Johan Swanepoel
Κώστας Καρυωτάκης «Αποστροφή»
Φθονώ την
τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα,
κούκλες ιαπωνικές,
Κομψά,
ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές,
μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός ημιπαρθένων, δύο-δύο,
Χορός ημιπαρθένων, δύο-δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τας μητέρας».
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα
ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή
να βυθομετρούσατε και σεις
με
μια φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…
πλαστικές: αγαλματένιες, γλυπτικές
Valenzia: ελαφρό τραγούδι του συρμού
σκαμπρόζες: σκανδαλιστικές
Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά,
Εκδόσεις Εστία
Στο ποίημα «Αποστροφή» που ανήκει στη
συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» του 1927, ο Κώστας Καρυωτάκης καταγράφει την
έντονα αρνητική άποψη που έχει για τις νεαρές γυναίκες της εποχής του. Αν και
δεν είναι εφικτό να γνωρίζουμε τις εμπειρίες και τα βιώματα του ποιητή από τις προσωπικές
του σχέσεις με τις γυναίκες, αξίζει να ληφθεί υπόψη πως ο τρόπος που τις σχολιάζει
φανερώνει κυρίως και πρωτίστως την αγανάκτηση που του προκαλεί το γεγονός πως ένα
σημαντικό μέρος του κοινωνικού συνόλου -οι νεαρές γυναίκες- δεν έχει καμία
συμμετοχή και κανένα ενδιαφέρον για τα όσα συμβαίνουν στον κοινωνικοοικονομικό
χώρο. Η προσήλωσή τους αποκλειστικά σε ό,τι αφορά την εξωτερική τους εμφάνιση
και την αποκατάστασή τους μ’ έναν γάμο, εξοργίζει τον ποιητή, έστω κι αν θα
όφειλε να έχει κατά νου πως η κοινωνία της εποχής του κρατούσε επίμονα τις γυναίκες
μακριά από κάθε πολιτική ή άλλη ανάλογη ενασχόληση. Εφόσον οι γυναίκες δεν
είχαν δικαίωμα ψήφου και δεν ενθαρρύνονταν να σπουδάσουν -πέρα από τα μαθήματα
μουσικής και οικοκυρικών- πώς θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερα ενδιαφέροντα;
Το ποίημα αυτό ενδέχεται να αποτελεί
γέννημα κάποιας προσωπικής απογοήτευσης του ποιητή σε ερωτικό επίπεδο ή να έχει
προκύψει από τη βαθιά επιθυμία του ποιητή να δει μια ουσιαστική αλλαγή στο πώς
σκέφτονται και δρουν οι γυναίκες της εποχής του. Το σε τι ακριβώς αποσκοπούσε ο
Καρυωτάκης με τους στίχους αυτούς δεν είναι σαφές. Η αλλαγή, πάντως, στη
νοοτροπία των γυναικών επιτεύχθηκε μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν ωρίμασε στην
ελληνική κοινωνία η σκέψη πως οι γυναίκες πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με
τους άντρες κι ως εκ τούτου μπορούν και οφείλουν να σπουδάζουν, να εργάζονται
και να συμμετέχουν στα πολιτικά ζητήματα της χώρας.
«Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές,
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.»
Το ποίημα ξεκινά με τη δήλωση του
ποιητή πως φθονεί -ζηλεύει- την τύχη των γυναικών, καθώς τις θεωρεί προνομιούχες.
Τη στιγμή που εκείνος υποφέρει βλέποντας τη διαφθορά, την εξαθλίωση και την ανηθικότητα
των ανθρώπων γύρω του, εκείνες ζουν σ’ έναν μακάριο κόσμο, όπου το μόνο που
έχει σημασία είναι η ομορφιά της εξωτερικής τους εμφάνισης και εικόνας. Όμορφες
και στυλιζαρισμένες σαν πορσελάνινες ιαπωνικές κούκλες, οι γυναίκες με τα κομψά,
τριανταφυλλένια μέλη τους, με τις αγαλματένιες γραμμές του σώματός τους και με
τα μεταξωτά, διαφανή ρούχα τους, μοιάζουν να ανήκουν σε μια διαφορετική πραγματικότητα.
Στο χώρο όπου κινούνται οι γυναίκες υπάρχει
μόνο η ομορφιά κι η προσεγμένη στην κάθε της λεπτομέρεια εξωτερική εμφάνιση.
Δεν φτάνει ως εκείνες η αγωνία της πραγματικής ελληνικής κοινωνίας, η φτώχια, η
απελπισία και το πλήθος των προβλημάτων που ταλανίζουν τους ανθρώπους της καθημερινότητας.
Τις ζηλεύει, λοιπόν, ο ποιητής, αφού εκείνες δεν γνωρίζουν τίποτε από την
απόγνωση που βιώνει ο ίδιος ερχόμενος αντιμέτωπος με την ασχήμια της ανθρώπινης
κοινωνίας.
«Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.»
Ό,τι απασχολεί τις γυναίκες είναι η
ωραιότητα των δικών τους ματιών -έστω κι αν ζουν σ’ έναν κόσμο γεμάτο ατέλειες
και φαινόμενα παρακμής- και το μόνο που ακούει κανείς από τις γυναίκες είναι
λέξεις πάθους και έρωτα, σαν να μην έχουν καμία απολύτως συνείδηση του τι
συμβαίνει γύρω τους. Άλλωστε, για εκείνες υπάρχει μόνο ένα όνειρο, το να βρουν
έναν αγαθό άντρα και να τον παντρευτούν, ώστε να είναι πια αποκατεστημένες και
να έχουν ένα καλό όνομα στην κοινωνία.
Ας προσεχθεί πως τις γυναίκες δεν τις απασχολεί
γενικά ο έρωτας, αλλά πολύ συγκεκριμένα ο κοινωνικά καθαγιασμένος έρωτας που
προκύπτει στο πλαίσιο ενός γάμου («νόμιμα κρεβάτια»). Δεν αναζητούν την ηδονή,
αναζητούν τη νομική -και στη δική τους σκέψη οριστική- δέσμευση μιας γαμήλιας
ένωσης.
«Χορός ημιπαρθένων, δύο-δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.»
Ο ποιητής με σαρκαστικό τρόπο αποκαλεί τις
νεαρές γυναίκες «ημιπαρθένες» υπονοώντας πως αν και θεωρητικώς είναι αγνές,
στην πραγματικότητα κι εφόσον η μόνη τους ενασχόληση είναι η αναζήτηση συζύγου
-με προκλητικό κάποτε τρόπο-, δεν μπορούν να θεωρούνται απολύτως αγνές. Στο
πλαίσιο, μάλιστα, της σχετικής αναζήτησης, οι κοπέλες κυκλοφορούν δύο-δύο -θα σχολιαζόταν
ποικιλοτρόπως την εποχή εκείνη το να κυκλοφορεί μια νέα γυναίκα μόνη της- και πηγαίνουν
είτε για χορό είτε στο ωδείο, έχοντας πάντοτε το ίδιο αλύγιστο και τυπικό ύφος στις
κινήσεις και στις εκφράσεις τους. Για τις κοπέλες αυτές η έξοδος για χορό ή για
μαθήματα μουσικής, έχει έναν προφανή τελετουργικό χαρακτήρα, εφόσον είναι η
ευκαιρία που τους δίνεται να εμφανιστούν σε δημόσιους χώρους και να «επιδείξουν»,
όχι μόνο την ομορφιά τους, αλλά και τους καλούς τους τρόπους. Η επισημότητα,
επομένως, που χαρακτηρίζει τις κινήσεις τους σχετίζεται με το γεγονός πως έχουν
επίγνωση ότι κάθε τέτοια έξοδος είναι δυνάμει και μια ευκαιρία να τις προσέξει
κάποιος «αγαθός» άντρας και να εκφράσει το ενδιαφέρον του για εκείνες.
«Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.»
Όταν οι νεαρές γυναίκες πηγαίνουν για
χορό ή στο ωδείο, παίρνουν ποικίλες πόζες, προκειμένου να δείξουν όσο γίνεται
πιο εμφατικά την ωραία εξωτερική τους εμφάνιση. Γνωρίζουν πως η βασική τους προτεραιότητα
είναι να προσελκύσουν το ενδιαφέρον κάποιου άντρα, γι’ αυτό και δε διστάζουν
-ανάλογα με το που βρίσκονται- να παίρνουν και το κατάλληλο ύφος. Μπορούν,
μάλιστα, με την ίδια άνεση να δίνουν την εντύπωση πως είναι ρομαντικές, αθώες ή
προκλητικές, προσαρμόζοντας, κάθε φορά, τη συμπεριφορά τους ανάλογα με τις συνθήκες.
Την ευκολία με την οποία οι κοπέλες
προσαρμόζουν το ύφος τους, την παρουσιάζει εμφατικά ο ποιητές με τη χρήση
παρομοίωσης και σύγκρισης. Τη μία στιγμή, λοιπόν, οι κοπέλες είναι ρομαντικές
σαν τη σελήνη, την αυριανή μέρα θα είναι τόσο αγνές κι αθώες («παναγίες»), όσο την
προχθεσινή μέρα ήταν σκανδαλιστικές και προκλητικές, καθώς άκουγαν ένα τραγούδι
του συρμού. Αυτή, άλλωστε, η ευκολία υιοθέτησης νέων κάθε φορά συμπεριφορών, αποτελεί
εν μέρει τον λόγο για τον οποίο ο ποιητής θεωρεί πως οι κοπέλες της εποχής του
είναι υποκριτικές. Δεν υπάρχει για εκείνες κάποιο πραγματικό συναίσθημα ή μια
αληθινή ταυτότητα, υπάρχει μόνο το ύφος που πιστεύουν πως ταιριάζει καλύτερα σε
κάθε περίσταση.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τας μητέρας».
Η προσπάθεια των νέων γυναικών να
προσελκύσουν το ενδιαφέρον αποδίδει κι, έτσι, προχωρούν ακολούθως στη
διαδικασία της τεκνοποίησης. Ο ποιητής παρουσιάζει την ερωτική πράξη με
μεταφορικό τρόπο (το τέρας με τα τέσσερα πόδια κολλητά), υπενθυμίζοντας έμμεσα
πως για τις γυναίκες η ερωτική επαφή δεν αποτελεί πηγή ηδονής, αλλά μια
αναγκαστική παραχώρηση προκειμένου να επιτύχουν τον αμέσως επόμενο στόχο τους,
που είναι φυσικά η απόκτηση παιδιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Καρυωτάκης,
οι γυναίκες «παίζουν» το ερωτικό παιχνίδι για το αναγκαίο διάστημα κι ύστερα σπεύδουν
να διαβάσουν τον οδηγό «δια τας μητέρας», το βιβλίο, δηλαδή, με όλες τις πληροφορίες
που χρειάζεται μια νέα μητέρα.
Εκεί ολοκληρώνεται η επιδιωκόμενη «σταδιοδρομίας»
μιας γυναίκας. Κατόρθωσε με την ωραία της εμφάνιση να τραβήξει το ενδιαφέρον
κάποιου άντρα, τον έφερε στο «νόμιμο» κρεβάτι τους και μπόρεσε να γίνει μητέρα.
«Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!»
Η πορεία των γυναικών μοιάζει στα μάτια
του ποιητή εξαιρετικά εύκολη και πρωτίστως σύντομη, εφόσον, κατά τη δική του
άποψη, οι γυναίκες επιτυγχάνουν τον στόχο τους μόλις γίνονται μητέρες, κάτι που
συνήθως συμβαίνει για εκείνες σε νεαρή ηλικία. Η ανθοφορία των γυναικών, η ολοκλήρωση
κι η κορύφωση της πορείας τους, έρχεται μετά από σύντομη προσπάθεια, σαν τον
άνθισμα ενός τριαντάφυλλου, που αν και εντυπωσιακό, είναι, εντούτοις, κάτι το εφήμερο.
Στον αντίποδα, βέβαια, αυτής της σύντομης διαδρομής υπάρχει η γεμάτη προσπάθεια
και αγωνίες πορεία που οφείλει να ακολουθήσει ένας άντρας για να πετύχει τους στόχους
του. Για τους άντρες η προσπάθεια είναι, σαφώς, συνεχής και δεν φτάνει εύκολα
στην ολοκλήρωσή της, εφόσον οι δικοί τους στόχοι είναι ουσιαστικότεροι και περισσότεροι.
Πολύ απλά, γιατί σε αντίθεση με τις γυναίκες, οι άντρες κινούνται πολύ πέρα από
τις βιολογικές τους υποχρεώσεις, όπως είναι αυτή της τεκνοποίησης. Κάτι,
βέβαια, που ξεπερνά την αντίληψη των γυναικών εκείνης της εποχής, γι’ αυτό και
με εντελώς σαρκαστικό τρόπο ο ποιητής τις καλεί να βυθομετρήσουν το άδειο τους κεφάλι
με μια απλή φουρκέτα, ώστε να συνειδητοποιήσουν πόσο κενές και ανόητες είναι.
«Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…»
Η αγανάκτηση που αισθάνεται ο
Καρυωτάκης για τις γυναίκες που τόσο ανυποψίαστες ζουν σ’ έναν κόσμο γεμάτο
προβλήματα, χωρίς ν’ αφήνουν κανένα από αυτά να τις επηρεάζει, κορυφώνεται στην
καταληκτική στροφή του ποιήματος. Ό,τι συνιστά το σύνολο της ύπαρξης των
γυναικών είναι τα μέλη του σώματός τους που κινούνται προκλητικά, τα διαφανή
ρούχα τους και τα γλοιώδη -ανέντιμα- στόματά τους που είναι δοσμένα στην
υποκρισία. Οι νεαρές γυναίκες, κατά την άποψη του ποιητή, είναι «ανυποψίαστα,
μηδενικά πλάσματα», εφόσον διόλου δεν αντιλαμβάνονται τα δεινά της κοινωνικής τους
πραγματικότητας, μα και γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο «προνομιούχα», αφού δεν βασανίζουν
καθόλου τον εαυτό τους με τα τόσα προβλήματα και ζητήματα της συγκαιρινής τους κοινωνίας.
Το γεγονός ότι δεν έχουν καμία ιδέα για το τι συμβαίνει γύρω τους, τις προφυλάσσει
από πολλές αγωνίες, διασφαλίζοντάς τους την μακαριότητα που τις διακρίνει.