Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πείθω / πείθομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πείθω / πείθομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Παραλία Βλυχάδα, Σαντορίνη
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πείθω / πείθομαι»  
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πείθω, πείθεις, πείθει, πείθομεν, πείθετε, πείθουσι(ν)
Υποτακτική
πείθω, πείθς, πείθ, πείθωμεν, πείθητε, πείθωσι(ν)
Ευκτική
πείθοιμι, πείθοις, πείθοι, πείθοιμεν, πείθοιτε, πείθοιεν
Προστακτική
---, πεθε, πειθέτω, ---, πείθετε, πειθόντων (ή πειθέτωσαν)
Απαρέμφατο
πείθειν
Μετοχή
πείθων, πείθουσα, πεθον
 
Παρατατικός
Οριστική
πειθον, πειθες, πειθε, πείθομεν, πείθετε, πειθον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πείσω, πείσεις, πείσει, πείσομεν, πείσετε, πείσουσι(ν)
Ευκτική
πείσοιμι, πείσοις, πείσοι, πείσοιμεν, πείσοιτε, πείσοιεν
Απαρέμφατο
πείσειν
Μετοχή
πείσων, πείσουσα, πεσον
 
Αόριστος
Οριστική
πεισαπεισας, πεισε(ν), πείσαμεν, πείσατε, πεισαν
Υποτακτική
πείσω, πείσς, πείσ, πείσωμεν, πείσητε, πείσωσι(ν)
Ευκτική
πείσαιμι, πείσαις / πείσειας, πείσαι / πείσειε(ν), πείσαιμεν, πείσαιτε, πείσαιεν ή πείσειαν
Προστακτική
---, πεσον, πεισάτω, ---, πείσατε, πεισάντων (ή πεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
πεσαι
Μετοχή
πείσας, πείσασα, πεσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπεικα, πέπεικας, πέπεικε, πεπείκαμεν, πεπείκατε, πεπείκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός  
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός ς
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα μεν
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα τε
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα σι
 
Ευκτική
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός εην
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός εης
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός εη
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα εημεν (εμεν)
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα εητε (ετε)
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός σθι
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός στω
---
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα στε
πεπεικότες- πεπεικυαι- πεπεικότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπεικέναι
Μετοχή
πεπεικώς- πεπεικυα- πεπεικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεπείκειν, πεπείκεις, πεπείκει, πεπείκεμεν, πεπείκετε, πεπείκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πείθομαι, πείθ/πείθει, πείθεται, πειθόμεθα, πείθεσθε, πείθονται
Υποτακτική
πείθωμαι, πείθ, πείθηται, πειθώμεθα, πείθησθε, πείθωνται
Ευκτική
πειθοίμην, πείθοιο, πείθοιτο, πειθοίμεθα, πείθοισθε, πείθοιντο
Προστακτική
---, πείθου, πειθέσθω, ---, πείθεσθε, πειθέσθων ή πειθέσθωσαν
Απαρέμφατο
πείθεσθαι
Μετοχή
πειθόμενος
πειθομένη
πειθόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πειθόμηνπείθου, πείθετο, πειθόμεθα, πείθεσθε, πείθοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
πείσομαι, πείσ/πείσει, πείσεται, πεισόμεθα, πείσεσθε, πείσονται
Ευκτική
πεισοίμην, πείσοιο, πείσοιτο, πεισοίμεθα, πείσοισθε, πείσοιντο
Απαρέμφατο
πείσεσθαι
Μετοχή
πεισόμενος
πεισομένη
πεισόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πεισθήσομαι, πεισθήσ/πεισθήσει, πεισθήσεται, πεισθησόμεθα, πεισθήσεσθε, πεισθήσονται
Ευκτική
πεισθησοίμην, πεισθήσοιο, πεισθήσοιτο, πεισθησοίμεθα, πεισθήσοισθε, πεισθήσοιντο
Απαρέμφατο
πεισθήσεσθαι
Μετοχή
πεισθησόμενος
πεισθησομένη
πεισθησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
πιθόμηνπίθου, πίθετο, πιθόμεθα, πίθεσθε, πίθοντο
Υποτακτική
πίθωμαι, πίθ, πίθηται, πιθώμεθα, πίθησθε, πίθωνται
Ευκτική
πιθοίμην, πίθοιο, πίθοιτο, πιθοίμεθα, πίθοισθε, πίθοιντο
Προστακτική
---, πιθο, πιθέσθω, ---, πίθεσθε, πιθέσθων
Απαρέμφατο
πιθέσθαι
Μετοχή
πιθόμενος
πιθομένη
πιθόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πείσθηνπείσθης, πείσθη, πείσθημεν, πείσθητε, πείσθησαν
Υποτακτική
πεισθ, πεισθς, πεισθ, πεισθμεν, πεισθτε, πεισθσι(ν)
Ευκτική
πεισθείην, πεισθείης, πεισθείη, πεισθείημεν ή πεισθεμεν, πεισθείητε ή πεισθετε, πεισθείησαν ή πεισθεεν
Προστακτική
---, πείσθητι, πεισθήτω, ---, πείσθητε, πεισθέντων ή πεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
πεισθναι
Μετοχή
πεισθείς
πεισθεσα
πεισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπεισμαι, πέπεισαι, πέπεισται, πεπείσμεθα, πέπεισθε, πεπεισμένοι εσί(ν) 

Υποτακτική
πεπεισμένος- πεπεισμένη-πεπεισμένον 
πεπεισμένος- πεπεισμένη-πεπεισμένον ς
πεπεισμένος- πεπεισμένη-πεπεισμένον 
πεπεισμένοι- πεπεισμέναι-πεπεισμένα μεν
πεπεισμένοι- πεπεισμέναι-πεπεισμένα τε
πεπεισμένοι- πεπεισμέναι-πεπεισμένα σι

Ευκτική
πεπεισμένος- πεπεισμένη-πεπεισμένον εην
πεπεισμένος- πεπεισμένη-πεπεισμένον εης
πεπεισμένος- πεπεισμένη-πεπεισμένον εη
πεπεισμένοι- πεπεισμέναι-πεπεισμένα εημεν (εμεν)
πεπεισμένοι- πεπεισμέναι-πεπεισμένα εητε (ετε)
πεπεισμένοι- πεπεισμέναι-πεπεισμένα εησαν (εεν)

Προστακτική
---, πέπεισο, πεπείσθω, --- πέπεισθε, πεπείσθων ή πεπείσθωσαν

Απαρέμφατο
πεπεσθαι
Μετοχή
πεπεισμένος,
πεπεισμένη,
πεπεισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεπείσμηνπέπεισο, πέπειτο, πεπείσμεθα, πέπεισθε, πεπεισμένοι σαν
 
Ενεργητικός Παρακείμενος ως μέσος (πέποιθα: έχω πεποίθηση, έχω θάρρος)
Οριστική
πέποιθα, πέποιθας, πέποιθε, πεποίθαμεν, πεποίθατε, πεποίθασι(ν)
 
Υποτακτική
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός ς
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα μεν
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα τε
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα σι
 
Ευκτική
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός εην
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός εης
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός εη
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα εημεν (εμεν)
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα εητε (ετε)
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός σθι
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός στω
---
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα στε
πεποιθότες- πεποιθυαι- πεποιθότα στων
 
Απαρέμφατο
πεποιθέναι
Μετοχή
πεποιθώς- πεποιθυα- πεποιθός
 
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος ως μέσος
Οριστική
πεποίθειν, πεποίθεις, πεποίθει, πεποίθεμεν, πεποίθετε, πεποίθεσαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...