Elise Palmigiani
Χρήστος
Μαρτίνης «Ελένη»
ανάθεμα την ώρα σου που γύρισες
φύγε ξανά και μάζεψε ό,τι μπορείς πριν
το φευγιό σου
φύγε όπως και πριν από τη θάλασσα
με όλα σου τα κοσμήματα
μ’ αυτή τη λύσσα σου για έρωτα
φύγε
κρύψου πίσω από τα θεϊκά πέτρινα τείχη
και περίμενε
θα σε ακολουθήσει ο γνώριμος αχός από
τα δόρατα
τα χλιμιντρίσματα αθάνατων αλόγων
τα πλοία μας θα βρουν ξανά το δρόμο
τους
θα στάξει πάλι το παρθένο αίμα στο χώμα
κι οι άντρες στις σπηλιές τους θα
σαπίσουν σαν φαντάσματα
κρατώντας τις σαΐτες τους στο χέρι
τίποτε άλλο δε χρειάζεται να κάνεις
μόνο κοίτα απ’ το μπαλκόνι σου τις
νεκρικές πυρές
κι άστες ν’ αντιφεγγίζουν μες στα μάτια
σου
φύγε ξανά
με εκείνη την οικεία σκληρότητα
με την πολεμική κραυγή του κύκνου
άσε τον πόλεμο ν’ ανθίσει με τα γέλια
σου
ξύπνα τις μάνες να πενθήσουνε
ματώνοντας τα στήθη
και μην αφήσεις τα παιδιά να κοιμηθούν
απ’ τις κλαγγές των όπλων
φύσα
να πάρεις τα κομμένα μας μαλλιά
μέσα απ’ τους φρέσκους λάκκους
και ξαναλύσε τα σκυλιά να φαγωθούν στην
άμμο
μ’ ένα χαμόγελο χρυσό
άσε χωριά χωρίς τους άντρες τους
χέρσα χωράφια
λοιμούς με τον λευκό λαιμό σου σκόρπισε
μαύρους λοιμούς και λύσσα
άσε κορίτσια να ντροπιάζονται ξανά
γυμνά μπροστά σε μια παρτίδα ζάρια
μη με κοιτάζεις έκπληκτη
φύγε σ’ εκλιπαρώ
θα έρθουμε με κατάρες στο κατόπι σου
γκρεμίζοντας μ’ αλαλαγμούς τις εποχές
το χρόνο σφάζοντας να φθάσουμε στη
μήτρα σου
και να σκυλέψουμε ό,τι έμεινε απ’ τα
πτώματα
με τη βιασύνη γλάρων
ύστερα
πάρε στις πλατιές φτερούγες σου τον
πόνο μας
σκληρή προδότρα όμορφη
στάσου μπροστά απ’ τις φωτιές της πόλης
και με τα άσπρα χέρια σου
δείξε σ’ εμάς
τον δρόμο για το μέλλον
Χρήστος Μαρτίνης «Το ξένο φως»,
Εκδόσεις Υποκείμενο
Η Ελένη παρουσιάζεται από τον Όμηρο
στην Γ ραψωδία της Ιλιάδας μετανιωμένη για την εκούσια αρπαγή της από τον Πάρη,
καθώς αφενός διαπιστώνει τις συμφορές που προκάλεσε η ασύνετη στάση της κι
αφετέρου νοσταλγεί την κόρη της που εγκατέλειψε, αλλά και τις φίλες της. Την
ακούμε να λέει χαρακτηριστικά στον Πρίαμο: «Ο θάνατος ας μ’ έβρισκε, όταν
ακολουθούσα / το γιο σου κι άφηνα πίσω όσους γνωστούς κι αν είχα / και τη
μικρούλα κόρη μου και τις καλές μου φίλες. Όμως αυτό δεν έγινε∙ γι’ αυτό θρηνώ
και λιώνω». Η ασύγκριτης ομορφιάς γυναίκα που επέτρεψε στον ερωτικό πόθο να της
στερήσει την οικογένεια και την πατρίδα της, αντιλαμβάνεται πλέον την έκταση
του λάθους της, μα είναι πια αργά για να επανορθώσει.
Είναι, εντούτοις, η βαθιά αυτή
νοσταλγία της Ελένης για την πρότερη ζωή της, που λειτουργεί ως έναυσμα για τον
Χρήστο Μαρτίνη να διερευνήσει στη δική του ποιητική σύνθεση το τι θα μπορούσε
να συμβεί, αν η θεϊκή γυναίκα εγκατέλειπε τον Πάρη και επέστρεφε στη Σπάρτη,
προτού οι Αχαιοί αναγκαστούν να τη διεκδικήσουν με τη δύναμη των όπλων.
ανάθεμα την ώρα σου που γύρισες
φύγε ξανά και μάζεψε ό,τι μπορείς πριν
το φευγιό σου
φύγε όπως και πριν από τη θάλασσα
με όλα σου τα κοσμήματα
μ’ αυτή τη λύσσα σου για έρωτα
Η φωνή του ατόμου που με αγανάκτηση
υποδέχεται την Ελένη θα μπορούσε είτε να ανήκει στον τόσο απρόσμενα προδομένο
Μενέλαο είτε να συνιστά εξωτερίκευση των σκέψεων συλλογικά των Ελλήνων, οι
οποίοι στο πρόσωπο της ωραίας Ελένης βλέπουν μια άπιστη γυναίκα που προδίδει
και ντροπιάζει συλλήβδην το έθνος τους. Ο θυμός, πάντως, που με τόση ενάργεια
αποτυπώνεται στα λόγια του ποιητικού υποκειμένου, καθιστά εμφανές πως οι
Έλληνες έχουν ήδη αντιληφθεί τις θυσίες και τις απώλειες που θα τους κοστίσει η
γυναίκα αυτή, που τόσο απερίσκεπτα παρασύρθηκε από την ερωτική της επιθυμία.
Περιθώρια για συγχώρεση δεν υπάρχουν∙ η
Ελένη επέλεξε να εγκαταλείψει τον άνδρα και το παιδί της, κι αυτό δεν μπορεί να
παραβλεφθεί ή να αντιμετωπιστεί με επιείκεια λόγω της αυτόβουλης επιστροφής
της. Έτσι, το ποιητικό υποκείμενο αναθεματίζει την ώρα που έφερε την Ελένη πίσω
στη Σπάρτη, και της ζητά επιτακτικά να φύγει ξανά∙ της ζητά να μαζέψει τα
πράγματά της και μαζί με όλα της τα κοσμήματα -όπως, δηλαδή, έκανε και την
πρώτη φορά- να φύγει από τη θάλασσα, παρασυρμένη -όπως και τότε- από τη λυσσασμένη
της ανάγκη κι επιθυμία για έρωτα.
Η ευθύνη της «αρπαγής» αποδίδεται εδώ
ακέραιη στην Ελένη, καθρεφτίζοντας ίσως τον τρόπο που κι η ίδια βλέπει τον
εαυτό της στην Ιλιάδα. «Η σκύλα εγώ», αναφέρεται η Ελένη στον εαυτό της,
αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη για την εγκατάλειψη του Μενέλαου, έστω κι αν
σύμφωνα με τον μύθο ήταν η Αφροδίτη εκείνη που την έκανε να ερωτευτεί τον Πάρη.
Η Ελένη -στο πλαίσιο της Ιλιάδας- έχει επίγνωση του ρόλου που διαδραμάτισε η
θεά, αρνείται όμως να το φέρει αυτό ως δικαιολογία για τις πράξεις της. Στην
πορεία, άλλωστε, όταν ο Πάρης θα ηττηθεί από τον Μενέλαο στο πεδίο της μάχης, η
Ελένη θα νοσταλγήσει με πάθος τον πρώτο της σύζυγο και δεν θα θέλει να δοθεί
στον Πάρη, φανερώνοντας έτσι πως διατηρεί τον έλεγχο του εαυτού της. Θα
χρειαστεί να παρέμβει για μια ακόμη φορά η Αφροδίτη, απειλώντας την πλέον, για
να την οδηγήσει στο κρεβάτι του: «Μη μ’ ερεθίζεις, δύστυχη, μ’ αυτά μη μ’
αναγκάσεις / όσο πολύ σ’ αγάπησα, τόσο να σε μισήσω, / κι ανάψω έχθρα ανάμεσα
σε Αχαιούς και Τρώες / και από θάνατο κακό και συ χαθείς μαζί τους».
φύγε
κρύψου πίσω από τα θεϊκά πέτρινα τείχη
και περίμενε
θα σε ακολουθήσει ο γνώριμος αχός από
τα δόρατα
τα χλιμιντρίσματα αθάνατων αλόγων
τα πλοία μας θα βρουν ξανά το δρόμο
τους
θα στάξει πάλι το παρθένο αίμα στο χώμα
κι οι άντρες στις σπηλιές τους θα
σαπίσουν σαν φαντάσματα
κρατώντας τις σαΐτες τους στο χέρι
Το ποιητικό υποκείμενο ζητά απ’ την
Ελένη να πάρει εκ νέου το δρόμο για την Τροία κι εκεί να κρυφτεί πίσω απ’ τα
πέτρινα τείχη της πολιτείας, περιμένοντας ν’ ακούσει τους οικείους ήχους ενός
πάνοπλου στρατού έτοιμου να θυσιαστεί για χάρη της. Η εκστρατεία που θέλησε η
Ελένη να αποτρέψει με την επιστροφή της, δεν μπορεί να αποτραπεί∙ ο στρατός θα
λάβει πάλι τη θέση του στο πεδίο της μάχης, μαζί με τα αθάνατα εκείνα άλογα του
Αχιλλέα∙ ο στόλος των Αχαιών θα βρει και πάλι το δρόμο του προς την αντίπαλη
πόλη, οδηγώντας τους νεαρούς οπλίτες της Ελλάδας στο χώρο όπου θα βρουν το
άκαιρο τέλος τους. Ενώ, οι άντρες πολεμιστές θα σαπίσουν ζωντανοί στις σπηλιές όπου
θα παραμένουν για χρόνια ολόκληρα σε πολεμική ετοιμότητα, χωρίς το τέλος του
πολέμου να έρχεται. Εμφανής στην εικόνα αυτή η διακειμενική αναφορά στην
περίπτωση του Φιλοκτήτη.
Η Ελένη επιβαρύνεται με την ευθύνη ενός
πολύνεκρου και πολυετούς πολέμου, έστω κι αν δεν θα μπορούσε στην
πραγματικότητα να τον έχει προκαλέσει. Μια εκστρατεία που πιθανότερα αποσκοπεί
στον εμπορικό και οικονομικό έλεγχο της περιοχής, αποδίδεται στη διεκδίκηση
μιας γυναίκας, μεταβιβάζοντας σ’ εκείνη το φταίξιμο και καθιστώντας την υπό μία
έννοια προπομπό της βιβλικής Εύας.
τίποτε άλλο δε χρειάζεται να κάνεις
μόνο κοίτα απ’ το μπαλκόνι σου τις
νεκρικές πυρές
κι άστες ν’ αντιφεγγίζουν μες στα μάτια
σου
Η επιβλητική εικόνα μιας αγέρωχης
Ελένης που κοιτά ασυγκίνητη τις νεκρικές πυρές των ανδρών που πεθαίνουν για
χάρη της, αφήνοντας τις φλόγες να καθρεφτίζονται στα μάτια της, αποδίδει όχι το
πώς αισθάνεται η ίδια η ηρωίδα, αλλά το πώς τη βλέπουν οι άλλοι∙ ψυχρή και
αδιάφορη απέναντι στον όλεθρο που έχει προκαλέσει. Η Ελένη αποκτά εδώ τις
ποιότητες που της αποδίδει η πληγωμένη καρδιά του Μενέλαου, στη σκέψη του
οποίου η γυναίκα που κάποτε τον αγάπησε μένει τώρα εντελώς απαθής απέναντι στον
πόνο και την οδύνη των άλλων.
φύγε ξανά
με εκείνη την οικεία σκληρότητα
με την πολεμική κραυγή του κύκνου
άσε τον πόλεμο ν’ ανθίσει με τα γέλια
σου
ξύπνα τις μάνες να πενθήσουνε
ματώνοντας τα στήθη
και μην αφήσεις τα παιδιά να κοιμηθούν
απ’ τις κλαγγές των όπλων
Η θεϊκά όμορφη Ελένη αποκτά την εικόνα
μιας ψυχρής γυναίκας που όχι μόνο δεν συγκινείται απ’ τα δεινά του πολέμου,
αλλά ενθαρρύνει ενεργά την καταστροφική του μανία. Όλη η σκληρότητα κι η
απανθρωπιά του πολέμου αποδίδεται σ’ εκείνη, τρέποντάς την κατ’ αυτό τον τρόπο
σ’ ένα άψυχο πλάσμα που απολαμβάνει τον τρόμο και τη θλίψη των ανθρώπων γύρω
της.
Η Ελένη χάνει έτσι την ανθρώπινη
υπόστασή της και αντικρίζεται περισσότερο ως όργανο του ολέθρου, παρά σαν μια
πραγματική γυναίκα που νιώθει, κατανοεί και συμπάσχει. Με αντίστοιχα αρνητικό
τρόπο την αντιλαμβάνονται στην Ιλιάδα κι οι αρχηγοί του στρατού των Τρώων: «Δεν
είναι να οργίζεσαι, αν Αχαιοί και Τρώες / τόσον καιρό πάσχουν πολλά για μια
γυναίκα τέτοια∙ / με τις αθάνατες θεές στην όψη τόσο μοιάζει. / Όμως μ’ όλα τα
κάλλη της ας φύγει με τα πλοία, / για μας και για τα τέκνα μας μη γίνει συμφορά
μας».
φύσα
να πάρεις τα κομμένα μας μαλλιά
μέσα απ’ τους φρέσκους λάκκους
και ξαναλύσε τα σκυλιά να φαγωθούν στην
άμμο
μ’ ένα χαμόγελο χρυσό
άσε χωριά χωρίς τους άντρες τους
χέρσα χωράφια
λοιμούς με τον λευκό λαιμό σου σκόρπισε
μαύρους λοιμούς και λύσσα
άσε κορίτσια να ντροπιάζονται ξανά
γυμνά μπροστά σε μια παρτίδα ζάρια
Η Ελένη καλείται -ανεξάρτητα από το τι
θέλει η ίδια- να υιοθετήσει πλήρως το ρόλο που της έχει αποδοθεί και να γίνει ο
δίχως συναισθηματικές επιφυλάξεις φορέας της καταστροφής. Καλείται να
παραμερίσει την ανθρώπινη πλευρά της και να λειτουργήσει ως όργανο της μοίρας∙
ως όργανο της ανάγκης που επιτάσσει την πραγματοποίηση αυτού του πολέμου.
Αδιάφορη, έτσι, απέναντι στον πόνο των
ανδρών, καλείται να απομακρύνει τα κομμένα τους μαλλιά απ’ τους τάφους -το
εθιμοτυπικό αυτό δείγμα πένθους- και να τους επαναφέρει στο πεδίο της μάχης∙
καλείται να φέρει τη διχόνοια, να στείλει στο θάνατό τους χιλιάδες πολεμιστές, να
σκορπίσει επιδημικές ασθένειες και να οδηγήσει -πάντα χαμογελαστή η ίδια- νεαρά
κορίτσια στον ατιμασμό τους. Η Ελένη οφείλει να γίνει η προσωποποίηση του
πολέμου και να οικειοποιηθεί κάθε πιθανό δεινό που εκείνος φέρνει στους
ανθρώπους.
μη με κοιτάζεις έκπληκτη
φύγε σ’ εκλιπαρώ
θα έρθουμε με κατάρες στο κατόπι σου
γκρεμίζοντας μ’ αλαλαγμούς τις εποχές
το χρόνο σφάζοντας να φθάσουμε στη
μήτρα σου
και να σκυλέψουμε ό,τι έμεινε απ’ τα
πτώματα
με τη βιασύνη γλάρων
Τα λόγια του ποιητικού υποκειμένου
προκαλούν εύλογη έκπληξη στην Ελένη, καθώς παρά τη θέλησή της να τερματίσει
έγκαιρα τον αλληλοσπαραγμό των δύο λαών, συνειδητοποιεί τώρα πως της ζητείται
να γίνει ο δήμιος τους, διατηρώντας, μάλιστα, μια ευδαιμονική διάθεση απέναντι
στο καταστροφικό αυτό έργο. Της στερούν το δικαίωμα να επιλέξει η ίδια το ρόλο
της και τη συμπεριφορά της και την εξαναγκάζουν να γίνει η «μητέρα» της
συμφοράς∙ η μήτρα που θα φέρει στον κόσμο τον όλεθρο.
Η Ελένη δεν είναι πια μια γυναίκα με
συναισθήματα κι επιθυμίες, που εντελώς ασύνετα παρασύρθηκε σε μια ερωτική
περιπέτεια, γίνεται πλέον πιόνι στα χέρια της μοίρας που έχει προαποφασίσει την
καταστροφική αυτή πολεμική εκστρατεία.
ύστερα
πάρε στις πλατιές φτερούγες σου τον
πόνο μας
σκληρή προδότρα όμορφη
στάσου μπροστά απ’ τις φωτιές της πόλης
και με τα άσπρα χέρια σου
δείξε σ’ εμάς
τον δρόμο για το μέλλον
Εκείνο που αναμένεται από την Ελένη
είναι να αποδεσμευτεί από τα πραγματικά της συναισθήματα και να αναλάβει το
ρόλο που της έχουν ήδη αποδώσει. Οφείλει, λοιπόν, να σταθεί μπροστά απ’ τα
συντρίμμια της αλωμένης Τροίας και με την ψυχρότητα της ασύγκριτης ομορφιάς της
να υποδείξει στους μαχόμενους άνδρες το δρόμο για το μέλλον τους. Έναν δρόμο
που στο πλαίσιο μιας σταθερά ανταγωνιστικής κοινωνίας δεν είναι άλλος απ’ αυτόν
των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, της απάνθρωπης σκληρότητας και του βίαιου
θανάτου.