Adam Romanowicz
Κωστής
Παλαμάς «Σατιρικά γυμνάσματα»
Τα Σατιρικά γυμνάσματα είναι δυο σειρές ποιημάτων. Η πρώτη σειρά
αποτελείται από 20 ποιήματα που γράφτηκαν το 1907 και δημοσιεύτηκαν τον επόμενο
χρόνο στο περιοδικό Νουμάς. Η δεύτερη σειρά αποτελείται από 24 ποιήματα που
γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στο Νουμά το 1909, σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα
στο Γουδί. Η σάτιρα του Παλαμά δεν είναι λεπτή ειρωνεία, ούτε ευφυολογία, ούτε
απλή και ανώδυνη κριτική. Δεν είναι ούτε κοινωνική σάτιρα, όπως του Λασκαράτου.
Είναι μια σάτιρα που κρατάει μαστίγιο και χτυπάει σκληρά την πολιτική κατάσταση
και τις κίβδηλες αξίες της εποχής. Είναι πικρός σαρκασμός που βγαίνει από την
οργή και την αγανάκτηση του ποιητή και προσπαθεί να ξυπνήσει τις ναρκωμένες
συνειδήσεις των συμπολιτών του. Ο ίδιος ο ποιητής γράφει: «Τα Σατιρικά
Γυμνάσματα ενώ αρχίζουν με την πρόθεση να χτυπήσουν πρόσωπα και αντικείμενα σε
ορισμέν’ απάνου συνταρακτικά ζητήματα, πολιτικά και κοινωνικά, προχωρούν,
τραβούν σε στοχαστικές γενικότητες και υπονοητικές εικόνες». Τα δυο σατιρικά
που ακολουθούν είναι το 3 και το 5 της δεύτερης σειράς.
α΄
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι
Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;
Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,
με λογιότατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει
του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.
β΄
Οι βωμοί συντριμμένοι και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,
και μήτε η ευλογία της Παναγίας.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
Τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.
Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια
υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.
Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!
ζαγάρι: κυνηγητικό σκυλί· μετφ. τιποτένιος
άνθρωπος.
μόρτης: αλήτης, μάγκας.
αργός: αυτός που δεν κάνει τίποτε, που ζει
χωρίς δουλειά.
λιμοκοντόρος: νέος που, ενώ δεν έχει να φάει,
φροντίζει να ντύνεται κομψά και να επιδεικνύεται.
λανσάρω: εμφανίζω, αναδεικνύω κάποιον ή κάτι
(γαλλ. λέξη).
Τρικούπης: πρόκειται για το Χαρίλαο Τρικούπη
(1832-1896) που διετέλεσε πολλές φορές πρωθυπουργός και θεωρείται από τους πιο
επιτυχημένους παλιούς πολιτικούς.
Ψυχάρης: ο μαχητικός ηγέτης του δημοτικισμού.
Τρικούπηδες και Ψυχάρηδες· ο ποιητής εννοεί γενικά όλους όσοι προσπαθούν να
θεμελιώσουν κάτι καλό και σωστό στον τόπο.
Αρσακιώτισσα: του Αρσακείου. Εκπαιδευτικό ίδρυμα
θηλέων, γνωστό για τις συντηρητικές του τάσεις.
λογιότατους: εδώ ειρωνικά: ο σχολαστικός μελετητής
των συγγραμμάτων.
αφερίμ: τουρκ. λέξη· επιφώνημα· μπράβο, εύγε
(ειρωνικά).
μαρκούτσι: ο μακρύς ευλύγιστος σωλήνας που
κρατούν αυτοί που καπνίζουν ναργιλέ.
Οι
βωμοί... σβησμένα: Πρβλ.
το στίχο «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» από τη Φλογέρα του
Βασιλιά.
Αθηνά,
Παναγία: Ο ποιητής εννοεί
ότι έχουν χαθεί και οι αρχαίες και οι χριστιανικές θεότητες, ότι δηλαδή οι
άνθρωποι του καιρού δεν εμπνέονται πια ούτε από το αρχαίο ούτε από το
χριστιανικό αγωνιστικό πνεύμα.
Των
θεών τα βράδια: Με τη
φράση αυτή ο ποιητής υπαινίσσεται το γνωστό έργο του φιλόσοφου Φρειδερίκου
Νίτσε Το λυκόφως των ειδώλων, στο οποίο ο Γερμανός φιλόσοφος αναπτύσσει τη
θεωρία του για το θάνατο των θεών.
ξωτικό: δαιμόνιο.
Ο Κωστής Παλαμάς στηλιτεύει κατά τρόπο
ιδιαίτερα σκληρό τις αρνητικές πτυχές της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως την
απροθυμία των Ελλήνων να συναινέσουν σε οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής
μεταρρύθμισης του κράτους. Θέληση του ποιητή είναι να αναγκάσει τους
συγκαιρινούς τους ν’ αντικρίσουν την πραγματική αλήθεια για τον εαυτό τους, χωρίς
να χαρίζεται σε κανέναν.
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι
Ο ποιητής ξεκινά το πρώτο ποίημα
αναφερόμενος σ’ ένα σύνηθες φαινόμενο της εποχής του -που συνοδεύει ακόμη την
ελληνική πραγματικότητα-, τις τακτές διαδηλώσεις, πορείες και συγκεντρώσεις στο
κέντρο της πόλης, οι οποίες δεν εξωθούνται από μια υγιή διάθεση αντίδρασης ή
διεκδίκησης δικαιωμάτων, αλλά είναι υποκινούμενες από πολιτικούς ή άλλα πρόσωπα
που επιδιώκουν να θέτουν συνεχώς και με κάθε τρόπο εμπόδια στις εκάστοτε
επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για μια ζοφερή κατάσταση που κρατά τον
τόπο καθηλωμένο διαρκώς σε αναχρονιστικές και παρωχημένες πολιτικές, μη
επιτρέποντας τον έγκαιρο και ταχύ εκσυγχρονισμό του.
Εμφανής είναι η αγανάκτηση του Παλαμά,
ο οποίος επιλέγει επτά κατά σειρά αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τους ανθρώπους
αυτούς που λειτουργούν ως πειθήνια όργανα εκείνων που παρεμποδίζουν με
αδιανόητη εμμονή ακόμη και την παραμικρή προσπάθεια να υπάρξει κάποια αλλαγή
και βελτίωση στη χώρα. Ο ποιητής είναι εύλογα εξοργισμένος μαζί τους, αφού η
δική τους συμμετοχή σε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες και συγκεντρώσεις είναι το
κύριο όπλο για τη διατήρηση της Ελλάδας σε μια αυτοκαταστροφική στασιμότητα.
Άνθρωποι χωρίς αρχές και αξίες∙
άνθρωποι που δεν έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν την τεράστια ζημιά που
προκαλούν στον τόπο, χαρακτηρίζονται από τον ποιητή: «ζαγάρια», τιποτένιοι δηλαδή
άνθρωποι, «τσακάλια», επιτήδειοι, χωρίς αρχές και ηθική, «κοκόροι», άνθρωποι
που παριστάνουν τους γενναίους και τους δυνατούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι
απλώς θρασύδειλοι, «μόρτηδες», δηλαδή αλήτες, «λούστροι», κυριολεκτικά εκείνοι
που γυαλίζουν παπούτσια, μεταφορικά εκείνοι που είναι πρόθυμοι να κάνουν
οτιδήποτε για να κερδίσουν λίγα χρήματα, «αργοί», άνθρωποι που ζουν χωρίς
δουλειά, «λιμοκοντόροι», εκείνοι που αν και δεν έχουν χρήματα ούτε για να φάνε,
φροντίζουν ωστόσο να ντύνονται κομψά και να επιδεικνύονται.
Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που
αποτελούν τους συνήθεις συμμετέχοντες στις συγκεντρώσεις και στις πορείες∙
είναι αυτοί που είτε γιατί τους έχουν υποσχεθεί χρήματα είτε με την υπόσχεση
κάποιας άλλης εξυπηρέτησης, μαζεύονται και φροντίζουν να δημιουργήσουν εντάσεις
και επεισόδια, προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι πολίτες δεν
επιθυμούν και δεν συμφωνούν με την όποια μεταρρύθμιση ή αλλαγή επιχειρείται κάθε
φορά. Είναι οι αργόσχολοι εκείνοι άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν
την αναγκαιότητα των αλλαγών και του εκσυγχρονισμού, αφού η μόνη δική τους
έγνοια είναι πώς θα διασφαλίσουν τα αναγκαία για να βγάλουν άλλη μια μέρα.
Καθηλωμένοι στο μη παραγωγικό και δίχως ιδανικά παρόν τους, δεν αντιλαμβάνονται
το μέγεθος της ζημιάς που προκαλούν, καθώς κρίνοντας από τη δική τους
πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από την αεργία και τον τυχοδιωκτισμό,
αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις που έχει η στάση τους τόσο στους
συγκαιρινούς τους όσο, και κυρίως, στις μελλοντικές γενιές.
Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;
Όλος αυτός ο συρφετός αντιπαραγωγικών
ανθρώπων υποκινείται βέβαια από «αφέντες», από πρόσωπα δηλαδή που έχουν
πολιτική και οικονομική ισχύ, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τους αργόσχολους της
ελληνικής κοινωνίας επιτυγχάνουν με αποτελεσματικότητα τους στόχους τους, αφού
αδρανοποιούν κάθε προοδευτική κίνηση στη χώρα.
Ποια είναι, αναρωτιέται ο ποιητής, τα
«σωστά» και ποια τα «μεγάλα», που δίνουν ορμή και χάρη στις διαρκείς
κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες αυτών των ανθρώπων. Ποια είναι τα υποτιθέμενα
ιδανικά τους; Το ερώτημα αυτό θα το απαντήσει ο ποιητής στην ακόλουθη στροφή,
τονίζοντας πως ο μόνος και σταθερός στόχος όλων αυτών των ανθρώπων που
βρίσκονται σε διαρκή διαμαρτυρία -με το αζημίωτο φυσικά- είναι η παρεμπόδιση
κάθε πιθανής προσπάθειας να πραγματοποιηθούν εκσυγχρονιστικές αλλαγές στον
τόπο.
Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,
με λογιότατους παραγιομισμένη.
Οι άρχοντες που πληρώνουν και συντηρούν
την ομάδα των διαδηλωτών -φαινόμενο διαχρονικό στην Ελλάδα- είναι εκείνοι που
θέλουν να διατηρήσουν τα πράγματα αναλλοίωτα, καθώς θεωρούν πως οποιαδήποτε
αλλαγή θα πλήξει τα συμφέροντά τους. Φροντίζουν, έτσι, να θέτουν διαρκώς
εμπόδια σε όποια προσπάθεια γίνεται, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κρατούν τη
χώρα και τους πολίτες της σ’ ένα αδιέξοδο τέλμα.
Ο Παλαμάς, μάλιστα, φροντίζει να
αναφέρει δύο σημαντικές προσωπικότητες που θέλησαν να προσφέρουν σημαντικό έργο
στην Ελλάδα και ν’ αλλάξουν παρωχημένες καταστάσεις, που γνώρισαν τελικά πολύ
καλά τη μανία με την οποία οι συντηρητικές δυνάμεις στη χώρα αντιστέκονται στις
μεταρρυθμίσεις και στις προσπάθειες ανανέωσης. Από τη μία ο Χαρίλαος Τρικούπης,
ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που
διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας επτά φορές κατά το διάστημα μεταξύ 1875-1894. Ο
Τρικούπης ήταν πολιτικός με συγκροτημένες και φιλόδοξες ιδέες για τη χώρα,
επιδίωξε σημαντικά εκσυγχρονιστικά βήματα και υλοποίησε σημαντικότατα έργα
υποδομής. Η πολιτική του γνώρισε, εντούτοις, λυσσαλέα αντίδραση από τις
συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, με αποτέλεσμα να υπάρξουν περιττές
καθυστερήσεις ή και ματαιώσεις στα σχέδιά του.
Από την άλλη ο Γιάννης Ψυχάρης,
φιλόλογος και συγγραφέας, καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας στο Παρίσι. Ο
Ψυχάρης θα υπερασπιστεί με σθένος την ανάγκη να υιοθετηθεί η δημοτική γλώσσα ως
επίσημη γλώσσα του κράτους, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αποτελεσματική
πνευματική καλλιέργεια του ελληνικού λαού. Προσπάθεια που συνάντησε, βέβαια,
φανατισμένη αντίδραση από τους συντηρητικούς κύκλους που θεωρούσαν ότι η
καθαρεύουσα αποτελούσε την ιδανική γλωσσική επιλογή, έστω κι αν ήταν δυσνόητη
και απρόσιτη για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών.
Ο ποιητής καταγράφει σε πληθυντικό
αριθμό τα ονόματά τους, Τρικούπηδες - Ψυχάρηδες, προκειμένου να υπονοηθούν
συνεκδοχικά όλοι οι άνθρωποι της εποχής που επιχειρούν κάποια ουσιαστική
αλλαγή.
Τι είναι, λοιπόν, η Ελλάδα, που τόσο
επίμονα αρνείται την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό; Μια δασκάλα του Αρσάκειου - εκπαιδευτικό
ίδρυμα θηλέων, γνωστό για τις συντηρητικές του τάσεις-, που είναι παραγεμισμένη
με «λογιότατους», με σχολαστικούς δηλαδή μελετητές. Ο συντηρητισμός και η άγονη
προσήλωση σε στοιχεία του παρελθόντος είναι, ατυχώς, τα χαρακτηριστικά της
χώρας αυτής, που αδυνατεί να λάβει υπόψη της το γεγονός πως ό,τι δεν
ανανεώνεται και δεν εκσυγχρονίζεται είναι καταδικασμένο να παρακμάσει και να
αφανιστεί. Πώς μπορεί να προκύψει η αναγκαία παρακολούθηση των αλλαγών που
συμβαίνουν σε διεθνές επίπεδο και η έγκαιρη προσαρμογή της χώρας στα νέα
δεδομένα, αφού οι άνθρωποί της, οι πνευματικοί της άνθρωποι, είναι
εγκλωβισμένοι σ’ έναν απρόσφορο σχολαστικισμό; Πώς μπορεί να εξελιχθεί αυτή η
χώρα, τη στιγμή που υπονομεύει με κάθε πιθανό τρόπο όποια ανανεωτική προσπάθεια
επιχειρείται, τόσο στο χώρο της πολιτικής όσο και στο χώρο του πνεύματος;
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει
του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.
Κι ο Ρωμιός, αναρωτιέται ο ποιητής∙ τι
κάνει ο απλός Έλληνας πολίτης, την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά στη χώρα του; Ο
Έλληνας κάθεται στον καφενέ, καπνίζει το ναργιλέ του και καθώς κρατά το
μαρκούτσι -τον ευλύγιστο σωλήνα του ναργιλέ που φέρνει τον καπνό στο στόμα του
καπνιστή- κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια, χωρίς -εννοείται- να σηκώνεται από τον
καφενέ για να αναλάβει κάποια ουσιαστική πρωτοβουλία. Παραμένει μακάρια
καθισμένος εκεί, καπνίζει και συγχρόνως κάνει σχέδια επί σχεδίων για μεγάλα
επιτεύγματα, όπως για παράδειγμα, το να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Μια
εικόνα αρκετά συνηθισμένη για την ελληνική πραγματικότητα, καθώς οι Έλληνες,
ακόμη και σήμερα, βρίσκονται σε καφενεία και καφετέριες, και αναπτύσσουν για
ώρες τις μεγάλες τους ιδέες, χωρίς, εντούτοις, να έχουν ποτέ την παραμικρή
διάθεση ή ικανότητα να υλοποιήσουν καμία από αυτές. Λόγια του αέρα, όπως ο
καπνός του ναργιλέ! Εύγε, λοιπόν, σχολιάζει ο ποιητής. Από μυαλό οι Έλληνες,
τίποτα!
Ένας λαός που έχει συνηθίσει στις
ατέρμονες συζητήσεις, στις κενές υποσχέσεις, στα ρουσφέτια και στους
δημαγωγούς∙ ένας λαός που συνεχίζει σταθερά να πιστεύει σε υποτιθέμενους σωτήρες,
χωρίς, εντούτοις, να συνδυάζει ποτέ αυτή τη θαυμαστή σωτηρία με την ανάγκη
σκληρής δουλειάς, συστηματικότητας, προγραμματισμού και συνέπειας. Ο Έλληνας
του καφενέ συνεχίζει να ελπίζει στο θαύμα και να το προσδοκά από κάθε πολιτικό
που του δίνει άφθονες υποσχέσεις∙ κι είναι πρόθυμος αυτός ο Έλληνας να
υπομείνει πολλά, αρκεί να μην του ζητήσουν να εγκαταλείψει τον καφενέ και το
ναργιλέ του!
β΄
Οι βωμοί συντριμμένοι και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,
και μήτε η ευλογία της Παναγίας.
Στο δεύτερο ποίημα ο Παλαμάς
παρουσιάζει μια άλλη, εξίσου ανησυχητική πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας. Οι
Έλληνες δεν εμπνέονται πλέον μήτε από τις αξίες του αρχαίου ελληνικού
πολιτισμού, μα μήτε κι από τις αξίες του χριστιανισμού. Το αγωνιστικό εκείνο
πνεύμα που είχε οδηγήσει τους Έλληνες της αρχαιότητας στα εκπληκτικά τους επιτεύγματα,
αλλά κι εκείνη η αίσθηση πίστης που προσέφερε ακλόνητη δύναμη στις ψυχές των
Χριστιανών, επιτρέποντάς τους να αντιπαλέψουν με πείσμα και αποτελεσματικότητα
κατά πολύ υπέρτερους αντιπάλους, έχουν πια χαθεί. Οι Έλληνες έχουν συντρίψει τους
ναούς της αρχαιότητας κι έχουν σβήσει τα πολυκάντηλα του χριστιανισμού, και δεν
τους συγκινεί ούτε η πολεμική αγωνιστικότητα της Αθηνάς, ούτε η ευλογία της Παναγίας.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
Τ’ άδειο παντού∙ το κρύο της αθεΐας.
Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.
Η αθεΐα, ως μια κατάσταση που αποτρέπει
τον άνθρωπο από το να θαυμάζει και να εξιδανικεύει ένα πνεύμα υψηλό και
πανίσχυρο, που λειτουργεί ως πιθανός προστάτης, μα πολύ περισσότερο ως αδιάκοπο
ερέθισμα και κίνητρο για τις δικές του προσπάθειες, ενέχει τον κίνδυνο να
οδηγήσει σε πλήρη παρακμή τη διάθεση του ανθρώπου για συνεχή δοκιμή βελτίωσης
του εαυτού του. Ο άνθρωπος που αρνείται να δεχτεί την ύπαρξη μιας ανυπέρβλητα
ισχυρής παρουσίας, αρνείται επί της ουσίας να θέσει στον εαυτό του εκείνο το
άριστο πρότυπο, που θα διατηρεί άσβεστη μέσα του την επιθυμία της επίτευξης
ολοένα και σημαντικότερων έργων. Ο άθεος άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει
μια άδεια και κρύα ζωή, αφού δεν υπάρχει τίποτε να στηρίξει την ψυχή του στις στιγμές
του κινδύνου και της απελπισίας, όπως και δεν υπάρχει τίποτε που να λειτουργεί
στην ψυχή του ως αδιάκοπο κάλεσμα για μια συνεχή προσπάθεια αρίστευσης.
Έτσι, στην Ελλάδα του ποιητή οι
άνθρωποι έχουν καταστρέψει τα παλάτια και τους ναούς τόσο της αρχαίας όσο και της
νέας θρησκείας∙ έχουν αποκαθηλώσει και εγκαταλείψει τα ιερά τους πρότυπα, κι
έχουν καταλήξει να ζουν δίχως κανέναν απώτερο σκοπό∙ δίχως καμιά ανώτερη ελπίδα
που να τους κρατά στο δρόμο της ηθικής και της επίμονης δουλειάς. Ζουν πλέον
άσκοπα και χωρίς προοπτικές, σαν τα κοπάδια των αγριμιών και των αρνιών -παρομοιώσεις-,
που τρώνε και τρώγονται∙ που αφανίζονται, δίχως να έχουν επιτύχει τίποτε, δίχως
να αφήσουν τίποτε πίσω για τους μεταγενέστερους, μα και δίχως οι ίδιοι να έχουν
αισθανθεί τη βαθιά ευδαιμονία του ανθρώπου που ζει για να προσφέρει, για να
θεμελιώσει και να δώσει στους επόμενους ένα σταθερό υπόβαθρο για να επιτύχουν
ακόμη περισσότερα. Στον κόσμο της αθεΐας δεν υπάρχει η αίσθηση της συνέχειας∙
υπάρχει μόνο η έννοια του τώρα και του στιγμιαίου, που ωθεί τους ανθρώπους στο
να αναζητούν πρόχειρους και ανεπαρκείς τρόπους για να ευχαριστηθούν τη στιγμή,
χωρίς, ωστόσο, να κατορθώνουν πραγματικά να γεμίσουν το κενό της ψυχής τους,
αφού μέσα τους δεν υπάρχει η πίστη σ’ εκείνον τον ανώτερο προορισμό που με τόση
σταθερότητα διατηρεί άσβεστη την αίσθηση της ελπίδας και της προσμονής στις ψυχές
των πιστών.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια
υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.
Ο ποιητής, ωστόσο, αναγνωρίζει πως
ακόμη κι αν οι άνθρωποι απομακρυνθούν από την έννοια της θεότητας, μπορούν και
πάλι να βρουν άξια υποκατάστατα στο χώρο των Ιδεών και της Επιστήμης, αφού θα
θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία ενός άλλου ιδανικού, το οποίο θα τους ωθήσει
με τρόπο διαφορετικό στη συνεπή εργασία και προσπάθεια. Τονίζει, λοιπόν, πως
πάνω απ’ όλα των θεών τα βράδια -υπαινικτική αναφορά στο έργο του Νίτσε που
σχετίζεται με τη θεωρία του φιλοσόφου για το θάνατο των θεών- έχουν αναδυθεί
και εκπέμπουν το φως τους νέα υπέρθεα δαιμόνια∙ νέα ιδανικά, που ξεπερνούν την
πιθανώς παρωχημένη έννοια της θεότητας, και τα οποία λατρεύονται από τους Βαρβάρους
στους δικούς τους ναούς. Πρόκειται, φυσικά, για την Ιδέα και την Επιστήμη, που
εδώ παρουσιάζονται προσωποποιημένες, για την ανάπτυξη δηλαδή των επιστημών και
των φιλοσοφικών αναζητήσεων που εξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς στις υπόλοιπες
χώρες της Ευρώπης. Έξοχη εδώ η ειρωνεία του ποιητή, αφού υπενθυμίζει πως οι
Ευρωπαίοι που κάποτε ήταν Βάρβαροι για τους Έλληνες, μιας και είχαν μείνει πίσω
σε πολιτισμικό επίπεδο, αίφνης έχουν βρεθεί πολύ μπροστά, καθώς τη στιγμή που
οι Έλληνες είναι με το ναργιλέ στον καφενέ, εκείνοι εργάζονται εντατικά υπηρετώντας
τις επιστήμες και αντλώντας από αυτές σημαντικά οφέλη, που τους χαρίζουν
αδιαφιλονίκητο προβάδισμα σε όλους τους τομείς.
Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!
Συντριπτική για τους Έλληνες η
καταληκτική διαπίστωση του ποιητή. Ακόμη και τώρα μας πατά το άλογο του
Οθωμανού κατακτητή∙ ακόμη και τώρα οι Έλληνες βρίσκονται υπό τον έλεγχο της ανατολίτικης
νοοτροπίας που εξωθεί στην αεργία και στην αδράνεια και υπονομεύει τη
δημιουργικότητα, την εργατικότητα και την αποζήτηση της εξέλιξης και του
εκσυγχρονισμού. Την ώρα που οι Ευρωπαίοι προοδεύουν με ταχύτατους ρυθμούς, οι
Έλληνες -οι κάποτε πρωτοπόροι Έλληνες-, βρίσκονται σε μια ολέθρια κατάσταση
αδράνειας και διχασμού.
Ο Παλαμάς με την αποστροφή προς τον
Ιμπραήμ πασά, υπενθυμίζει παράλληλα και τις ήττες που υπέστησαν οι Έλληνες από
το στρατό των Αιγυπτίων που αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του
Ιμπραήμ, για να δοθεί βοήθεια στους Οθωμανούς.
Τα ποιήματα αυτά του Παλαμά έχουν
συντεθεί σε τερτσίνες, σε τρίστιχες δηλαδή στροφές, και αποτελούνται από
τέσσερις τέτοιες στροφές κι έναν καταληκτικό στίχο. Στις τερτσίνες παρατηρείται
προσεγμένη ομοιοκαταληξία με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο,
ενώ από τη δεύτερη στροφή και μετά οι στίχοι αυτοί ομοιοκαταληκτούν με τον
δεύτερο κάθε προηγούμενου τρίστιχου. Έχουμε, έτσι, το σχήμα: αβα, βγβ, γδγ,
δεδ, ε.
Το μέτρο που ακολουθείται είναι το
ιαμβικό και οι στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι.