Rob Woodcox
Τα
«Πολιτικά» του Αριστοτέλη στις Πανελλαδικές
Πανελλαδικές
Εξετάσεις: 2006
Αριστοτέλους
Πολιτικά Θ΄ 2.1-4
Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν· τίς δ’ ἔσται ἡ παιδεία καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι, δεῖ μὴ λανθάνειν. Νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων. Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον, οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας ταραχώδης ἡ σκέψις καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττὰ (πάντα γὰρ εἴληφε ταῦτα κριτάς τινας)· περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον (καὶ γὰρ τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν εὐθὺς πάντες τιμῶσιν, ὥστ’ εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς). Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον δ’ ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν.
Α. Από το κείμενο
που σας δίνεται,
να μεταφράσετε
στο τετράδιό σας το απόσπασμα: «ὅτι
μέν οὖν
νομοθετητέον… ἄσκησιν
αὐτῆς».
Ότι πρέπει, λοιπόν, να θεσπίσουμε
νόμους για την παιδεία και ότι αυτήν πρέπει να (την) κάνουμε ίδια για όλους (ή:
να έχει δημόσιο χαρακτήρα), είναι φανερό· ποιος λοιπόν θα πρέπει να είναι ο
χαρακτήρας αυτής της παιδείας και με ποιον τρόπο πρέπει αυτή να παρέχεται,
(αυτά) είναι ανάγκη να μη διαφύγουν την προσοχής μας. Γιατί σήμερα υπάρχουν
διαφορετικές απόψεις ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Πράγματι, δεν έχουν όλοι
τη γνώμη ότι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι τα ίδια, ούτε με στόχο την αρετή ούτε
με στόχο την άριστη ζωή ούτε είναι φανερό αν (η παιδεία) πρέπει να έχει στόχο
της περισσότερο την άσκηση και την καλλιέργεια του νου ή τη διαμόρφωση ηθικού
χαρακτήρα· αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας
θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση και δεν είναι καθόλου φανερό αν (η
παιδεία) οφείλει να επιδιώκει αυτά που είναι χρήσιμα για τη ζωή ή αυτά που
οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (γιατί όλες αυτές οι
απόψεις έχουν βρει κάποιους υποστηρικτές)· και σχετικά με αυτά που οδηγούν στην
αρετή δεν υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία (εξάλλου καταρχήν δεν έχουν όλοι την
ίδια ιδέα για την αρετή που τιμούν· επομένως, είναι φυσικό να υποστηρίζουν
διαφορετικές γνώμες και ως προς την άσκησή της).
Β1. «τίς
δ’ ἔσται...
ἄσκησιν
αὐτῆς»: Ποια ερωτήματα
θέτει ο Αριστοτέλης ως προς τους στόχους της παιδείας, και πώς ανταποκρίνεται
σε αυτά η «ἐμποδών
παιδεία» σύμφωνα με τα δεδομένα του κειμένου;
Ο Αριστοτέλης προβάλλει την υπόθεση
εργασίας που θα τον απασχολήσει με δύο ερωτήματα: 1. Ποιος είναι ο
ενδεδειγμένος τύπος παιδείας «τίς δ’ ἔσται ἡ παιδεία»; 2. Πώς πρέπει να
διαπαιδαγωγούνται τα παιδιά «πῶς χρὴ
παιδεύεσθαι»; Κατά την προσφιλή του μέθοδο εξετάζει πρώτα την κατάσταση που
διαπιστώνει ότι κυριαρχεί στην εποχή του, και στη συνέχεια οδηγείται σε αυτό
που υπαγορεύει η λογική και επαληθεύει η εμπειρία.
Η ανάγκη να διερευνηθεί ο απαιτούμενος
χαρακτήρας της παιδείας, όπως και ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να
εκπαιδεύονται οι νέοι, προκύπτει από τις διαφωνίες που διαπιστώνει ο φιλόσοφος
σε σχέση με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι άνθρωποι
διαφωνούν για το τι θα πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι προκειμένου να επιτευχθεί κατάκτηση
της αρετής και του άριστου βίου, όπως και για το αν ζητούμενο της εκπαίδευσης
θα πρέπει να είναι η καλλιέργεια του νου ή η διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα. Ειδικότερα,
εξετάζοντας την παρεχόμενη στην εποχή του εκπαίδευση (ἐμποδών παιδεία), επισημαίνει το
πολλαπλό των διχογνωμιών, μιας και α) άλλοι υποστηρίζουν ότι η παιδεία οφείλει
να στοχεύει σ’ εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες που είναι χρήσιμες στη ζωή
(ωφελιμιστική παιδεία), β) άλλοι σ’ εκείνα που οδηγούν στην αρετή∙ που
διαπλάθουν το χαρακτήρα των νέων σύμφωνα με τα ηθικά πρότυπα της εποχής
(ηθοπλαστική παιδεία) και γ) άλλοι σ’ εκείνα που απλώς προάγουν τη γνώση των
νέων, καλλιεργώντας το νου και τη σκέψη τους (γνωσιοκεντρική παιδεία).
Σ’ ένα παρακάτω χωρίο αναφέρει ο
Αριστοτέλης τι αποτελούσε συνήθως την παιδεία του καιρού του: α) ανάγνωση και
γραφή, β) γυμναστική, γ) μουσική, και δ) (μερικές φορές) σχέδιο και ζωγραφική.
(Ένας λόγος που δεν αναφέρει την αριθμητική είναι ίσως ότι στην Αθήνα αυτή
διδασκόταν στο σπίτι και όχι στο σχολείο.) Για τα αντικείμενα (α) και (δ) λέει
ο Αριστοτέλης ότι είναι χρήσιμα πρὸς τὸν βίον, για το (β) ότι συντελεί στην
καλλιέργεια της ανδρείας, και για τη μουσική (γ) ότι και χρησιμότητα για τη ζωή
έχει και ηθική επίδραση στον άνθρωπο ασκεί.
Αξίζει να προσεχθεί πως ακόμη και
ανάμεσα σ’ εκείνους που προκρίνουν την παιδεία που αποσκοπεί στην κατάκτηση της
αρετής υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες, καθώς δεν υπάρχει ένας κοινός τρόπος
καθορισμού της έννοιας αυτής και, άρα, δεν υπάρχει μια κοινή κατεύθυνση για την
επίτευξή της. Την ίδια σκέψη είχε εκφράσει και ο Πλάτωνας: Αν δεν ξέρουμε καν
τι είναι η αρετή, με ποιο τρόπο θα συμβουλέψουμε κάποιον πώς να την κατακτήσει
πιο εύκολα; Οι Σπαρτιάτες, για παράδειγμα, ταύτιζαν το περιεχόμενο της αρετής
με την πολεμική ανδρεία και κατά συνέπεια προσανατόλιζαν την εκπαίδευση των
νέων στην απόκτηση της ανδρείας αυτής.
Κανένας τύπος παιδείας, πάντως, από
αυτούς δεν ικανοποιεί απόλυτα τον Αριστοτέλη, γιατί ο κάθε τύπος από μόνος του
δεν είναι σε θέση να προσφέρει όλα εκείνα τα γνωρίσματα που απαιτούνται για τη
συγκρότηση της προσωπικότητας του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού.
Β2. Ποια
παιδεία θεωρείται κατά τον Αριστοτέλη αντάξια του ελεύθερου πολίτη, σύμφωνα με
τα δεδομένα του κειμένου;
Έπειτα από την παρουσίαση των
προβληματισμών σχετικά με τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τους στόχους της
παρεχόμενης στην εποχή του παιδείας, η ενότητα κλείνει με τη διατύπωση των
προσωπικών θέσεων του Αριστοτέλη πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Ο φιλόσοφος, λοιπόν,
ακολουθεί τη μέση οδό και υποστηρίζει ότι οι νέοι πρέπει ασφαλώς να μαθαίνουν
γνώσεις χρήσιμες για τη ζωή, όπως η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική και το
σχέδιο, αλλά από αυτές όχι όλες, παρά μόνο τις αναγκαίες. Κι από τις αναγκαίες,
όμως, πρέπει να μαθαίνουν όσες
ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και όχι τις ευτελείς που ασκούν οι
δούλοι, οι οποίες αδρανοποιούν το σώμα και τον νου του ανθρώπου, τον καθιστούν
αγροίκο, άξεστο («βάναυσον») και τον απομακρύνουν από την κατάκτηση της αρετής.
Δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν σε κάθε γνώση τη
χρησιμότητα, γιατί αυτή μπορεί να τους οδηγήσει στη μονομέρεια.
Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει ότι
οι χρήσιμες γνώσεις είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό.
Ο χαρακτήρας της παιδείας, κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να είναι κυρίως
ηθοπλαστικός και να στοχεύει τόσο στη διαμόρφωση του σώματος όσο και του
πνεύματος του ελεύθερου ανθρώπου.
Ειδικότερα:
- Ο Αριστοτέλης στην ενότητα αυτή δίνει
τα όρια ανάμεσα στη γνώση που προάγει συνολικά τον άνθρωπο και σε εκείνη που
τον «υποδουλώνει» από μία άποψη. Φαίνεται ότι δεν αποδοκιμάζει απολύτως καμιά
διάσταση γνώσης (χρήσιμη, αναγκαία, επιστημονική και ηθοπλαστική), απορρίπτει
όμως το μονοδιάστατο της παρεχόμενης γνώσης και μάλιστα της πρακτικά /
επαγγελματικά προσανατολισμένης. Προβάλλει ένα πρότυπο γνώσης που συνθέτει τη
χρησιμότητα, την αναγκαιότητα, την επιστημονική αλήθεια με κυρίαρχο τον
ηθοπλαστικό προσανατολισμό. Στο παιδευτικό πρόγραμμα του Αριστοτέλη έχει θέση
και το χρήσιμο και η ελεύθερη απασχόληση και η επιστημοσύνη, αποκλείεται όμως
ό,τι θα έθιζε τον νέο στην ευτέλεια και την ποταπότητα (βάναυσον ἔργον).
- «Βάναυσον δ’ ἔργον» (< βαύναυσος από το βαῦνος < αὔω: η λέξη σήμαινε τον τεχνίτη, τον
σιδηρουργό, που έμενε μόνιμα στην πόλη και εργαζόταν εκεί. Οι τεχνίτες ήταν
απαραίτητοι και πολύτιμοι για την πολιτεία, αλλά οι νομαδικοί και φιλοπόλεμοι
λαοί τους περιφρονούσαν. Οι βάναυσοι ή το βάναυσον αναφέρονται στην τάξη των
εργατών που ασκούν μηχανική και ταπεινή τέχνη).
Τα
έργα που δεν ταιριάζουν στους ελεύθερους ανθρώπους είναι αυτά που καθιστούν τον
άνθρωπο που τα επιτελεί βάναυσο, δηλαδή ανίκανο να κατακτήσει την αρετή και να
πράξει σύμφωνα με αυτή.
Έτσι η επαγγελματική εκπαίδευση συνδέεται με τους «βαναύσους», δηλαδή με τους
ανθρώπους που διαθέτουν τη γνώση και την κατασκευαστική τους ικανότητα στην
υπηρεσία των άλλων με αμοιβή, αλλά αυτό είναι στοιχείο δουλικότητας. Φαίνεται
ότι ο Αριστοτέλης διακρίνει τη γνώση από την κοινωνική λειτουργία της, από την
άποψη ότι η γνώση που οδηγεί σε επαγγελματική εξειδίκευση στο πλαίσιο του
κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας δεν αναιρεί τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της
μισθωτής εργασίας, γιατί ο άνθρωπος «εμπορευματοποιεί» την επαγγελματική γνώση
του, δηλαδή ένα ποιοτικό γνώρισμα της ύπαρξής του, και το υποτάσσει στη βούληση
του άλλου. Αυτό δεν μπορεί όμως να είναι έργο παιδείας που ταιριάζει σε πολίτη,
δηλαδή σε άνθρωπο ελεύθερο και αγαθό που υπηρετεί συνειδητά την πόλη.
Β3. «Ὅτι μὲν οὖν
νομοθετητέον... ἄσκησιν
αὐτῆς»: Με βάση το
απόσπασμα του πρωτότυπου κειμένου και το μεταφρασμένο κείμενο που ακολουθεί να
εξηγήσετε γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί επιτακτική την ανάγκη να ρυθμίσει ο
νομοθέτης τα της παιδείας της πόλεως.
Αριστοτέλους
Πολιτικά Α2, 16
[...] Ο άνθρωπος, από την άλλη,
γεννιέται εφοδιασμένος από τη φύση με όπλα για να υπηρετήσει τη φρόνηση και την
αρετή, που όμως μπορεί να τα χρησιμοποιήσει εξ ολοκλήρου και για αντίθετους
σκοπούς. Γι’ αυτό ο δίχως αρετή άνθρωπος είναι από όλα τα όντα το πιο ανόσιο
και το πιο άγριο, το χειρότερο από όλα στις ερωτικές απολαύσεις και στις
απολαύσεις του φαγητού. Η δικαιοσύνη είναι στοιχείο συστατικό της πόλης· είναι
αυτό που συγκρατεί την τάξη στην πολιτική κοινωνία.
Ήδη από την πρώτη φράση της ενότητας
διαπιστώνεται ότι ο Αριστοτέλης συνδέει την παιδεία με τη διακυβέρνηση της
πολιτείας. Η παιδεία είναι λοιπόν πολιτικό θέμα που πρέπει να απασχολεί και
τους πολιτικούς και τους νομοθέτες, γιατί επηρεάζει τη συνολική ζωή του
κράτους, αλλά και του κάθε πολίτη ξεχωριστά, αφού καθορίζει το παρόν του και
προδιαγράφει το μέλλον του.
«νομοθετητέον»: Ο Αριστοτέλης είναι θιασώτης της νομοθετικά κατοχυρωμένης παιδείας.
Επικρίνει την απουσία νομοθετικής εκπαιδευτικής μέριμνας και τη δυνατότητα
αυτοσχεδιασμού του δασκάλου ή του κηδεμόνα που αναπληρώνουν το κενό της
πολιτείας και διδάσκουν ό,τι οι ίδιοι θέλουν στα παιδιά. Και στα Ηθικά
Νικομάχεια (1180 a) αποδοκιμάζει τις ελληνικές πόλεις, εκτός από τη Σπάρτη, οι
οποίες δεν μεριμνούν για την παιδεία των νέων και επιτρέπουν την άσκηση
«κυκλωπικής εξουσίας», δηλαδή πατριαρχικής, στα παιδιά, καθώς επιτρέπουν στον
πατέρα να επιλέξει το πρόγραμμα σπουδών και το σκοπό της εκπαίδευσης των
παιδιών του. Η παιδεία για το Αριστοτέλη πρέπει να είναι με νόμο κοινή για
όλους, γιατί έτσι υπηρετείται η ευδαιμονία και η ενότητα της πόλης και να μην
παρέχεται ιδιωτικά με πρόγραμμα διδασκαλίας που επιλέγουν οι γονείς. Η παιδεία είναι υπόθεση του κράτους, αφού
και κάθε πολίτης ανήκει στο κράτος, και πρέπει να θεσπιστούν νόμοι σχετικά με
αυτή.
«κοινὴν ποιητέον»: Η κοινή παιδεία είναι
αίτημα της κοινωνικής και πολιτικής ισότητας των πολιτών, κατά τον Αριστοτέλη.
Η κοινή παιδεία είναι αναγκαία για την ενότητα της πόλης και την ευδαιμονία του
συνόλου. Υπερασπίζεται τον δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας με τα επιχειρήματα
του «τέλους» και του «όλου» της πόλης. Με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τον
τελικό σκοπό της πόλης, την ευδαιμονία, καθώς μάλιστα ο άνθρωπος ως φύσει
πολιτική οντότητα πραγματώνεται στην πόλη. Η επίτευξη της κοινής ευδαιμονίας
προϋποθέτει κοινό τρόπο για όλους τους πολίτες, δηλαδή μία και κοινή παιδεία
για όλους τους πολίτες. Οι νέοι πρέπει να λαμβάνουν μόρφωση ταιριαστή με το
πολίτευμα της πόλης τους, έτσι ώστε να φτάσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, που
είναι η ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Εφόσον λοιπόν ο σκοπός της πόλης
είναι κοινός, κοινή πρέπει να είναι και η παιδεία που προσφέρεται και να μην
αφήνεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Με το δεύτερο επιχείρημα ο Αριστοτέλης
προβάλλει την πόλη ως όλον, μόριο του οποίου είναι ο κάθε πολίτης. Το μόριο δεν
είναι δυνατόν να αποφασίζει για το όλον, αλλά το όλον για το μέρος. Η στόχευση
μιας τέτοιας πρότασης δεν είναι η ισοπεδωτική ομοιομορφία των πολιτών, αλλά η
πολιτική ενότητα της πόλης χωρίς να αποκλείεται η ατομική διαφορά και η
ποικιλία των κοινωνικών και ψυχολογικών τύπων. Συνεπώς, αν στόχος της πολιτείας
είναι να οδηγήσει τους πολίτες στην αρετή και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία,
που είναι ο ύψιστος στόχος, ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μόνο αν παρέχεται
κοινό επίπεδο μόρφωσης σε όλους τους πολίτες.
Συμπερασματικά, στην αρχή της 20ής
ενότητας προβάλλονται δύο θέσεις: η παιδεία να είναι αντικείμενο κρατικής
μέριμνας και να ρυθμίζεται νομοθετικά («νομοθετητέον») και να έχει ενιαίο για
όλους χαρακτήρα («κοινὴν
ποιητέον»). Στη συνέχεια, όπως συνηθίζει ο Αριστοτέλης, διατυπώνει τον
προβληματισμό της εποχής του που, βέβαια, παραμένει και σήμερα επίκαιρος για τα
εκπαιδευτικά ζητήματα.
Πράγματι η παιδεία επηρεάζει την
ποιότητα ζωής των πολιτών, την πνευματική τους καλλιέργεια, την ηθικότητά τους
την πολιτική τους ωριμότητα. Η παιδεία είναι το μέσον με το οποίο μπορούν οι
πολίτες να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους και να προσφέρουν τα βέλτιστα στο
κοινωνικό σύνολο. Εφόσον λοιπόν η παιδεία είναι θεμέλιο της προόδου, μια
δημοκρατική πολιτεία πρέπει κατά κύριο λόγο να ενδιαφέρεται και να μεριμνά για
την παιδεία όλων των πολιτών της και σε αυτήν να στηρίζει το μέλλον της.
Το αίτημα, άλλωστε, του Αριστοτέλη για
τη νομοθετικά κατοχυρωμένη και κοινή για όλους παιδεία, μπορεί να γίνει
κατανοητό αν ληφθούν υπόψη οι διαπιστώσεις του σχετικά με το ενδεχόμενο να
χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος τα πνευματικά του εφόδια σε λανθασμένες και αρνητικές
επιδιώξεις (Πολιτικά Α2, 16). Αν οι
νέοι αφεθούν χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση και χωρίς τα ηθικά και πνευματικά
οφέλη μιας καλά οργανωμένης εκπαίδευσης, είναι εύκολο να παρασυρθούν σε
ακρότητες, εκλαμβάνοντας την ακολασία και την υπερβολή ως θεμιτούς τρόπους
διαβίωσης. Το αναγκαίο αίσθημα δικαιοσύνης που επιτρέπει στους νέους να οριοθετήσουν
ορθά τα όρια της ελευθερίας τους, κατανοώντας εγκαίρως πότε οι πράξεις τους
γίνονται επιζήμιες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους άλλους, μπορεί να
διασφαλιστεί μόνο μέσω εκείνης της κοινής παιδείας που μεταδίδει στο σύνολο των
πολιτών ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο ηθικών αξιών και αρχών.
Η δικαιοσύνη είναι το στοιχείο εκείνο
που συγκρατεί την τάξη στην πολιτική κοινωνία και επιτρέπει την αρμονική
συμβίωση των πολιτών, δεν μπορεί όμως να εδραιωθεί αν κάθε πολίτης λαμβάνει
διαφορετικής στόχευσης και ποιότητας εκπαίδευσης, με αναπόφευκτη συνέπεια να
κατανοεί ο καθένας διαφορετικά την έννοια της αρετής και την ουσία της
δικαιοσύνης. Μόνο μέσω της κοινής εκπαίδευσης μπορεί, επομένως, να υπάρξει ένα
κοινό αίσθημα δικαίου, ικανό να προσφέρει στην πολιτεία τα πολλαπλά οφέλη της
συνεργατικής και αλληλοβοηθητικής συμβίωσης των πολιτών.
Β4. Ο
Αριστοτέλης στο Λύκειο: Ποιες οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάστηκε εκεί και
ποιο το έργο που παρήγαγε την περίοδο αυτή;
Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως
το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην Αθήνα ευνοούσε την επάνοδό του εκεί.
Συνοδευμένος λοιπόν από τον Θεόφραστο ξαναγύρισε στον τόπο που είχε γίνει γι'
αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Εκεί συνέχισε τις έρευνές του· μαζί, φυσικά, και τη
διδασκαλία του, όχι όμως πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε τώρα ο Ξενοκράτης,
αλλά στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό, όπου δίδασκαν συνήθως
ρήτορες και σοφιστές. Αργότερα, όταν ο Θεόφραστος ίδρυσε σχολή που θα διαφύλαττε
και θα πρόβαλλε τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αυτή πήρε το όνομα Περίπατος,
ίσως από τον περίπατον, τη στεγασμένη στοά του Λυκείου.
Δώδεκα χρόνια έζησε τη δεύτερη αυτή
φορά ο Αριστοτέλης στην Αθήνα. Και ήταν όλα χρόνια απερίσπαστης δουλειάς. Ο
φιλόσοφος συνθέτει τώρα το σημαντικότερο μέρος των Πολιτικῶν του (έχει άλλωστε προηγηθεί —κατά την
περίοδο των ταξιδιών του— η συγκέντρωση των 158 Πολιτειῶν του, των μορφών διακυβέρνησης ή, όπως
θα λέγαμε εμείς σήμερα, των συνταγμάτων ενός πλήθους ελληνικών πόλεων), ενώ
παράλληλα συγγράφει σημαντικό μέρος από τα Μετὰ τὰ φυσικά του, το βιολογικού περιεχομένου
έργο Περὶ ζῴων γενέσεως, τα Ἠθικὰ Νικομάχεια.
Β5. Να
γράψετε δυο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή
σύνθετες, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: λανθάνειν,
μανθάνειν, εἴληφε,
διαφέρονται, νομίζειν.
λανθάνειν: λάθος, αλήθεια
μανθάνειν: μαθητεία, αμάθεια
εἴληφε: λήψη, λήμμα
διαφέρονται: διαφορά, συνεισφέρω
νομίζειν: νόμος, νόμισμα
Εξετάσεις
Ομογενών: 2010
Ἀριστοτέλους
Πολιτικά (Γ 1, 1-4/6/12)
Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γάρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.
Ὁ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν)·... πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. ... Τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν· ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.
Α. Από
το κείμενο που σας δίνεται, να μεταφράσετε στη νέα ελληνική γλώσσα το απόσπασμα:
«Ὥστε
τίνα χρὴ... ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν».
Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε ποιον
πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο
της λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες˙
δεν υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης· με
άλλα λόγια κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν
είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο
το ότι είναι εγκατεστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (γιατί και μέτοικοι και
δούλοι μοιράζονται (με τους πολίτες) έναν κοινό τόπο), ούτε (είναι πολίτες)
αυτοί που (από όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνο το δικαίωμα να
εμφανίζονται στο δικαστήριο και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί το
δικαίωμα αυτό το έχουν και όσοι μοιράζονται (έναν τόπο) χάρη σε ειδικές
συμφωνίες)· … Με την ακριβέστερη σημασία της λέξης με τίποτε άλλο δεν ορίζεται
τόσο ο πολίτης παρά με τη συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στα
αξιώματα. … Τι είναι λοιπόν ο πολίτης, από αυτά γίνεται φανερό· σε όποιον
δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία λέμε
ότι είναι πια πολίτης της συγκεκριμένης πόλης και πόλη από την άλλη είναι, για
να το πούμε γενικά, το σύνολο από τέτοια άτομα, που είναι αρκετό για την
εξασφάλιση της αυτάρκειας στη ζωή τους.
Β1. «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν
πόλιν οἰκούντων
ἐστὶ τάξις τις»: να
σχολιάσετε τη φράση του Αριστοτέλη με βάση το κείμενο που σας δόθηκε.
«Το πολίτευμα είναι ένας τρόπος
οργάνωσης αυτών που κατοικούν στη συγκεκριμένη πόλη»: Πρέπει να καταλάβουμε τι
είναι η πόλη, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την οργάνωση της πόλης σε σχέση
με τον τρόπο διακυβέρνησής της (το πολίτευμα). Εφόσον το πολίτευμα δεν είναι
παρά ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσων ζουν σε μία
πόλη, αλλά και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους, θα πρέπει να
οριστεί, να διευκρινιστεί, πρώτα η έννοια, το περιεχόμενο της πόλης,
προκειμένου να καθοριστεί η έννοια του πολιτεύματος.
Άλλωστε σε μια πρώτη προσέγγιση ο
ορισμός του πολιτεύματος «ἡ δὲ
πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις» παραπέμπει στην πόλη. Στον
απλό αυτόν ορισμό φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά
και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων
με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση,
το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο
Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το
πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το
περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και
αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη
να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος.
Β2. Πώς
τεκμηριώνει ο Αριστοτέλης τη θέση «καὶ γὰρ ὁ
πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις» στο κείμενο που σας
δόθηκε;
Πρέπει να διερευνηθεί η έννοια
«πολίτης», όχι μόνο για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης, αλλά και για να
διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης», για το οποίο δεν υπάρχει
ομοφωνία. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα
δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό.
Ποιος είναι πολίτης εξαρτάται από το
πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι αυτός που μετέχει στην
άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν διαφορετικά πολιτεύματα με
διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με τα διαφορετικά
γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι, μπορεί κανείς να είναι
πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως
θα εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών, γίνεται κανείς πολίτης
σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το είδος του πολιτεύματος. Η
αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα
της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν
κάποιον πολίτη του πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό
πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος,
σε ένα ολιγαρχικό να διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την
ελευθερία και στο αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και
πεπαιδευμένος μαζί με την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και
επαρκής συνθήκη για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό
πολίτευμα, ενώ στα άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
Ο Αριστοτέλης στρεφόμενος στη
διερεύνηση της έννοιας του πολίτη τον διακρίνει από τον κάτοικο, καθώς ήδη έχει
πει ότι «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν». Ο πολίτης αποτελεί την πρώτη ύλη
της πόλης και όχι:
- απλώς ο κάτοικος μιας περιοχής.
- ο έχων το δικαίωμα του ενάγειν και
του ενάγεσθαι.
- ο έχων την ίδια καταγωγή.
Η πόλη δεν είναι απλώς ούτε προϋποθέτει
μόνο την κοινότητα τόπου των μελών της. Οι άνθρωποι, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης,
σχηματίζουν πόλεις για να εξασφαλίσουν ευπραγία μέσα από τον πλήρη και αυτάρκη
βίο της πόλης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πόλη είναι προϊόν ποιοτικά ανώτερων
πράξεων, γιατί προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν αναπτύξει τις ανώτερες ηθικές
και διανοητικές ιδιότητές τους ως άτομα μέσα στο σύνολο υπέρ του συνόλου.
Ειδικότερα,
ο Αριστοτέλης διερευνά την έννοια του «πολίτη» με τη χρήση του σχήματος «άρσης
- θέσης». Έτσι, πρώτα θα μας
δώσει τα στοιχεία εκείνα που δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης
και στη συνέχεια θα παρουσιάσει το επαρκές στοιχείο για τον προσδιορισμό του.
Τα στοιχεία, λοιπόν, που είναι αναγκαία
αλλά όχι επαρκή για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως πολίτη είναι:
α) Ο τόπος κατοικίας («οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν»): δεν μπορεί να χαρακτηριστεί
κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο –εν
προκειμένω, στην Αθήνα– μπορούσαν να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι
οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς δεν μπορούσαν να
χαρακτηριστούν πολίτες.
β) Το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο
δικαστήριο ως ενάγοντος ή ως εναγόμενου («οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες … καὶ δικάζεσθαι»): δεν μπορεί να θεωρηθεί
κάποιος πολίτης, μόνο επειδή έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως
ενάγων ή ως εναγόμενος. Κι αυτό, γιατί πολίτες άλλων πόλεων μπορούν να έχουν
αυτό το δικαίωμα χάρη σε ειδικές συμφωνίες, γραπτές δηλαδή διατάξεις που
ορίζουν πρωτίστως τις εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικών
πόλεων. Σύμφωνα με αυτές έχουν το δικαίωμα να μεταβαίνουν στην άλλη πόλη, να
παραμένουν εκεί και να διεκδικούν από τα δικαστήρια την απονομή δικαίου.
Μετά την αναφορά στα κριτήρια, που δεν
αποδεικνύουν επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης, ο Αριστοτέλης καταλήγει στα δύο
επαρκή γνωρίσματα προσδιορισμού της έννοιας. Πολίτης, λοιπόν, είναι:
α) αυτός που συμμετέχει στη δικαστική
εξουσία, που έχει δηλαδή το δικαίωμα να δικάζει ως μέλος δικαστηρίου και
ειδικότερα του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας («μετέχειν κρίσεως») και
β) αυτός που συμμετέχει στην πολιτική
εξουσία, αφενός δηλαδή στη διοίκηση του κράτους εκλέγοντας τους ηγέτες της
πόλης του και αφετέρου μετέχοντας στα όργανα που λαμβάνουν τις πολιτικές
αποφάσεις και νομοθετούν (βουλή, εκκλησία του δήμου) («μετέχειν ἀρχῆς»).
Β3. Λαμβάνοντας
υπόψη τη φράση του κειμένου «πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς» και το παρακάτω μεταφρασμένο
κείμενο, να παρουσιάσετε την αριστοτελική αντίληψη για την αυτάρκεια.
Ἀριστοτέλους
Πολιτικά (Α 2, 5-6)
Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη
συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που
μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να
διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την
καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως
ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι
αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει
κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως
είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του
σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική
του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι
το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο.
Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης
δήλωσε πως, για να προχωρήσει στον ορισμό της «πολιτείας», πρέπει πρώτα να
ορίσει την έννοια «πόλις», που είναι το «ὅλον»· και για να γίνει αυτό, πρέπει να
προηγηθεί η έννοια του «πολίτη», που είναι το «μέρος» του «ὅλου». Αφού, λοιπόν, έδωσε τον ορισμό
του πολίτη, συνθέτει νέο ορισμό για την πόλη σε σχέση όμως με τον πολίτη και τη
συμβολή του στο βασικό γνώρισμα της πόλης, σε αυτό της αυτάρκειας. Η πόλη,
επομένως, είναι:
α) το σύνολο των πολιτών που έχουν το
δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική εξουσία και
β) το σύνολο των πολιτών που είναι
αρκετοί στον αριθμό και ικανοί στην αξιοσύνη, την αρετή (διανοητική και ηθική),
όχι τυχαίοι και ανάξιοι, ικανοί να εξασφαλίζουν αυτάρκεια στην πόλη.
Με δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο
πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον
τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη,
όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν». Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα,
επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε
θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Η
πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει τίποτε και μπορεί να
εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής
πολιτικής πράξης των πολιτών. Έτσι, ο Αριστοτέλης προοικονομεί τη συνέχεια των
αναλύσεών του, όπου θα εκθέσει τις απόψεις του για την ποιότητα του πολίτη και
του πολιτικού και για τα γνωρίσματα του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού άρχοντα.
Σε άλλο σημείο των Πολιτικῶν (1328b 16) ο Αριστοτέλης διδάσκει
ότι: «ἡ … πόλις πλῆθός ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν ἀλλὰ πρὸς ζωὴν αὔταρκες, … ἐὰν δέ τι τυγχάνῃ τούτων ἐκλεῖπον, ἀδύνατον ἁπλῶς αὐτάρκη τὴν κοινωνίαν εἶναι ταύτην», και, όπως ήδη έχει
αναφέρει στη 12η ενότητα [Πολιτικά (Α 2,
5-6)], η αυτάρκεια της πόλης συνδέεται με το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και δεν
αφορά απλώς τα υλικά αγαθά και την εμπορική της ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη
αμυντικών δυνατοτήτων, συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης.
Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς. Η πόλη, λοιπόν,
χαρακτηρίζεται τέλεια, γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο
πολίτης, αφού η πόλη είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει
το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «εὖ ζῆν», η ευδαιμονία, η καλή ζωή. Είναι η
απαραίτητη προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη για την ικανοποίηση των πνευματικών
και ηθικών αναγκών του ανθρώπου και ως εκ τούτου για την ενάρετη ζωή των μελών
της πόλης. Στην «αυτάρκεια» εντοπίζεται και η αξιολογική, ποιοτική υπεροχή της
πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Η αυτάρκεια, λοιπόν, της πόλης και η
ευδαιμονία της είναι δύο έννοιες απόλυτα ταυτόσημες. Μια πόλη, λοιπόν, είναι
αυτάρκης:
- αν η γεωγραφική της θέση της
εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθά στην εμπορική της ανάπτυξη,
- αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές
δυνατότητες,
- αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης
και απονομής της δικαιοσύνης,
- αν είναι ανεξάρτητη ή δεν χρειάζεται
εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές, ηθικές, πνευματικές και
κοινωνικές της ανάγκες.
Β4. Πώς
εξηγείται η στάση του Αριστοτέλη να ασκεί αυστηρή κριτική στις απόψεις των
άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους;
Τι να πει κανείς για την κριτική που
ασκούσε σε βάρος άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους; Έτσι καταλαβαίνουμε πώς
συνέβαινε να έχει ο Αριστοτέλης λίγους μόνο φίλους, πολλούς όμως εχθρούς. Ο
χαρακτήρας του δεν θα ήταν βέβαια άσχετος με αυτό το γεγονός, σχεδόν όμως τις
περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του απόψεις βρίσκονταν
πιο κοντά στην αλήθεια αυτό που τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των απόψεων
των άλλων· όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια —μας το
βεβαιώνει ο ίδιος— θεωρούσε «ὅσιον προτιμᾶν τὴν
ἀλήθειαν». Πώς να συμπεριφερόταν
διαφορετικά ένας άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα πως του αληθινού φιλοσόφου
γνώρισμα είναι να έχει το κουράγιο ακόμη «καὶ τὰ οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας», να θυσιάζει δηλαδή ακόμη και
τις πιο προσωπικές του απόψεις, αν είναι να σωθεί η αλήθεια;
Β5. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: ὁρῶμεν, μορίων, οἰκεῖν, μετέχειν, ἱκανόν.
ὁρῶμεν: όραμα, όψη
μορίων: μοίρα, διαμοιράζω
οἰκεῖν: οίκημα, οικισμός
μετέχειν: μέτοχος, μέθεξη
ἱκανόν: ικανότητα, ικέτης
Πανελλαδικές
Εξετάσεις: 2013
Ἀριστοτέλους
Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)
Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας. Αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.
Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.
Ὁ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν)· ... πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. ... Τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν· ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.
Α1. Από
το παραπάνω κείμενο να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος:
«Ἐπειδὴ πᾶσαν
πόλιν... οὐκ ἔστι πολίτης.».
Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη-κράτος
είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την
επίτευξη κάποιου αγαθού (πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα για χάρη εκείνου που
θεωρούν ότι είναι καλό), είναι φανερό ότι όλες (οι κοινότητες) επιδιώκουν
κάποιο αγαθό, κυρίως όμως αυτή που είναι ανώτερη από όλες τις άλλες και κλείνει
μέσα της όλες τις άλλες (έχει για στόχο της) το ανώτερο από όλα (τα αγαθά).
Αυτή λοιπόν είναι (η κοινότητα) που ονομάζεται πόλη ή πολιτική κοινωνία.
Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην
κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα
τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα
πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης· γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο
από πολίτες. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη
και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης
διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες˙ δεν υπάρχει δηλαδή
μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης· με άλλα λόγια
κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι
πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
Β1. Ποια
είναι η δομή του συλλογισμού, με τον οποίο ο Αριστοτέλης ορίζει την πόλη ως την
τελειότερη μορφή κοινωνίας;
Ο Αριστοτέλης με τη χρήση ενός
παραγωγικού συλλογισμού (από το γενικό στο ειδικό) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα
τα αγαθά.
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η
προκείμενη: κάθε κοινωνία -
μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η
προκείμενη: η πόλη - κράτος
είναι μια κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
Συμπέρασμα: όλες οι κοινωνίες αποβλέπουν σε
κάποιο αγαθό –και- η κυριότερη από όλες τις κοινωνίες αποβλέπει στο κυριότατο
από όλα τα αγαθά «πᾶσαι
μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται» και «τοῦ κυριωτάτου πάντων.
Το δεύτερο μέρος του συμπεράσματος ότι
η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα
τα αγαθά συνάγεται από έναν δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό που υπονοείται.
Ο συλλογισμός αυτός έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής
συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή
κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο
από όλα τα αγαθά
«τοῦ κυριωτάτου πάντων»
Β2. Γιατί
ο Αριστοτέλης επιδιώκει να προσδιορίσει την έννοια του πολίτη και πώς ορίζει τη
σχέση του πολίτη με την πόλη;
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει για ποιους
λόγους το ερώτημα για την πόλη θέτει το ερώτημα για την έννοια του πολίτη. Με
δεδομένο ότι η πόλη είναι μια ολότητα πλήθους πολιτών «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν», τι είναι αυτό που κάνει το
πλήθος να αποτελεί ολότητα και όχι μια άμορφη μάζα; Για να απαντηθεί το ερώτημα
αυτό κρίνεται απαραίτητη πρώτα η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», δηλαδή
αυτού που κάνει κάποιον να ανήκει στα συστατικά στοιχεία του συνόλου που είναι
η πόλη. Εύλογα δεν είναι δυνατό να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι η πόλη»
παρά μέσω της απάντησης στο ερώτημα «τι είναι πολίτης».
α) Ο πολίτης είναι μέρος της πόλης («Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις … πλῆθός ἐστιν»): η πόλη ανήκει στην κατηγορία
των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η ταυτότητα
της πόλης συνθέτει:
- Στοιχεία φυσικά (τόπος και άνθρωποι)
- Στοιχεία πολιτικά (συνταγματική τάξη
και πολιτειακή οργάνωση)
Η σύνθεση των στοιχείων είναι οργανική
και από αυτήν την άποψη η πόλη είναι ένα «όλον», δηλαδή ένα οργανικό σύνολο που
έχει Μορφή (παράγοντας οργανικής ενότητας των μερών) και Τέλος (καθορισμένο
σκοπό).
Επομένως, για να κατανοήσουμε το όλον,
δηλαδή την πόλη, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος, δηλαδή τον πολίτη και
τα χαρακτηριστικά του, αφού ο ρόλος του στην πολιτική τάξη είναι καθοριστικός.
Έτσι, προκειμένου ο Αριστοτέλης να
φτάσει στον ορισμό της έννοιας «πόλις», ακολουθεί την αναλυτική μέθοδο. Αναλύει
δηλαδή, μια γενική, σύνθετη έννοια –στην προκείμενη περίπτωση την έννοια
«πόλη»– στα συστατικά της, τα επιμέρους στοιχεία της, τον πολίτη, και
εντοπίζει, προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα, στις ενότητες 11-14,
στην προσπάθειά του να εξηγήσει πώς γεννήθηκε η πόλη, ακολούθησε τη γενετική
μέθοδο.
β) τίνα χρή καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης.
Είναι το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα
που χρειάζεται διερεύνηση, για να απαντηθεί το αφετηριακό ερώτημα για τη φύση
και τα είδη των πολιτευμάτων. Το ερώτημα για τον πολίτη είναι διμελές και
παραπέμπει στο βάθος (τίς ὁ πολίτης) και το πλάτος της έννοιας (τίνα χρή καλεῖν πολίτην). Ο Αριστοτέλης προσανατολίζει
την εξέταση α) στη συγκέντρωση των χαρακτηριστικών που συνιστούν την έννοια του
πολίτη (τίς ὁ
πολίτης) και β) στον προσδιορισμό εκείνων που πρέπει να αναγνωριστούν ως
πολίτες σε μια πόλη με κριτήρια την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση κ.ά. (τίνα
χρή καλεῖν πολίτην).
γ) Έλλειψη ομοφωνίας για τον ορισμό της
έννοιας «πολίτης» («Ὥστε
… οὐκ ἔστι πολίτης»): πρέπει να διερευνηθεί η
έννοια «πολίτης», όχι μόνο για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης, αλλά και
για να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης», για το οποίο δεν
υπάρχει ομοφωνία. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα
δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό.
Ποιος είναι πολίτης εξαρτάται από το
πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι αυτός που μετέχει στην
άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν διαφορετικά πολιτεύματα με
διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με τα διαφορετικά
γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι, μπορεί κανείς να είναι πολίτης
σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως θα
εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών, γίνεται κανείς πολίτης
σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το είδος του πολιτεύματος. Η
αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα
της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν
κάποιον πολίτη του πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό
πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος,
σε ένα ολιγαρχικό να διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την
ελευθερία και στο αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και
πεπαιδευμένος μαζί με την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και επαρκής
συνθήκη για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό
πολίτευμα, ενώ στα άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
Οι πολιτικές αναλύσεις του Γ’ βιβλίου
των Πολιτικών εξαρτώνται από τον ορισμό του πολίτη. Συγκεκριμένα, το σχήμα
εξέτασης που διαμορφώνεται είναι το εξής:
Ορισμός του πολίτη → ορισμός της πόλης → ορισμός του πολιτεύματος → κατηγοριοποίηση των πολιτευμάτων
Ο Αριστοτέλης στην πολιτική φιλοσοφία
του, εξετάζοντας την πολιτεία, εξετάζει την πόλη στο σύνολό της, γιατί η
πολιτεία δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ανεξάρτητα από την πόλη. Στην πολιτική
ανήκει καθετί που αφορά την πόλη, δηλαδή μια κοινωνία ανθρώπων που
χαρακτηρίζεται από κοινότητα σκοπών, θεσμών και συνέχεται από ενιαία πολιτική
εξουσία. Κατά την κρίση του φιλοσόφου η ολοκληρωμένη αξιολόγηση μιας πολιτείας
προϋποθέτει τον καθορισμό της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, στην οποία άλλωστε
θεμελιώνεται, των οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της
διαστρωμάτωσης αυτής, των ηθικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που εκδηλώνονται
στο πλαίσιό της, της παιδείας που προσφέρει και της κοινωνικής κατηγορίας,
δηλαδή του συνόλου των πολιτών, στην οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα να
συμμετέχει στα κοινά. Συνθέτοντας τις τρεις βασικές έννοιες γράφει ο
Αριστοτέλης: «Eἴπερ
γάρ ἐστι κοινωνία τις ἡ πόλις, ἔστι δέ κοινωνία πολιτῶν πολιτείας» (Αν πάλι η πόλη πράγματι
είναι κάποιο είδος κοινωνίας, υφίσταται και ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας
πολιτειακής οργάνωσης… 1276 b1-3). Η φυσική πολιτικότητα κατά Αριστοτέλη
δείχνει ότι η συμμετοχή του ανθρώπου στον πολιτικό βίο συνθέτει τη βιολογική
ορμή του για συνύπαρξη (κοινωνία) με άλλους ανθρώπους και την πραγμάτωση της
ανθρώπινης φύσης μέσα στην πόλη. Συγχρόνως, φαίνεται ότι η ταυτότητα της πόλης
εξαρτάται από το πολίτευμά της.
Β3. Με
βάση το κείμενο που σας δίνεται και το παρακάτω μεταφρασμένο απόσπασμα, να
εξηγήσετε γιατί, κατά τον Αριστοτέλη, η πόλη είναι «κοινωνική οντότητα τέλεια»
και γιατί υπάρχει «εκ φύσεως».
Ο
άνθρωπος είναι ζῷον
πολιτικόν, Αριστοτέλους Πολιτικά (Α2, 5)
Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη
συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που
μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει
τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η
πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι
πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που
λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή
της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η
φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή
που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία;
Η κορυφαία μορφή συμβιωτικής κοινωνίας,
η ανώτερη από όλες τις άλλες, επιδιώκει το κορυφαίο αγαθό, το ανώτερο από όλα
τα άλλα. Η πόλη όμως δεν έχει απλώς «την ανώτερη θέση από όλες», αλλά
εμπεριέχει και όλες τις άλλες μορφές συμβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη είναι
η «πιο μεγάλη συμβιωτική κοινότητα από όλες», είναι ανώτερη σε ποιότητα και
περιεκτικότερη σε έκταση και της αναλογεί και το κυριότατο αγαθό ως τελικός σκοπός
της.
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης
κάνει λόγο για διάφορες κοινωνίες, που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους
συμφέρον. Αυτοί π.χ. που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την
κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι
ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε έναν δήμο. Αυτές τις
κοινωνίες ο Αριστοτέλης τις θεωρεί μόρια της πολιτικής κοινωνίας και τις
τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτήν θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει
στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, αλλά σε αυτό που
αφορά ἃπαντα τὸν βίον.
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες
μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη), ποσοτική
(περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει
τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής κοινωνίας. Με τη
φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο
αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η
ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της
πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η
«κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το
«κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών.
Ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την
έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει
δηλαδή τα παραπάνω σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο
προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου
καθετί έχει δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος»)
και να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία,
όπως και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει έναν
σκοπό. Ο σκοπός μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία
όλων των πολιτών της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη
(«πάντες») με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των
ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τρεις
συλλογισμούς, για να αποδείξει ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως [Πολιτικά
(Α2, 5)]:
Πρώτος
συλλογισμός
1η προκείμενη: οι πρώτες κοινωνικές
οντότητες (η οικογένεια και το χωριό) υπάρχουν εκ φύσεως
2η προκείμενη: η πόλη είναι εξέλιξη,
ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ
φύσεως.
Δεύτερος
συλλογισμός
1η προκείμενη: η φύση ενός πράγματος
είναι η ολοκλήρωσή του
2η προκείμενη: η πόλη είναι ολοκλήρωση
των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων (της οικογένειας και του χωριού)
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ
φύσεως.
Τρίτος
συλλογισμός
(εισάγεται με το «επίσης»)
1η προκείμενη: κάθε ον από τη φύση του
υπηρετεί έναν στόχο που είναι κάτι το άριστο
2η προκείμενη: στόχος της πόλης είναι η
αυτάρκεια, που είναι κάτι το έξοχο
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως
Β4. Ποια
είναι η σημασία της λέξης «πόλη» στα Πολιτικά του Αριστοτέλη και ποιοι είναι οι
στόχοι της;
Η αρχαία ελληνική λέξη «πόλη» δεν είχε
τη σημασία που έχει η δική μας λέξη «πόλη». Η αρχαία ελληνική λέξη πόλις
αντιστοιχεί μάλλον στη δική μας έννοια «κράτος». Αυτή η πόλις - κράτος είναι
στα Πολιτικά μια κοινότητα που την αποτελούν κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, ἄρχοντες και ἀρχόμενοι. Είναι ένα όλον που το
αποτελούν, όπως θα δούμε, μέρη· τα μέρη αυτά δεν χάνουν μέσα στο όλον τη δική
τους φυσιογνωμία. Ως όλον λοιπόν η πόλις - κράτος αποτελείται από ανόμοια
μεταξύ τους στοιχεία· μερικά από αυτά ασκούν εξουσία, τα άλλα υπακούουν. Ως
όλον η πόλις έχει για στόχο της την ευδαιμονία, κι αυτή πάλι είναι το
αποτέλεσμα της αυτάρκειας, της απόλυτης μακάρι ανεξαρτησίας από οτιδήποτε
βρίσκεται έξω από την πόλιν.
Β5. Να
βρείτε στο παραπάνω πρωτότυπο διδαγμένο κείμενο μία ετυμολογικά συγγενή λέξη,
απλή ή σύνθετη, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις της νέας ελληνικής: ενόραση,
σύσταση, κατάσχεση, σύγκλητος, κειμήλιο, σκόπιμος, άρχοντας, άφαντος, ρητό,
άφιξη.
ενόραση: ὁρῶμεν
σύσταση: συνεστηκυῖαν
κατάσχεση: περιέχουσα
σύγκλητος: καλουμένη
κειμήλιο: συγκειμένων
σκόπιμος: σκεπτέον
άρχοντας: ἀρχῆς
άφαντος: φανερόν
ρητό: λέγομεν
άφιξη: ἱκανὸν
Επαναληπτικές
Πανελλαδικές Εξετάσεις: 2016
Αριστοτέλους
Πολιτικά (Α 1, 1 και Γ1, 1-2)
Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας. Αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.
[…] Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.
Α1. Από
το παραπάνω κείμενο να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος
«Τῷ περὶ πολιτείας . . . οὐκ ἔστι
πολίτης».
Για όποιον εξετάζει τον τρόπο
διακυβέρνησης (μιας πόλης) και ποια είναι η φύση και ποια τα χαρακτηριστικά της
κάθε επιμέρους πολιτείας (ή: του κάθε τρόπου διακυβέρνησης), το πρώτο σχεδόν
θέμα για διερεύνηση είναι να δει τι είναι άραγε η πόλη. Γιατί σήμερα υπάρχουν
διαφορετικές γνώμες γι’ αυτό το θέμα, άλλοι δηλαδή λένε πως την τάδε
συγκεκριμένη πράξη την έχει κάνει η πόλη, ενώ άλλοι ότι δεν την έχει κάνει η
πόλη, αλλά μια συγκεκριμένη ολιγαρχική κυβέρνηση ή ένας συγκεκριμένος τύραννος·
εξάλλου, βλέπουμε ότι όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη έχει
να κάνει (ή: σχετίζεται) με την πόλη, ενώ το πολίτευμα είναι ένας τρόπος
οργάνωσης αυτών που κατοικούν στη συγκεκριμένη πόλη. Επειδή όμως η πόλη ανήκει
στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το
καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι
πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης· γιατί η πόλη είναι ένα
σύνολο από πολίτες. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε
πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης
διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες˙ δεν υπάρχει δηλαδή
μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης· με άλλα λόγια
κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι
πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
Β1. «Ἐπειδὴ. . . ἡ
πολιτική»: Με ποιες φράσεις ο Αριστοτέλης υποδηλώνει
τον σκοπό, για τον οποίο υπάρχει η «πόλις», καθώς και οι άλλες μορφές
κοινωνικής συνύπαρξης; Να τις
καταγράψετε και να τις σχολιάσετε.
Στο κείμενο εντοπίζονται ορισμένες
φράσεις που αποδεικνύουν ότι ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια
«πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει δηλαδή τα
παραπάνω σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν
να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου καθετί έχει
δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει
στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε
κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει έναν σκοπό. Ο σκοπός
μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών
της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη («πάντες») με την
πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την
επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης. Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το
«τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις:
- «πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν … καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» και «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», δηλαδή όλες οι
κοινωνίες έχουν συσταθεί για την επίτευξη ενός σκοπού, του αγαθού,
- «τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες», δηλαδή
όλοι κάνουν τα πάντα για έναν σκοπό, το αγαθό,
- «μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη», δηλαδή η «πόλις» που
είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας στοχεύει στο ανώτερο αγαθό, δηλαδή την
ευδαιμονία.
Β2. «Τῷ περὶ
πολιτείας. . . οὐκ ἔστι πολίτης»: Πώς
προσδιορίζεται, κατά τον Αριστοτέλη, το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης» σε
σχέση με το πολίτευμα;
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει για ποιους
λόγους το ερώτημα για την πόλη θέτει το ερώτημα για την έννοια του πολίτη. Με
δεδομένο ότι η πόλη είναι μια ολότητα πλήθους πολιτών «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν», τι είναι αυτό που κάνει το
πλήθος να αποτελεί ολότητα και όχι μια άμορφη μάζα; Για να απαντηθεί το ερώτημα
αυτό κρίνεται απαραίτητη πρώτα η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», δηλαδή
αυτού που κάνει κάποιον να ανήκει στα συστατικά στοιχεία του συνόλου που είναι
η πόλη. Εύλογα δεν είναι δυνατό να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι η πόλη»
παρά μέσω της απάντησης στο ερώτημα «τι είναι πολίτης».
τίνα
χρή καλεῖν
πολίτην καὶ τίς
ὁ
πολίτης.: Είναι το δεύτερο
προκαταρκτικό ερώτημα που χρειάζεται διερεύνηση, για να απαντηθεί το αφετηριακό
ερώτημα για τη φύση και τα είδη των πολιτευμάτων. Το ερώτημα για τον πολίτη
είναι διμελές και παραπέμπει στο βάθος (τίς ὁ πολίτης) και το πλάτος της έννοιας
(τίνα χρή καλεῖν
πολίτην). Ο Αριστοτέλης προσανατολίζει την εξέταση α) στη συγκέντρωση των χαρακτηριστικών που συνιστούν την έννοια του
πολίτη (τίς ὁ
πολίτης) και β) στον προσδιορισμό
εκείνων που πρέπει να αναγνωριστούν ως πολίτες σε μια πόλη με κριτήρια την
ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση κ.ά. (τίνα χρή καλεῖν πολίτην).
Έλλειψη ομοφωνίας για τον ορισμό της
έννοιας «πολίτης» («Ὥστε
… οὐκ ἔστι πολίτης»): πρέπει να διερευνηθεί η
έννοια «πολίτης», όχι μόνο για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης, αλλά και
για να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης», για το οποίο δεν
υπάρχει ομοφωνία. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα
δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό.
Ποιος είναι πολίτης εξαρτάται από το
πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι αυτός που μετέχει στην
άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν διαφορετικά πολιτεύματα με
διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με τα διαφορετικά
γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι, μπορεί κανείς να είναι
πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως
θα εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών, γίνεται κανείς πολίτης
σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το είδος του πολιτεύματος. Η
αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα
της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν
κάποιον πολίτη του πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό
πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος,
σε ένα ολιγαρχικό να διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την
ελευθερία και στο αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και
πεπαιδευμένος μαζί με την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και
επαρκής συνθήκη για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό
πολίτευμα, ενώ στα άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
Β3. Με
βάση α) το απόσπασμα «Είναι φανερό λοιπόν. . . άτομο» από το παρακάτω
μεταφρασμένο κείμενο και β) το απόσπασμα «Ἐπεὶ δ’ ἡ
πόλις. . . πλῆθός ἐστιν» από το πρωτότυπο κείμενο, να
σχολιάσετε τη σχέση «όλου» και «μέρους».
Αριστοτέλους
Πολιτικά (Α 2, 10-13)
[. . .] Στην τάξη της φύσης η πόλη
προηγείται από την οικογένεια κι απ’ τον καθένα μας ως άτομο˙ ο λόγος είναι ότι
το όλον αναγκαστικά προηγείται του μέρους˙ πραγματικά, αν πάψει να υπάρχει το
σώμα ως σύνολο, δεν θα υπάρχει πια ούτε πόδι ούτε χέρι παρά μόνο ως (ίδια)
λέξη, όπως, ας πούμε, αν μιλούμε για πέτρινο χέρι (θα είναι, πράγματι, κάτι σαν
αυτό, αν μια φορά πεθάνει): όλα τα πράγματα είναι αυτό που λέμε ότι είναι, αν
τα κρίνουμε με κριτήριο τη λειτουργία και τις ιδιότητές τους˙ από τη στιγμή,
επομένως, που θα πάψουν να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θα πρέπει πια να
λέμε ότι είναι ό,τι ήταν πριν, αλλά ότι απλώς εξακολουθούν να λέγονται ακόμη με
την ίδια λέξη. Είναι φανερό λοιπόν α) ότι η πόλη ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, β)
ότι προηγείται από το κάθε επιμέρους άτομο. Γιατί, αν είναι αλήθεια ότι ο
καθένας μας χωριστά δεν είναι αυτάρκης, γίνεται λογικά φανερό ότι το κάθε μεμονωμένο
άτομο θα βρεθεί στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρίσκονται, γενικά, τα μέρη προς
το όλον˙ από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ζει μαζί με άλλους
στην κοινότητα, ο άνθρωπος που λόγω αυτάρκειας αισθάνεται πως δεν του λείπει
τίποτε, αυτός ο άνθρωπος δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο μέρος της πόλης –ένας
τέτοιος όμως άνθρωπος είναι, τότε, ή ζώο ή θεός.
Ο Αριστοτέλης αξιολογεί ως οντότητα την
πόλη, την οποία αποκαλεί «όλον» και αποδεικνύει λογικά ότι το όλον προηγείται
του μέρους και ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως. Με αυτό τον τρόπο θα καταλήξει και
πάλι στη γενική θέση ότι η φύση του ανθρώπου τον οδηγεί να ζει μέσα στην πόλη,
αφού εκτός πόλης είναι ή θηρίο ή θεός.
Ξεκινά λοιπόν με τη διατύπωση της θέσης
ότι στην τάξη της φύσης το όλον προηγείται του μέρους. Το ρήμα «προηγείται» δεν
έχει εδώ χρονική σημασία αλλά:
α) οντολογική:
απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το μέρος είναι να υπάρχει το όλον, δηλαδή
η πόλις, γιατί μόνο μέσα σε αυτή τα μέρη (η οικογένεια, το χωριό και το κάθε
επιμέρους άτομο) πραγματώνουν τον σκοπό της ύπαρξής τους, το «τέλος» τους, ενώ
έξω απ’ αυτήν τα μέρη μένουν ανολοκλήρωτα και
β) αξιολογική:
ιεραρχικά, το όλον, δηλαδή η πόλη, ως ολοκληρωμένο σύνολο, βρίσκεται πιο ψηλά
από το μέρος, δηλαδή την οικογένεια, το χωριό και το κάθε επιμέρους άτομο.
Άλλωστε, όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα, η πόλη αποτελεί εξέλιξη,
ολοκλήρωση της οικογένειας και του χωριού και επομένως, τελειότερη μορφή κοινωνίας.
Αν χαθεί η πόλη, τότε θα είναι λειτουργικά
ανύπαρκτοι και οι πολίτες, γιατί αποτελούν οργανικό και αναπόσπαστο μέρος της,
καθώς μόνο η πόλη μπορεί να τους προσφέρει την ύψιστη αυτάρκεια. Αν ο άνθρωπος
ήταν αυτάρκης από μόνος του και δεν χρειαζόταν την πόλη, τότε δεν θα ήταν
προορισμένος από τη φύση να ζει σε πόλεις. Ένας τέτοιος άνθρωπος όμως δεν
μπορεί παρά να είναι ή ζώο ή θεός. Έτσι εξάγεται το συμπέρασμα ότι η πόλη ήρθε
στην ύπαρξη εκ φύσεως και ότι προηγείται από το κάθε επιμέρους άτομο. Αν
συσχετιστούν τα δύο αυτά συμπεράσματα, τότε οδηγούμαστε στην πίστη του
Αριστοτέλη ότι η πόλη είναι το όλον προς το οποίο τείνουν τα άτομα για να
πραγματώσουν τον σκοπό της ύπαρξής τους και ότι η αυτάρκεια της πόλης μπορεί να
διασφαλίσει την αυτάρκεια των μερών.
Τα παραπάνω μπορούν να διατυπωθούν
συνοπτικά με τον εξής παραγωγικό συλλογισμό:
1η
προκείμενη: στην τάξη της φύσης
το όλον προηγείται του μέρους.
2η
προκείμενη: η πόλη, βαθμίδα
ιεραρχικά ανώτερη στην τάξη της φύσης, είναι ένα όλον και τα μέρη της είναι η
οικογένεια, το χωριό και το κάθε επιμέρους άτομο.
Συμπέρασμα: στην
τάξη της φύσης η πόλη προηγείται από τα μέρη της, την οικογένεια, το χωριό και
το κάθε επιμέρους άτομο.
Ο πολίτης, άλλωστε, όπως δηλώνει ο
Αριστοτέλης (Γ1,
1-2) ( είναι μέρος της πόλης («Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις … πλῆθός ἐστιν»): η πόλη ανήκει στην κατηγορία
των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η ταυτότητα
της πόλης συνθέτει:
- Στοιχεία φυσικά (τόπος και άνθρωποι)
- Στοιχεία πολιτικά (συνταγματική τάξη
και πολιτειακή οργάνωση)
Η σύνθεση των στοιχείων είναι οργανική
και από αυτήν την άποψη η πόλη είναι ένα «όλον», δηλαδή ένα οργανικό σύνολο που
έχει Μορφή (παράγοντας οργανικής ενότητας των μερών) και Τέλος (καθορισμένο
σκοπό).
Επομένως, για να κατανοήσουμε το όλον,
δηλαδή την πόλη, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος, δηλαδή τον πολίτη και
τα χαρακτηριστικά του, αφού ο ρόλος του στην πολιτική τάξη είναι καθοριστικός.
Έτσι, προκειμένου ο Αριστοτέλης να
φτάσει στον ορισμό της έννοιας «πόλις», ακολουθεί την αναλυτική μέθοδο. Αναλύει
δηλαδή, μια γενική, σύνθετη έννοια –στην προκείμενη περίπτωση την έννοια
«πόλη»– στα συστατικά της, τα επιμέρους στοιχεία της, τον πολίτη, και
εντοπίζει, προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα, στις ενότητες 11-14,
στην προσπάθειά του να εξηγήσει πώς γεννήθηκε η πόλη, ακολούθησε τη γενετική
μέθοδο.
Β4. Ποια
σχέση έχει η αυτογνωσία με τη δικαιοσύνη, κατά τον Πλάτωνα;
Σύμφωνα με τον ορισμό του Σωκράτη
δικαιοσύνη είναι: «τὸ
τὰ αὑτοῦ πράττειν», με άλλα λόγια: ο καθένας
οφείλει να πράττει για το κοινωνικό σύνολο εκείνο «εἰς ὃ αὐτοῦ ἡ φύσις ἐπιτηδειοτάτη πεφυκυῖα εἴη»(433a).
Ο ορισμός αυτός μπορεί να είναι
σωτήριος για μιαν επιχείρηση, αλλά σε μια κοινωνία ποιος, όσο σοφός και
αδέκαστος κι αν είναι, και με ποια κριτήρια θα καθορίσει τι πρέπει να πράττει ο
άλλος; Δεν αναιρείται η ισότητα όταν εφαρμοσθεί η αρχή αυτή; Για να
κατανοήσουμε τη σκέψη του Πλάτωνα θα πρέπει να την εντάξουμε σε ένα παραδοσιακό
πλαίσιο προβληματισμού που συμπεριλαμβάνει ακόμη και κοσμολογικές αντιλήψεις.
Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο (απ. 94), «Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν». Ούτε ο ήλιος λοιπόν δεν
μπορεί να υπερβεί τα όρια μέσα στα οποία κινείται. Αν τυχόν και τα υπερβεί,
τότε οι Ερινύες, οι βοηθοί της Δικαιοσύνης (πρόσεξε τη χρήση του όρου
επίκουρος· και στην ιδεώδη πολιτεία επίκουροι ονομάζονται όσοι επιβλέπουν την
επιβολή της τάξης) θα τον βρουν και θα τον επαναφέρουν στην τροχιά του. Ξεφεύγοντας
από τα όριά του ο Ήλιος διαπράττει ὕβριν που τιμωρείται αυστηρά. Έτσι
λοιπόν και ο άνθρωπος, για να μην διαπράττει αδικία, οφείλει να μην υπερβαίνει
τα προσωπικά του όρια. Αν ο ίδιος δεν είναι σε θέση είτε από φιλαυτία είτε από
ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης να οριοθετήσει τον τομέα της
δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις
υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του σωφρονέστερου. Δικαιοσύνη
λοιπόν είναι ένα είδος αρμονίας των αντιμαχομένων τάσεων της ψυχής. Η αρμονία
αυτή πηγάζει από το γνῶθι
σαυτόν και τον συνακόλουθο αυτοπεριορισμό. Αν ο άνθρωπος διευρευνήσει τον εαυτό
του και αποδεχτεί τα όριά του, τότε η συμπεριφορά του απέναντι στους
συναθρώπους του, στην πόλη, στους θεούς, στη φύση είναι η ορθή.
Από την άποψη αυτή στη δικαιοσύνη
εμπεριέχονται και οι τρεις άλλες αρετές, η σοφία που διαβλέπει και εκτιμά το
βάρος της προσωπικότητάς μας, η ανδρεία που έχει το θάρρος να αποδεχθεί την
εκτίμηση, και τέλος η σωφροσύνη που επιβάλλει τον αυτοέλεγχο.
Β5. πράττουσι,
δῆλον, καλουμένη,
οἱ
φάσκοντες, τῶν ὅλων: Να γράψετε στην
αρχαία ελληνική γλώσσα τα συνώνυμα των λέξεων, με τη σημασία που έχουν στο
κείμενο.
πράττουσι: δρῶσι
δῆλον: φανερόν
καλουμένη: ὀνομαζομένη
οἱ φάσκοντες: οἱ λέγοντες
τῶν ὅλων: τῶν συγκειμένων