόλους ή
δικαιώματα που δεν του αναλογούν. Κι αν αυτό μοιάζει εύκολο ή εύλογο, στην
πραγματικότητα δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τη δυνατότητα να κρίνουν
αντικειμενικά τον εαυτό τους και ν’ αποδεχτούν τα όρια των ικανοτήτων και
προοπτικών τους. Στοιχείο που δημιουργεί δυσαρμονία στην κοινωνική συνοχή, υπό
την έννοια πως πολίτες που από τη φύση τους δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα και
τις απαιτούμενες ικανότητες επιζητούν να διακριθούν σε τομείς που δεν μπορούν
να τους υπηρετήσουν επάξια ή επιζητούν προνόμια που δεν τα δικαιούνται.
Ο νόμος, επομένως, οφείλει είτε με την
πειθώ είτε με τη βία να επιφέρει την αναγκαία εξισορρόπηση ανάμεσα στους
πολίτες. Ο νόμος οφείλει,
δηλαδή, να πείσει τους πολίτες να κινούνται στα όρια που τους πρέπουν και να
μην επιδιώκουν και να μην επιθυμούν επιτεύξεις που είναι έξω από τις
δυνατότητές τους. Ως πειθώ εκλαμβάνουμε την έγκαιρη διαπαιδαγώγηση των πολιτών,
ώστε να αντιλαμβάνονται την αξία του νόμου και να υπακούν εκουσίως σε αυτόν.
Ενώ, αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε ο νόμος θα πρέπει να καταφύγει στη βία
για να επαναφέρει κάθε πολίτη στη θέση του. Ως βία εκλαμβάνουμε τα μέσα που
έχει ο νόμος, όπως είναι οι ποινές και οι κυρώσεις, για να επιβάλει τη θέλησή του.
Η δυσαρμονία στη συνένωση των πολιτών
μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, οι οποίες συνιστούν κάθε φορά παρεκβάσεις από
την έννοια της δικαιοσύνης και
του αλληλοσεβασμού που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των πολιτών. Αν
αντικρίσουμε το ζήτημα σε επίπεδο ατόμου, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας -με
όρους του Πλάτωνα- τη συνήθη πιθανότητα της επικράτησης του ἀλόγιστου ή ἐπιθυμητικού μέρους της ψυχής, που είναι
και το πιο φιλοχρήματο και φιλοκερδές, και την ώθηση έτσι του ανθρώπου σε
πράξεις απληστίας, προκειμένου να ικανοποιήσει εγωιστικές τάσεις και επιθυμίες.
Ο Πλάτωνας, άλλωστε, λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη διαβρωτική επενέργεια του
χρήματος και του πλούτου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, γι’ αυτό και καθορίζει
εξαρχής έναν εξαιρετικά λιτό βίο για τους άρχοντες.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν την πρώτη
λειτουργία του νόμου διαπιστώνουμε πως σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με πτυχές της
κοινωνικής ύπαρξης των ατόμων, όπως είναι η δικαιοσύνη κι ο αλληλοσεβασμός. Μιας
και η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών πραγματώνεται πληρέστερα, αν κάθε πολίτης
έχει αυξημένο το αίσθημα δικαίου, αλλά και το αίσθημα σεβασμού απέναντι
στους συνανθρώπους του. Καθίσταται, το δίχως άλλο, δυσκολότερη η εγωκεντρική
και πείσμων διεκδίκηση ατομικών συμφερόντων για έναν πολίτη που δεν θέλει ν’
αδικήσει τους συμπολίτες του.
2. ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν
Η δεύτερη λειτουργία του νόμου καλύπτει
περισσότερο την οικονομική πλευρά της κοινωνικής συνύπαρξης, διασφαλίζοντας την αυτάρκεια της
πόλης με τον κατάλληλο καταμερισμό των εργασιών. Εφόσον κάθε άνθρωπος έχει μια
σειρά ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που του επιτρέπουν να είναι ιδιαίτερα
αποτελεσματικός σε μια συγκεκριμένη ενασχόληση, τότε το μέγιστο δυνατό όφελος
για την πόλη προκύπτει, αν κάθε πολίτης ασχολείται με τον τομέα που του
ταιριάζει. Ο καταμερισμός αυτός προσφέρει στην πόλη επάρκεια αγαθών, αλλά και
στο ίδιο το άτομο την ικανοποίηση πως μπορεί να συνεισφέρει στο κοινωνικό
σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένο. Ο πολίτης αισθάνεται χρήσιμος, απολαμβάνει το
σεβασμό των συμπολιτών του και συνάμα μαθαίνει να εκτιμά την προσφορά των
συνανθρώπων του σε δράσεις που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να επιτελέσει.
Ο καταμερισμός των εργασιών, επομένως,
λειτουργεί παράλληλα κι ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στους πολίτες καθώς
ενισχύει τον αλληλοσεβασμό και
την αμοιβαία εκτίμηση. Ωστόσο, προκύπτει και σ’ αυτή την περίπτωση το ζήτημα
πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για κάθε πολίτη να αποδεχτεί τη θέση που του
αποδίδεται απ’ την πολιτεία, καθώς ίσως θεωρήσει πως δεν του αναγνωρίζονται
επαρκώς οι δεξιότητες και οι δυνατότητες που κατέχει. Το ίδιο το άτομο δεν
είναι πάντοτε ο καλύτερος κριτής του εαυτού του, καθώς ενδέχεται είτε από
φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης να μην είναι σε θέση να
οριοθετήσει ορθά τον τομέα της δραστηριότητάς του.
3. καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως
Η τρίτη λειτουργία που επιτελεί ο νόμος
σχετίζεται με την έγκαιρη και κατάλληλη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε να είναι σε θέση να αποτελέσουν
οργανικά και αναπόσπαστα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Το ιδανικό του πολίτη που
λειτουργεί ως φορέας συνοχής στο πλαίσιο της πολιτείας, σέβεται τους νόμους και
θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία του κοινού και συλλογικού οφέλους, δεν
προκύπτει συμπτωματικά και χωρίς την αναγκαία μέριμνα. Η παρέμβαση του νόμου
οφείλει να ξεκινά από την εκπαίδευση των νέων μελών της πολιτείας και να
συνεχίζει στην με κάθε θεμιτό μέσο αγωγή των ενήλικων πολιτών, ώστε η αίσθηση
της κοινωνικότητας και η επιθυμία της συνύπαρξης να δημιουργείται σε αυτούς
ισχυρή.
Οι πολίτες, μάλιστα, θα πρέπει να
κατανοούν πως εκείνο που τους ωφελεί περισσότερο είναι ν’ ακολουθούν τις
υποδείξεις του νόμου και
να μην επιζητούν την ανεξέλεγκτη και κατά βούληση δράση. Η επιζητούμενη
ευδαιμονία για το σύνολο της πολιτείας επιτυγχάνεται με την κοινή επιδίωξή της
απ’ όλους τους πολίτες, που καλούνται να αναγνωρίσουν την υπεροχή του
συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού. Το να πράττει κάθε πολίτης σύμφωνα
με τις δικές του επιθυμίες, χωρίς να λογοδοτεί και χωρίς να συμμορφώνεται στις
υποδείξεις του νόμου, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την αποτυχία της
επιδιωκόμενης συλλογικής ευτυχίας. Σημαντική, οπότε, δράση του νόμου είναι η
έγκαιρη ενστάλαξη στους πολίτες της πεποίθησης πως η ατομική τους ευπορία και
ευδαιμονία υπηρετείται αποτελεσματικότερα από τη συλλογική επιτυχία της
πολιτείας.
Ο έλεγχος του νόμου πάνω στις πράξεις και τις
επιδιώξεις των μελών της πολιτείας δεν περιορίζεται μόνο στους πολίτες, αλλά περιλαμβάνει
αναγκαία και τους άρχοντες, οι οποίοι είναι εξίσου επιρρεπείς σε
παρεκκλίσεις απ’ το συλλογικά επωφελές για χάρη ίδιων συμφερόντων.
Πλάτωνα, Πρωταγόρας
Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλ. οι νέοι
άνδρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά της, τους αναγκάζει να μάθουν
τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους
και όπως νομίζουν οι ίδιοι [...]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους
νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιών νομοθετών, αναγκάζει και όσους
ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο
οποίος τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται,
και σε σας εδώ [δηλ. στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει
[τον παραβάτη] στην ευθεία. Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια που
καταβάλλεται για την αρετή και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ
Σωκράτη εκπλήττεσαι και απορείς αν η αρετή είναι διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα
ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή.
Ο νόμος, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα,
έρχεται να οριοθετήσει τη δράση των ατόμων, ώστε να μην κάνει κάθε πολίτης ό,τι θέλει παραγνωρίζοντας
τα δικαιώματα των συμπολιτών του, αλλά και τις ανάγκες της ίδιας της πολιτείας.
Συνάμα, ελέγχει τη δράση όχι μόνο των πολιτών, αλλά και των αρχόντων,
φροντίζοντας με τις κατάλληλες κυρώσεις να επαναφέρει κάθε άνθρωπο στη δίκαιη,
αρμόζουσα και κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά. Ο νόμος λειτουργεί ενισχυτικά
στην προσπάθεια της πολιτείας να ωθήσει τους πολίτες της στην ενάρετη διαβίωση,
και άρα κατέχει ένα σημαντικό ρόλο σε ό,τι σχετίζεται με την αρμονική συνύπαρξη
των ατόμων και την άρτια οργάνωση της κοινωνίας.
Διαπιστώνουμε, επομένως, πως τόσο ο
Πλάτωνας όσο και ο Πρωταγόρας αντικρίζουν τον νόμο ως το μέσο εκείνο που
πειθαρχεί, ελέγχει και κατευθύνει κατάλληλα τη δράση των πολιτών, ώστε να προκύπτουν τα εκάστοτε
ζητούμενα οφέλη για την πόλη και το κοινωνικό σύνολο. Επιτελεί, δηλαδή, ο νόμος
λειτουργίες εξαιρετικά σημαντικές, που αποσκοπούν στο να υπηρετήσουν το
συμφέρον και την ευδαιμονία των πολιτών, προασπίζοντας την κοινωνική συνοχή και
τις αρχές του δικαίου.
Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας
πως η θετική λειτουργία του νόμου, όπως την παραδέχονται ο Πλάτωνας και ο
Πρωταγόρας δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή, καθώς ο νόμος συχνά γίνεται
αντιληπτός ως φορέας καταπίεσης. Για παράδειγμα στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα,
όταν το λόγο λαμβάνει ο Ιππίας, λέει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: