Team Catf
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δημάρατος»
Το
θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημαράτου,
που
τον επρότεινε ο Πορφύριος, εν συνομιλία,
έτσι
το εξέφρασεν ο νέος σοφιστής
(σκοπεύοντας,
μετά, ρητορικώς να το αναπτύξει).
«Πρώτα του βασιλέως Δαρείου, κ’ έπειτα
του
βασιλέως Ξέρξη ο αυλικός·
και
τώρα με τον Ξέρξη και το στράτευμά του,
νά
επί τέλους θα δικαιωθεί ο Δημάρατος.
»Μεγάλη αδικία τον έγινε.
Ή
τ α ν του Aρίστωνος ο υιός. Aναίσχυντα
εδωροδόκησαν
οι εχθροί του το μαντείον.
Και
δεν τους έφθασε που τον εστέρησαν την βασιλεία,
αλλ’
όταν πια υπέκυψε, και το απεφάσισε
να
ζήσει μ’ εγκαρτέρησιν ως ιδιώτης,
έπρεπ’
εμπρός και στον λαό να τον προσβάλουν,
έπρεπε
δημοσία να τον ταπεινώσουν στην γιορτή.
»Όθεν τον Ξέρξη με πολύν ζήλον υπηρετεί.
Με
τον μεγάλο Περσικό στρατό,
κι
αυτός στην Σπάρτη θα ξαναγυρίσει·
και
βασιλεύς σαν πριν, πώς θα τον διώξει
αμέσως,
πώς θα τον εξευτελίσει
εκείνον
τον ραδιούργον Λεωτυχίδη.
»Κ’ η μέρες του περνούν γεμάτες μέριμνα·
να
δίδει συμβουλές στους Πέρσας, να τους εξηγεί
το
πώς να κάμουν για να κατακτήσουν την Ελλάδα.
»Πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
είν’
έτσι ανιαρές του Δημαράτου η μέρες·
πολλές
φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
καμιά
στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος·
γιατί
χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται
(δεν
είναι· δεν το παραδέχεται·
πώς
να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του)
όταν
τα πράγματα τον δείχνουν φανερά
που
οι Έλληνες θα βγούνε νικηταί.»
Ο
Κωνσταντίνος Καβάφης προσεγγίζει με δεξιοτεχνία έναν από τους ιδιαίτερους
γρίφους της ιστορίας∙ το αν ο Δημάρατος ήταν προδότης ή όχι; Ο ποιητής εύλογα
δεν δίνει σαφή απάντηση, επιλέγει σκοπίμως να αφήσει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα,
αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης
υπήρξε. Εκείνο, άλλωστε, που τίθεται υπό έλεγχο δεν είναι επί της ουσίας οι
προθέσεις του Δημάρατου, οι οποίες ούτως ή άλλως δεν μπορούν πια να
αποσαφηνιστούν με ασφάλεια, αλλά η τάση των ανθρώπων να προχωρούν σε απόλυτες
κρίσεις για τους συνανθρώπους τους, έχοντας ως μόνο δεδομένο μια πράξη ή μια
κουβέντα. Οι άνθρωποι, έστω κι αν αναγνωρίζουν στον ίδιο τους τον εαυτό
περιστάσεις κατά τις οποίες δεν έχουν μια σαφή θέση, μια συγκεκριμένη στάση,
τείνουν εντούτοις να κρίνουν με απόλυτους όρους τους άλλους ανθρώπους.
Μια
πράξη, μια λανθασμένη επιλογή, έστω κι αν έγινε υπό την πίεση του θυμού, αρκεί
για να ωθήσει τους άλλους ανθρώπους στο σχηματισμό μιας απόλυτης κρίσης με βάση
την οποία εξετάζονται όλες οι ακόλουθες πράξεις του συγκεκριμένου ατόμου. Ο
Δημάρατος λειτουργεί υπ’ αυτή την έννοια ως ένα ιστορικό παράδειγμα της τάσης
των ανθρώπων να παρερμηνεύουν και να καταδικάζουν, χωρίς δεύτερες σκέψεις, τους
συνανθρώπους τους. Δέσμιος της εικόνας που έχει σχηματιστεί γι’ αυτόν -ακόμη
και αιώνες μετά- κάθε του πράξη και κάθε του επιλογή λαμβάνεται ως ένδειξη
προδοσίας, ως ένδειξη της αρνητικής του διάθεσης απέναντι στους Έλληνες.
Είναι,
βέβαια, προφανές πως το ποιος ήταν πραγματικά ο Χαρακτήρας του Δημάρατου, δεν
μπορεί πλέον να φανερωθεί πέρα από κάθε αμφιβολία. Εκείνα, όμως, που θα πρέπει
να ληφθούν υπόψη είναι αρκετά, καθώς πέρα από τη δεσμευτική, όπως αποδείχθηκε,
επιλογή του να προστρέξει στους Πέρσες, που λήφθηκε ενώ βρισκόταν σε έντονη
κατάσταση θυμού και απογοήτευσης, στη συνέχεια φάνηκε να βιώνει μια έντονη
εσωτερική συγκρουσιακή κατάσταση. Οι απόπειρές του να προειδοποιήσει τους Έλληνες
για τα σχέδια των Περσών δείχνουν ίσως πως η αγάπη του για την πατρίδα δεν
έπαψε να είναι μέσα του ισχυρή, χωρίς όμως να κατορθώνει να κάμψει την επιθυμία
του να εκδικηθεί εκείνους που του στέρησαν τον θρόνο και κατόπιν τον
ταπείνωσαν. Συνάμα, όμως, ο Δημάρατος βρισκόμενος στην περσική αυλή δεν είχε τη
δυνατότητα να φανερώσει τα πραγματικά του συναισθήματα, εφόσον θα μπορούσε να
κινήσει τις υποψίες των Περσών και να στερηθεί έτσι τα πολύτιμα δώρα τους. Το
αν, λοιπόν, είχε μετανιώσει για την αρχική του προδοσία και αναγκαζόταν να
παίζει το ρόλο που του αποδόθηκε για να μην βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή των
Περσών ή το αν διατηρούσε αμείωτα εκδικητικά συναισθήματα, φανερώνοντας μόνο
κάποιες στιγμές συναισθηματισμού, θα παραμείνει ανεξακρίβωτο.
Ο
Καβάφης θέλοντας να παραμείνει αποστασιοποιημένος απέναντι σ’ ένα τόσο
δυσεπίλυτο θέμα, και να αφήσει ελεύθερους τους αναγνώστες να κρίνουν οι ίδιοι,
επιλέγει να παρουσιάσει την εξέτασή του μέσα από αλλεπάλληλους παραμορφωτικούς
καθρέφτες. Έχουμε, έτσι, τη μεγάλη χρονική απόσταση, την παρέμβαση της
διδασκαλίας του Πορφύριου, αλλά και τον τελικό ομιλητή, ο οποίος είναι ένας
νέος σοφιστής -μαθητής του Πορφύριου-, που μέσα στην απειρία του έχει κάθε
περιθώριο να διαπράττει βασικά λάθη. Πρόθεση, άλλωστε, του ποιητή δεν είναι να
λύσει το γρίφο του Δημάρατου, αλλά να δείξει πόσο σύνθετες είναι κάθε φορά οι
περιστάσεις που διαμορφώνουν τη δράση ενός προσώπου, και πόσο επισφαλής είναι η
κάθε προσπάθεια να φωτιστούν τα κίνητρά του, από τη στιγμή που ακόμη και το
ίδιο αυτό πρόσωπο βρισκόταν ενδεχομένως σε μια διαρκή πάλη με τον εαυτό του.
Ο
Καβάφης αποφεύγει πάντοτε τις απόλυτες κρίσεις και σέβεται αυτό το πολυποίκιλο
των παραγόντων που επηρεάζουν τις εκάστοτε επιλογές των ατόμων. Ένας σεβασμός,
ωστόσο, που αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ακόμη και του ίδιου του ποιητή, που
με το να μη θέλει να επιβάλει μια μονοδιάστατη θέαση του ζητήματος και με το να
μην καταφεύγει σε μια ξεκάθαρη, αλλά μονόπλευρη τοποθέτηση, μοιάζει να
υπεκφεύγει. Χαρακτηριστικοί ως προς αυτή την πιθανή παρανόηση οι ακόλουθοι
στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, από το ποίημα «Παρανοήσεις», που έχουν γραφτεί για
τον Καβάφη:
«Αυτά
τα διφορούμενά του, αφόρητα∙ μας βάζουν σε δοκιμασία∙
κι
ο ίδιος επίσης δοκιμάζεται∙ προδίδεται ολοφάνερα
η
ασάφειά του, ο δισταγμός του, η άγνοια, η δειλία του
κι
η έλλειψη σταθερών αρχών. Σίγουρα, πάει να μας εμπλέξει
στην
ίδια του περιπλοκή.»
Ο
Καβάφης, βέβαια, δεν είναι μπλεγμένος ούτε ασαφής, είναι απλώς ικανότερος και
διαλλακτικότερος γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται πως
οποιαδήποτε απόλυτη κρίση για έναν άνθρωπο συνιστά αδικία, εφόσον επιχειρεί τη
μονόπλευρη θέαση ενός όντος που δέχεται πολλαπλές επιρροές και κινείται υπό την
πίεση πολλών παράλληλων συναισθημάτων και γεγονότων. Κανένας άνθρωπος δεν είναι
μόνο καλός ή κακός∙ προδότης ή σύμμαχος∙ ευσπλαχνικός ή ανελέητος. Κάθε
άνθρωπος είναι ικανός για οποιαδήποτε συμπεριφορά ή επιλογή που δεν μπορεί
εντούτοις να τον χαρακτηρίσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπορεί μόνο να
φανερώσει την ψυχική κατάσταση της δεδομένης στιγμής που τον ώθησε στην
εκάστοτε επιλογή.
Δημάρατος (περίπου μέσα 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ)
Βασιλιάς
της Σπάρτης (510-491) από τον οίκο των Ευρυπωντιδών, γνωστός κυρίως για την
έκπτωσή του από το βασιλικό αξίωμα και τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του
βασιλιά των Περσών Ξέρξη. Διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του Αρίστωνα και ήταν
συμβασιλέας του Κλεομένη Α΄, που ανήκε στους Αγιάδες, τον ανώτερο από τους δύο
βασιλικούς οίκους της Σπάρτης.
Η
υπεροχή λόγω καταγωγής του Κλεομένη, αλλά και η ισχυρή προσωπικότητα και η
έντονη φιλοδοξία των δύο συμβασιλέων στάθηκαν η ρίζα της αμοιβαίας αντιπάθειάς
τους, που γρήγορα εξελίχθηκε σε ανοιχτή έχθρα. Το 506, όταν οι Σπαρτιάτες
εισέβαλαν στην Αττική, ο Δημάρατος αρνήθηκε να συνεργήσει, ανατρέποντας τα
σχέδια του Κλεομένη. Και λίγο πριν από την περσική εκστρατεία του 490, όταν ο
τελευταίος θέλησε να προλάβει πιθανές εξελίξεις συλλαμβάνοντας τους αρχηγούς
των μηδιζόντων στην Αίγινα, ο Δημάρατος τους ειδοποίησε και ματαίωσε την
προσπάθειά του.
Ύστερα
από αυτό, ο Κλεομένης αποφάσισε να απαλλαγεί από τον αντίπαλο συμβασιλέα και,
για να το επιτύχει, επωφελήθηκε από φήμες σχετικές με την καταγωγή του. Σύμφωνα
με αυτές, ο πατέρας του Δημάρατου Αρίστων, που δεν είχε αποκτήσει διάδοχο από
δύο προηγούμενους γάμους, όταν η τρίτη του γυναίκα γέννησε γιο, είχε δηλώσει
ότι δεν μπορεί να είναι αυτός ο πατέρας του νεογέννητου (σχετικά διαδιδόταν ότι
πατέρας ήταν ο φίλος του Αρίστωνα Άγητος). Στη συνέχεια πάντως, όχι μόνο τον
αναγνώρισε, αλλά και του έδωσε το όνομα «Δημάρατος» («αυτός που ο λαός
ευχόταν», δηλαδή να γεννηθεί ο διάδοχος του οίκου του).
Αυτή
η παλιά φήμη η σχετική με τη γέννηση του Δημάρατου ήταν αρκετή για τον Κλεομένη.
Σε συνεννόηση με τον Λεωτυχίδη, έμμεσο κληρονόμο του οίκου των Ευρυπωντιδών,
αμφισβήτησε τη νομιμότητα του βασιλικού αξιώματος του Δημάρατου, ο οποίος,
ύστερα από δελφικό χρησμό, καθαιρέθηκε και στη θέση του αναγορεύτηκε ο
Λεωτυχίδης. Ο Δημάρατος, αποφασισμένος να εκδικηθεί, κατέφυγε στους Πέρσες και
σύντομα κέρδισε την εύνοια του Ξέρξη και υψηλή θέση στην ανακτορική ιεραρχία.
Αναφέρεται μάλιστα ότι ήταν παρών, όταν πάρθηκε στα Σούσα η απόφαση για τη
μεγάλη εκστρατεία στην Ελλάδα, που τη γνωστοποίησε με μυστικό μήνυμα στους
Σπαρτιάτες. Στη συνέχεια, κατά την εκστρατεία του Πέρση βασιλιά στην Ελλάδα, εμφανίζεται
ως ο έμπιστος σύμβουλός του που τολμάει να του μιλάει με παρρησία. Όταν ο
Ξέρξης, μετά τη διάβαση του Ελλησπόντου, καταμέτρησε τις δυνάμεις του και τον
ρώτησε αν οι Έλληνες θα τολμούσαν να του αντισταθούν, ο Δημάρατος προσπάθησε να
του εξηγήσει πόσο ισχυρό είναι στους Έλληνες το πνεύμα της ελευθερίας,
προκαλώντας τα γέλια των Περσών. Εξίσου αναξιόπιστη κρίθηκε, λίγο πριν από τη
μάχη των Θερμοπυλών, η απάντησή του στον Ξέρξη ότι θα αντιμετωπίσει από την
πλευρά των Ελλήνων αντίσταση μέχρις εσχάτων. Αναφέρεται ακόμη ότι συμβούλευσε
τον Ξέρξη να καταλάβει τα Κύθηρα, αλλά η συμβουλή του (που θα παρέλυε την
αντίσταση των Σπαρτιατών) απορρίφθηκε από τους Πέρσες στρατηγούς.
Όταν
ο Ξέρξης επέστρεψε στην Ασία, αντάμειψε το Δημάρατο για τις υπηρεσίες του παραχωρώντας
του τρεις πόλεις της Μυσίας, το Πέργαμο, την Τευθρανία και την Αλίσαρνα. Εκεί,
στα αιολικά παράλια, ο Δημάρατος δημιούργησε οικογένεια και έζησε την υπόλοιπη
ζωή του. Πότε πέθανε δεν είναι γνωστό.
Η
ιστορική μοίρα του Δημάρατου καθορίστηκε από τη σύγκρουσή του με τον Κλεομένη.
Πριν από αυτή, φαίνεται ότι είχε δείξει σημαντικές ικανότητες. Πάντως, το
καίριο για την τελική εκτίμηση ερώτημα είναι αν η προσωπική περιπέτεια τον
οδήγησε στην προδοσία ή αν, μέσα οπωσδήποτε στο πλαίσιο της εξάρτησής του από
τους Πέρσες, προσπάθησε να βοηθήσει τους Έλληνες. Όσες πληροφορίες παρέχει η
προβληματική πηγή του Ηροδότου μπορούν να στηρίξουν και τις δύο απόψεις.
Πορφύριος (Τύρος, 232 – Ρώμη, μεταξύ 301 και 306 μ.Χ.)
Νεοπλατωνικός
φιλόσοφος και φιλόλογος, συνεργάτης, βιογράφος, ερμηνευτής και εκδότης των
έργων του Πλωτίνου. Σπούδασε στην Αθήνα (πριν από το 263) κοντά στον πλατωνικό
φιλόσοφο και φιλόλογο Κάσσιο Λογγίνο, ο οποίος και εξελήννισε το φοινικικό
όνομά του Μάλχος (δηλαδή βασιλιάς) σε Πορφύριος (από το χρώματα των βασιλέων,
την πορφύρα) και κατόπιν (263-268) στη Ρώμη, κοντά στον κορυφαίο νεοπλατωνικό
φιλόσοφο Πλωτίνο.
Άρρωστος
από βαριά μελαγχολία κατά το 268, εμποδίστηκε από το δάσκαλό του να
αυτοκτονήσει και ακολουθώντας τη συμβουλή του εγκαταστάθηκε για ένα μεγάλο
διάστημα στο Λιλύβαιο της Σικελίας. Σε προχωρημένη ηλικία επέστρεψε στη Ρώμη
και ανέλαβε τη διεύθυνση της φιλοσοφικής σχολής, που είχε η ιδρύσει εκεί ο
Πλωτίνος.
Το
συγγραφικό έργο του Πορφύριου είναι εκτεταμένο και αναφέρεται σε ποικίλα θέματα.
Τα σπουδαιότερα από τα σωζόμενα συγγράματά του είναι: Περί αποχής εμψύχων, που
αναφέρεται στην αποφυγή κρεοφαγίας και διασώζει πολύτιμα αποσπάσματα από χαμένα
φιλοσοφικά έργα, Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών άντρου, που πραγματεύεται μια
αλληγορική ερμηνεία του Ομήρου σε σχέση με την προΰπαρξη της ψυχής, Προς
Μαρκέλλαν, που απευθύνεται σε επιστολιμαίο ύφος στη γυναίκα του και αποτελεί
προτρεπτικό στη φιλοσοφία, Πυθαγόρου βίος, που είναι μέρος μιας Φιλοσόφου
ιστορίας, Εισαγωγή εις τας Αριστοτέλους Κατηγορίας, που πραγματεύεται «περί των
πέντε φωνών», δηλαδή το «γένος», το «είδος», τη «διαφορά», το «ίδιον» και το
«συμβεβηκός», Εις τας Αριστοτέλους Κατηγορίας κατά πεύσιν και απόκρισιν, που
περιέχει εξηγήσεις στις αριστοτελικές «Κατηγορίες» με ερωταποκρίσεις, Περί του
Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού, Υπομνήματα, με εξηγήσεις
κειμένων του Πλωτίνου, και Αφορμαί προς τα νοητά, που αναφέρεται σε κεντρικά
θέματα της οντολογίας του Πορφύριου. Έχουν χαθεί στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο
μέρος τους τα ερμηνευτικά υπομνήματα σε πολλά έργα του Πλάτωνα και του
Αριστοτέλη, για τα οποία ο Πορφύριος ήταν ο πρώτος νεοπλατωνικός σχολιαστής
τους. Τέλος είναι ακόμη γνωστά, ως τίτλοι και αποσπάσματα, δεκάδες έργα,
αναφερόμενα κυρίως στους φιλοσοφικούς τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας
και της ηθικής, αλλά και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως την ιστορία, τη
φιλολογία, τη γλώσσα, τη ρητορική, τη μυθολογία, τη θρησκεία, ακόμη και τα
μαθηματικά.
Ο
Πορφύριος δεν διακρινόταν για τη δημιουργικότητα του πνεύματός του και για των
πρωτοτυπία των σκέψεών του, αλλά για τις πλούσιες και στέρεες γνώσεις του, την
οξύτητα της κρίσης του και την καθαρότητα του ύφους και του ήθους του. Αυτές οι
ιδιότητες, σε συνδυασμό με τη συγκρατημένη στάση του απέναντι στο ενθουσιαστικό
και το μυστικιστικό στοιχείο, καθώς και με την αμείλικτη κριτική του στις
δεισιδαιμονίες και τις μαγικές πράξεις της εποχής του, χαρακτηρίζουν τον
Πορφύριο ως τον πιο νηφάλιο νεοπλατωνικό. Με το χριστιανισμό η αντίθεσή του
συνοψίζεται στο έργο του Κατά χριστιανών σε τρία σημεία, δηλαδή στη δημιουργία
και τη συντέλεια του κόσμου, την ενανθρώπιση του Χριστού και την ανάσταση των
σωμάτων. Εξάλλου, τη «θεουργία» της εποχής του δηλαδή την τελετουργική μαγεία,
που επικαλείται υπερφυσικές δυνάμεις με σκοπό να τις σαρκώσει σε κάποιο φυσικό
σώμα και να τις κρατήσει στην υπηρεσία των ανθρώπων, ο Πορφύριος την αποκρούει
με το επιχείρημα ότι η φυσική τάξη των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να
διαταραχθεί και ότι το να θέλουν οι άνθρωποι τις υπερφυσικές δυνάμεις στην
υπηρεσία τους είναι βλασφημία.
Ακολουθώντας
ορθόδοξα την παράδοση της περιπατητικής σχολής, ο Πορφύριος θεώρησε την
αριστοτελική λογική ως όργανο των μορφών ή των τύπων, στους οποίους
διαμορφώνεται η ανθρώπινη σκέψη, και πέτυχε να επισημάνει στα φιλοσοφικά προβλήματα
τις καθαρά λογικές σχέσεις των εννοιών και να διαφωτίσει τη σημασία που
προσλαμβάνουν οι ποικίλοι εκφραστικοί τρόποι. Εξάλλου, υπερασπίστηκε τη νέα,
στην εποχή του, σκέψη του δασκάλου του Πλωτίνου απέναντι στη συντηρητική
ερμηνεία του ακαδημαϊκού πλατωνισμού.
Οι
σχέσεις που μπορεί να έχουν μεταξύ τους οι τρεις υποστάσεις του όντος, όπως τις
όριζε ο Πλωτίνος, απασχόλησαν πολύ τον Πορφύριο. Έτσι, αυτός κατάλαβε ότι ο
δάσκαλός του εκφραζόταν δογματικά, όταν δίδασκε ότι το ον δεν έχει ούτε
λιγότερες ούτε περισσότερες από τρεις υποστάσεις, δηλαδή το απόλυτο «εν», τον
«νουν» και την «ψυχήν». Γι’ αυτό υποστήριξε ότι το απόλυτο «εν» μπορεί να
θεωρηθεί όχι ως «επέκεινα της ουσίας» αλλά ως ταυτόσημο με το νοητό κόσμο και
ότι η «ψυχή» είναι και αυτή λογική ουσία, που ανήκει επίσης στο νοητό κόσμο.
Μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την απόσταση ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές
υποστάσεις του όντος, ο Πορφύριος τελικά τείνει να δεχτεί το «νουν» ως μοναδική
μεταφυσική αρχή, από την οποία ερμηνεύει όλα τα όντα.
Αφού
ο Πορφύριος θεωρούσε την ψυχή ως ενιαία και μονότυπη λογική ουσία, ήταν επόμενο
να δεχτεί ότι και η ψυχή των ζώων δεν είναι διαφορετική στη φύση της και ότι
ύστερα από το θάνατο του σώματος μπορεί να ξαναρχίσει το έργο της με ένα άλλο
σώμα. Με την έννοια της ψυχής, όπως διαμορφώθηκε στη διδασκαλία του, ο
Πορφύριος δεν αφήνει περιθώρια για συζήτηση πάνω στο αν η βούληση είναι
ελεύθερη, αφού γι’ αυτόν η ψυχή όχι μόνο δεν δεσμεύεται, αλλά ούτε καν
επηρεάζεται από τις καταστάσεις του σώματος, θέση η οποία είναι βέβαια
θεμελιακή για τη νεοπλατωνική ηθική. Έτσι, ο Πορφύριος θεωρεί χρέος του
ανθρώπου να πραγματώσει τη ζωή της ψυχής, γιατί, όπως είχε πει ο Πλωτίνος, η
αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου είναι η ψυχή. Σχετικά ο Πορφύριος δίδαξε ακόμη
ότι οι αρετές εκφράζουν τον καθαρό βίο της ψυχής στην περιοχή του νοητού κόσμου
και χωρίζονται σε πολιτικές, καθαρτικές, ψυχικές και νοητικές, από τις οποίες
οι τελευταίες θεωρούνται ανώτερες. Συνεπής με τη θεωρία του, ο Πορφύριος είδε
το σκοπό της φιλοσοφίας στη συμπαράστασή της στον άνθρωπο, που επιδιώκει να
πραγματώσει τον ηθικό βίο του.
Το ποίημα
Το
θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημαράτου,
που
τον επρότεινε ο Πορφύριος, εν συνομιλία,
έτσι
το εξέφρασεν ο νέος σοφιστής
(σκοπεύοντας,
μετά, ρητορικώς να το αναπτύξει).
Συνεπής
στη λογική της αποστασιοποίησης που απαλλάσσει την εξέταση του εκάστοτε θέματος
από πιθανές συναισθηματικές ή άλλες εμπλοκές που ενέχει η χρονική εγγύτητα, ο
Καβάφης τοποθετεί τον έλεγχο της συμπεριφοράς του Δημάρατου οκτώ περίπου αιώνες
μετά τη δράση του ιστορικού αυτού προσώπου στο πλαίσιο ενός σοφιστικού
μαθήματος. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος, που ασχολήθηκε συστηματικά με
θέματα ηθικής και ψυχολογίας, προτείνει το θέμα του Χαρακτήρα του Δημάρατου ως
άσκηση σ’ έναν μαθητή του, που καλείται να το αναπτύξει διεξοδικώς.
Μιας
και οι ποικίλες προεκτάσεις του θέματος είναι πολλές, ο νέος σοφιστής θα
προχωρήσει πρώτα σε μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας και της
προσωπικότητας του Δημάρατου -παρουσίαση που συμπίπτει ουσιαστικά με τα όρια
του ποιήματος- αφήνοντας για αργότερα τη διεξοδικότερη ρητορική του ανάπτυξη.
Ο
χαρακτήρας του Δημάρατου, λοιπόν, θα αποτελέσει θέμα εξέτασης οκτώ αιώνες μετά
το τέλος της ζωής του, οπότε και οι πιθανότητες να βρεθούν στοιχεία που να
φωτίζουν επακριβώς τις σκέψεις και τα κίνητρά του έχουν πια εκμηδενιστεί, ενώ η
εξέταση αυτή θα γίνει από έναν σπουδαστή, γεγονός που επιτρέπει περιθώρια
παρερμηνείας ή ελλιπούς κατανόησης των προθέσεων του ιστορικού προσώπου. Κι αν
αυτά τα μέσα αποστασιοποίηση δεν φαίνονται αρκετά, ο ποιητής εντάσσει ένα ακόμη
φίλτρο, αυτό του Πορφύριου, που είναι ο δάσκαλος του νέου σοφιστή. Η ενασχόληση
του Πορφύριου με το έργο του Πλάτωνα και με τα ζητήματα της ηθικής, αποτελεί
έναν ακόμη παράγοντα που επηρεάζει τον τρόπο προσέγγισης της στάσης του Δημάρατου.
Τα
τόσα επίπεδα αποστασιοποίησης υποδηλώνουν με σαφήνεια πως πρόθεση του ποιητή
δεν είναι σαφώς να εξεταστεί η συμπεριφορά του Δημάρατου, ούτε η εξαγωγή
κάποιου συγκεκριμένου συμπεράσματος γι’ αυτόν. Ζητούμενο είναι να τονιστεί πόσο
σχετική είναι η κρίση μας για τα άλλα πρόσωπα, και ιδίως τα ιστορικά, αφού η
γνώση μας γι’ αυτά περιορίζεται σε εξωτερικά φανερώματα της συμπεριφοράς τους
και όχι σε πραγματική επαφή με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, που θα
έδιναν προφανώς μια πιο καθαρή εικόνα για τα κίνητρα και τις προθέσεις τους.
Δεν υπάρχουν, λοιπόν, περιθώρια για απόλυτες κρίσεις και απόψεις για τα
ιστορικά πρόσωπα, όπως δεν υπάρχουν συχνά ούτε για τα πρόσωπα με τα οποία
έχουμε μια πιο άμεση επαφή.
«Πρώτα
του βασιλέως Δαρείου, κ’ έπειτα
του
βασιλέως Ξέρξη ο αυλικός·
και
τώρα με τον Ξέρξη και το στράτευμά του,
νά
επί τέλους θα δικαιωθεί ο Δημάρατος.
Ο
νεαρός σπουδαστής ξεκινά την παρουσίασή του από ένα προχωρημένο σημείο της
ιστορίας του Δημάρατου, λίγο πριν, δηλαδή, από την εκστρατεία του Ξέρξη, οπότε
και η εκδίκηση που θέλησε ο Δημάρατος, και άρα η δικαίωσή του, είναι έτοιμη να
προκύψει. Η διάθεση εκδίκησης του Δημάρατου λαμβάνεται ως δεδομένη, ακριβώς
εξαιτίας της παρουσίας του πρώην σπαρτιάτη βασιλιά κοντά στον Ξέρξη, αλλά και
εξαιτίας όσων συνέβησαν εις βάρος του, που θα αναφερθούν αμέσως μετά, και τον
εξώθησαν σ’ αυτή τη -φαινομενικά τουλάχιστον- προδοτική συμπεριφορά.
»Μεγάλη
αδικία τον έγινε.
Ή
τ α ν του Aρίστωνος ο υιός. Aναίσχυντα
εδωροδόκησαν
οι εχθροί του το μαντείον.
Και
δεν τους έφθασε που τον εστέρησαν την βασιλεία,
αλλ’
όταν πια υπέκυψε, και το απεφάσισε
να
ζήσει μ’ εγκαρτέρησιν ως ιδιώτης,
έπρεπ’
εμπρός και στον λαό να τον προσβάλουν,
έπρεπε
δημοσία να τον ταπεινώσουν στην γιορτή.
Στο
πλαίσιο της παρουσίασής του ο νέος σοφιστής λαμβάνει ως δεδομένα δύο ακόμη
στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να τεθούν υπό αμφισβήτηση, αλλά
πρέπει να ληφθούν ως αληθινά, εφόσον ως τέτοια τα βίωση ο ίδιος ο Δημάρατος. Το
βασικότερο είναι πως υπήρξε πράγματι γιος του Αρίστωνα∙ αυτό, μάλιστα, το
τονίζει ιδιαίτερα ο ποιητής με την αραιή γραφή του ρήματος ήταν, το οποίο έχει
το χαρακτήρα οριστικής διαπίστωσης επί του θέματος. Ενώ το δεύτερο είναι πως οι
εχθροί του δωροδόκησαν το μαντείο προκειμένου να δώσει το χρησμό που τους
εξυπηρετούσε. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ο χρησμός δόθηκε χωρίς
παρέμβαση του Κλεομένη, αλλά μοιάζει απίθανο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εφόσον
είναι εκείνος που κίνησε όλη αυτή τη διαδικασία ακριβώς προκειμένου να
ξεφορτωθεί το Δημάρατο.
Η
επιμονή του Κλεομένη και του Λεωτυχίδη να στερήσουν το Δημάρατο από μια θέση
που του ανήκε δικαιωματικά, προκαλεί το πρώτο σημαντικό επίπεδο των γεγονότων
που καθόρισαν τη μελλοντική του συμπεριφορά και τη διάθεσή του να επιδιώξει την
εκδίκηση και την πιθανή τιμωρία των εχθρών του. Εντούτοις, όπως τουλάχιστον
προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, ο Δημάρατος ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την
εξέλιξη αυτή και να ζήσει ως απλός ιδιώτης, κι ήταν η μνησίκακη συμπεριφορά του
Λεωτυχίδη που θέλησε να τον εξευτελίσει περιπαίζοντάς τον μπροστά στους πολίτες
για το γεγονός πως δεν ήταν πια βασιλιάς και πως είχε ξεπέσει, που αποτέλεσε το
χαριστικό χτύπημα στην ψυχολογία του.
Μετά
τη δημόσια ταπείνωσή του ο Δημάρατος δεν μπορούσε πια να δεχτεί μήτε την
απώλεια της βασιλικής εξουσίας μήτε τη χαιρεκακία του Λεωτυχίδη. Έτσι, η
έλλειψη μέτρου από τη μεριά του αντιπάλου του, που δεν αρκέστηκε στο να τον
καθαιρέσει, αλλά θέλησε και να τον εξευτελίσει, λειτούργησε ως το στοιχείο
εκείνο που εξώθησε τον Δημάρατο στα άκρα, και στην προδοσία.
Ας
προσεχθεί πως κατά την παρουσίασή του ο νέος σοφιστής δείχνεται ιδιαίτερα
ευνοϊκός απέναντι στον Δημάρατο, εφόσον αναγνωρίζει πως του έγινε μεγάλη
αδικία, πως ήταν πράγματι γιος του Αρίστωνα και πως ήταν αρχικά πρόθυμος να
ζήσει ως απλός ιδιώτης, φανερώνοντας μεγάλη στωικότητα και καρτερικότητα
απέναντι στην αδικία που υπέστη.
»Όθεν
τον Ξέρξη με πολύν ζήλον υπηρετεί.
Με
τον μεγάλο Περσικό στρατό,
κι
αυτός στην Σπάρτη θα ξαναγυρίσει·
και
βασιλεύς σαν πριν, πώς θα τον διώξει
αμέσως,
πώς θα τον εξευτελίσει
εκείνον
τον ραδιούργον Λεωτυχίδη.
Μετά
την προσβλητική συμπεριφορά του Λεωτυχίδη ο Δημάρατος βρίσκεται -δικαιολογημένα
κατά την άποψη του νέου σοφιστή- στην αυλή του Ξέρξη και τον υπηρετεί με ζήλο,
προκειμένου να πάρει πίσω το θρόνο του και προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία
να εξευτελίσει με τη σειρά του τον ραδιούργο Λεωτυχίδη. Η διαπίστωση του νεαρού
σπουδαστή πως ο Δημάρατος υπηρετεί με ζήλο τον Ξέρξη, φανερώνει πως ο νέος έχει
στη σκέψη του δικαιολογήσει ήδη τη στάση του Σπαρτιάτη βασιλιά, χωρίς να
απασχολείται με τα περιστατικά εκείνα που για πολλούς ήταν ενδείξεις πως ο
Δημάρατος δεν ήταν ούτε απόλυτα αφοσιωμένος στον Ξέρξη, ούτε πρόθυμος να πάρει
εκδίκηση με κάθε κόστος.
»Κ’
η μέρες του περνούν γεμάτες μέριμνα·
να
δίδει συμβουλές στους Πέρσας, να τους εξηγεί
το
πώς να κάμουν για να κατακτήσουν την Ελλάδα.
Ο
Δημάρατος παρουσιάζεται απόλυτα δοσμένος στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους
Πέρσες στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν την Ελλάδα. Μια προσέγγιση που
μάλλον αδικεί τον πρώην βασιλιά, αφού παραγνωρίζει τις προφανείς εσωτερικές του
παλινωδίες και τις απόπειρές του να προειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες. Όσος κι αν
ήταν ο θυμός του Δημάρατου, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είχε χάσει σε τέτοιο
βαθμό την αγάπη του για την πατρίδα του, ώστε να μην διστάζει και να μην ανησυχεί
μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ολοκληρωτικής ήττας των Ελλήνων.
Η
εσωτερική αυτή πάλη του Δημάρατου, για την οποία υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις,
μπαίνει τελείως στο περιθώριο από τον νεαρό σοφιστή, ο οποίος προτιμά να βλέπει
τον Δημάρατο μονόπλευρα ως έναν άνθρωπο που είναι πλήρως αφοσιωμένος στον στόχο
του να πάρει εκδίκηση.
»Πολλές
φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
είν’
έτσι ανιαρές του Δημαράτου η μέρες·
πολλές
φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
καμιά
στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος·
γιατί
χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται
(δεν
είναι· δεν το παραδέχεται·
πώς
να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του)
όταν
τα πράγματα τον δείχνουν φανερά
που
οι Έλληνες θα βγούνε νικηταί.»
Κι
ενώ στην αρχή της παρουσίασής του ο νέος σοφιστής παρουσιάζει τον Δημάρατο
έτοιμο να δικαιωθεί, έτοιμο να λάβει την πολυπόθητη εκδίκηση, στην τελική
στροφή του ποιήματος, και υπό το βάρος της επερχόμενης ήττας του Ξέρξη, το
κλίμα αλλάζει. Ο Δημάρατος εμφανίζεται να περνά τις μέρες του απασχολούμενος
διαρκώς και σε επίπεδο μονομανίας με το πώς θα διασφαλίσει τη νίκη των Περσών
-διαπίστωση που μοιάζει να ακυρώνεται μέσα στην υπερβολή της. Μια κατάσταση που
στερεί κάθε στιγμή χαράς και ηρεμίας από τη ζωή του Δημάρατου, που δεν φαίνεται
να έχει άλλη σκέψη η ανησυχία πέρα από το να εκδικηθεί τους Έλληνες.
Ο
Δημάρατος, άλλωστε, μπροστά στην προφανή πια έκβαση του πολέμου, όπου είναι
σαφές πως οι Έλληνες θα νικήσουν, δεν αισθάνεται πλέον καμία χαρά, διότι όπως
σχολιάζεται στους παρενθετικούς στίχους δεν είναι -δεν μπορεί να είναι- χαρά
αυτό που αισθάνεται∙ αντιθέτως είναι κορύφωση της δυστυχίας του, εφόσον η
έκβαση της αναμέτρησης βρίσκει τους Έλληνες νικητές.
Εύλογα,
αυτοί οι καταληκτικοί στίχοι και ιδίως οι παρενθετικοί, φανερώνουν όλη τη
μαεστρία του Καβάφη, και όλη τη διάσταση ανάμεσα στο ποια είναι τα πραγματικά
συναισθήματα του Δημάρατου και στο ποια είναι τα συναισθήματα που αναμένονται
από αυτόν. Ο Δημάρατος, που όσο κι αν θέλησε να πάρει πίσω τη θέση του, κι όσο
κι αν θέλησε να εκδικηθεί τους εχθρούς του, πολύ δύσκολα θα έφτανε στο σημείο
να αποζητά την καταστροφή όλων των Ελλήνων, βιώνει με έντονο τρόπο την ήττα των
Περσών, καθώς ενώ μέσα του αισθάνεται ανακούφιση και χαρά -ειλικρινή χαρά- για
τη νίκη των Ελλήνων, δεν μπορεί ωστόσο να εκφράσει ένα τέτοιο συναίσθημα, εφόσον
βρίσκεται πλάι στον Ξέρξη, πλάι στον αντίπαλο των ομοεθνών του. Έτσι, ο
Δημάρατος είναι εξαναγκασμένος να εκδηλώνει μια τελείως διαφορετική
συναισθηματική κατάσταση από αυτή που αισθάνεται, προκειμένου να φαίνεται
συνεπής προς την αρχική του διάθεση να εκδικηθεί τους προσωπικούς του εχθρούς.
Οι Πέρσες δεν πρέπει να καταλάβουν την ανακούφισή του και τη χαρά του∙ οι
Πέρσες πρέπει να συνεχίσουν να τον θεωρούν ως έμπιστο σύμμαχό τους. Διότι η
νίκη των Ελλήνων κλείνει οριστικά το δρόμο της επιστροφής του Δημάρατου και το
μέλλον του σφραγίζεται κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε αρχικά
επιθυμήσει.
Ο
Δημάρατος χάνει κάθε ευκαιρία να διεκδικήσει τον θρόνο του -προσωπική απώλεια-,
αλλά δεν θα είναι αναγκασμένος να ζει με την επίγνωση πως με τη δική του συνεισφορά
ηττήθηκε το ελληνικό έθνος -συλλογικό και προσωπικό κέρδος. Ο Δημάρατος θα
πρέπει πλέον να παραμείνει κοντά στους Πέρσες, διατηρώντας ακέραια την
εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν και στα εκδικητικά του συναισθήματα -ανάγκη
συσκότισης των προσωπικών του συναισθημάτων και κινήτρων.
Ένα
πρόσωπο, ποικίλες και αντιφατικές μεταξύ τους επιδιώξεις που θα μπορούσαν να
σημάνουν ακόμη και την υποταγή όλων των Ελλήνων. Μια τεταμένη κατάσταση που
προκαλεί έντονα και τελείως διαφορετικά συναισθήματα την ίδια ακριβώς στιγμή
και για τα ίδια ακριβώς γεγονότα. Ο Δημάρατος που θα μείνει χωρίς τη χαρά της
εκδίκησης, είναι ο ίδιος που χαίρεται για τη σωτηρία του έθνους του, κι είναι ο
ίδιος που θα πρέπει να συνεχίσει να ζει εξόριστος. Ένα πρόσωπο, λοιπόν, αλλά
πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσής του, που δεν θα μπορούσαν να επιτρέψουν ποτέ
οριστικές και τελεσίδικες κρίσεις για το χαρακτήρα και τις προθέσεις του. Οι
άνθρωποι, άλλωστε, δεν είναι ποτέ τελείως μονόπλευροι και δεν κινούνται ποτέ
μόνο μεταξύ άσπρου και μαύρου, καλού και κακού.