Jeff Neugebauer
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»
Τό συμπαθητικό του πρόσωπο,
κομμάτι ὠχρό∙
τά καστανά του μάτια, σαν κομένα∙
εἴκοσι
πέντ’ ἐτών, πλήν μοιάζει μᾶλλον εἴκοσι∙
μέ κάτι καλλιτεχνικό στό ντύσιμό
του
– τίποτε χρῶμα τῆς κραβάτας, σχῆμα
τοῦ κολλάρου –
ἀσκόπως
περπατεῖ μές στήν ὁδό,
ἀκόμη
σάν ὑπνωτισμένος ἀπ’ τήν ἄνομη ἡδονή,
ἀπό
τήν πολύ ἄνομη ἡδονή πού ἀπέκτησε.
[1916]
Ένα από τα ερωτικά ποιήματα του
Καβάφη, όπου το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως παντογνώστης παρατηρητής. Ο
ποιητής, προκειμένου να συνθέσει την ιστορία στην πληρότητά της, ξεπερνά τα
περιορισμένα όρια γνώσης ενός απλού παρατηρητή και μας πληροφορεί τόσο για την
ηλικία του ήρωα, όσο και για το που βρισκόταν λίγο προτού θεαθεί να περπατά στο
δρόμο.
Είναι εμφανής η επιθυμία του
ποιητή να εστιάσει την προσοχή του αναγνώστη στον νεαρό ήρωα, δίνοντας σκοπίμως
ελλιπείς πληροφορίες για το σκηνικό της ποιητικής ιστορίας. Από τον τίτλο
κιόλας κατανοούμε πως ο τόπος στον οποίο βλέπει ο ποιητής τον όμορφο νέο δεν
έχει ιδιαίτερη σημασία. «Ἐν
τῇ ὁδῳ»,
στο δρόμο, σε κάποιο δρόμο, προφανώς της Αλεξάνδρειας, ο ποιητής έχει την τύχη
ν’ αντικρίσει το συμπαθή ήρωα του ποιήματος.
Το συμπαθητικό του πρόσωπο -όχι
εκπληκτικά ωραίο, δεν έλκει άλλωστε γι’ αυτό την προσοχή του ποιητή- είναι
κάπως ωχρό, ένδειξη κόπωσης που θα ενισχυθεί κι από την παρατήρηση του δεύτερου
στίχου πως τα μάτια του είναι σαν κομμένα.
Ελαφρώς κουρασμένος, λοιπόν, ο
ήρωας, όπως δηλώνεται με τις διατυπώσεις που απαλύνουν την ένταση της εντύπωσης
«κομμάτι ωχρό», «σαν κομένα», με συμπαθητικό πρόσωπο και καστανά μάτια.
Με μια ενδιαφέρουσα διαδικασία
εστίασης ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αρχικά στο πρόσωπο του νεαρού, στη
συνέχεια διευρύνει την εικόνα παρουσιάζοντας το ντύσιμό του και κατόπιν μας
δίνει πληρέστερα την εικόνα, με το νέο να περπατά σαν υπνωτισμένος.
Αν και είκοσι πέντε ετών ο
νεαρός, μοιάζει περισσότερο με είκοσι, ενώ το ντύσιμό του έχει κάτι το
καλλιτεχνικό, εντύπωση που οφείλεται ίσως στο χρώμα της γραβάτας και στο σχήμα
που έχει το κολάρο του πουκαμίσου του. Τα στοιχεία αυτά, αν συνδυαστούν με την
ωχρότητα του προσώπου, μας επιτρέπουν να εικάσουμε πως ο νεαρός ήρωας δεν
ασχολείται με κάποιο επίπονο χειρωνακτικό επάγγελμα, αλλά είναι μάλλον παιδί
των γραμμάτων ή της τέχνης.
Ο νεαρός περπατά μέσα στο δρόμο
άσκοπα, σα να είναι υπνωτισμένος από την άνομη, την ανήθικη ηδονή, που
απέκτησε. Κι εδώ έχουμε το κεντρικό σημείο του ποιήματος, υπό την έννοια πως
ό,τι είλκυσε το ενδιαφέρον του ποιητή είναι ακριβώς η άσκοπη περιπλάνηση του
νεαρού, η ζάλη της ηδονής, που είναι εμφανής στο πρόσωπο και στις κινήσεις του.
Ο ποιητής επιχειρεί ν’ αποτυπώσει
το μοναδικό εκείνο αντίκτυπο που έχει η παράδοση του νέου στην άνομη ηδονή, τη
γλυκιά ζάλη, το πρόσκαιρο ξέχασμα του εαυτού, την άσκοπη περιπλάνηση, ενόσω
γεύεται ακόμη την άμεση εντύπωση της ηδονικής επαφής.
Ο καταληκτικός στίχος, άλλωστε,
με τη μερική επανάληψη του προηγούμενου, «ἀπό
τήν πολύ ἄνομη ἡδονή» ενισχυμένου με το
ποσοτικό επίρρημα «πολύ», έρχεται να δώσει έμφαση στη βασική θεματική του
ποιήματος. Είναι η άφθονη ηδονή που έχει κάνει το νεαρό να λησμονήσει κάθε τι
άλλο κι είναι συγκεκριμένα η «άνομη» ηδονή, ώστε να διακριθεί από τους έρωτες
της ρουτίνας.
Οι στιγμές που ο χρόνος
καθηλώνεται και αποκτά μια διαφορετική σημασία είναι ακριβώς οι στιγμές που ο
νέος άνθρωπος αφήνεται στον έρωτα, χωρίς δισταγμούς κι ενοχές, γευόμενος «πολύ ἄνομη ἡδονή». Έτσι, ο ποιητής απομονώνει το περιστατικό
αυτό, τη στιγμή δηλαδή που ο νεαρός παραζαλισμένος ακόμη περπατά στο δρόμο, με
τις αισθήσεις του γεμάτες από τον έρωτα, για να τονίσει την ομορφιά που αποκτά
η ζωή, όταν οι άνθρωποι εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους.
Ό,τι ο Καβάφης επιθυμούσε
πάντοτε, ό,τι επιδίωκε, ήταν να αφεθεί στις τολμηρές ηδονές και να τις γευτεί
με απόλυτη ένταση. Κι αυτό ακριβώς το συναίσθημα διακρίνει στο συμπαθητικό
πρόσωπο του νέου, την έκσταση του ανθρώπου που μόλις απέκτησε πολύ ιδανική
ηδονή.
Σε οκτώ μόλις στίχους ο ποιητής
κατορθώνει να δημιουργήσει μια ερωτική ιστορία, που συγκινεί τον αναγνώστη, όχι
με το περίτεχνο ύφος του λόγου, αλλά με την ανάκληση μιας οικείας κατάστασης,
με την ανάκληση της μέθης που προκαλεί η ηδονική επαφή. Ο μεσήλικας πια
ποιητής, που δεν έχει τη δυνατότητα να βιώσει εκ νέου, με την πληρότητα που
μόνο η νιότη χαρίζει, μιαν αντίστοιχη εμπειρία, παρατηρεί τον ανώνυμο νέο και αντλεί
ό,τι μπορεί απ’ τη δική του ερωτική παραζάλη.
Ο ποιητής λειτουργεί πλέον ως ο
καταγραφές των στιγμών εκείνων που αξίζουν όσο τίποτε να διασωθούν απ’ τη λήθη.
Με προσοχή και απόλυτο σεβασμό διαλέγει τις ψηφίδες εκείνες που αρκούν για να
παραστήσουν επαρκώς το περιστατικό και να μεταδώσουν την ιδιαίτερη αίσθηση που
βιώνει ο νεαρός. Αν ο εικοσιπεντάχρονος ήρωας δεν έχει πλήρη επίγνωση του πόσο
σημαντικό ήταν αυτό που έζησε, ο ποιητής γνωρίζει καλά πως αυτό που βλέπει
πρέπει να διαφυλαχτεί απ’ το σαρωτικό πέρασμα της καθημερινότητας, πρέπει να
μείνει ως διαρκής υπενθύμιση του πολύτιμου δώρου της ηδονής.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η
στίξη του ποιήματος -σημαντική σε κάθε ποίημα του Καβάφη- που αποτελεί επί της
ουσίας οδηγό για το πώς θέλει ο ποιητής να γίνει η ανάγνωση. Έτσι, οι τρεις
πρώτοι στίχοι που δίνουν τα βασικά σημεία της εμφάνισης του νεαρού έχουν άνω
τελεία, στοιχείο που υποδηλώνει μικρή παύση σε κάθε επιμέρους στίχο. Ο ποιητής
επιθυμεί μια σταδιακή αποκάλυψη της εικόνας του νέου, ώστε ο αναγνώστης να έχει
τη δυνατότητα να παραστήσει στη σκέψη του το συμπαθητικό πρόσωπο με τα καστανά
μάτια που δείχνει αρκετά νεότερο απ’ την ηλικία του.
Μια διαφοροποίηση στον τόνο της
φωνής απαιτεί ο στίχος που δίνεται μέσα στις παύλες, μιας και αποτελεί μιαν
απόπειρα να εξηγηθεί που οφείλεται η εντύπωση που δημιουργεί το ντύσιμο του
νεαρού. Ενώ, τρεις τελευταίοι στίχοι που αποτελούν την κορύφωση του ποιήματος,
διαβάζονται με μικρότερες παύσεις, όπως αυτές ορίζονται με τη χρήση του
κόμματος.