Maryam Mughal
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Το Τέλος του Αντωνίου»
Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι
γυναίκες
και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,
κ’ οι δούλες με τα ελληνικά τα
βαρβαρίζοντα,
η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του
σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα
αυτά που ώς τότε λάτρευε τυφλά —
όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του —
κ’ είπε «Να μην τον κλαίνε. Δεν
ταιριάζουν τέτοια.
Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,
που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,
κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.
Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,
αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος».
Το ποίημα «Το Τέλος του Αντωνίου»
(1907) ανήκει στα κρυμμένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και παρουσιάζει ένα
θέμα που ο ποιητής προσέγγισε αργότερα με μεγαλύτερη πληρότητα στο εμβληματικό
«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1911).
Η στάση του Αντώνιου από τη στιγμή που
γίνεται αντιληπτό πως έχει ηττηθεί οριστικά και πως δεν έχει καμία δυνατότητα
να επανακτήσει την πρότερη θέση του, αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
από τον Καβάφη, αφού στο πρόσωπο του Αντώνιου αναγνωρίζει κάθε άνθρωπο που
έρχεται αντιμέτωπος με την αιφνίδια απώλεια όλων όσων κατόρθωσε με κόπο να
αποκτήσει στη ζωή του. Το ζητούμενο της αξιοπρεπούς διαχείρισης της ήττας και
της απώλειας, που δίνεται με τρόπο παραινετικό από τον ποιητή στο «Απολείπειν ο
θεός Αντώνιον», παρουσιάζεται εδώ ως επιλογή του ίδιου του Αντώνιου.
Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι
γυναίκες
και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,
κ’ οι δούλες με τα ελληνικά τα
βαρβαρίζοντα,
η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του
σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα
αυτά που ώς τότε λάτρευε τυφλά —
όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του —
Τον Αύγουστο του 30 π.Χ. ο Μάρκος
Αντώνιος ηττάται για μια ακόμη φορά από τις δυνάμεις του Οκταβιανού, που είχαν
πλέον αρχίσει να εισδύουν στην Αίγυπτο, φέρνοντας τον κάποτε πανίσχυρο στρατηγό
αντιμέτωπο με την πραγματικότητα ενός πλήρους αδιεξόδου, ιδίως αφού οι
περισσότεροι από τους στρατιώτες του προσχώρησαν στις δυνάμεις του αντιπάλου
του. Η είδηση, μάλιστα, πως εν τω μεταξύ η Κλεοπάτρα είχε αυτοκτονήσει -έστω κι
αν όπως φάνηκε στη συνέχεια δεν ήταν αληθινή- λειτούργησε ως το ύστατο χτύπημα
που ώθησε τον Αντώνιο στην απόφαση να αφαιρέσει τη ζωή του.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μας μεταφέρει
νοητά στις τελευταίες στιγμές της ζωής του Αντώνιου και δημιουργεί τη δική του
εκδοχή για τις ύστατες σκέψεις του Ρωμαίου στρατηγού. Ο ποιητής χρησιμοποιεί,
βέβαια, ως πηγή την τραγωδία του William Shakespeare «Αντώνιος και Κλεοπάτρα»,
αλλά προχωρά σε ορισμένες διαφοροποιήσεις, ώστε το τελικό αποτέλεσμα της
παρουσίασης του Αντωνίου να υπηρετεί πληρέστερα την εικόνα ενός ανθρώπου, ο
οποίος, έστω και την τελευταία στιγμή, ανακτά την αξιοπρέπειά του και
αποτινάσσει τη συναισθηματική εκείνη εξάρτηση που επίσπευσε το τέλος του.
Μόλις ο Αντώνιος ακούει τα κλάματα των
γυναικών και τον θρήνο τους για τον ξεπεσμό του∙ μόλις διαπιστώνει την υπερβολή
στις ανατολίτικες θρηνητικές χειρονομίες της Κλεοπάτρας και ακούει τα «βαρβαρίζοντα»,
τα άθλια ελληνικά με τα οποία οι δούλες της επιχειρούν να εκφράσουν τη θλίψη
τους, νιώθει την υπερηφάνεια του να ξεσηκώνεται και να αντιδρά. Το ιταλικό του
αίμα, που διόλου δεν αναγνωρίζει και δεν αποδέχεται τέτοιες υπερβολές, αηδίασε,
κι ο Αντώνιος αίφνης ένιωσε πως όλα αυτά του είναι τελείως ξένα και αδιάφορα. Η
Αίγυπτος, η ίδια η Κλεοπάτρα κι όλη αυτή η παράφορη ζωή στην Αλεξάνδρεια, που
κάποτε τα λάτρευε με πάθος κι ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα γι’ αυτά, τώρα
πια δεν του προκαλούσαν καμία συγκίνηση.
Ο Αντώνιος που μέχρι εκείνη τη στιγμή
ήταν πλήρως δοσμένος στον έρωτά του για την Κλεοπάτρα, συνειδητοποιεί πως
παρασύρθηκε σ’ έναν τρόπο ζωής που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική του
ταυτότητα. Το πάθος του για εκείνη τον απομάκρυνε από την επιδίωξη των στόχων
του και τον έκανε να παραμελήσει τη διαφύλαξη των κεκτημένων του, με αποτέλεσμα
να τα χάνει τώρα όλα. Μια επώδυνη συνειδητοποίηση που του επιτρέπει -έστω και
την τελευταία στιγμή- να ανακτήσει ό,τι απέμεινε από την αξιοπρέπειά του και να
αντιδράσει σ’ αυτή την ελεεινολογία και σ’ αυτόν τον θρήνο που καθόλου δεν
ταιριάζουν σ’ έναν ικανότατο και ένδοξο στρατηγό, όπως ήταν εκείνος.
Ο Αντώνιος γνωρίζει πως έχει ηττηθεί
και πως δεν έχει κανένα τρόπο διαφυγής, αυτό όμως, δεν σημαίνει πως θα
επιτρέψει στον εαυτό του να ξεπέσει μέχρι του σημείου να τον θεωρούν άξιο
λύπησης και να κλαίνε γι’ αυτόν, σαν να είναι κάποιος άδοξος ή αποτυχημένος.
κ’ είπε «Να μην τον κλαίνε. Δεν
ταιριάζουν τέτοια.
Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,
που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,
κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.
Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,
αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος».
Ο Αντώνιος αντιδρά στους θρήνους της
Κλεοπάτρας και των υπηρετριών της και ζητά να σταματήσουν τα κλάματα, μιας και
τίποτε από αυτά δεν ταιριάζει στο μεγαλείο του. Αντί λοιπόν να τον
ελεεινολογούν θα πρέπει να τον εξυμνούν και να θυμούνται πως στάθηκε στη ζωή
του μεγάλος εξουσιαστής και κατόρθωσε να αποκτήσει πλήθος αγαθών, μέσα από μια
εντυπωσιακή πορεία επιτευγμάτων. Το σημαντικότερο, άλλωστε, είναι πως το τέλος
του δεν προήλθε από κάποιον υποδεέστερο, και πως δεν ηττήθηκε από κάποιον άθλιο
ξένο∙ γεγονός που θα τον ταπείνωνε. Το τέλος του ήρθε μέσα από την αναμέτρηση
με έναν άλλο Ρωμαίο κι αυτό είναι τιμητικό για τον ίδιο, αφού δεν υπέκυψε στη
δύναμη κάποιου ξένου, ούτε ηττήθηκε από κάποιο κατώτερο έθνος∙ αντιθέτως,
νικήθηκε, Ρωμαίος ο ίδιος, από έναν άλλο Ρωμαίο∙ νικήθηκε από κάποιον ισότιμό
του.
Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο να
διατηρεί την ψυχραιμία του και να μην αφήνεται σε θρήνους και δάκρυα που θα τον
ταπείνωναν πολύ περισσότερο από την στρατιωτική του ήττα, μιας και θα φανέρωναν
μια δειλία αταίριαστη με την ως τότε γενναιότητά του. Την κρίσιμη στιγμή που το
τέλος του διαφαίνεται αναπόφευκτο, ο Αντώνιος διατηρεί ακέραιο τον αυτοσεβασμό
του και δεν ενδίδει σε μάταιους θρήνους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι θυσίασε τα
πάντα για χάρη της Κλεοπάτρας και βρέθηκε στη δεινή θέση να βλέπει το έργο μιας
ολόκληρης ζωής να καταρρέει, διατηρεί τουλάχιστον
το πολυτιμότερο στοιχείο της ταυτότητάς
του∙ διατηρεί την αξιοπρέπειά του.
Ένα
από τα αποσπάσματα της τραγωδίας του Shakespeare που αξιοποίησε ο Καβάφης στο ποίημά
του:
Αντώνιος:
«Για το άθλιο κατάντημά μου, τώρα, λίγο
πριν το τέλος,
μην κλαις και μη λυπάσαι: να γλυκαίνεις
το μυαλό σου
ταΐζοντάς το με μνήμες ευχάριστες και
εύνοιες της τύχης
παλαιές – τότε που ήμουνα ο μέγιστος
του κόσμου ηγεμόνας
και ο πιο γενναίος. Αλλά και τώρα δεν
πεθαίνω ντροπιασμένος!
Δεν έβγαλα άνανδρα το κράνος μου
μπροστά σ’ άλλο Ρωμαίο:
ως Ρωμαίος αγωνίστηκα γενναία κι από
Ρωμαίο έχασα!
Η ψυχή μου φεύγει – δεν αντέχω άλλο!»
Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Αντώνιος και
Κλεοπάτρα», Τέταρτη πράξη, Σκηνή 15
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το
πρώτο μέρος της τραγωδίας του Shakespeare, όπου διαφαίνεται ο βαθμός υποδούλωσης
του Αντωνίου στα θέλγητρα της Κλεοπάτρας:
Πρώτη
Πράξη, Σκηνή 1η
Αλεξάνδρεια. Αίθουσα στο ανάκτορο της
Κλεοπάτρας.
(Μπαίνουν ο Δημήτριος και ο Φίλων)
Φίλων:
«Ναι, αλλά κι αυτό το ξελόγιασμα του
στρατηγού μας
ξεπερνάει το μέτρο. Τα λαμπερά του
μάτια,
που πάνω από τις γραμμές και τις
φάλαγγες της μάχης
αστράφταν άλλοτε σαν του αρματωμένου
Άρη,
τώρα προσκυνούν, τώρα συγκεντρώνουν όλη
τη δύναμη
του βλέμματός τους σ’ ένα μέτωπο
μελαχρινό.
Η ετοιμοπόλεμη καρδιά του, που μέσα
στην αντάρα της μάχης
φούντωνε κι έσπαγε τις θηλιές της
πανοπλίας του,
έχασε όλη την ορμή της και κατάντησε
φυσερό,
ριπίδιο που δροσίζει την ακολασία μιας
γύφτισσας!
(Σάλπισμα. Μπαίνουν ο Αντώνιος και η
Κλεοπάτρα, η ακολουθία της και οι ευνούχοι που κάνουν αέρα)
Νά τοι, έρχονται! Πρόσεξε τώρα και θα
δεις
τον τρίτο στύλο του κόσμου να γίνεται
παιχνίδι
στα χέρια μιας πουτάνας. Κοίτα και θα
δεις.»
Κλεοπάτρα:
«Αν μ’ αγαπάς αληθινά, πες μου πόσο.»
Αντώνιος:
«Η αγάπη που μετριέται είναι φτωχιά και
κακομοίρα.»
Κλεοπάτρα:
«Θα βάλω όριο: να ξέρεις ως που θέλω να
μ’ αγαπούν.»
Αντώνιος:
«Τότε, ψάξε να βρεις νέο ουρανό και νέα
γη.»
Αντώνιος
και Κλεοπάτρα (42-31 π.Χ.)
Προσωπικότητα
και σχέδια της Κλεοπάτρας
Με την υποστήριξη του Καίσαρος η
Κλεοπάτρα είχε επιτύχει απόλυτα τον σκοπό της, να παραμερίσει δηλαδή τους
άλλους διεκδικητές του θρόνου και να γίνει μόνη αυτή βασίλισσα στην Αίγυπτο.
Παράλληλα όμως προκάλεσε την αντιπάθεια των Ρωμαίων ακριβώς εξαιτίας των
σχέσεών της με τον Καίσαρα, ιδιαίτερα από την εποχή που έμεινε ως φιλοξενούμενη
του δικτάτορος στη Ρώμη. Η αντιπάθεια αυτή δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι η
Κλεοπάτρα ήταν ξένη «Αιγυπτία» όπως την αποκαλούσαν δυσφημιστικά Ρωμαίοι
συγγραφείς, ούτε στο ότι είχε αποκτήσει γιο από τον Καίσαρα (πράγμα που
αμφισβητούσαν οι αντίπαλοί της και αμφισβητούν ακόμη και νεότεροι ιστορικοί).
Την Κλεοπάτρα αντιπαθούσαν οι Ρωμαίοι κυρίως επειδή, επηρεασμένοι από την
προπαγάνδα των αντιπάλων του δικτάτορος, έβλεπαν στον Καίσαρα τον μέλλοντα
μονάρχη μιας αυτοκρατορίας με κέντρο όχι τη Ρώμη, αλλά την Αλεξάνδρεια. Δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ούτε ο Καίσαρ αλλά ούτε και η Κλεοπάτρα είχαν
τέτοια σχέδια. Όμως η υποψία υπήρχε και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην κίνηση
εναντίον του Καίσαρος, που κατέληξε, όπως είναι γνωστό, στη δολοφονία του.
Εκείνο που ήθελε η Κλεοπάτρα ήταν να
καταστήσει το κράτος της ισχυρό βασίλειο, όπως ήταν πριν. Στην πραγμάτωση αυτού
του σκοπού απέβλεπαν όλες οι πολιτικές πράξεις της, αλλά και ό,τι έπραξε ως
γυναίκα. Φιλόδοξη όσο καμιά ίσως από τις προηγούμενες βασίλισσες της Αιγύπτου
και επηρεασμένη από το περιβάλλον όπου είχε μεγαλώσει δεν γνώριζε ηθικούς
φραγμούς. Αν δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι αυτή δηλητηρίασε τον αδερφό της, δεν
υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η θανάτωση της αδερφής της Αρσινόης (το 41 π.Χ.),
που είχε καταφύγει ως ικέτης στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, έγινε έπειτα
από δική της υπόδειξη προς τον Αντώνιο. Οι ερωτικές σχέσεις που συνήψε με τον
Καίσαρα οφείλονταν σε καθαρά πολιτικό υπολογισμό. Το ίδιο ισχύει, όπως
παραδέχονται οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί, και για τις σχέσεις της με
τον Μάρκο Αντώνιο ο οποίος αντίθετα την αγαπούσε, όπως φαίνεται, πραγματικά. Η
Κλεοπάτρα όμως ήξερε να καλύπτει τη σκοπιμότητα με την ελκυστικότητα της συμπεριφοράς
της. Εξαιρετικά ωραία, όπως φαίνεται από προτομές της σε νομίσματα και όπως
μαρτυρεί ο Πλούταρχος, δεν ήταν. Συνδυάζοντας δυναμικότητα με εξαιρετική
ευφυΐα, μεγάλη φιλοδοξία με ρεαλιστικό πνεύμα, η Κλεοπάτρα αποτελεί ασφαλώς μία
από τις εντυπωσιακότερες γυναικείες μορφές στην ιστορία του αρχαίου κόσμου.
Η Κλεοπάτρα είχε καταλάβει ότι για να
γίνει η Αίγυπτος ισχυρό κράτος χρειαζόταν την υποστήριξη του εκάστοτε ισχυρός
αντρός της Ρώμης: έτσι μόνο θα μπορούσε να ανακτήσει μέρος τουλάχιστον των
εδαφών που ανήκαν πριν στο πτολεμαϊκό βασίλειο, εδάφη απαραίτητα όχι μόνο για
την ενίσχυση της οικονομίας της αλλά και για τη στρατολόγηση μισθοφόρων, όπως
και για την πρόσληψη προσώπων (Ελλήνων κυρίως) ικανών να καταλάβουν ηγετικές
θέσεις στην οικονομία, στον στρατό και στη διοίκηση της χώρας.
Η πολιτική σύνεση και το ρεαλιστικό
πνεύμα της βασίλισσας φάνηκαν από τα πρώτα ήδη χρόνια της βασιλείας της, όταν
δηλαδή μετά τη δολοφονία του Καίσαρα ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των ηγετών της
συνωμοσίας και των υποστηρικτών του δικτάτορα. Αν και δεν ήταν καθόλου εύκολο,
η Κλεοπάτρα κατόρθωσε να τηρήσει ουδετερότητα παρά τις ευνοϊκές διαθέσεις της
προς τους οπαδούς του παλαιού εραστή της. Στον Γάιο Κάσσιο Λογγίνο, έναν από
τους αρχηγούς της συνωμοσίας, αρνήθηκε να δώσει τη βοήθεια που της ζήτησε
προβάλλοντας ως δικαιολογία την πείνα και την επιδημία που είχε ενσκήψει στη
χώρα της (43 π.Χ.). Ωστόσο δεν μπόρεσε να εμποδίσει την προσχώρηση των ρωμαϊκών
λεγεώνων που βρίσκονταν στην Αίγυπτο στην παράταξη των συνωμοτών (τις λεγεώνες
αυτές έφερε στον Κάσσιο ένας οπαδός του, αξιωματικός του διοικητού της Συρίας
Δολαβέλλα, που εκμεταλλεύτηκε την αδράνεια του προϊσταμένου του). Ένα χρόνο
αργότερο, μετά την ήττα των συνωμοτών στους Φιλίππους (42 π.Χ.), η Κλεοπάτρα
μετέβαλε πολιτική και συγχρόνως εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του χαρακτήρα ενός
από τους δύο αρχηγούς των νικητών, του Μάρκου Αντώνιου.
Σχέσεις
της Κλεοπάτρας με τον Μάρκο Αντώνιο
Λίγο μετά τη μάχη ο Αντώνιος κάλεσε την
Κλεοπάτρα, στέλνοντας στην Αλεξάνδρεια τον αξιωματικό του Κόιντο Δέλλιο, να
έλθει στην Ταρσό για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με την επιφυλακτική της στάση
προς τους οπαδούς του Καίσαρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Είναι πολύ πιθανό
ότι ο Μάρκος Αντώνιος ήθελε να φέρει υπό την επιρροή του την Αίγυπτο, σύμφωνα
με το γενικό του σχέδιο να γίνει κύριος όλης της ελληνιστικής Ανατολής. Αλλά η
πρόσκληση δεν είχε μόνο πολιτικά ελατήρια. Εξίσου, ή ίσως περισσότερο,
ενδιαφερόταν ο Μάρκος Αντώνιος για την ίδια τη βασίλισσα. Η Κλεοπάτρα είχε
ακούσει για τη φιληδονία του (αδυναμία που δεν τον εμπόδιζε όμως να είναι
λαμπρός στρατηγός) και προετοιμάστηκε όπως έπρεπε για τη συνάντηση. Το θέαμα
που είδαν οι κάτοικοι της Ταρσού όταν έφτασε, περνώντας τον ποταμό Κύδνο, στην
πόλη η βασίλισσα ήταν, σύμφωνα τουλάχιστον με την περιγραφή που δίνει ο
Πλούταρχος (στη βιογραφία του Μάρκου Αντώνιου), φαντασμαγορικό. Τη βασίλισσα,
που ήταν ντυμένη ως Αφροδίτη και περιστοιχιζόταν από Νηρηίδες, Χάριτες και
Έρωτες, υποδέχτηκε ο Νέος Διόνυσος, όπως ονομαζόταν από τους Έλληνες της Μικράς
Ασίας (και εμφανιζόταν άλλωστε) ο Μάρκος Αντώνιος. Αντί να απολογηθεί η
Κλεοπάτρα κάλεσε τον Ρωμαίο στρατηγό σε δείπνο και συνέχισε την ερωτική ζωή
μαζί του αρκετές ημέρες. Έπειτα ήλθαν και οι δύο στην Αλεξάνδρεια όπου πέρασαν
διασκεδάζοντας όλο τον χειμώνα (41/40 π.Χ.). Ο Αντώνιος αδιαφορούσε τόσο για τη
νόμιμη σύζυγό του Φουλβία, όσο και για τα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στην
Ιταλία. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξήσει την επιρροή του στην Ιταλία ο
ανταγωνιστής του Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός κερδίζοντας τον πόλεμο που
προκάλεσαν εναντίον του -εξεγείροντας τους παλαιμάχους που περίμεναν την
απονομή κλήρων από τον Οκταβιανό- ο αδελφός του Μάρκου Αντώνιου Λεύκιος (ύπατος
το 41 π.Χ.) και η γυναίκα του Φουλβία. Μόνο η εισβολή των Πάρθων στη Μικρά Ασία
ανάγκασε τον Μάρκο Αντώνιο να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και την ερωμένη του.
Μακριά από την Κλεοπάτρα ο Μάρκος
Αντώνιος ακολούθησε ακριβώς αντίθετη πολιτική από εκείνη που συνέφερε τη
βασίλισσα: τον Σεπτέμβριο του 40 π.Χ. συμβιβάστηκε, υπό την πίεση του στρατού,
με τον αντίπαλό του και νυμφεύτηκε μάλιστα μερικούς μήνες μετά τον θάνατο της
Φουλβίας την αδελφή του Οκταβιανού Οκταβία.
Αλλά ο χωρισμός ήταν προσωρινός. Στο
τέλος του Φθινοπώρου του 37 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος, προετοιμάζοντας την
εκστρατεία εναντίον των Πάρθων, ήρθε στη Συρία (πιθανότατα στην Αντιόχεια),
όπου έφθασε και η Κλεοπάτρα. Τη συνόδευε στο ταξίδι της από την Αλεξάνδρεια ως
εκεί ο αξιωματικός του Αντωνίου Γάιος Φοντήιος Καπίτων που στάλθηκε για τον
σκοπό αυτό στην Αίγυπτο. Τη συνάντηση με την Κλεοπάτρα επιδίωξε ο Μάρκος
Αντώνιος, επειδή χρειαζόταν την οικονομική υποστήριξη της βασίλισσας στην
εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων ή ακόμη επειδή έβλεπε ότι ο συμβιβασμός με
τον Οκταβιανό δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Οπωσδήποτε όμως τον ώθησε και η
αγάπη που έτρεφε προς τη βασίλισσα, με την οποία είχε αποκτήσει δύο δίδυμα
παιδιά, τον Αλέξανδρο Ήλιο και την Κλεοπάτρα Σελήνη. Την άνοιξη του 36 π.Χ. ο
Μάρκος Αντώνιος νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα, χωρίς όμως να διαλύσει τον γάμο του
με την Οκταβία, μολονότι γνώριζε ότι ο γάμος του με τη βασίλισσα της Αιγύπτου
ήταν, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, άκυρος. Όπως υποστηρίζουν νεότεροι
ιστορικοί, είναι πολύ πιθανό ότι ο Αντώνιος σκεπτόταν και ενεργούσε όχι πια ως
Ρωμαίος άρχων, αλλά ως ελληνιστικός μονάρχης. Το 36 ή 35 π.Χ. η Κλεοπάτρα
απέκτησε και τρίτο παιδί από τον Μάρκο Αντώνιο, που το ονόμασε Πτολεμαίο
Φιλάδελφο.
Η Κλεοπάτρα δεν περιορίστηκε μόνο στην
αναγνώρισή της ως νόμιμης συζύγου. Πέτυχε να της δοθούν από τον Μάρκο Αντώνιο
ως «δώρα» η περιοχή της Χαλκίδος στη νότια ή Κοίλη Συρία (μετά τη θανάτωση του
ηγεμόνα Λυσανία που κατηγορήθηκε από τη βασίλισσα ότι είχε συμμαχήσει με τους
Πάρθους), τμήμα της συριακής παραλίας (από τον ποταμό Ελεύθερο ως τη Σιδώνα),
θέσεις στην Κιλικία, Κρήτη, και στη χώρα των Ναβαταίων.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του
Μάρκου Αντώνιου κατά των Πάρθων, η Κλεοπάτρα εφοδίασε τον στρατό του με
ρουχισμό, του έδωσε χρήματα και τον συνόδευσε η ίδια στη Συρία. Εκεί έφθασε η
είδηση ότι η αδελφή του Οκταβιανού και σύζυγος, όπως αναφέραμε, του Μάρκου
Αντώνιου Οκταβία ερχόταν με 2.000 άνδρες και αρκετά εφόδια να τον συναντήσει
και ότι περίμενε απάντησή του στην Αθήνα. Ο Αντώνιος κατάλαβε -δεν ήταν άλλωστε
και πολύ δύσκολο- ότι η ενέργεια της Οκταβίας οφειλόταν σε υπόδειξη του
Οκταβιανού που τον έφερνε έτσι σε δίλημμα ή να δεχτεί να την συναντήσει, οπότε
όχι μόνο θα εγκατέλειπε την Κλεοπάτρα, αλλά και θα δήλωνε την υποταγή του σε
αυτόν, ή να αρνηθεί, συνδέοντας έτσι στενότερα την πολιτική του με τα σχέδια
της Κλεοπάτρας, πράγμα όμως που θα ενίσχυε την προπαγανδιστική εκστρατεία του
Οκταβιανού εναντίον του. Ο Μάρκος Αντώνιος προτίμησε το δεύτερο. Στην απόφασή
του συνέβαλε βέβαια και η ίδια η Κλεοπάτρα (έπεσε σε μελαγχολία και απειλούσε
ακόμη ότι θα αυτοκτονήσει), πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι και χωρίς αυτές τις
κάπως επιτηδευμένες εκδηλώσεις της βασίλισσας ο Μάρκος Αντώνιος πάλια θα
απέρριπτε την πρόσκληση της Οκταβίας, εφόσον δεν ήθελε να υποταχθεί στον (πολύ
νεότερο και ως προς τις στρατιωτικές του ικανότητες πολύ κατώτερο) Οκταβιανό.
Σύγκρουση
Μάρκου Αντώνιου και Οκταβιανού
Ο Μάρκος Αντώνιος δεν μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως «εχθρός του λαού», όχι μόνο γιατί ήταν Ρωμαίος πολίτης (και
μάλιστα ευγενούς καταγωγής), αλλά και γιατί ως ικανός στρατηγός και στενός
φίλος του Καίσαρα συγκέντρωνε το θαυμασμό και τη συμπάθεια πολλών Ρωμαίων∙ και
ο Οκταβιανός ήθελε με κάθε τρόπο να διαλύσει την εντύπωση ότι διεξήγαγε εμφύλιο
πόλεμο.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του αρχαίου
κόσμου δεν είχε γίνει ίσως κατασυκοφάντηση πολιτικού αντιπάλου σε τόσο μεγάλο
βαθμό όσο στην προπαγάνδα του Οκταβιανού. Ο Μάρκος Αντώνιος παριστανόταν στους
Ρωμαίους ως τυφλό όργανο μιας ξένης μάγισσας(!), δηλαδή της Κλεοπάτρας. Με την
έλλειψη κάθε ηθικού δισταγμού που τον διέκρινε προκειμένου να εξοντώσει ηθικά
τον αντίπαλό του, ο Οκταβιανός διέταξε να αποσπαστεί με βία η διαθήκη του
Μάρκου Αντώνιου από τον ναό της Εστίας όπου φυλασσόταν, την άνοιξε και
ανακοίνωσε ο ίδιος το περιεχόμενό της στη Σύγκλητο. Η επιθυμία του Μάρκου
Αντώνιου να ταφεί μαζί με την Κλεοπάτρα στην Αλεξάνδρεια ερμηνεύτηκε ως πρόθεσή
του να καταστήσει πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους της πόλη του Νείλου∙ έτσι στα
μάτια των Ρωμαίων ο Μάρκος Αντώνιος έγινε «προδότης του έθνους».
Όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι λίγο πριν
από την έναρξη των εχθροπραξιών οι δύο αντίπαλοι προσπαθούσαν να αποσείσουν από
τον εαυτό τους την ευθύνη του πολέμου. Ο Οκταβιανός κατηγορούσε τον Μάρκο
Αντώνιο για τον γάμο του με την Κλεοπάτρα και την αναγνώριση των παιδιών που
είχε αποκτήσει από αυτήν, πράξεις άκυρες κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, όπως ήταν και
οι «δωρεές» του έτους 34 π.Χ. και η αναγνώριση του Καισαρίωνος ως γιου του
Καίσαρα. Στην τελευταία πράξη απέδιδε ιδιαίτερη σημασία ο Οκταβιανός, επειδή
ήθελε να εμφανίζεται μόνος αυτός γιος και επομένως κληρονόμος του Καίσαρα. Ο
Μάρκος Αντώνιος απάντησε σε πολύ οξύ τόνο ότι ο γάμος του με την Κλεοπάτρα
αποτελούσε υπόθεση της ιδιωτικής του ζωής και ότι ο ίδιος ως ώριμος άνθρωπος
είχε σαφή επίγνωση των πράξεών του.
Τον Οκτώβριο του 32 π.Χ., λίγο μετά την
επίσημη κήρυξη του πολέμου από τη Σύγκλητο που, κατά την υπόδειξη του
Οκταβιανού, στρεφόταν κατά της Κλεοπάτρας, η βασίλισσα και ο Μάρκος Αντώνιος
ήρθαν στην Κέρκυρα, από εκεί στην Πάτρα και με την έναρξη των επιχειρήσεων στο
Άκτιο. Ο στόλος τους κάλυπτε την έκταση από τα νότια παράλια της Πελοποννήσου
ως την Κέρκυρα. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του στρατού είχε συγκεντρωθεί στα
παράλια της Ακαρνανίας. Οι δυσκολίες του επισιτισμού και ο αποκλεισμός των
δυνάμεων του Μάρκου Αντώνιου στον Αμβρακικό κόλπο από τον ικανό στρατηγό του
Οκταβιανού Μάρκο Ουιψάνιο Αγρίππα δημιούργησαν πνεύμα ηττοπάθειας στον στρατό
του. Αρκετοί στρατιώτες του αυτομόλησαν στο στρατόπεδο του αντιπάλου του. Τον
Μάρκο Αντώνιο εγκατέλειψαν επίσης, κυρίως από την αντιπάθεια που έτρεφαν προς
την Κλεοπάτρα, οι στρατηγοί του Γνάιος Δομίτιος Αηνόβαρβος και ο Κόιντος
Δέλλιος.
Με σχετική ευκολία μπόρεσε ο Αγρίππας
να καταλάβει τη Λευκάδα, έπειτα την Κόρινθο και την Πάτρα, αποκλείοντας έτσι
εντελώς τον Μάρκο Αντώνιο από τη θάλασσα. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. ο
Μάρκος Αντώνιος έδωσε τη διαταγή της επιθέσεως. Ενώ η ναυμαχία συνεχιζόταν
αμφίρροπη μεγάλο μέρος του στόλου του τον εγκατέλειψε και ο Μάρκος Αντώνιος
υποχρεώθηκε να δώσει το σύνθημα της φυγής, αναγκάστηκε μάλιστα να εγκαταλείψει
τη ναυαρχίδα του και να επιβιβαστεί σε άλλο πλοίο. Ωστόσο κατόρθωσε να
συνενωθεί με την Κλεοπάτρα, ώστε με τα υπόλοιπα πλοία και όλα σχεδόν τα χρήματα
του πολεμικού ταμείου να διαφύγουν και να έλθουν στην παραλία της Λιβύης. Έτσι
έληξε η περίφημη ναυμαχία του Ακτίου.
Θάνατος
του Μάρκου Αντώνιου
Αφού έμεινε για λίγο στη Λιβύη μόνος (η
Κλεοπάτρα είχε φτάσει εν τω μεταξύ στην Αλεξάνδρεια) αναγκάστηκε να έλθει και
αυτός στην Αίγυπτο, όταν είδε να τον εγκαταλείπουν και οι στρατιώτες του.
Μάταια προσπάθησε η Κλεοπάτρα να διώξει τη μελαγχολία του με συμπόσια και
εορτές. Άλλωστε άρχισε να χάνει και η ίδια το θάρρος της. Σκεπτόταν, μάλιστα,
να συνεχίσει τον πόλεμο, οργανώνοντας την άμυνα της χώρας της και
συγκεντρώνοντας νέες δυνάμεις από την Ασία∙ άλλοτε σχεδίαζε να μεταφέρει τον
πόλεμο στην Ισπανία. Ακόμη σκεπτόταν να φύγει, παίρνοντας όλους τους θησαυρούς
της, προς την Ερυθρά θάλασσα. Τέλος σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, αφού προηγουμένως
εξασφάλιζε το μέλλον των παιδιών της.
Αλλά το μέλλον των παιδιών της, όπως
και το δική της και του Αντωνίου, για τον οποίο βέβαια ενδιαφερόταν λιγότερο,
εξαρτιόταν από τον Οκταβιανό. Γι’ αυτό έπρεπε οπωσδήποτε να έρθει σε συνεννόηση
μαζί του, όσο κι αν αυτό έθιγε την υπερηφάνεια της. Δυστυχώς γι’ αυτήν ο
Οκταβιανός ήταν ένας ψυχρός υπολογιστής και μοναδικός του σκοπός ήταν να γίνει
κύριος των θησαυρών της βασίλισσας. Και το μόνο που δεν θα μπορούσε να δεχτεί
ως βάση διαπραγματεύσεων ήταν η αναγνώριση του κράτους των Πτολεμαίων με
βασιλιά έναν από τους γιους της Κλεοπάτρας, έστω και υποτελή στη Ρώμη. Κατάλυση
όμως του κράτους των Πτολεμαίων χωρίς να προηγηθεί ο θάνατος της Κλεοπάτρας
ήταν, κατά τον Οκταβιανό, εσφαλμένη πολιτική∙ γιατί η παρουσία και μόνο της
βασίλισσας, που εκπροσωπούσε τη νόμιμη δυναστεία, θα αρκούσε για να προκαλέσει
εξέγερση κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Με τις προτάσεις και τις αντιπροτάσεις
που έκανε στο διάστημα των υπόλοιπων μηνών ο Οκταβιανός φρόντισε να κρατά την
Κλεοπάτρα σε αβεβαιότητα. Την πρώτη φορά, όταν ήλθαν πρέσβεις της Κλεοπάτρας
στη Συρία, όπου βρισκόταν, και του προσέφεραν τα σύμβολα της βασιλικής εξουσίας
(σκήπτρο και διάδημα), ο Οκταβιανός απάντησε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την
έναρξη των διαπραγματεύσεων ήταν να αφοπλισθεί∙ μυστικά όμως παρήγγειλε στη
βασίλισσα ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κλεοπάτρας
και Οκταβιανού συνεχίστηκαν, ακόμη και όταν τα στρατεύματα του τελευταίου
άρχισαν να εισχωρούν (καλοκαίρι του 30 π.Χ.) στο έδαφος της Αιγύπτου. Ο Μάρκος
Αντώνιος κατόρθωσε να αποκρούσει επίθεση του ιππικού στην περιοχή του Δέλτα,
στην επόμενη όμως μάχη (1η Αυγούστου του 30 π.Χ.) εγκαταλείφθηκε από
τους περισσότερους στρατιώτες του που προσχώρησαν στον Οκταβιανό. Όταν
επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, έμαθε ότι είχε αυτοκτονήσει η Κλεοπάτρα. Στην
πραγματικότητα η βασίλισσα είχε αποσυρθεί με δύο θαλαμηπόλους της στο μαυσωλείο
που είχε κτιστεί λίγο πριν. Αλλά ο Μάρκος Αντώνιος πίστεψε στην είδηση. Η
ψυχική αντοχή του είχε πια εξαντληθεί∙ αφήνοντας το σώμα του να πέσει στο ξίφος
του αυτοκτόνησε. Ενώ ακόμη ψυχορραγούσε, έμαθε ότι η Κλεοπάτρα ζούσε και είπε
να τον φέρουν κοντά της∙ και ξεψύχησε δίπλα της.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η
Κλεοπάτρα δεν αισθανόταν την ίδια αγάπη που έτρεφε γι’ αυτήν ο Μάρκος Αντώνιος∙
ίσως να μην τον αγαπούσε καθόλου. Σύντομα, πάντως, ακολούθησε τη μοίρα του
Αντωνίου, τερματίζοντας τη ζωή της, αφού πρώτα προσέφερε νεκρικές θυσίες στον
τάφο του.
[Οι ιστορικές πληροφορίες έχουν
αντληθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος Ε΄]