Οδυσσέας Ελύτης «Ωδή στη Σαντορίνη»
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν’ αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και
των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα
μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
Άστραψε
μες στο κήρυγμα του άνεμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
Οδυσσέας
Ελύτης, Προσανατολισμοί, Εκδόσεις Ίκαρος
Η Σαντορίνη αποκτά στο πλαίσιο του
ποιήματος αυτού διαστάσεις συμβόλου, εφόσον η αναγέννησή της μέσα από την
καταστροφή περνά ένα μήνυμα ελπίδας πως η ζωή μπορεί να υπερισχύσει -και
υπερισχύει- έπειτα από κάθε οδυνηρό γεγονός, όσο συντριπτικό κι αν αυτό
φαντάζει τη στιγμή που συμβαίνει. Η Σαντορίνη αναδύεται «γυμνή» μετά την έκρηξη
του ηφαιστείου, προικισμένη πια, όμως, με μια ομορφιά που ξεπερνά κάθε
προηγούμενο.
«Βγήκες από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν’ αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος»
Το μαγευτικό νησί «βγαίνει»,
«γεννιέται» μέσα από τα σωθικά της βροντής -ενός δυσοίωνου και τρομακτικού
ήχου, που παραπέμπει στη συγκλονιστική στιγμή της έκρηξης του ηφαιστείου-,
αναδύεται «ανατριχιάζοντας», κλονισμένο από τις σεισμικές δονήσεις, μέσα στα
σύννεφα που έχουν μετανιώσει για το καταστροφικό έργο της φύσης. Η
«δοκιμασμένη» πέτρα του νησιού, ωστόσο, παρά τις πίκρες και τις μεγάλες
δοκιμασίες που βιώνει, αναδύεται αγέρωχη με το φως της νέας ημέρας, ζητώντας
την παρουσία του ήλιου, ζητώντας τη συμμετοχή του στο δικό της άμετρο μαρτύριο,
για να αντικρίσουν μαζί τη δόξα που ακολουθεί εκείνους που έχουν περάσει τους
μεγαλύτερους κινδύνους. Η προσωποποιημένη πέτρα και συνεκδοχικά το νησί της
Σαντορίνης, ζητά την παρουσία του ήλιου για να κινηθούν μαζί, για να αγωνιστούν
τον κοινό αγώνα της ύπαρξης στο ελληνικό πέλαγος.
Η βροντή που συνοδεύει τη νέα γέννηση της Σαντορίνης, αντηχεί με το ξεκίνημα της μέρας στο Αιγαίο πέλαγος, στέλνοντας παντού ένα τρομακτικό μήνυμα επιβίωσης. Η μεγάλη καταστροφή έχει τελειώσει κι αυτό που εμφανίζεται καθώς ξημερώνει είναι ένα νέο νησί, σκληρά δοκιμασμένο, γεμάτο οδύνη, αλλά πιο ισχυρό και πιο δοξασμένο.
«Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου»
Η Σαντορίνη ξυπνά μετά την καταστροφή
από την αδιάκοπη κίνηση της θάλασσας και στέκει επιβλητική και υπερήφανη,
ορθώνοντας ένα καμπυλωτό κομμάτι βράχου, σημαδεμένου από τα σχέδια που έχει
δημιουργήσει επάνω του ο επίμονος νοτιάς. Ορθώνει έναν βράχο, για να μπορέσουν
εκεί να χαραχτούν τα σημάδια τόσο της οδύνης, όσο και της ελπίδας, αφού
αποτελούν και τα δύο μόνιμες και αλληλένδετες εκφάνσεις της ζωής.
Η Σαντορίνη χρησιμοποιώντας τη φωτιά, τη λάβα και τους καπνούς -τα υλικά της δημιουργίας της-, καθώς και λόγια πρωτόγνωρα που κατορθώνουν να καθυποτάξουν ακόμη και το άπειρο, χάρη στο πρωτάκουστο κάλλος τους, γέννησε τη φωνή της νέας ημέρας. Μετουσίωσε η Σαντορίνη με τη γέννησή της τους ήχους της ημέρας σε φωνή και κατόρθωσε να ανυψώσει ακόμη ψηλότερα -εκεί που τα σύννεφα λαμβάνουν ποικίλα χρώματα- τη δυνατότητα του ανθρώπινου νου να εξυμνεί την ομορφιά και την ελευθερία των πουλιών στο αυγουστιάτικο φως.
Η Σαντορίνη με τη δίχως προηγούμενο ομορφιά της -γέννημα μιας μεγάλης καταστροφής που κλόνισε το νησί, αλλά δεν το αφάνισε- κατόρθωσε να προσηλυτίσει το άπειρο, αποδεικνύοντας το ακατάβλητο της ύπαρξής της. Κατόρθωσε, συνάμα, να δώσει φωνή στη νέα ημέρα, η οποία θέλησε να εκφράσει το θαυμασμό της για το αναγεννημένο νησί. Κι ακόμη περισσότερο, η Σαντορίνη ώθησε με την ομορφιά της σε νέα ύψη τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου νου, σε μια προσπάθεια να βρει νέους εκφραστικούς τρόπους για να εξυμνήσει το ασύγκριτο κάλλος της.
«Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς
αφρών
Μέσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.»
Ο Οδυσσέας Ελύτης εστιάζει ιδιαίτερα
στη στιγμή της γένεσης του νησιού της Σαντορίνης, καθώς σε αυτή τη διαδικασία
ανάδυσής του από το χάος της συντριπτικής έκρηξης οφείλει την ξεχωριστή ομορφιά
του. Η γένεσή, μάλιστα, της Σαντορίνης παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τη
γένεση της Αφροδίτης, η οποία επίσης αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα.
Η Σαντορίνη βίωσε, κατά τον ποιητή, τη χαρά της γέννησης, πλάι στους θορυβώδεις ήχους των κυμάτων και πλάι στους καημούς της αφρισμένης θάλασσας, που είχε επίγνωση της τελούμενης στο εσωτερικό της καταστροφικής έκρηξης. Η διαδικασία δημιουργίας του νησιού συντελείται κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν τα περισσότερα πλάσματα της φύσης κοιμούνται. Τις ώρες εκείνες, ωστόσο, η ίδια η νύχτα, προσωποποιημένη, αναζητά μέσα στη φαινομενικά έρημη φύση, όπου μόνο τα άστρα ξενυχτούν, την προσωποποιημένη αυγή προκειμένου να γίνει εκείνη ανάδοχος του νεογέννητου νησιού που ετοιμάζεται να αναδυθεί στην επιφάνεια.
Η γέννηση της Σαντορίνης, αν και πραγματοποιείται μέσα από μια καταστροφική έκρηξη, παρουσιάζεται από τον ποιητή ως στιγμή ευλογίας, δοθείσης προφανώς της υπέρμετρης ομορφιάς που προκύπτει από την έκρηξη αυτή.
Η Σαντορίνη ξεπηδά από τη θάλασσα τις πρώτες πρωινές ώρες, πορφυρογέννητη, εφόσον γεννιέται κατά τη διάρκεια που η γη βρίσκεται υπό το κράτος της αναδόχου της αυγής. Υπό το κράτος του φωτός γεννιέται το νησί αυτό στέλνοντας πέρα ως τους μακρινούς ορίζοντες την ευχή που φέρει, την ευχή που μεγάλωσε στις άγρυπνες θάλασσες, για να ευλογήσει τις πρώτες πρωινές ώρες της νέας εκείνης ημέρας, που είχε το προνόμιο να φέρει στη ζωή ένα νησί αξεπέραστης θελκτικότητας και ομορφιάς.
«Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του
Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου»
Η Σαντορίνη, η βασίλισσα του συνόλου
της ζωτικής δύναμης του Αιγαίου, βρίσκει τη δική της κυρίαρχη γραμμή του
πεπρωμένου, χάρη στην απαράμιλλα θελκτική δύναμη της ομορφιάς της, που της
επιτρέπει να επιστρατεύει πια στο πλευρό της το άπειρο και να διασφαλίσει έτσι
το ατέρμονο της ύπαρξής της, αξιοποιώντας τα υλικά της δημιουργίας της, τη
φωτιά, την ηφαιστειακή λάβα και τους καπνούς.
«Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.»
Μετά τη σκληρή δοκιμασία που γνώρισε το
νησί, έχει τώρα μπροστά του τον δρόμο της δικαίωσης, αφού η μοίρα επιχειρεί να
εξισορροπήσει το οδυνηρό χτύπημα με μια νέα περίοδο ευδαιμονίας. Τα μαύρα από
τη λάβα βουνά πλέουν τώρα μέσα στη λάμψη της νέας ημέρας κι ο μόνος κρατήρας
που λαμβάνει ζωή είναι αυτός των πόθων για τη βίωση της χαράς και της προσδοκίας
μέσα στο κέντρο της τόσο παιδεμένης καρδιάς του νησιού. Η καταστροφή συντελέστηκε,
αλλά δεν πτόησε την ισχυρότερη δύναμη της φύσης και των ανθρώπων, αυτή της ελπίδας,
η οποία ετοιμάζει τώρα μια νέα γη, έναν ολότελα νέο τόπο, έτοιμο να υποδεχτεί
τη θριαμβική επάνοδο και πορεία της άκαμπτης ελληνικής φυλής, που γνωρίζει πώς
να δίνει ζωή στα όνειρα και πώς να απολαμβάνει τη ζωή τραγουδώντας μέσα στην αγκαλιά
του σταθερού της συντρόφου, του ήλιου.
Η έκρηξη τερμάτισε έναν ακμάζοντα πολιτισμό, αλλά η ζωή δεν χάνει την ελπίδα της, καθώς γνωρίζει πως κάποιο πρωινό λουσμένο στους ιριδισμούς του φωτός, οι Έλληνες θα επανέλθουν και θα κατοικήσουν εκ νέου το αναγεννημένο νησί.
«Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία»
Με μια αποστροφή στην προσωποποιημένη
Σαντορίνη, στην κόρη ενός κορυφαίου θυμού, όπως εύστοχα αποδίδει ο ποιητής, το
γεννημένο μέσα από την καταστροφική έκρηξη νησί, στη γυμνή αναδυομένη καλλονή,
στην καλλίστη του Αιγαίου, της ζητά να ανοίξει τις λαμπρές της πύλες στους ανθρώπους,
για να ευωδιάσει και πάλι ο τόπος από την υγεία της νέας ζωής. Καλεί ο ποιητής
το νησί να δεχτεί ξανά την παρουσία των ανθρώπων, ώστε να μεταδοθεί εκ νέου σε όλες
τις πιθανές του εκφάνσεις ο πλούσιος συναισθηματικός κόσμος τους και να σταλθεί
παντού ολόγυρα το μήνυμα της ελευθερίας που αψηφά τους κινδύνους και δεν
επιτρέπει σε καμία απειλή να την εκφοβίσει και να την κάμψει.
Η κόρη του κορυφαίου θυμού, αν κι έχασε τους ως τότε κατοίκους της, είναι και πάλι έτοιμη να δεχτεί τους ανθρώπους και να αισθανθεί επάνω της την αδάμαστη δυναμικότητα της ανθρώπινης ζωής και το ατιθάσευτο φρόνημα της ελευθερίας.
«Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.»
Ο ποιητής καλεί την αναγεννημένη
Σαντορίνη να αναδυθεί αστραφτερή με όλο το μεγαλείο της νεοαποκτηθείσας
ατέρμονης ομορφιάς της και να σταθεί επιβλητική μέσα στο Αιγαίο, εκεί που ο
άνεμος δεσπόζει, όταν ο πρωινός ήλιος των τριών πρώτων ωρών της ημέρας υψώνεται
λαμπρά καταγάλανος και παίζει το ζωογόνο ρυθμό της Δημιουργίας.
Η γέννηση της Σαντορίνης, του νησιού που κατέχει πια μια παντοτινή και εκπληκτική ομορφιά, έχει ήδη συντελεστεί με το ξεκίνημα της νέας ημέρας, και τώρα, καθώς η ώρα περνά, ο ποιητής της ζητά να θέσει ξανά το αναγεννημένο έδαφός της στη διάθεση των ανθρώπων, της φύσης και της ζωής, για να αρχίσει τη νέα παντοτινή πλέον πορεία της.
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν’ αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος»
Η βροντή που συνοδεύει τη νέα γέννηση της Σαντορίνης, αντηχεί με το ξεκίνημα της μέρας στο Αιγαίο πέλαγος, στέλνοντας παντού ένα τρομακτικό μήνυμα επιβίωσης. Η μεγάλη καταστροφή έχει τελειώσει κι αυτό που εμφανίζεται καθώς ξημερώνει είναι ένα νέο νησί, σκληρά δοκιμασμένο, γεμάτο οδύνη, αλλά πιο ισχυρό και πιο δοξασμένο.
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου»
Η Σαντορίνη χρησιμοποιώντας τη φωτιά, τη λάβα και τους καπνούς -τα υλικά της δημιουργίας της-, καθώς και λόγια πρωτόγνωρα που κατορθώνουν να καθυποτάξουν ακόμη και το άπειρο, χάρη στο πρωτάκουστο κάλλος τους, γέννησε τη φωνή της νέας ημέρας. Μετουσίωσε η Σαντορίνη με τη γέννησή της τους ήχους της ημέρας σε φωνή και κατόρθωσε να ανυψώσει ακόμη ψηλότερα -εκεί που τα σύννεφα λαμβάνουν ποικίλα χρώματα- τη δυνατότητα του ανθρώπινου νου να εξυμνεί την ομορφιά και την ελευθερία των πουλιών στο αυγουστιάτικο φως.
Η Σαντορίνη με τη δίχως προηγούμενο ομορφιά της -γέννημα μιας μεγάλης καταστροφής που κλόνισε το νησί, αλλά δεν το αφάνισε- κατόρθωσε να προσηλυτίσει το άπειρο, αποδεικνύοντας το ακατάβλητο της ύπαρξής της. Κατόρθωσε, συνάμα, να δώσει φωνή στη νέα ημέρα, η οποία θέλησε να εκφράσει το θαυμασμό της για το αναγεννημένο νησί. Κι ακόμη περισσότερο, η Σαντορίνη ώθησε με την ομορφιά της σε νέα ύψη τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου νου, σε μια προσπάθεια να βρει νέους εκφραστικούς τρόπους για να εξυμνήσει το ασύγκριτο κάλλος της.
Μέσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.»
Η Σαντορίνη βίωσε, κατά τον ποιητή, τη χαρά της γέννησης, πλάι στους θορυβώδεις ήχους των κυμάτων και πλάι στους καημούς της αφρισμένης θάλασσας, που είχε επίγνωση της τελούμενης στο εσωτερικό της καταστροφικής έκρηξης. Η διαδικασία δημιουργίας του νησιού συντελείται κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν τα περισσότερα πλάσματα της φύσης κοιμούνται. Τις ώρες εκείνες, ωστόσο, η ίδια η νύχτα, προσωποποιημένη, αναζητά μέσα στη φαινομενικά έρημη φύση, όπου μόνο τα άστρα ξενυχτούν, την προσωποποιημένη αυγή προκειμένου να γίνει εκείνη ανάδοχος του νεογέννητου νησιού που ετοιμάζεται να αναδυθεί στην επιφάνεια.
Η γέννηση της Σαντορίνης, αν και πραγματοποιείται μέσα από μια καταστροφική έκρηξη, παρουσιάζεται από τον ποιητή ως στιγμή ευλογίας, δοθείσης προφανώς της υπέρμετρης ομορφιάς που προκύπτει από την έκρηξη αυτή.
Η Σαντορίνη ξεπηδά από τη θάλασσα τις πρώτες πρωινές ώρες, πορφυρογέννητη, εφόσον γεννιέται κατά τη διάρκεια που η γη βρίσκεται υπό το κράτος της αναδόχου της αυγής. Υπό το κράτος του φωτός γεννιέται το νησί αυτό στέλνοντας πέρα ως τους μακρινούς ορίζοντες την ευχή που φέρει, την ευχή που μεγάλωσε στις άγρυπνες θάλασσες, για να ευλογήσει τις πρώτες πρωινές ώρες της νέας εκείνης ημέρας, που είχε το προνόμιο να φέρει στη ζωή ένα νησί αξεπέραστης θελκτικότητας και ομορφιάς.
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου»
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.»
Η έκρηξη τερμάτισε έναν ακμάζοντα πολιτισμό, αλλά η ζωή δεν χάνει την ελπίδα της, καθώς γνωρίζει πως κάποιο πρωινό λουσμένο στους ιριδισμούς του φωτός, οι Έλληνες θα επανέλθουν και θα κατοικήσουν εκ νέου το αναγεννημένο νησί.
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία»
Η κόρη του κορυφαίου θυμού, αν κι έχασε τους ως τότε κατοίκους της, είναι και πάλι έτοιμη να δεχτεί τους ανθρώπους και να αισθανθεί επάνω της την αδάμαστη δυναμικότητα της ανθρώπινης ζωής και το ατιθάσευτο φρόνημα της ελευθερίας.
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.»
Η γέννηση της Σαντορίνης, του νησιού που κατέχει πια μια παντοτινή και εκπληκτική ομορφιά, έχει ήδη συντελεστεί με το ξεκίνημα της νέας ημέρας, και τώρα, καθώς η ώρα περνά, ο ποιητής της ζητά να θέσει ξανά το αναγεννημένο έδαφός της στη διάθεση των ανθρώπων, της φύσης και της ζωής, για να αρχίσει τη νέα παντοτινή πλέον πορεία της.