John Frederick Lewis
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Dünya Güzeli»
Το κάτοπτρον δεν μ’ απατά, είν’ αληθής
η θέα,
δεν είναι άλλη ως εμέ επί της γης
ωραία.
Οι οφθαλμοί μου στίλβοντας αδάμαντας
ομοιάζουν,
του κοραλλίου την χροιάν τα χείλη μου
πλησιάζουν,
δύο σειραί μαργαριτών το στόμα μου
στολίζουν.
Το σώμα μου είν’ εύχαρι, το πόδι μου
φημίζουν,
χείρες, λαιμός κατάλευκοι, κόμη
μεταξωτή...
πλην, φευ, τι ωφελεί;
Εντός αυτού του μισητού κλεισμένη
χαρεμίου,
ποίος το κάλλος μου ορά επί της
υφηλίου;
Μόνον αντίζηλοι εχθραί φαρμακευμένον
βλέμμα
με ρίπτουν, ή απαίσιοι ευνούχοι, και το
αίμα
παγώνει εις τας φλέβας μου ότ’ έρχεται
κοντά μου
ο απεχθής μου σύζυγος. Προφήτα, Δέσποτά
μου,
σύγγνωθι την καρδίαν μου αλγούσ’ αν
εκφωνή,
Aς ήμην Χριστιανή!
Αν εγεννώμην Χριστιανή θα ήμην ελευθέρα
εις πάντας να δεικνύωμαι και νύκτωρ κ’
εν ημέρα·
και άνδρες μετά θαυμασμού, γυναίκες
μετά φθόνου
θα ωμολόγουν, βλέποντες το κάλλος μου,
εκ συμφώνου, —
Ότι η φυσις ως εμέ άλλην δεν θα παράξη.
Οσάκις θα διέβαινα εν ανοικτή αμάξη
θα επληρούντο της Σταμπούλ με πλήθος αι
οδοί
ίνα καθείς με ιδή.
Τίτλος: Τουρκική υπερθετική έκφραση που
σημαίνει κυριολεκτικά «Η ωραία του ντουνιά (ή του κόσμου)», δηλαδή η πεντάμορφη
ή ωραία των ωραίων. Πιθανώς, σε άλλο στάδιο, το ποίημα είχε τίτλο «Harem» ή «Χαρέμιον».
Το ποίημα «Dünya Güzeli» ανήκει στα
Κρυμμένα του Κωνσταντίνου Καβάφη, καθώς ο ποιητής, αν και το ολοκλήρωσε,
προτίμησε τελικά να μη το δημοσιεύσει. Επιλογή που μοιάζει δικαιολογημένη, αν
λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι παρουσιάζει σε αυτό μια μουσουλμάνα που θα
προτιμούσε, για λόγους αυταρέσκειας, να είναι χριστιανή, αφού έτσι θα είχε τη
δυνατότητα να επιδεικνύει τη σωματική της ομορφιά σε όλους τους ανθρώπους.
Προσέχουμε πως, αν και ο Καβάφης
καταγράφει ένα μεμονωμένο περιστατικό μιας εξαιρετικά όμορφης κοπέλας που είναι
κλεισμένη σ’ ένα χαρέμι, και δεν προχωρά σε κάποια γενίκευση που δύσκολα θα
απέδιδε την πραγματικότητα, δεν παύει ωστόσο να προσεγγίζει ένα θέμα που οι
μουσουλμάνοι το βλέπουν τελείως διαφορετικά. Όσο κι αν μοιάζει παράδοξο για
τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου, οι ίδιες οι μουσουλμάνες δεν εκλαμβάνουν την
απόκρυψη του κάλλους τους ως μορφή καταπίεσης, αλλά ως έκφραση απόλυτου
σεβασμού απέναντι στο πρόσωπό τους, εφόσον κρατούν τα θέλγητρά τους μόνο για
τον σύζυγό τους. Μια μουσουλμάνα θεωρεί πως είναι ανούσιο και χυδαίο το να
επιδεικνύει το σώμα της σε άλλους άνδρες, όπως κάνουν οι γυναίκες του δυτικού
κόσμου, αφού μια τέτοια συμπεριφορά μοιάζει περισσότερο με υποτίμηση της αξίας
της, παρά ως φανέρωμα ελευθερίας.
Δημιουργείται, άρα, μια προφανής
αντίφαση, καθώς οι σκέψεις της μουσουλμάνας αποδίδονται από έναν μη
μουσουλμάνο, που δεν είναι κατ’ ανάγκη σε θέση να κατανοήσει ή και να αποδεχτεί
πλήρως τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο οι μουσουλμάνοι αντιλαμβάνονται αφενός
την επίδειξη σεβασμού απέναντι σε μια γυναίκα και αφετέρου το πώς μια γυναίκα
διαφυλάττει την ακεραιότητα και την αξιοπρέπειά της.
Το κάτοπτρον δεν μ’ απατά, είν’ αληθής
η θέα,
δεν είναι άλλη ως εμέ επί της γης
ωραία.
Οι οφθαλμοί μου στίλβοντας αδάμαντας
ομοιάζουν,
του κοραλλίου την χροιάν τα χείλη μου
πλησιάζουν,
δύο σειραί μαργαριτών το στόμα μου
στολίζουν.
Το σώμα μου είν’ εύχαρι, το πόδι μου
φημίζουν,
χείρες, λαιμός κατάλευκοι, κόμη
μεταξωτή...
πλην, φευ, τι ωφελεί;
Το ποίημα είναι δοσμένο σε α΄ ενικό
πρόσωπο, δημιουργώντας την εντύπωση πως ακούμε απευθείας τις σκέψεις ή καλύτερα
το παράπονο της «ωραίας του ντουνιά», που περνά τις μέρες της κλεισμένη σ’ ένα
χαρέμι.
Ο καθρέφτης δεν με απατά, δηλώνει η
ωραία κοπέλα. Η θέα που αντικρίζει είναι αληθινή∙ δεν υπάρχει άλλη γυναίκα στη
γη τόσο όμορφη όσο εκείνη. Τα μάτια της μοιάζουν με διαμάντια που λαμπυρίζουν,
τα χείλη της είναι κατακόκκινα κι έχουν σχεδόν το χρώμα ενός κοραλλιού, τα δόντια
της είναι ολόλευκα και στολίζουν το στόμα της σαν μαργαριτάρια. Το σώμα της
είναι γεμάτο νεανική ζωτικότητα, τα πόδια της αξιοζήλευτα και φημισμένα∙ τα
χέρια κι ο λαιμός της κατάλευκα, ενώ τα μαλλιά της σαν από μετάξι.
Ωστόσο, αναρωτιέται η κοπέλα, ποιο
είναι το όφελος όλης αυτής της ομορφιάς, αν δεν μπορεί ο κόσμος να την
αντικρίσει και να την καμαρώσει; Ερώτημα με το οποίο τίθεται, επί της ουσίας,
από τον ποιητή το ζήτημα σχετικά με το πώς μπορεί τελικά να βιωθεί και, ίσως,
να αξιοποιηθεί πλήρως το ιδιαίτερο αυτό δώρο της φύσης. Αποτελεί, άρα, η
εξωτερική ομορφιά κάτι που θα πρέπει ο κάτοχός της να το εκλαμβάνει ως ένα απλό
στοιχείο της συνολικής του υπόστασης, δίχως να του αποδίδει ξεχωριστή σημασία ή
μήπως το σωματικό κάλλος συνιστά ένα στοιχείο προς «εκμετάλλευση», όπως θα
μπορούσε ίσως να συμβεί με την υψηλή ευφυΐα και αντίληψη;
Εντός αυτού του μισητού κλεισμένη
χαρεμίου,
ποίος το κάλλος μου ορά επί της
υφηλίου;
Μόνον αντίζηλοι εχθραί φαρμακευμένον
βλέμμα
με ρίπτουν, ή απαίσιοι ευνούχοι, και το
αίμα
παγώνει εις τας φλέβας μου ότ’ έρχεται
κοντά μου
ο απεχθής μου σύζυγος. Προφήτα, Δέσποτά
μου,
σύγγνωθι την καρδίαν μου αλγούσ’ αν
εκφωνή,
Aς ήμην Χριστιανή!
Εφόσον η «ωραία του ντουνιά» είναι
κλεισμένη μέσα στο μισητό χαρέμι, αισθάνεται πως η ομορφιά της χαραμίζεται αφού
κανένας δεν μπορεί να τη θαυμάσει. Οι μόνοι που τη βλέπουν είναι οι αντίζηλες
γυναίκες που τις ρίχνουν φαρμακερά βλέμματα μίσους κι αντιπάθειας κι οι
απαίσιοι ευνούχοι που λειτουργούν ως δεσμοφύλακές της. Ενώ, εκείνος που έχει τα
αποκλειστικά δικαιώματα επάνω στο όμορφο σώμα της, ο σύζυγός της, της προκαλεί
τρόμο. Κάθε φορά που νιώθει τον μισητό αυτό άνθρωπο να την πλησιάζει αισθάνεται
το αίμα της να παγώνει στις φλέβες της.
Το μίσος κι η απέχθεια που έχει για το
σύζυγό της καθιστούν τη ζωή της αβίωτη, πολύ περισσότερο κι από το γεγονός ότι
βρίσκεται έγκλειστη σ’ ένα χαρέμι. Η όλη νοοτροπία των Μουσουλμάνων πως η
γυναίκα διαφυλάττει το κάλλος της μόνο για το σύζυγό της και πως μόνο εκείνος
μπορεί να απολαμβάνει και να θαυμάζει την ομορφιά αυτή, αίρεται από την απουσία
συναίνεσης. Η πανέμορφη αυτή κοπέλα διόλου δεν αγαπά και δεν εκτιμά το σύζυγό
της, οπότε το να προσφέρει τα κάλλη της σ’ αυτόν, που τόσο τον μισεί, αποτελεί
για εκείνη ένα πραγματικό μαρτύριο.
Η έκκληση που απευθύνει, επομένως, στον
μεγάλο Προφήτη να συγχωρέσει τον πόνο της καρδιάς της που την εξωθεί να αποζητά
κάτι το ανήκουστο∙ που την εξωθεί στο να εύχεται να ήταν Χριστιανή, προκύπτει,
όχι από τη φιλαρέσκειά της, αλλά από την τραυματική επίγνωση πως είναι
αναγκασμένη να δίνεται σ’ έναν άντρα που μισεί, χωρίς να έχει το δικαίωμα ή τη
δυνατότητα να φύγει μακριά του. Η κοπέλα είναι φυλακισμένη σε μια ανυπόφορη
ζωή, στο πλαίσιο της οποίας γνωρίζει μόνο την αντιπάθεια του περίγυρού της και
τη φρικιαστική υποχρέωση να προσφέρει τον εαυτό της σε κάποιον που της προκαλεί
απέχθεια. Το να αναζητά την ελευθερία της είναι, άρα, κάτι λογικό κι
αναμενόμενο.
Αν εγεννώμην Χριστιανή θα ήμην ελευθέρα
εις πάντας να δεικνύωμαι και νύκτωρ κ’
εν ημέρα∙
και άνδρες μετά θαυμασμού, γυναίκες
μετά φθόνου
θα ωμολόγουν, βλέποντες το κάλλος μου,
εκ συμφώνου, —
Ότι η φυσις ως εμέ άλλην δεν θα παράξη.
Οσάκις θα διέβαινα εν ανοικτή αμάξη
θα επληρούντο της Σταμπούλ με πλήθος αι
οδοί
ίνα καθείς με ιδή.
Στη σκέψη της κοπέλας η ζωή μιας
Χριστιανής γυναίκας είναι απολύτως προτιμητέα σε σχέση με τη δική της, εφόσον
είναι μια ζωή ελευθερίας, που επιτρέπει στη γυναίκα να αποφασίζει η ίδια για
τον εαυτό της. Αν μπορούσε, λοιπόν, να ήταν κι εκείνη Χριστιανή, αν ίσως είχε
γεννηθεί Χριστιανή, θα είχε το ελεύθερο να επιδεικνύει νυχθημερόν σε όλους την εκπληκτική
ομορφιά της, και τότε, οι άνδρες με θαυμασμό κι οι γυναίκες με ζήλια θα
παραδέχονταν από κοινού, βλέποντάς την, πως η φύση δεν έχει δημιουργήσει άλλη σαν
κι εκείνη. Κάθε φορά, μάλιστα, που θα περνούσε στους δρόμους με μια ανοιχτή
άμαξα, θα γέμιζαν οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης με πλήθος ανθρώπων, για να
μπορέσουν να τη δουν και να τη θαυμάσουν.
Το όραμα ελευθερίας που συντηρεί στην
ψυχή της η όμορφη κοπέλα είναι γεμάτο θαυμασμό και αναγνώριση για το θεσπέσιο
κάλλος της. Είναι γεμάτο με όσα τώρα στερείται, αφού εκεί που βρίσκεται κανείς
δεν της αναγνωρίζει το ξεχωριστό της ομορφιάς της κι όλοι είτε τη φθονούν είτε
της προκαλούν πόνο. Έτσι, ό,τι τώρα ποθεί όσο τίποτε, είναι να της δοθεί η
δυνατότητα να βιώσει την πλήρη αποδοχή, που τόσο έχει λείψει από τη ζωή της∙
είναι να γνωρίσει έναν άνευ όρων θαυμασμό και μια πάνδημη αναγνώριση της
μοναδικότητάς της. Εκεί δεν θα είναι μία από τις πολλές συζύγους ενός μισητού
ανθρώπου∙ εκεί θα είναι η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου και κανείς δεν θα μπορεί
να την αναγκάσει να σκεπάσει το πρόσωπό της και να κρύψει από το θαυμασμό του
κόσμου το υπέροχο αυτό δώρο που της προσέφερε η φύση.