Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» Β΄ Λυκείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» Β΄ Λυκείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (πρόσθετες ερωτήσεις)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Rob Woodcox

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (πρόσθετες ερωτήσεις)

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη Φραγκογιαννού;

Οι δύσκολες προσωπικές εμπειρίες της Φραγκογιαννούς, που έχει περάσει τη ζωή της να υπηρετεί τους άλλους, η αίσθηση ότι οι δικοί της την αδίκησαν δίνοντάς της μιαν ασήμαντη προίκα, η φτώχεια και η μίζερη διαβίωσή της, το γεγονός ότι ακόμη και τώρα που έχει φτάσει στα εξήντα της χρόνια συνεχίζει να υπηρετεί την οικογένειά της, έχουν συμβάλλει αρνητικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. 
Έτσι, η φόνισσα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα εξαιρετικά σκληρή, χωρίς ευαισθησίες και συναισθηματισμούς. Διακατέχεται από έντονο μισογυνισμό, καθώς σε όλα τα θηλυκά παιδιά βλέπει τη δική της επίπονη πορεία. Για τη Φραγκογιαννού δεν υπάρχει τίποτε το θετικό στη ζωή μιας γυναίκας, γι' αυτό και θεωρεί προτιμότερο να μη γεννιούνται καν κορίτσια. Εδώ γίνεται βέβαια σαφές πως η Φραγκογιαννού προβάλλει στα μικρά κορίτσια την απόλυτα αρνητική εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Η έντονη, αλλά ανομολόγητη επιθυμία της να μην είχε γεννηθεί η ίδια, αντικατοπτρίζεται στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα θηλυκά παιδιά. Γι' αυτό άλλωστε όταν εκφράζεται θετικά για τα αρσενικά παιδιά, εκφράζει έμμεσα τη σκέψη πως η ζωή της θα ήταν σαφώς καλύτερη αν δεν ήταν γυναίκα. 
Η φόνισσα είναι επιπλέον κυνική καθώς, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη της τα συναισθήματα των γονιών θεωρεί πως ο θάνατος των κοριτσιών θα αποτελέσει γι' αυτούς μια μεγάλη ανακούφιση.
Πίσω βέβαια από τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φόνισσας κρύβεται ένας άνθρωπος εξαιρετικά πληγωμένος, που πέρασε μια ζωή γεμάτη βάσανα και πίκρες. Στοιχείο που δεν την αθωώνει βέβαια αλλά μας βοηθά να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που έχουν τα βιώματα και οι εμπειρίες του ανθρώπου στην τελική διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Τι παρατηρείτε σχετικά με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη στο κείμενο «Η Φόνισσα» και τι προσδίδουν στο κείμενο οι γλωσσικές του επιλογές;

Στους διαλόγους χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς.
Στην αφήγηση χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με πρόσμειξη όμως στοιχείων της δημοτικής.
Στις περιγραφές χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αμιγή καθαρεύουσα. 
Με τη χρησιμοποίηση της δημοτικής και των τοπικών ιδιωματισμών ο συγγραφέας μας δημιουργεί την αίσθηση ότι ακούμε πράγματι τα λόγια των απλών ανθρώπων του νησιού. Θα ήταν παράδοξο άλλωστε να χρησιμοποιούν οι ήρωες της ιστορίας την καθαρεύουσα στη μεταξύ τους επικοινωνία, αφενός γιατί δεν έχουν την αντίστοιχη μόρφωση κι αφετέρου γιατί η καθαρεύουσα δεν είχε περάσει ποτέ στην καθημερινή επικοινωνία του λαού. 
Με την εναλλαγή καθαρεύουσας δημοτικής επιτυγχάνεται συνάμα η ανάδειξη του πλούτου της ελληνικής γλώσσας και ως ένα βαθμό πιστοποιείται η στενή σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς γλωσσικούς τύπους. 
Θα πρέπει πάντως να έχουμε υπόψη μας πως ο Παπαδιαμάντης ακολουθεί την πεζογραφική παράδοση των ιστορικών μυθιστορημάτων όπου η εναλλαγή ανάμεσα στους γλωσσικούς τύπους σηματοδοτούσε την εναλλαγή ανάμεσα στη φωνή του αφηγητή και στο λόγο των προσώπων. Με την καθαρεύουσα εκφερόταν ο αφηγηματικός λόγος και με τη δημοτική τα λόγια των ηρώων.

Πώς σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες των ανδρών μέσα από τα αποσπάσματα της Φόνισσας;

Στα αποσπάσματα του κειμένου παρουσιάζεται ο Νταντής, ο σύζυγος δηλαδή της Δελχαρώς και πατέρας της εγγονής της Φραγκογιαννούς, και οι δύο χωροφύλακες που καταδιώκουν τη φόνισσα. 
Ο Νταντής (Κωνσταντής) εμφανίζεται να κοιμάται έχοντας πιει κάτι παραπάνω μιας και είναι σαββατόβραδο, για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα της εβδομάδας. Παρά το γεγονός ότι το παιδί του είναι βαριά άρρωστο ο Νταντής συνεχίζει κανονικά την εβδομαδιαία ρουτίνα του, θεωρώντας προφανώς δεδομένη την υποχρέωση των γυναικών να νοιαστούν για την υγεία και τη φροντίδα του παιδιού. Ενώ θα μπορούσε να ξαγρυπνήσει κι εκείνος πλάι στο παιδί του, προτιμά να πιει και να πέσει για ύπνο, πιστοποιώντας έτσι την πεποίθηση εκείνης της εποχής πως τα παιδιά αποτελούν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών. 
Από την άλλη οι δύο άντρες που καταδιώκουν τη Φραγκογιαννού εμφανίζονται να δειλιάζουν μπροστά στο επικίνδυνο Μονοπάτι στο Κλήμα. Σε αντίθεση με τη φόνισσα που χωρίς δεύτερη σκέψη, κρατά το καλάθι με τα δόντια της και περνά με αποφασιστικότητα εκείνο το πέρασμα, οι δύο άντρες διστάζουν αρχικά και όταν ο ένας επιχειρεί να το περάσει οπισθοδρομεί αμέσως νιώθοντας ζαλάδα από το φόβο του. Η αδυναμία βέβαια των ανδρών και το εξαιρετικό θάρρος της φόνισσας, οφείλονται στη διαφορετική κατάσταση των προσώπων. Η Φραγκογιαννού είναι απελπισμένη και γνωρίζει πως δεν έχει καμία άλλη επιλογή, αν θέλει να σωθεί, ενώ οι διώκτες της δεν έχουν στην πραγματικότητα κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τη συλλάβουν (ούτως ή άλλως πρόκειται για ενέδρα, εφόσον από την άλλη πλευρά του νησιού υπάρχουν κι άλλοι που καταδιώκουν την ύποπτη), γι’ αυτό και διστάζουν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους.

Να βρείτε ομοιότητες και διαφορές στις αντιλήψεις που υπάρχουν στη Φόνισσα για το γάμο σε σχέση με όσα παρουσιάζει ο Ανδρέας Λασκαράτος στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς.

[Για την απάντηση έχουν ληφθεί στοιχεία συνολικά από το βιβλίο του Λασκαράτου, όχι απλώς από το απόσπασμα που παραθέτει το σχολικό βιβλίο.]

Ο Λασκαράτος στο ιδιαίτερα ειλικρινές και καυστικό του κείμενο στηλιτεύει όλα εκείνα τα αρνητικά στοιχεία του γάμου που λειτουργούν εις βάρος της γυναίκας. 
Ο γάμος αποτελεί κατά βάση μια εμπορική συμφωνία ανάμεσα στον πατέρα και στον υποψήφιο γαμπρό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώμη της κοπέλας. Το βασικό δηλαδή σημείο που κρίνει την πραγματοποίηση ενός γάμου είναι οι προίκα για την οποία γίνονται πολλά και σκληρά παζάρια, ενώ όπως μας καταγγέλλει ο συγγραφέας δε λείπουν οι περιπτώσεις όπου για τη διεκδίκηση ενός καλού γαμπρού γίνεται ένα είδος πλειστηριασμού, στον οποίο κερδίζει εκείνος ο πατέρας που είναι διατεθειμένος να δώσει τη μεγαλύτερη προίκα στην κόρη του. 
Όταν ο πατέρας επιλέξει το γαμπρό και συμφωνήσει μαζί του για την προίκα τότε μόνο ενημερώνει την κόρη του για την επιλογή του. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ο πατέρας μπορεί να ρωτήσει την κόρη του αν θέλει τον γαμπρό, αλλά η ερώτηση γίνεται για τυπικούς λόγους, αφού επί της ουσίας η συμφωνία έχει ήδη γίνει. 
Ο Λασκαράτος επισημαίνει τελικά πως εκείνο που διεκδικούν οι γαμπροί είναι τα χρήματα της προίκας και πως παίρνουν τη γυναίκα μόνο και μόνο για να αυξήσουν την περιουσία τους. 
Η γυναίκα τελικά περνά από το σπίτι του πατέρα, όπου παρέμενε κλεισμένη και μακριά από κάθε συναναστροφή, ώστε να μην κινδυνεύσει η τιμή της, στο σπίτι του άντρα της, όπου αντιμετωπίζεται ως υπηρέτρια.
Η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού κι επιπλέον να ανέχεται την περιφρόνηση του συζύγου της. Όπως μας λέει ο συγγραφέας επειδή οι γονείς κλείνουν τα κορίτσια στο σπίτι και δεν τους επιτρέπουν να μορφωθούν, καταλήγουν να μένουν ακαλλιέργητες, χωρίς κανένα πνευματικό επίπεδο και οι άντρες τους τις βαριούνται και τις θεωρούν ανυπόφορες. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι τα αγόρια των Επτανήσων στέλνονταν για σπουδές στην Ιταλία και στην Ευρώπη γενικότερα όπου είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν και να γνωρίσουν την καλή ζωή και φυσικά πολλές και όμορφες γυναίκες. Έτσι, όταν αναγκάζονται να παντρευτούν κάποια αμόρφωτη κοπέλα του νησιού τους την περιφρονούν και προτιμούν να περνούν τον καιρό τους στο καζίνο. 
Ο Λασκαράτος τονίζει πόσο αποτυχημένοι είναι αυτοί οι γάμοι, πόση δυστυχία προκαλούν στις κοπέλες και πόσες δυσκολίες προκύπτουν στο μεγάλωμα των παιδιών και προτείνει να επιτρέπουν αφενός οι γονείς στις κόρες τους να καλλιεργούνται κι αφετέρου να γνωρίζεται το ζευγάρι για καιρό προτού παντρευτούν, ώστε να είναι βέβαιοι για τη σωστή επιλογή του γαμπρού και ότι οι δυο νέοι ταιριάζουν μεταξύ τους. 
Αντιστοίχως στη Φόνισσα ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στην ανάγκη να δοθεί σημαντική προίκα στον γαμπρό, η οποία μάλιστα θα πρέπει να αποτελείται όχι μόνο από ακίνητα, αλλά και από χρήματα. Η ηρωίδα λαμβάνει μια ελάχιστη προίκα, χωρίς να της δοθούν χρήματα και ως εκ τούτου έναν υποδεέστερο γαμπρό. 
Όπως διαβάζουμε στο Λασκαράτο, έτσι και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, η γυναίκα καταλήγει να εργάζεται αδιάκοπα για την οικογένειά της και βρίσκεται σε δυσμενέστερη κοινωνική θέση απέναντι στον άντρα της. 
Η βασική επομένως ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι ο επαχθής θεσμός της προίκας και το γεγονός ότι η γυναίκα δεν έχει το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη κατά την επιλογή του συζύγου της.
Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ανάμεσα στην Κεφαλονιά και τη Σκιάθο. Έτσι, στην Κεφαλονιά υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση και οι άντρες έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό, να διεκδικούν μεγαλύτερες προίκες και μετά κατά τη διάρκεια του γάμου να διασκεδάζουν στο καζίνο, αφήνοντας τη γυναίκα τους στο σπίτι, ενώ οι γυναίκες περνούν όλα τους τα χρόνια κλεισμένες σ' ένα σπίτι -αρχικά το πατρικό τους κι αργότερα του συζύγου τους-, χωρίς να σπουδάζουν και χωρίς να γνωρίζουν διασκεδάσεις κι ελευθερίες, στοιχεία που καθιστούν εντονότερη τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή των ανδρών και των γυναικών. Αντιθέτως στη Σκιάθο, όπου οι κάτοικοι είναι εξαιρετικά φτωχοί ζουν όλοι τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις και δεν είναι τόσο διακριτή η διαφορά ανάμεσα στη ζωή των γυναικών και τη ζωή των ανδρών.

Ποιος είναι ο ρόλος της φύσης στη νουβέλα;

Η ηρωίδα του κειμένου, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού, βρίσκεται σε στενή επαφή με το φυσικό της περιβάλλον. Σε αντίθεση με τους κατοίκους των πόλεων, οι άνθρωποι της επαρχίας δεν έχουν αποξενωθεί από τη φύση και βρίσκουν σε αυτή γαλήνη κι ευδαιμονία. Παράλληλα, από την καλλιέργεια της γης αντλούν αναγκαία τρόφιμα, ενώ σ’ αυτή στρέφονται όταν χρειάζονται κάποιο γιατρικό, αξιοποιώντας τη θεραπευτική δράση των βοτάνων. Η Φραγκογιαννού μάλιστα εξασφαλίζει το εισόδημά της με το να πουλάει στους συγχωριανούς της βότανα. (Έδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας. / Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι αγριολάχανα, κι όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω...)
Στα αποσπάσματα του βιβλίου διαβάζουμε το εξής σχετικό χωρίο: «Συγχρόνως, ανεπόλησεν την στιγμήν εκείνη, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει• ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηννόει αν αύτη ευρίσκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπεν μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχόμενη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του.»
Οι ειδυλλιακές εικόνες που παρουσιάζονται όταν παρακολουθούμε τη δίωξη της Φόνισσας έχουν μια σημαντική λειτουργία, καθώς δημιουργούν μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στην αρμονία της φύσης και την ταραχή που συμβαίνει στην ψυχή της ηρωίδας. Η αναφορά για παράδειγμα στα πουλιά που είναι ελεύθερα να πετούν όπου θέλουν, δίνει πιο παραστατικά το αίσθημα εγκλωβισμού της ηρωίδας, η οποία αντιλαμβάνεται πως δεν θα είναι εύκολο να διαφύγει από τους διώκτες της. 
(Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και την χάρη σας, να πετάξω!... Κ' εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα...) 
Σημαντική είναι επίσης η λειτουργία της φύσης στο τέλος της ιστορίας, καθώς μέσα στα νερά της θάλασσας, που φουσκώνουν από την πλημμυρίδα, θα πνιγεί η καταδιωκόμενη φόνισσα. Η ηρωίδα του κειμένου δε θα τιμωρηθεί ούτε από τους ανθρώπους ούτε από το Θεό, αλλά θα βρει το θάνατο στους κόλπους της ίδιας της φύσης που τη γέννησε. Είναι σα να έχουμε εδώ μια αποφασιστική επέμβαση της φύσης για να σταματήσει τη δράση αυτής της γυναίκας που παρέκκλινε από τους φυσικούς νόμους κι έχασε απ’ την ψυχή της την αγάπη και τη συμπόνια για τους συνανθρώπους της.

Γιατί τα τελευταία λόγια της Φραγκογιαννούς συνδέονται με την προίκα;

Τα τελευταία λόγια της φόνισσας είναι για το προικιό της, που αποκτά διαστάσεις συμβόλου τη δεδομένη στιγμή, καθώς σε αυτό περικλείονται όλα τα στοιχεία εκείνα που σημάδεψαν τη ζωή της και την οδήγησαν στον παραλογισμό. Η αδικία που της έγινε όταν την προίκισαν, οι ατέλειωτες υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένειά της, τα βάσανα, η φτώχεια και κάθε είδους περιορισμός που συνδεόταν με τη γυναικεία της φύση, όλα αυτά συνυπάρχουν τώρα στο προικιό της. 
«Το μποστάνι το χέρσον εις την αγρίαν βορεινήν εσχατιάν», ήταν μέρος της ασήμαντης προίκας που της προσέφεραν οι γονείς της και επιβεβαίωσαν μέσα της την αίσθηση της αδικίας, καθώς έβλεπε τα καλύτερα και πολυτιμότερα τμήματα της πατρικής περιουσίας να διανέμονται στα αγόρια της οικογένειας.

Να βρεθούν  χωρία στη Φόνισσα όπου φαίνεται η επίδραση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού.
Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου είναι ρεαλιστικό, υπό την έννοια ότι αποτελεί μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Οποιοδήποτε σημείο αποδίδει απλές καθημερινές στιγμές είναι ρεαλιστικό. 
Παράδειγμα: "«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη... Τί θα χάσω;»
Συγχρόνως, ανεπόλησεν την στιγμήν εκείνη, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηννόει αν αύτη ευρίσκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπεν μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχόμενη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του." 
Τα σημεία του νατουραλισμού είναι εκείνα στα οποία ο αφηγητής επιχειρεί να δείξει πως η ηρωίδα είναι δέσμια των εσωτερικών της παρορμήσεων και εξωτερικών δυνάμεων, όπως είναι οι κοινωνικές συνθήκες. 
Παράδειγμα:
"Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς."
Επίσης, τα σημεία όπου παρουσιάζονται με ιδιαίτερη επιμονή στη λεπτομέρεια, προκλητικά θέματα, όπως είναι οι φόνοι των μικρών παιδιών. 
Παράδειγμα: "Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκυψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλυτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού."

Ποια τα ψυχογραφικά, ηθογραφικά και ρεαλιστικά στοιχεία της νουβέλας;

Τα ψυχογραφικά στοιχεία έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη φροντίδα του συγγραφέα να μας παρουσιάσει τις ψυχικές διακυμάνσεις της ηρωίδας του, την έντονη συναισθηματική της κατάσταση που θα την οδηγήσει στον πρώτο φόνο, αλλά και τη συνολική ψυχολογική της πορεία που θα παγιώσει τη φονική της δραστηριότητα. Είναι σημαντική, άλλωστε, η προσπάθεια του συγγραφέα να φωτίσει τις σκέψεις και τις ψυχολογικές διεργασίες που θα ωθήσουν τη βασανισμένη αυτή γυναίκα στους αλλεπάλληλους φόνους. 
Τα στοιχεία ρεαλισμού, όπως δίνονται και στην εισαγωγή του σχολικού βιβλίου, είναι: η τάση του συγγραφέα προς την αντικειμενικότητα, η παρουσίαση δηλαδή της πραγματικότητας ως έχει, χωρίς δικές του παρεμβάσεις που ενδεχομένως θα επηρέαζαν τις απόψεις του αναγνώστη. Στοιχείο που μας φέρνει στο δεύτερο βασικό γνώρισμα του ρεαλισμού, την πρόθεση του συγγραφέα να αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους. Ο συγγραφέας, στα πλαίσια του ρεαλισμού, αποτυπώνει τα γεγονότα, χωρίς να τα ωραιοποιεί και χωρίς να τα σχολιάζει, ώστε ο αναγνώστης να καταλήγει ανεπηρέαστος στα δικά του συμπεράσματα.
Συνάμα, ο συγγραφέας επιλέγει να παρουσιάσει θέματα και εμπειρίες που είναι κοινές για τους περισσότερους ανθρώπους, όπως είναι στο συγκεκριμένο διήγημα η συνεχής καταπίεση της γυναίκας και η φτώχεια των ανθρώπων που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη της ζωή τους. 
Σ’ ένα ρεαλιστικό κείμενο ο αναγνώστης αναγνωρίζει και ταυτίζεται εύκολα με τις συνθήκες ζωής και τις εμπειρίες των ηρώων. 
Τα ηθογραφικά στοιχεία σχετίζονται με την καταγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Οι γυναίκες που ονομάζονται με βάση το όνομα του άντρα τους (αποκαλούν τη Χαδούλα, Φραγκογιαννού, γιατί τον άντρα της τον λένε Γιάννη Φράγκο), οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για τη φροντίδα της οικογένειάς τους και λαμβάνουν προίκα όταν παντρεύονται. Τα σπίτια έχουν τζάκι για θέρμανση και για φωτισμό χρησιμοποιούν τα λυχνάρια. Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μαγεία και στις κατάρες, είναι δεισιδαίμονες και βασίζονται στα βοτάνια για τη θεραπεία των ασθενειών, αλλά και για να ελέγξουν το φύλο του παιδιού (παλικαροβότανο) ή να αποτρέψουν τη γέννηση άλλων παιδιών (στερφοβότανο). Η συνήθεια των ανδρών να πίνουν περισσότερο στο τέλος της εβδομάδας, για να ξεκουραστούν από τα μεροκάματα της εβδομάδας. Γενικότερα κάθε πληροφορία που μας παρέχει ο συγγραφέας για τον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τις αντιλήψεις της εποχής, αποτελούν τα ηθογραφικά στοιχεία του κειμένου.

Η ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού εντάσσεται στις επιδιώξεις του νατουραλισμού. ποιά λαογραφικά στοιχεία διακρίνετε στο κείμενο; Ποια θέση κατέχει το θρησκευτικό στοιχείο στη Φόνισσα;

Τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου σχετίζονται με την καταγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου: - Οι γυναίκες που ονομάζονται με βάση το όνομα του άντρα τους (αποκαλούν τη Χαδούλα, Φραγκογιαννού, γιατί τον άντρα της τον λένε Γιάννη Φράγκο). 
- Η γενικότερη θέση των γυναικών στην κοινωνία, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από τη ζωή της ηρωίδας, η οποία από μικρή ηλικία μέχρι και τα γεράματά της είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την οικογένειά της. Βλέπουμε για παράδειγμα, στο παρόν της ιστορίας, τη Φραγκογιαννού να ξενυχτά δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της, γεγονός που δηλώνει πως μια γυναίκα οφείλει πάντοτε να φροντίζει την οικογένειά της, ακόμη κι όταν πρόκειται για τα εγγόνια της. 
- Ο θεσμός της προίκας που υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό τη θέση των γυναικών, καθώς τις καθιστά βάρος για τους γονείς τους. 
- Τα σπίτια έχουν τζάκι για θέρμανση και για φωτισμό χρησιμοποιούν τα λυχνάρια. 
- Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μαγεία και στις κατάρες, είναι δεισιδαίμονες και βασίζονται στα βοτάνια για τη θεραπεία των ασθενειών, αλλά και για να ελέγξουν το φύλο του παιδιού (παλικαροβότανο) ή να αποτρέψουν τη γέννηση άλλων παιδιών (στερφοβότανο). 

Η θρησκεία είναι πάντοτε παρούσα στη ζωή των απλών ανθρώπων, καθώς τους προσφέρει την απαιτούμενη καθοδήγηση για τον τρόπο που θα πρέπει να ζουν, αλλά και την αναγκαία στήριξη μπροστά στα προβλήματα της ζωής και στις προσωπικές τους ανησυχίες. Η Φραγκογιαννού είναι βέβαια θρησκευόμενη και γι’ αυτό μετά το πρώτο της έγκλημα καθώς βασανίζεται από τύψεις πηγαίνει σ’ ένα ερημοκλήσι για να αντιμετωπίσει τις ενοχές της. Το ζήτημα που προκύπτει όμως είναι ότι η ηρωίδα δεν ζητά βοήθεια από κάποιον πνευματικό ή ιερέα κι επιχειρεί μόνη της να κρίνει τις πράξεις της. Όπως είναι λογικό αντί να αντιληφθεί το επαχθές του εγκλήματός της, ζητά από τον Αϊ Γιάννη τον Κρυφό κάποιο σημάδι, ώστε να βεβαιωθεί πως έπραξε σωστά. Έτσι, όταν αργότερα συναντά τα δύο αφύλαχτα κοριτσάκια, κρίνει με τη διαταραγμένη λογική της πως αυτό είναι ένα θεόσταλτο σημάδι για να συνεχίσει το φονικό της έργο. 
Υπό αυτές τις συνθήκες η θρησκεία αντί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τη φόνισσα, λειτουργεί ως ένα ακόμη άλλοθι για τις πράξεις της, καθώς η ηρωίδα θεωρεί πως έχει λάβει την έγκριση του Θεού! Στα πλαίσια άλλωστε του παραλογισμού της η Φραγκογιαννού θα θεωρήσει ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί είναι να φτάσει στον Άγιο Σώστη, όπου ο εκεί πνευματικός, ο παπάς Ακάκιος, αφού άκουγε την εξομολόγησή της, θα τη βοηθούσε να δραπετεύσει από τους διώκτες της. 
Το σχόλιο πάντως της ηρωίδας «Καιρός μετανοίας πλέον...» υποδηλώνει πως παρά τις προσπάθειές της να δικαιολογήσει στον εαυτό της όσα έχει κάνει, κατανοεί πως έχει διαπράξει σημαντικά εγκλήματα.

Ποιοι τύποι γυναικών διακρίνονται στα κείμενα: Του νεκρού αδερφού, Η τιμή και το χρήμα, Ερωτόκριτος και Η φόνισσα;

Η ηρωίδα στου Νεκρού αδελφού είναι το πρότυπο της κόρης που παραμένει υποταγμένη στη θέληση της οικογένειάς της, χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις και σεβόμενη απόλυτα τη θέση της. 
Η σιόρα Επιστήμη στην Τιμή και το Χρήμα είναι μια δυναμική γυναίκα που γνωρίζει πως πρέπει να υποκαταστήσει τον αδύναμο άνδρα της, για να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες της οικογένειάς της, αλλά και να διαφυλάξει την τιμή των κοριτσιών της. Κατορθώνει βέβαια να συγκεντρώσει χρήματα και να ελέγχει τα παιδιά της, αλλά στην προσπάθειά της να μην αδικήσει κανένα ως προς το θέμα της προίκας, καταλήγει να καταστρέψει τη ζωή της Ρήνης. Ο δυναμισμός και η αυστηρότητα της μητέρας δε συνυπάρχουν με την αναγκαία επιείκεια και κατανόηση απέναντι στα παιδιά της. Έτσι το άτεγκτο του χαρακτήρα της, θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα δεινά από αυτά που θα επιχειρήσει να αποτρέψει. 
Η Ρήνη είναι μία από τις πιο ξεχωριστές περιπτώσεις γυναικών στα εξεταζόμενα κείμενα, καθώς σε μια άκρως ανδροκρατούμενη εποχή διεκδικεί το δικαίωμα της ελευθερίας στις επιλογές της, αρνείται να θεωρήσει τον εαυτό της αντικείμενο προς εμπορική ανταλλαγή, όταν βλέπει τα σκληρά παζάρια για την προίκα ανάμεσα στον Αντρέα και τη μητέρα της, αρνείται να υποταχθεί στη θέληση των άλλων και τελικά καθορίζει μόνη της τη μοίρα της. Μπορεί να μην παντρεύεται αυτόν που αγαπά, αλλά είναι η μόνη που κατορθώνει να απελευθερωθεί από τις έννοιες της τιμής και του χρήματος που κρατούν δέσμια τα υπόλοιπα πρόσωπα. 
Η Φραγκογιαννού είναι ένας ακραίος τύπος γυναίκας, που ξεφεύγει από τα όρια της αποδεκτής ανθρώπινης συμπεριφοράς και καταλήγει σε μια απάνθρωπα φονική δράση. Η Φραγκογιαννού είναι βέβαια μια δυναμική γυναίκα που αναλαμβάνει τη φροντίδα της οικογένειάς της και υποκαθιστά τις ελλείψεις του συζύγου της, αλλά τελικά όλα αυτά που αναγκάστηκε να υπομείνει στην πάροδο των χρόνων τραυματίζουν ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό της. Παρόλο που θεωρεί τον εαυτό της δυνατό, τελικά λυγίζει μπροστά στο βάρος των σωρευμένων δυσκολιών της ζωής της και ξεσπά μ' έναν απρόβλεπτο τρόπο. Η Φόνισσα παραμένει διαχρονικά ένας από τους προκλητικότερους χαρακτήρες της λογοτεχνίας μας κι έρχεται να μας υπενθυμίσει πως τα όρια της ψυχικής δύναμης κάθε ανθρώπου είναι πεπερασμένα.
Η Αρετούσα αψηφώντας τους αυστηρούς περιορισμούς που καθήλωναν τις γυναίκες σε μια διαρκή υποταγή, αντιτίθεται στις αποφάσεις του πατέρα της και δέχεται καρτερικά την τιμωρία της. Σε αντίθεση βέβαια με τη Ρήνη και τις άλλες ηρωίδες, η Αρετούσα, ως κόρη βασιλιά, δεν έχει γνωρίσει τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής, δεν έχει εργαστεί και δεν ξέρει πόσα βάσανα υπομένουν στην πραγματικότητα οι γυναίκες. Εντούτοις, έστω και στα πλαίσια της ρομαντικής αφοσίωσης στην πραγματική αγάπη, η Αρετούσα παρουσιάζει έναν θεμιτό δυναμισμό που τη διαφοροποιεί από τις γυναίκες της εποχής της. 
Από την άλλη, η Φροσύνη είναι μια γυναίκα πλήρως συμβιβασμένη με το γεγονός ότι οφείλει να υπακούει στις αποφάσεις και τις διαταγές των ανδρών. Δέχεται τη θέση της και δε συμφωνεί με τη δυναμική, αλλά διακινδυνευμένη αντίδραση της Αρετούσας στις διαταγές του πατέρα της.

Πώς αντιμετωπίζεται η γυναίκα από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον σε θέματα όπως είναι ο έρωτας, ο γάμος και η προίκα στα κείμενα: Του νεκρού αδερφού, Η τιμή και το χρήμα, Ερωτόκριτος και Η φόνισσα;

Θα πρέπει να τονιστεί πως παρά τη χρονική απόσταση που χωρίζει κάποια από αυτά τα κείμενα, υπάρχει μια κοινή αντιμετώπιση απέναντι στις γυναίκες, διαμορφωμένη εδώ και αιώνες που παρέμεινε σε ισχύ μέχρι και λίγες δεκαετίες πριν. 
Η γυναίκα όφειλε να δεχτεί ως σύζυγο τον άντρα που επέλεγαν για εκείνη οι γονείς της, γεγονός που καθιστούσε τους γάμους από έρωτα σχετικά σπάνιους. Άλλωστε, όπως βλέπουμε και στη νουβέλα η τιμή και το χρήμα, ακόμη κι όταν οι δυο νέοι είναι ερωτευμένοι παραμένει το βασικό θέμα της προίκας. 
Ο θεσμός αυτός που θεωρητικά λειτουργούσε ως ένα βοήθημα για τη νέα κοπέλα, είχε καταλήξει ένα υποχρεωτικό και κάποτε αβάσταχτο οικονομικό βάρος για τους γονείς. Μια καλή προίκα πάντως μπορούσε να εξασφαλίσει ένα καλό γαμπρό για τη γυναίκα, προσφέροντάς της έτσι μια καλύτερη ζωή. Αντιστοίχως, μια μικρή προίκα σήμαινε έναν υποδεέστερο γαμπρό και άρα μια δύσκολη ζωή για τη γυναίκα. 
Οι γυναίκες μετά το γάμο περνούσαν από τον έλεγχο του πατέρα τους, στον έλεγχο του συζύγου τους. Αυτό πιστοποιούσε το γεγονός ότι η γυναίκα θεωρούνταν κατώτερη από τον άντρα και άρα βρισκόταν πάντοτε σε σχέση εξάρτησης από αυτόν. 
Στου νεκρού αδελφού η Αρετή θα λάβει το σύζυγο που επιλέγει γι' αυτή η οικογένειά της, ύστερα από κάποιο προξενιό. Η έννοια του έρωτα είναι φυσικά ανύπαρκτη σ' αυτό το κείμενο που αναφέρεται σε μια αρκετά παλαιότερη εποχή (9ος-10ος αιώνας).
Η ομορφιά και η αρετή της κοπέλας αποτελούν ουσιαστικά και την προίκα της, καθώς δεν υπάρχει κάποια αναφορά για άλλου είδους προίκα. 
Στην τιμή και το χρήμα η Ρήνη είναι υπό τον έλεγχο της μητέρας της (ο πατέρας αρουσιάζεται ως αλκοολικός και χωρίς λόγο πάνω στο θέμα του γάμου της κόρης του). Στο κείμενο αυτό έχουμε την έννοια του έρωτα και της αγάπης, συναισθήματα όμως που συντρίβονται μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων για την προίκα. Εφόσον ο Αντρέας ανήκει σε υψηλότερη κοινωνική θέση, απαιτεί και ανάλογα μεγάλη προίκα. 
Στη φόνισσα η ηρωίδα παντρεύεται τον άντρα που επιλέγει γι' αυτήν ο πατέρας της κι επειδή δεν είναι πλούσιος γαμπρός, λαμβάνει αντίστοιχα μια ασήμαντη προίκα. Ο γάμος αυτός και η μικρή προίκα θα σφραγίσουν τη μετέπειτα πορεία της Φραγκογιαννούς. 
Στον Ερωτόκριτο που συντίθεται τον 17ο αιώνα και υποτίθεται πως αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα, εντοπίζουμε παρόμοιες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας. Η Αρετούσα οφείλει να παντρευτεί τον άντρα που θα επιλέξει για εκείνη ο πατέρας της και σίγουρα κάποιον που θα έχει μια εξίσου υψηλή κοινωνική θέση. 
Η άρνηση της Αρετούσας βέβαια θα βασιστεί στον έρωτά της για τον νεαρό Ερωτόκριτο, που αν και κατώτερός της τολμά να τη διεκδικήσει. 
Ο πατέρας της ηρωίδας δε θα δεχτεί τον έρωτα της κόρης του φυσικά, καθώς θεωρεί, όπως και η Φροσύνη άλλωστε, πως ο έρωτας δεν έχει καμία σχέση με το γάμο. Ο γάμος είναι μια συμφωνία που γίνεται με βάση την κοινωνική και οικονομική θέση των δύο νέων και όχι με βάση ανόητους συναισθηματισμούς.

Ποια η σημερινή θέση της γυναίκας στην κοινωνία; Νομίζετε πως έχει την αντιμετώπιση που της αξίζει ή έχουν να γίνει ακόμη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση;

Η θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία έχει σαφώς βελτιωθεί σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, εντούτοις ακόμη και σήμερα παραμένουν κατάλοιπα προκαταλήψεων και αρνητικών στερεοτύπων εις βάρος των γυναικών. 
Στα θετικά βήματα που έχουν γίνει μπορούμε να αναφέρουμε:
- την αποδέσμευση της γυναίκας από τον αποκλειστικό ρόλο της μητέρας/νοικοκυράς που την κρατούσε περιορισμένη στο σπίτι.
- την ενεργή ένταξη των γυναικών στον επαγγελματικό στίβο, ακόμη και σε επαγγέλματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ανδροκρατούμενα.
- η (σε μεγάλο βαθμό) ισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στον επαγγελματικό χώρο 
- η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική και η εκλογή τους σε πολύ σημαντικές θέσεις.
- οι εξαιρετικές ακαδημαϊκές επιδόσεις των γυναικών που τους επιτρέπουν να αναδειχθούν και στους τομείς της επιστήμης. 
- η επιτυχημένη παρουσία των γυναικών στο χώρο της τέχνης, με πολύ σημαντική παρουσία σε όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης.
- οι πολλαπλές διακρίσεις τον γυναικών και στον αθλητισμό, όπου σημειώνουν αξιοσημείωτες επιδόσεις.
Συνολικά η γυναίκα αντιμετωπίζεται πλέον ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τη δυνατότητα να διακριθεί σε οποιονδήποτε τομέα επιθυμεί. Έχει πάψει να αντικρίζεται από την κοινωνία ως υποδεέστερη του άντρα και χαίρει της μεγάλης εκτίμησης που της αναλογεί. Σε αντίθεση με τους άντρες που συνήθως περιορίζονται στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις η γυναίκα κατορθώνει να καλύπτει με αξιοθαύμαστη πληρότητα τόσο τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις όσο κι εκείνες που απορρέουν από τον πολύτιμο ρόλο της μητρότητας. 
Στα αρνητικά στοιχεία μπορούμε να εντοπίσουμε τη συνεχιζόμενη τάση των αντρών να θεωρούν ως δεδομένη την υποχρέωση της γυναίκας να καλύπτει παράλληλα με τα επαγγελματικά της καθήκοντα και τις οικιακές εργασίες, αλλά και την ανατροφή των παιδιών. Παρόλο που συναντάμε αρκετά συχνά ένα αρμονικό μοίρασμα των υποχρεώσεων ανάμεσα στο ζευγάρι, εντούτοις υπάρχουν ακόμη πολλές περιπτώσεις όπου η γυναίκα επωμίζεται όλες τις υποχρεώσεις μόνη της. 
Επίσης, σε ορισμένες κλειστές κοινωνίες της επαρχίας συνεχίζεται ο αυστηρός κοινωνικός έλεγχος απέναντι στη γυναίκα ως προς τη συμπεριφορά και το ντύσιμό της. 
Παράλληλα, σημειώνονται ακόμη και σήμερα λυπηρά γεγονότα ενδοοικογενειακής βίας είτε σωματικής είτε ψυχολογικής, τα οποία δυστυχώς η γυναίκα υπομένει ως ασθενέστερη. 
Σημειώνουμε επίσης τις διακρίσεις στον ιδιωτικό επαγγελματικό χώρο, όπου οι γυναίκες λόγω των αδειών που τους αναλογούν κατά τη διάρκεια της κύησης, απορρίπτονται κάποτε εκ των προτέρων από τους πιθανούς εργοδότες. 
Ορισμένα βαριά επαγγέλματα άλλωστε παραμένουν απρόσιτα για τις γυναίκες, οι οποίες θεωρούνται μη ικανές για την εκπλήρωσή τους. 
Τέλος μπορούμε να επισημάνουμε την τάση ορισμένων αντρών να σχολιάζουν υποτιμητικά τις γυναίκες επαγγελματίες και να μην τις θεωρούν εξίσου ικανές, στοιχείο που δείχνει πως δεν έχουν ακόμη εξαλειφθεί πλήρως τα στερεότυπα του παρελθόντος και πως υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω εμπέδωση της ισότιμης θέσης που δικαιωματικά ανήκει στις γυναίκες.

Να συγκρίνετε τη Φόνισσα με το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε σχέση με τη θέση της γυναίκας. Ποια είναι η τελική έκβαση στα δύο κείμενα;

Ο λόγος και στα δύο κείμενα, όπως εκφέρεται κυρίως από τις βασικές ηρωίδες, εκφράζει μια έντονη σκληρότητα απέναντι στις γυναίκες. Η Φραγκογιαννού μάλιστα δε διστάζει να επαναλάβει αρκετές φορές τη σκέψη πως θα ήταν προτιμότερο να μη γεννιούνται κορίτσια κι αν γεννούνται να τα πνίγουν οι γονείς τους, (και φυσικά δεν κρύβει τη χαρά της κάθε φορά που στο νησί πεθαίνει κάποιο από τα κορίτσια των συγχωριανών της). Μια παρεμφερή ιδέα εκφράζει και η Αμέλια, η κόρη της Μπερνάρντα, όταν λέει πως το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να γεννηθείς γυναίκα. 
Οι έντονα αρνητικές αυτές απόψεις για τις γυναίκες, διατυπώνονται και στα δύο κείμενα μόνο από γυναίκες -ο ανδρικός λόγος απουσιάζει πλήρως από το σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα, ενώ στη Φόνισσα οι άντρες δεν εμφανίζονται ποτέ να μιλούν με αρνητικό τρόπο για τις γυναίκες-. Η τραγικότητα και οι δυσκολίες της ζωής των γυναικών διατυπώνονται από τις ίδιες που αισθάνονται με ποικίλους τρόπους τη μοίρα τους να διαφοροποιείται από αυτή των ανδρών. 
Στη Φόνισσα η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλλα εστιάζεται κυρίως στο θέμα της προίκας, καθώς για τις φτωχές οικογένειες αυτός ο θεσμός είναι μια δυσβάσταχτη υποχρέωση. Ενώ, συμπληρωματικά λειτουργούν τα αρνητικά βιώματα της Φραγκογιαννούς που πέρασε τη ζωή της δουλεύοντας για την οικογένειά της. Από την άλλη, στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα, εκείνο που καθιστά τη ζωή των γυναικών δυσβάσταχτη είναι η ανάγκη να τηρούν τους αυστηρούς κανόνες ευπρέπειας που τους επιβάλλει η συντηρητική κοινωνία. Η πεποίθηση της μητέρας ότι οι κόρες της θα πρέπει να περάσουν τα χρόνια του αυστηρού πένθους κλεισμένες στο σπίτι, ωθεί τις κοπέλες στην απελπισία. Σημείο σύγκλισης και για τα δύο κείμενα είναι βέβαια ο θεσμός της προίκας, καθώς και στα δύο καθίσταται σαφές πως μόνο μια καλή προίκα μπορεί να εξασφαλίσει έναν αξιόλογο γαμπρό. 
Η Αγκούστιας, κόρη απ’ τον πρώτο άντρα της Μπερνάρντα, έχοντας εξασφαλίσει μια πολύ καλή προίκα διεκδικεί για σύζυγο τον κατά πολύ νεότερό της Πέπε Ρομάνο, ενώ οι αδελφές της που δεν έχουν τόσα χρήματα βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο να παραμείνουν ανύπαντρες και να στερηθούν για πάντα τις χαρές του γάμου. 
Η Φραγκογιαννού παίρνει ως σύζυγο το βοηθό του πατέρα της, μιας και δεν απαιτείται μεγάλη προίκα από τη μεριά των γονιών της για να κλείσουν τη συμφωνία. Η ίδια με μεγάλη δυσκολία καταφέρνει να εξασφαλίσει σύζυγο για την κόρη της Δελχαρώ, αλλά δηλώνει πως δεν έχει κανένα κουράγιο να μπει στην ίδια διαδικασία για να παντρέψει τις άλλες δύο κόρες της.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα ηθικής και στην απολυταρχική συμπεριφορά της μητέρας που δε θέλει για κανένα λόγο να εκτεθεί απ’ τη συμπεριφορά των κοριτσιών της. Ενδεικτικό της σημασίας που δίνεται στο θέμα της ηθικής είναι η διάθεση των κατοίκων του χωριού να σκοτώσουν την κοπέλα εκείνη που γέννησε, χωρίς να είναι παντρεμένη. Ενώ στη Φόνισσα το θέμα της ηθικής δεν τίθεται, -θεωρείται βέβαια δεδομένο- και η προσοχή στρέφεται στις οικονομικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν τη γέννηση κάθε κοριτσιού. 
Ως προς την πορεία και των δύο κειμένων θα πρέπει να τονιστεί πως η αρνητική τους έκβαση προοικονομείται με τις συνεχείς αναφορές στις θεματικές εκείνες που δεσπόζουν στις δύο ιστορίες. Στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα η απόλυτη αυστηρότητα της μητέρας και η πρόθεσή της να κρατήσει οκταετές πένθος για το θάνατο του δεύτερου άντρα της, δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στις κοπέλες. Η επίμονη καταπίεση και οι συνεχείς διαβεβαιώσεις της μητέρας πως προτιμά να τις κρατήσει κλεισμένες στο σπίτι κι ας μείνουν ανύπαντρες, προετοιμάζουν το θεατή για τη στιγμή της αντίδρασης. Η καταπίεση άλλωστε είναι κι ο λόγος που η Αντέλα θα συνάψει ερωτική σχέση με τον αρραβωνιαστικό της αδελφής της, μη αντέχοντας τη σκέψη πως θα δει τη νεότητά της να φεύγει, χωρίς ποτέ να έχει χαρεί τον έρωτα. 
Στη Φόνισσα τα βάσανα που έχει περάσει η Φραγκογιαννού, οι οικονομικές δυσκολίες και φυσικά ο έντονος μισογυνισμός της (αποτέλεσμα προβολής των αρνητικών συναισθημάτων που τρέφει για τον εαυτό της), δημιουργούν την αίσθηση πως επέρχεται η στιγμή που η σκληρή και πληγωμένη αυτή γυναίκα θα ξεσπάσει. 
Κι ενώ στη Φόνισσα ο θάνατος της ηρωίδας τερματίζει τη φονική της δράση και απομακρύνει το φόβο νέων φόνων, στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα, η αυτοκτονία της Αντέλα δεν επιφέρει τη λύτρωση για τις άλλες κοπέλες μιας και η τυραννική Μπερνάρντα σκοπεύει να καλύψει το θάνατο της κόρης της μ’ ένα πέπλο αγνότητας και φυσικά θα συνεχίσει να κρατά δέσμιες τις υπόλοιπες κόρες της.

Αφηγηματικές τεχνικές στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Claude Monet

Αφηγηματικές τεχνικές στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη

1. Η αφήγηση του διηγήματος δίνεται από έναν εξωδιηγητικό – ετεροδιηγητικό αφηγητή. Ο αφηγητής αφηγείται μια ιστορία στην οποία δε συμμετέχει ο ίδιος. Έχουμε δηλαδή έναν μη δραματοποιημένο (απρόσωπο) αφηγητή που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο.
2. Η αφήγηση δίνεται χωρίς εστίαση (μηδενική εστίαση) που αντιστοιχεί με την αφήγηση από παντογνώστη αφηγητή και προσφέρει στον αφηγητή τη δυνατότητα να γνωρίζει κάθε τι που αφορά την ιστορία που αφηγείται, συμπεριλαμβανομένων και των πιο προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων των προσώπων της ιστορίας.
3. Ο Παπαδιαμάντης πάντως φροντίζει ώστε η αφηγηματική φωνή να παραμένει ουδέτερη απέναντι στην ηρωίδα του κειμένου, δίνοντάς μας τα γεγονότα της ιστορίας χωρίς να κρίνει τις πράξεις της φόνισσας, αλλά και χωρίς να την υποστηρίζει. Ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, αφήνοντας τον αναγνώστη απολύτως ελεύθερο να αποφασίσει αν θα καταδικάσει την ηρωίδα ή αν θα βρει λόγους για να δικαιολογήσει τα εγκλήματά της.
4. Ο ρυθμός της αφήγησης αποκτά, κυρίως κατά την τέλεση των φονικών και κατά τη διάρκεια της καταδίωξης της φόνισσας, σχεδόν συγχρονική διάσταση με τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, καθώς ο αφηγητής εντάσσει διαλογικά μέρη που δημιουργούν ανά διαστήματα σκηνές, με το χρόνο της ιστορίας και το χρόνο της αφήγησης να εξισώνονται. Ακόμη και στην αρχή του κειμένου που η Φραγκογιαννού ξενυχτά για αρκετά μερόνυχτα στο πλάι του άρρωστου βρέφους, όπου ο αφηγητής σαφώς αδυνατεί να συγχρονίσει το χρόνο της ιστορίας με το χρόνο της αφήγησης, επιχειρεί εντούτοις να μας μεταδώσει την αίσθηση της αναμονής και της κοπιώδους επιτήρησης του βρέφους με την ένταξη στην αφήγηση αναδρομικών αφηγήσεων, οι οποίες αφενός εμπλουτίζουν τις γνώσεις του αναγνώστη για το παρελθόν και το ποιόν της ηρωίδας κι αφετέρου δημιουργούν την αίσθηση της πολύωρης αναμονής και του παγώματος της εξωτερικής δράσης. Ο χρόνος της αφήγησης, επομένως, δεν είναι ευθύγραμμος, καθώς στο κείμενο εντάσσονται αναδρομικές αφηγήσεις, οι οποίες αποτελούν εσωτερίκευση της δράσης μιας και δίνονται ως αναμνήσεις της ηρωίδας που ξενυχτά και μη έχοντας τη δυνατότητα να απασχολήσει διαφορετικά τις σκέψεις της, αφήνεται σε μια επίπονη περιπλάνηση στα γεγονότα του παρελθόντος.
5. Η αφήγηση της ιστορίας δίνεται ως μίμηση, υπό την έννοια πως στους αφηγηματικούς τρόπους συνυπάρχουν η αφήγηση, η περιγραφή αλλά και οι διάλογοι, που δίνουν μεγαλύτερη ζωντάνια στο κείμενο και παράλληλα απομακρύνουν για λίγο την αφηγηματική φωνή από το προσκήνιο. Σ’ ένα διήγημα μάλιστα τόσο έκδηλα ψυχογραφικό δε θα μπορούσαν να λείπουν οι στιγμές που ακούμε τις σκέψεις της ηρωίδας εν είδει εσωτερικού μονολόγου, που φωτίζουν έστω και πρόσκαιρα τις εσωτερικές διεργασίες μιας σκοτεινής ψυχής.
6. Το διήγημα ενέχει στοιχεία ρεαλισμού αλλά και νατουραλισμού. Τα στοιχεία ρεαλισμού που βρίσκουμε στη Φόνισσα είναι: α) η προσπάθεια του συγγραφέα να αποτυπώσει με αληθοφανή τρόπο τα γεγονότα που έχει επιλέξει, καθιστώντας την ιστορία του όσο το δυνατό πιο πιστευτή, β) η καταγραφή των γεγονότων χωρίς τη δική του συναισθηματική εμπλοκή. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη δράση της Φόνισσας χωρίς να κρίνει ή να επικρίνει τις πράξεις. Μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, με αντικειμενικότητα, επιτρέποντας στα ίδια τα γεγονότα να επηρεάσουν τον αναγνώστη και να του δημιουργήσουν εντυπώσεις, γ) στο κείμενο διαπιστώνουμε την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα χρόνια του, δ) η ηρωίδα της ιστορίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό τύπο της εποχής της, υπό την έννοια πως είναι μια γυναίκα βασανισμένη που έχει περάσει όλη της τη ζωή στη φτώχεια και έχει διαμορφωθεί ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας.
7. Τα στοιχεία νατουραλισμού που εντοπίζουμε στο διήγημα είναι τα εξής: α) Ο συγγραφέας μελετά την ηθική συμπεριφορά της ηρωίδας του κι επιχειρεί να καταδείξει ότι είναι αποτέλεσμα τόσο εξωτερικών δυνάμεων (κοινωνικής καταπίεσης, οικονομικής ανέχειας) που περιορίζουν την ελευθερία της και επηρεάζουν καταλυτικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, όσο και εσωτερικών παρορμήσεων (σκληρότητας, μοχθηρότητας) που της αφαιρούν την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και την οδηγούν στην ακραία συμπεριφορά της, η οποία σαφώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί μόνο από τις εξωτερικές συνθήκες, καθώς πολλές γυναίκες της εποχής έζησαν σε παρόμοιες συνθήκες αλλά δεν έφτασαν βέβαια στη διάπραξη κατά συρροή δολοφονιών. β) Το θέμα του διηγήματος που είναι ιδιαίτερα προκλητικό, καθώς μια γυναίκα που δολοφονεί μικρά κορίτσια, μαζί και την εγγονή της, αποτελεί ένα ολότελα ξεχωριστό θέμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία. γ) Η παρουσίαση από τον αφηγητή με λεπτομέρειες των εγκλημάτων της φόνισσας, καθώς και η αναλυτική αποτύπωση των συνθηκών που την οδήγησαν στις αποτρόπαιες πράξεις της. δ) Η ηρωίδα του διηγήματος που είναι καταπιεσμένη από μια κοινωνία που επιβαρύνει αδικαιολόγητα τις γυναίκες και η οποία, κρινόμενη από τις πράξεις της, μοιάζει ψυχικά ασθενής. ε) Ο αφηγητής παρουσιάζει τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή, χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς.

Δείτε επίσης:

Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων» (ερωτήσεις)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (σχόλια)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Claude Monet

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (σχόλια)

«Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της.»

  • Το διήγημα του Παπαδιαμάντη ξεκινά με μια χαρακτηριστική εικόνα που μας παρουσιάζει το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Σε πρώτο πλάνο τίθεται η θεια-Χαδούλα, η οποία ξενυχτά κοντά στην άρρωστη εγγονή της. Η ασθένεια αυτή του μικρού παιδιού και τα επιβεβλημένα ξενύχτια της Χαδούλας, θα αποτελέσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεσπάσει η φονική διάθεση της ηρωίδας.

«Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός, ετρεμόσβηνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα...»

  • Το φτωχικό σπίτι, που θα αποτελέσει το σκηνικό του πρώτου εγκλήματος, μας αποκαλύπτει την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας και τη συνεπαγόμενη ανέχεια που κυριαρχεί στη ζωή τους. Ο Παπαδιαμάντης σε λίγες μόλις γραμμές μας δίνει τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το αρνητικά χρωματισμένο παρόν της ηρωίδας του.

«Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν...»

  • Ο αφηγητής ιχνογραφεί την εικόνα της ηρωίδας και παράλληλα μας δίνει τους πικρούς συλλογισμούς που έχουν έρθει στην επιφάνεια από τον ακούσιο απολογισμό της ζωής της, τις νύχτες αυτές που μένει άγρυπνη. Η Φραγκογιαννού συνειδητοποιεί πως πάντοτε βρίσκεται να υπηρετεί τους ανθρώπους της οικογένειάς της, χωρίς ποτέ η ίδια να έχει την ευκαιρία να χαρεί τη ζωή της. Ο αρνητικός απολογισμός -που ούτως ή άλλως θα προέκυπτε αρνητικός για οποιαδήποτε γυναίκα εκείνης της εποχής (τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα)- δημιουργεί βαρύ συναισθηματικό κλίμα για την ηρωίδα και προετοιμάζει τον αναγνώστη για την πορεία που θα καταλήξει στη δικαίωση του τίτλου του διηγήματος.


«Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. ...»

  • Η ασθένεια του μωρού θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, μιας και θα αποτελέσει το έναυσμα εκείνο που θα οδηγήσει τη Φραγκογιαννού πέρα από τα όριά της, σε μια πράξη αποτρόπαια, μα δικαιολογημένη κατά τους σκοτεινούς συλλογισμούς της ηρωίδας.

«Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: “Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;”»

  • Το άρρωστο βρέφος δεν μπορούσε να γνωρίζει ούτε τις ταλαιπωρίες στις οποίες υπέβαλε την οικογένειά του, αλλά ούτε και τις δυσοίωνες σκέψεις που έκανε η γιαγιά του, καθώς καταβεβλημένη από την κούραση, θεωρούσε όλο και λιγότερο επιθυμητή την επιβίωση του μικρού κοριτσιού.

«Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ’ αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.»

  • Η ιδέα πως η φόνισσα είχε παραλογίσει από την ανάδευση των πικρών της αναμνήσεων τις νύχτες που πέρασε άγρυπνη κοντά στο άρρωστο μωρό έχει ουσιαστική σημασία για την αιτιολόγηση του πρώτου φόνου, ο οποίος θα προκύψει με τη Φραγκογιαννού να βρίσκεται σε μια κατάσταση ημισυνειδησίας. Η ιδέα όμως αυτή δε θα αρκεί να δικαιολογήσει τους επόμενους φόνους, καθώς η Χαδούλα θα έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών της και μάλιστα θα τους θεωρεί και απόλυτα θεμιτούς.

Το πρώτο έγκλημα της φόνισσας θα έρθει με την ηρωίδα να είναι πλήρως παραδομένη στην κούρασή της κι εντελώς πικραμένη από τις αναμνήσεις της ανώφελης ζωής της.
«Όλ’ αυτά τα ενθυμείτο, και οιονεί τα ανέζη η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου...»

  • Ο συγγραφέας φροντίζει να μας παρουσιάσει με πολλές λεπτομέρειες την πορεία που ακολούθησε η ζωή της ηρωίδας του, ώστε η απογοήτευση που αισθάνεται και ο μισογυνισμός της να δοθούν με απόλυτη σαφήνεια. Ο συγγραφέας θέλει να είναι σαφές πως η γυναίκα αυτή που έφτασε να πνίξει το εγγόνι της, είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά της από τη διαρκή ενασχόληση με τη δυστυχία του παρελθόντος, αλλά και τη διάψευση των προσδοκιών της για το παρόν. Η Φραγκογιαννού έζησε μια ζωή ταλαιπωρίας και βασάνων, χωρίς να έχει πια ελπίδα ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί για τις επόμενες γενιές. Η ηρωίδα θα φτάσει στο έγκλημα με τη διεστραμμένη πεποίθηση πως αυτό που κάνει αποτελεί πράξη αγαθοεργίας, εφόσον απαλλάσσει τα μικρά κορίτσια από μια ζωή δυστυχίας και πόνου.

«Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση• ομοίως είχε πίει, μετά το δείπνον, κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος. ...»

  • Η εικόνα του γαμπρού που μιλά μέσα στον ύπνο του, η ταλαιπωρημένη από τη γέννα κόρη και το άρρωστο βρέφος που βήχει «οδυνηρώς», συνθέτουν ένα καταθλιπτικό σκηνικό μιζέριας, που επιτείνει την ήδη βεβαρυμμένη διάθεση της ηρωίδας. Βρίσκεται εκεί για μερόνυχτα, φροντίζοντας την εγγονή της, μόνο και μόνο για να μπορέσει να ζήσει μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια και να ‘χει κι αυτή την ευκαιρία να γνωρίσει όλες τις πίκρες που περιμένουν μια γυναίκα.

«- Τ' είναι, μάννα; είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;
Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
- Σα σ' ακούω, δυχατέρα!...»

  • Η Φραγκογιαννού στην ανήσυχη ερώτηση της κόρης της, μήπως δεν είναι καλά το παιδί, απαντά «σα σ’ ακούω, δυχατέρα!», (= μακάρι, κόρη μου), δηλαδή μακάρι να μην είναι καλά, μπας και γλιτώσουν από το ασθενικό αυτό παιδί.

«-Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!... Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτο ικανή να το κάμη ποτέ... Και η ιδία δεν το επίστευε.»

  • Η Φραγκογιαννού, όπως μας αποκαλύπτει ο αφηγητής, είχε πάντοτε αρνητική προδιάθεση απέναντι στα κορίτσια, τα οποία θεωρούσε βάρος για τις φτωχές οικογένειες. Η ιδέα που εκφράζει, μάλιστα, πως είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι να θέλουν να πνίγουν τα κορίτσια μόλις γεννιούνται, αποτελεί μια ιδιαιτέρως παραστατική προοικονομία του πρώτου φόνου που σύντομα θα διαπράξει.
  • Η Φραγκογιαννού, επομένως, θεωρεί πως τα κορίτσια φέρνουν μόνο προβλήματα στους γονείς τους, κυρίως οικονομικά, και πως παράλληλα η ζωή δεν τους επιφυλάσσει τίποτε το ευχάριστο. Οι σκέψεις αυτές σε συνδυασμό αφενός με την άσχημη ψυχολογική κατάσταση που της προκάλεσε ο απολογισμός της ζωής της κι αφετέρου με τα συνεχή ξενύχτια στο πλάι του άρρωστου παιδιού, θα οδηγήσουν την ηρωίδα σ’ έναν μοιραίο παραλογισμό που θα κορυφωθεί με το πνίξιμο της εγγονής της.
  • Το έγκλημα αυτό θα προκαλέσει πολλές ενοχές στη Φραγκογιαννού, η οποία θα επιχειρήσει να εκλογικεύσει την πράξη της, αντιμετωπίζοντάς την ως μια θεμιτή λύτρωση των κοριτσιών από μια ζωή γεμάτη βάσανα, κι επιπλέον θα ζητήσει από τον Αϊ-Γιάννη τον κρυφό ένα σημάδι πως η πράξη της ήταν σωστή.

«Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!... Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ' σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλικαροβότανο! επέφερε.

  • Ο δρόμος της θα τη φέρει στο σπίτι του Γιάννη του Περιβολά, ο οποίος είχε αποκτήσει πολλά κορίτσια, γεγονός που σχολιάζεται αρνητικά από τη Φραγκογιαννού που θεωρούσε πως η λύση θα ήταν είτε να πάρει η γυναίκα του στερφοβότανο (κάτι που ο πνευματικός της, της είχε πει πως είναι αμαρτία!) είτε να πάρει παλικαροβότανο, ώστε τουλάχιστον να αποκτούσε αγόρια.
  • Εκεί η Φραγκογιαννού θα βρει μόνα τους δύο απ’ τα κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά και θα θεωρήσει πως αυτό είναι το σημάδι που περίμενε: «Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει νερό;»
  • Η Φραγκογιαννού, με τη δική της διεστραμμένη λογική, θα θεωρήσει πως αν τα δυο αυτά κοριτσάκια πνίγονταν, αυτό θα ήταν μεγάλη βοήθεια για τη μητέρα τους. Ενώ, δηλαδή, στο πνίξιμο της εγγονής της έφτασε ενώ βρισκόταν σε μια ιδιαιτέρως επιβαρυμένη κατάσταση, τώρα ετοιμάζεται να διαπράξει ένα νέο έγκλημα, έχοντας πλήρη συνείδηση των πράξεών της, θεωρώντας όμως πως πρόκειται να προσφέρει σημαντική βοήθεια στη φτωχή οικογένεια –μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη της τον πόνο που θα προκαλέσει στους γονείς των παιδιών.

«Θα φωνάξουν, τάχα;... Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή!... Πρέπει να κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε λίγο, θα 'ρθη δω, γιατί θα σουρουπώση, και δεν θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω... Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή, όπως δεν με είδε ως τώρα».

  • Η φόνισσα όχι μόνο έχει πλήρη συνείδηση του τι πρόκειται να κάνει αλλά λαμβάνει και τις απαραίτητες προφυλάξεις ώστε να μη τη δει κανείς. Αφού, δηλαδή, ρωτά τα κοριτσάκια που βρίσκονται οι γονείς τους, ύστερα σκέφτεται πως αν δράσει γρήγορα και φύγει αμέσως, κανείς δεν θα τη δει, όπως κανείς δεν την είδε όταν έφτασε στο σπίτι. Το έγκλημα αυτό αποκτά πλέον στοιχεία ψύχραιμου υπολογισμού και καθίσταται πέρα για πέρα αδικαιολόγητο.

«Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;... Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κ' εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε!»

  • Η ξαφνική εμφάνιση της μητέρας των παιδιών θα ενεργοποιήσει τη Φραγκογιαννού που θα φροντίσει να καλύψει την ενοχή της, εκδηλώνοντας μια έντονη αναστάτωση για την πτώση των κοριτσιών στη στέρνα. Με εκφράσεις αγανάκτησης για τους γονείς που δεν προσέχουν τα παιδιά τους, με διαβεβαιώσεις πως ήταν ευτυχές γεγονός η εκεί παρουσία της, θα διασκεδάσει τις όποιες αρνητικές εντυπώσεις της μητέρας και το κυριότερο θα χρονοτριβήσει ώστε να διασφαλίσει τον πνιγμό των μοναδικών μαρτύρων του εγκλήματός της, των μικρών κοριτσιών.

«Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό.»

  • Η Φραγκογιαννού φροντίζει με κάθε τρόπο να βεβαιωθεί πως το νοσηρό έργο της θα επιτευχθεί, γι’ αυτό και τραβά από τη στέρνα πρώτα το μικρότερο κοριτσάκι, κρατώντας το κεφάλι του μέσα στο νερό όσο περισσότερο μπορεί. Η προφύλαξη αυτή, από μέρους της, δείχνει πως βρίσκεται σε πλήρη νοητική εγρήγορση και πως η πράξη της δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας ή πρόσκαιρης ψυχικής αναστάτωσης. Η Φραγκογιαννού διαπράττει διπλή δολοφονία, έχοντας κάθε πρόθεση να προφυλάξει τον εαυτό της, με το να βεβαιωθεί πως τα θύματά της είναι νεκρά.

«Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε... Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές!... Καλά που είναι γλυκό το νερό... Πού είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;... Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια, μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;... Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε...»

  • Η Χαδούλα αφού βγάζει τα κορίτσια από το νερό και τα αφήνει δίπλα στη στέρνα συνεχίζει να χρονοτριβεί θέλοντας να σιγουρέψει το θάνατό τους, ώστε να μην αποκαλυφθεί η φονική της δραστηριότητα. Επειδή, μάλιστα, δεν είναι σίγουρη αν το μεγαλύτερο κορίτσι έχει πνιγεί, φροντίζει να κρεμάσει στο δέντρο πρώτα το μικρότερο για το οποίο είναι βέβαιη πως είναι ήδη νεκρό.
  • Τα κοριτσάκια αυτά τελικά θα πεθάνουν, χωρίς κανείς να υποπτευθεί τη Φραγκογιαννού, αλλά η «καλοτυχία» της δε θα διαρκέσει για πολύ και σύντομα οι αρχές θα θεωρήσουν ύποπτη την παρουσία της σε κάθε νέο πνιγμό, γι’ αυτό και θα ξεκινήσουν την καταδίωξή της.

«Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού την Βρύση, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα.
Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξεν τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν.»

  • Η Φραγκογιαννού κατορθώνει να ξεφύγει, προσωρινά, από τους διώκτες της κι αποφασίζει να περάσει στο βραχονήσι όπου βρισκόταν ο παπάς Ακάκιος για να εξομολογηθεί τα κρίματά της. Παρά την πεποίθησή της πως οι πράξεις της αποτελούσαν σημαντική βοήθεια για τις φτωχές οικογένειας, δεν κατόρθωσε να καταπνίξει πλήρως τις ενοχές της και θεωρεί πως θα πρέπει να ζητήσει τη συγχώρεση από το Θεό. Η Φραγκογιαννού, άλλωστε, πίστευε πως ο ερημίτης θα τη βοηθούσε να αποδράσει, επιβιβάζοντας σε κάποιο περαστικό πλοίο.
  • Η επίγνωση επομένως ότι οι πράξεις της αποτελούσαν εγκληματικές ενέργειες, το γεγονός ότι επιθυμεί να εξομολογηθεί, αλλά και η ελπίδα πως ίσως κατορθώσει να γλιτώσει από τους διώκτες της αν περνούσε στο βραχονήσι, υποδηλώνουν πως η Φραγκογιαννού δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως νοητικά διαταραγμένη, ως ψυχοπαθής. Ήταν μια εγκληματίας, με επίγνωση του φονικού της έργου.

«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.»

  • Η φόνισσα θα πνιγεί προτού κατορθώσει να ζητήσει την ηθική εξιλέωση μέσω του ιερού μυστηρίου της εξομολογήσεως, αλλά γλιτώνοντας κιόλας την σύλληψή της και άρα την παραπομπή της στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, από την οποία δεν είχε να αναμένει καμία επιείκεια.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (ερωτήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Charlene Zatloukal

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα»

Η Φόνισσα, από τα καλύτερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες, στο περιοδικό Παναθήναια το 1903, με υπότιτλο: «Κοινωνικόν μυθιστόρημα». Κεντρικό πρόσωπο είναι η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού. Η Φραγκογιαννού κυριαρχείται από την εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας και διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών.

Η νουβέλα αυτή του Παπαδιαμάντη είναι γραμμένη στο πνεύμα του ρεαλισμού με έκδηλα όμως στοιχεία νατουραλισμού. Η επιλογή ως ηρωίδας μιας γυναίκας που προχωρά σε αλλεπάλληλες δολοφονίες κοριτσιών με την πεποίθηση πως επιτελεί θεάρεστο έργο, εντάσσει το κείμενο αυτό στα νατουραλιστικά έργα, όπου κυρίαρχα στοιχεία είναι: «η επιλογή ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες του νατουραλισμού είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι και οι αδικημένοι, άτομα του υπόκοσμου, ψυχικά και σωματικά άρρωστοι κτλ. Οι νατουραλιστές, μάλιστα, επιμένουν ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθική του ανθρώπου. Ο νατουραλιστής μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων, για να δείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων. Οι εξωτερικές δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές περιορίζουν την ελευθερία τους. Οι εσωτερικές πάλι παρορμήσεις, όπως είναι το γενετήσιο ένστικτο, η πείνα, η σκληρότητα και η μοχθηρία, αφαιρούν από τον άνθρωπο την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και τον υποβιβάζουν στο επίπεδο των κατώτερων ζώων. Παρουσιάζουν ακόμη οι νατουραλιστές τη συμπεριφορά του ανθρώπου ως αποτέλεσμα διαθέσεων της στιγμής ή κληρονομικών παρορμήσεων.»

Ερωτήσεις σχολικού βιβλίου

Η Φραγκογιαννού φτάνει στην εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας (στο κεφ. Ε΄) ύστερα από εμπειρίες και εσωτερικές διεργασίες που δίνονται στα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του έργου. Με βάση τα αποσπάσματα και τις περιληπτικές πληροφορίες να διερευνήσετε τα αίτια που συντείνουν στη διαμόρφωση της παράλογης ιδέας της και να τα εκθέσετε σε συνεχή λόγο. Τα αίτια αυτά θα τα αναζητήσετε κυρίως; α) Στις ατομικές της εμπειρίες β) Στο κοινωνικό περιβάλλον της (οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, κυρίαρχες αντιλήψεις) γ) Στο χαρακτήρα της δ) Στην κατάσταση που ζει τώρα δίπλα στο άρρωστο βρέφος και στη λεχώνα κόρη της;


Η Φραγκογιαννού ξενυχτώντας δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της θυμάται όλα όσα έχει περάσει απ’ όταν ήταν μικρή κι αισθάνεται μεγάλη πίκρα για τις ταλαιπωρίες και τις κακοτυχίες της ζωής της. Όπως κάθε γυναίκα εκείνης της εποχής, πέρασε όλα της τα χρόνια να υπηρετεί και να φροντίζει τα μέλη της οικογένειάς της, ξεκινώντας στα παιδικά χρόνια της να υπηρετεί τους γονείς της, στη συνέχεια τον άντρα και τα παιδιά της και κατόπιν τα εγγόνια της. Η σκληρή αυτή μοίρα έχει επηρεάσει καταλυτικά όχι μόνο την ψυχοσύνθεσή της αλλά και τις σκέψεις της για τα θηλυκά παιδιά, τα οποία θεωρεί άτυχα και καταδικασμένα να υποφέρουν όπως κι εκείνη. Η Χαδούλα, επιπλέον, μεγάλωσε με μια αυστηρή μητέρα που θεωρούνταν μια από τις στρίγγλες της εποχής της, αποκτώντας έτσι ένα ιδιαιτέρως κακό πρότυπο, το οποίο τελικά ακολούθησε στην προσωπική της ζωή. Άλλωστε, όταν η Χαδούλα παντρεύτηκε οι γονείς της, της έδωσαν ελάχιστη προίκα σε σχέση με την περιουσία που κράτησαν για τα αγόρια της οικογένειας, πιστοποιώντας έτσι την αίσθηση της αδικίας που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται μέσα της.
Η Φραγκογιαννού θα δημιουργήσει τη δική της οικογένεια έχοντας ως επιβαρυντικούς παράγοντες όχι μόνο τις πικρές εμπειρίες από την ως τότε ζωή της κι από τη στάση των γονιών της απέναντί της, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην τότε ελληνική κοινωνία. Η φτώχια και η ανέχεια που μάστιζαν τις περισσότερες οικογένειες καθιστούσαν την επιβίωση δύσκολη και ιδίως αρνητική για τα θηλυκά παιδιά που αποτελούσαν για τους γονείς μια επιπλέον υποχρέωση, μιας κι έπρεπε να τα προικίσουν προκειμένου να τα αποκαταστήσουν. Η Φραγκογιαννού έχοντας ήδη αρνητική εικόνα για τη μοίρα των γυναικών, αντιμετωπίζει πλέον τα θηλυκά παιδιά ως ανεπιθύμητο βάρος που περισσότερο δυσκολεύουν τη ζωή των γονιών τους παρά τους προσφέρουν κάποια βοήθεια ή χαρά.
Οι εμπειρίες, βέβαια, που έζησε η Φραγκογιαννού, όπως και η γενικότερη κοινωνική κατάσταση, αποτελούσαν κοινό παράγοντα για τις περισσότερες γυναίκες εκείνης της εποχής και δεν μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς πώς ο μισογυνισμός της Χαδούλας τράπηκε σε φονική διάθεση κι εν τέλει εκδηλώθηκε με το πνίξιμο της εγγονής της. Το στοιχείο, επομένως, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις αποτρόπαιες πράξεις της ήταν η ιδιαίτερη προσωπικότητά της, καθώς η Φραγκογιαννού είχε εξελιχθεί σε μια σκληρή γυναίκα που δε δίσταζε να εκφράζει την περιφρόνηση και την απέχθεια που αισθανόταν για τα θηλυκά παιδιά. Η αρνητική εικόνα που είχε για τον εαυτό της και το μίσος που αισθανόταν απέναντι στους γονείς της και την κοινωνία που την είχαν καταδικάσει σε μια ζωή ταλαιπωρίας και κακοπέρασης, εκδηλωνόταν με μια διαρκώς αυξανόμενη αντιπάθεια για τα κορίτσια. Εκείνο, δηλαδή, που η Φραγκογιαννού ευχόταν για τον εαυτό της -να μην είχε καν γεννηθεί- αρχίζει να πιστεύει πως αποτελεί την ιδανική διέξοδο για τα φτωχά κορίτσια που συναντά στον περίγυρό της.
Το στοιχείο, πάντως, που αποτέλεσε το τελικό ερέθισμα για να περάσει η Φραγκογιαννού από τα λόγια μίσους στη δολοφονική πράξη, ήταν οι συνεχείς νύχτες δίχως ύπνο πλάι στην άρρωστη εγγονή της. Η έλλειψη ύπνου, οι αναμνήσεις από τη ζωή της, αλλά και η μίζερη ζωή της κόρης της με τον φτωχό μαραγκό που είχε παντρευτεί, κορυφώνουν σταδιακά την απέχθεια που αισθάνεται η Φραγκογιαννού για την άδικη μοίρα των γυναικών. Η ηρωίδα σκεπτόμενη τα δικά της βάσανα και βλέποντας το άρρωστο παιδί να παλεύει με την ασθένειά του, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως είναι παράλογο να θέλει να κρατήσει στη ζωή το κοριτσάκι αυτό, για το οποίο το μέλλον επιφυλάσσει μόνο πίκρες και δυστυχία. Η θολωμένη από την αϋπνία κρίση της, η αγανάκτηση και ο πόνος που ξύπνησαν μέσα της μετά από τον απολογισμό της μέχρι τότε ζωής της, καθώς και η φτώχια της κόρης της, ωθούν τη Φραγκογιαννού σ’ ένα μοιραίο, για την εγγονή της, συμπέρασμα. Ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή δυστυχίας.

α) Η ιδέα που διακατέχει τη Φραγκογιαννού και οι πράξεις της έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, είναι αποτρόπαια εγκλήματα. Πώς η Φραγκογιαννού γεφυρώνει μέσα της αυτό το χάσμα; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.

Η Φραγκογιαννού προτού ξεκινήσει τη φονική της δραστηριότητα εξέφραζε ήδη με εμφατικό τρόπο τα αρνητικά της συναισθήματα για τα κορίτσια. «Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη: — Σα σ' ακούω γειτόνισσα!... «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς. Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλύτερον είναι να μη πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθως ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!... Να μην πάνε παραπάνω!» Η Φραγκογιαννού, κάθε φορά που άκουγε ότι κάποιο κορίτσι ήταν άρρωστο ευχόταν να πεθάνει αντί να θεραπευτεί. Η παροιμιώδης έκφραση που συνήθιζε η Χαδούλα να διατυπώνει «Σα σ’ ακούω», σήμαινε μακάρι, και συνόδευε κάθε άκουσμα ασθένειας κοριτσιού, εννοώντας «μακάρι να πεθάνει». Ενώ, δε δίσταζε να εκφράζει και με μεγαλύτερη σαφήνεια τις σκέψεις της, ευχόμενη να μη σώσουν τα ασθενή κορίτσια.
Η αρνητική αυτή διάθεση της ηρωίδας θα εξελιχθεί σταδιακά, φτάνοντας τη νύχτα που θα σκοτώσει την εγγονή της στην πεποίθηση πως ίσως θα έπρεπε οι άνθρωποι να βοηθούν το έργο του θανάτου, απαλλάσσοντας τις φτωχές οικογένειες από τα κορίτσια και τα κορίτσια από τη γεμάτη βάσανα ζωή που τα περίμενε. Η Φραγκογιαννού, δηλαδή, θα διαπράξει το πρώτο της έγκλημα πιστεύοντας πως προσφέρει ευεργεσία τόσο στην κόρη της όσο και στην εγγονή της, την οποία γλίτωνε από μια ζωή δυστυχίας.
Η ηρωίδα βέβαια, δε θα κατορθώσει να ξεφύγει από τις τύψεις και τις ενοχές για την απεχθή πράξη της γι’ αυτό και θα ζητήσει ένα θεϊκό σημάδι ως έγκριση για την πράξη της. Η τυχαία συνάντηση με τα μικρά κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά θα ερμηνευθεί από τη Φραγκογιαννού ως το σημάδι που περίμενε και θα προχωρήσει έτσι σε μια ακόμη δολοφονική πράξη, συνεχίζοντας να πιστεύει πως διαπράττει κάτι το θεάρεστο: «Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!»
Η Φραγκογιαννού, επομένως, εκλογικεύει τις αποτρόπαιες πράξεις της, ερμηνεύοντάς τες ως ευεργεσία απέναντι στις φτωχές οικογένειες, καθώς τις απαλλάσσει από τη δυσβάσταχτη υποχρέωση να προικίσουν τα κορίτσια τους. Η ηρωίδα δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι αφαιρεί ανθρώπινες ζωές και πως αυτό αποτελεί μια ανήθικη και εντελώς αντιχριστιανική πράξη, μιας και είναι πεπεισμένη πως η ζωή που περιμένει τα μικρά αυτά κορίτσια θα είναι μαρτυρική.

β) Ο συγγραφέας σχολιάζοντας την ιδέα της Φραγκογιαννούς λέει: «Άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει επιτέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχε εξαρθεί εις ανώτερα ζητήματα». Πώς αντιλαμβάνεστε το νόημα αυτού του σχολίου; Επίσης: πώς αντιλαμβάνεστε το νόημα της τελευταίας παραγράφου: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον... της ανθρωπίνης δικαιοσύνης»

Η Χαδούλα τις άγρυπνες νύχτες που πέρασε πλάι στην άρρωστη εγγονή της είχε αρχίσει έναν επώδυνο απολογισμό της ζωής της και είχε συνειδητοποιήσει πως η μοίρα της υπήρξε πάντοτε σκληρή. Η ζωή τόσο της ίδιας όσο και κάθε άλλη γυναίκας εκείνη την εποχή ήταν ένας διαρκής αγώνας μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, ένας αγώνας όμως που δεν τύχαινε αναγνώρισης και εκτίμησης από κανέναν. Οι σκέψεις αυτές σχετικά με τη ζωή των γυναικών και σχετικά με το κατά πόσο άξιζε εν τέλει μια γυναίκα να υποβάλλει τον εαυτό της σε όλη αυτή την ταλαιπωρία, όπως ήταν λογικό, είχαν κλονίσει τη Φραγκογιαννού.
Η εναγώνια προσπάθεια της ηρωίδας να βρει δικαίωση στη ζωή της αποτελούσε μια αναζήτηση που ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη, μιας και το μόνο συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να καταλήξει η Χαδούλα ήταν πως η ζωή της δεν ήταν παρά ένας μάταιος αγώνας απέναντι σε μια κοινωνία κατά βάση εχθρική απέναντι στις γυναίκες. Ήταν αναμενόμενο, επομένως, η επίμονη εξέταση των συνθηκών της ζωής της να την ταράξει και να ξυπνήσει μέσα της όλη την πίκρα, την αγανάκτηση και το μίσος που για χρόνια συσσωρευόταν μέσα της.

«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.»

Η Φραγκογιαννού στην προσπάθειά της να περάσει στον Άγιο Σώστη για να ζητήσει τη βοήθεια του παπά Ακάκιου, πνίγεται. Ο θάνατός αυτός που αποτελεί έναν ειρωνικό επίλογο για τη γυναίκα που έπνιξε τόσα αθώα κορίτσια, επήλθε ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, υπό την έννοια πως η Φραγκογιαννού δεν έπεσε στα χέρια των διωκτών της, ώστε να τιμωρηθεί από την πολιτεία για τα αποτρόπαια εγκλήματά της, ούτε όμως κατόρθωσε να φτάσει στον πατέρα Ακάκιο, ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να εξομολογηθεί τα εγκλήματά της και ίσως να φτάσει στην πολυπόθητη μετάνοια.
Η Φραγκογιαννού, επομένως, δεν αντιμετώπισε ούτε τη σκληρότητα της ανθρώπινης τιμωρίας ούτε τη λυτρωτική επαφή με τη θεία δικαιοσύνη, όπου θα είχε την ευκαιρία να αποζητήσει την πνευματική, έστω, εξιλέωση για τις πράξεις της. Η Φραγκογιαννού πνίγεται, βρίσκοντας έτσι έναν ταιριαστό θάνατο και μια δίκαιη τιμωρία, για τα κοριτσάκια που έπνιξε.

γ) Όπως είδατε στην εισαγωγή, η «Φόνισσα» θεωρείται «δυνατό ψυχογραφικό έργο». Σ’ αυτήν παρατηρούμε επίσης ένα από τα κύρια γνωρίσματα της συγγραφικής τέχνης του Παπαδιαμάντη, το ρεαλισμό. Να επαληθεύσετε τις παρατηρήσεις αυτές με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.


Η Φόνισσα χαρακτηρίζεται ως ψυχογραφικό έργο, μιας και ο Παπαδιαμάντης παρακολουθεί στενά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της ηρωίδας του, δίνοντάς μας με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τις σκέψεις και τα συναισθήματά της καθώς περνά από την πίκρα για τη δική της ζωή, στη μοιραία διαπίστωση πως τα κορίτσια δεν θα έπρεπε καν να γεννιούνται και πως όσα γεννήθηκαν είναι προτιμότερο να πεθάνουν.
«Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;» Η Φραγκογιαννού για πολλές νύχτες δεν κοιμάται καθόλου, μένοντας δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της, όπως όφειλε και όπως ήταν αναμενόμενο από αυτή. Η κούραση επιτείνει τις καταθλιπτικές της τάσεις, εντείνει την απέχθεια που έχει για την ίδια της τη ζωή και αρχίζει να θρέφει την ιδέα της πως το άρρωστο αυτό κορίτσι δε θα έπρεπε να έχει γεννηθεί.
Ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει πως οι σκέψεις αυτές της ηρωίδας προϋπήρχαν βέβαια και συχνά οι γύρω της την είχαν ακούσει να διατυπώνει ιδιαιτέρως σκληρές απόψεις για τα θηλυκά παιδιά: «Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!... Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτο ικανή να το κάμη ποτέ... Και η ιδία δεν το επίστευε.». Καθώς όμως συνεχίζει να ξενυχτά δίπλα στο εγγόνι της, οι σκέψεις αυτές αποκτούν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα μέσα της, μέχρι τη στιγμή που η Φραγκογιαννού περνά από τα λόγια στις πράξεις και πνίγει το άρρωστο μωρό.
Ο Παπαδιαμάντης θα παρακολουθήσει το ξέσπασμα των τύψεων για την πράξη αυτή, καθώς και την εκλογίκευσή της, με τη Φραγκογιαννού να πιστεύει πια πως η πράξη της όχι μόνο δεν είναι εγκληματική, αλλά αποτελεί κιόλας θεάρεστο έργο, εφόσον απαλλάσσει τους φτωχούς γονείς από τα κορίτσια.
Με παρόμοιο τρόπο ο συγγραφέας μας παρέχει πληροφορίες για κάθε συναισθηματική εναλλαγή της ηρωίδας του, δημιουργώντας έτσι ένα από τα καλύτερα ψυχογραφικά του έργα.
Τα στοιχεία ρεαλισμού που βρίσκουμε στη Φόνισσα είναι: α) η προσπάθεια του συγγραφέα να αποτυπώσει με αληθοφανή τρόπο τα γεγονότα που έχει επιλέξει, καθιστώντας την ιστορία του όσο το δυνατό πιο πιστευτή, β) η καταγραφή των γεγονότων χωρίς τη δική του συναισθηματική εμπλοκή. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη δράση της Φόνισσας χωρίς να κρίνει ή να επικρίνει τις πράξεις. Μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, με αντικειμενικότητα, επιτρέποντας στα ίδια τα γεγονότα να επηρεάσουν τον αναγνώστη και να του δημιουργήσουν εντυπώσεις, γ) στο κείμενο διαπιστώνουμε την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα χρόνια του, δ) η ηρωίδα της ιστορίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό τύπο της εποχής της, υπό την έννοια πως είναι μια γυναίκα βασανισμένη που έχει περάσει όλη της τη ζωή στη φτώχεια και έχει διαμορφωθεί ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας.

Ο θεσμός της προίκας στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη  


Η προίκα αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας. Στην πορεία μάλιστα προβλεπόταν και από το νόμο, ως μία βοήθεια προς τη γυναίκα ώστε να μην εξαρτάται πλήρως από τον άντρα της, αλλά και ως μέσο ενίσχυσης του άντρα για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά βάρη του γάμου, νόμος που καταργήθηκε το 1983, χωρίς να θέσει τέρμα στο θεσμό αυτό, καθώς οι γονείς συνηθίζουν ακόμη και σήμερα να ενισχύουν οικονομικά το νέο ζευγάρι.
Στα πλαίσια της Φόνισσας η προίκα έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την ίδια την ηρωίδα, όσο και για τα γενικότερα κοινωνικά μηνύματα της νουβέλας. Η ηρωίδα θα λάβει από τους γονείς της μια ασήμαντη προίκα, σε αντίθεση με τα αδέρφια της που θα πάρουν τα καλύτερα χτήματα και νεόχτιστα σπίτια. Το γεγονός αυτό θα πικράνει βαθύτατα τη Φραγκογιαννού, αφενός γιατί καθιστούσε σαφή την προτίμηση των γονιών της για τα αγόρια της οικογένειας και αφετέρου γιατί σήμανε έναν υποδεέστερο γαμπρό για τη Χαδούλα. Θα πρέπει, άλλωστε, να έχουμε υπόψη μας πως για να διεκδικήσει μια γυναίκα έναν «καλό» γαμπρό, όφειλε να προσφέρει και μια αντίστοιχα πλούσια προίκα. Όσο μικρότερη ήταν η προίκα της νύφης, τόσο φτωχότερος και ο σύζυγος που της αναλογούσε.
Η σημασία της προίκας, σε προσωπικό επίπεδο για την ηρωίδα, θα επανέλθει στο κλείσιμο της ιστορίας, καθώς τα τελευταία λόγια της φόνισσας και η τελευταία εικόνα που αντίκρισε αφορούσαν το προικιό της, τον αγρό δηλαδή που της είχαν δώσει οι γονείς της, όταν την πάντρεψαν. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια εξαιρετικά πικρή ειρωνεία, υπό την έννοια πως «το προικιό» της φόνισσας, αυτό το ελάχιστο από την πατρική περιουσία που της αναλογούσε, ήταν αυτό που την οδήγησε σ’ ένα φτωχό γάμο και την καθήλωσε σε μια ζωή δυστυχίας και βασανισμού, φτάνοντάς τη στα τελευταία της χρόνια μέχρι τον παραλογισμό. Είναι πολύ πιθανό πως η ζωή της Χαδούλας θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική αν οι γονείς της, της είχαν κανονίσει έναν καλύτερο γάμο και της είχαν δώσει μεγαλύτερο μερίδιο από την περιουσία τους. Ας μην παραβλέπουμε, άλλωστε, πως η φονική δραστηριότητα της Χαδούλας αποτέλεσε ένα ξέσπασμα μετά από μια ζωή μέσα στην οικονομική εξαθλίωση, τη μιζέρια και τους συνεχείς κόπους.
Πέρα πάντως από το ιδιαίτερο νόημα που λαμβάνει η προίκα για την ίδια τη φόνισσα, ο θεσμός αυτός διατρέχει την ιστορία και ως ένα βασικό κοινωνικό ζήτημα. Σε μια περιοχή της περιφέρειας, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι φτωχοί και με δυσκολία επιβιώνουν, η υποχρέωση να προικίσουν τα κορίτσια τους είναι δυσβάσταχτη. Όταν σε μια οικογένεια υπάρχουν 3-4 κορίτσια είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους γονείς να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή προίκα για όλα τους τα παιδιά. Αυτή τη δυσκολία λοιπόν στηλιτεύει η φόνισσα κάθε φορά που μαθαίνει για οικογένειες που έχουν αποκτήσει πολλά κορίτσια, λέγοντας πως θα ήταν προτιμότερο να μη γεννιούνται θηλυκά παιδιά ή τουλάχιστον να τα πνίγουν με το που γεννιούνται.
Ο θεσμός της προίκας αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, δημιουργεί μια ιδιαίτερα επιβαρυντική υποχρέωση για τις οικογένειες και τελικά ωθεί τους φτωχούς ανθρώπους να θεωρούν τα κορίτσια ανεπιθύμητα. Ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως μια κίνηση ενίσχυσης για το νέο ξεκίνημα του κοριτσιού, λόγω των εξαιρετικά δύσκολων οικονομικών συνθηκών, κατέληξε να αποτελεί ένα ανεπιθύμητο βάρος για τους γονείς. 

Δείτε επίσης:

Αφηγηματικές τεχνικές στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...