Ενδεικτικό Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου
Ισμήνη Καπάνταη «Αστική οικία στο
Χαλάνδρι»
Όταν η ογδοντάχρονη Ασπασία Αρναούτη
βρίσκεται δολοφονημένη μέσα στο σπίτι της, όλοι οι άνθρωποι του περιβάλλοντός
της θεωρούνται ύποπτοι. Η Ασπασία Αρναούτη, άλλωστε, δεν ήταν αγαπητή σε
κανέναν, αφού μέχρι την τελευταία στιγμή έλεγχε με αυστηρότητα τη ζωή των
παιδιών και των εγγονιών της. Εκείνη είχε τον έλεγχο της μεγάλης οικογενειακής
επιχείρησης· εκείνη είχε τον πραγματικό έλεγχο των χρημάτων· εκείνη έπαιρνε
όλες τις αποφάσεις. Η πανίσχυρη και πάμπλουτη οικογένεια Αρναούτη τίθεται στο
επίκεντρο των αστυνομικών ερευνών.
Το ύφος του ήταν συγκρατημένο και...
αυστηρό; σκέφτηκε ο Χρήστου, που θυμήθηκε τα λόγια του Πετρόπουλου. Ύφος
ανθρώπου που θεωρεί ότι ελέγχει την κατάσταση; Μπορεί. Ανώτερου προς κατώτερο;
Ίσως. Ό,τι και αν ήταν, ήταν καλό. Αν έτσι αισθάνεται, θα χαλαρώσει. Άνοιξε την
τσάντα του κι έβγαλε τα αντίγραφα των καταθέσεων μαζί με το μαγνητόφωνό του.
«Δεν έχετε αντίρρηση να καταγράφεται η
συνομιλία μας;», τον ρώτησε κι όταν ο Αρναούτης κατένευσε πάτησε το κουμπί.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός, επίτηδες και ύστερα, «Απ’ ό,τι διάβασα...», άρχισε,
αλλά ο Αρναούτης τον διέκοψε:
«Ακούστε, κύριε... Πώς είπαμε πως σας
λένε; Μάλιστα, κύριε Χρήστου», κι έκανε ύστερα πως ρίχνει μια βιαστική ματιά
στα διακριτικά της στολής του, τάχα μου πως δεν τον θυμόταν από χτες και μόλις
τότε πρόσεξε τον βαθμό, «Αστυνόμε Χρήστου», συνέχισε, «πριν προχωρήσουμε θα
πρέπει να ξέρετε πως σήμερα το πρωί επικοινώνησα με τον υπουργό. Είμαι
αγανακτισμένος. Κάτι πρέπει να κάνετε και γρήγορα μάλιστα. Οι εφημερίδες
οργιάζουνε. Αυτό το φριχτό έγκλημα πρέπει να διαλευκανθεί το ταχύτερο δυνατόν,
έτσι του είπα. Είμαστε συγκλονισμένοι όλοι στην οικογένεια. Πώς είναι δυνατόν;
Που ζούμε, τέλος πάντων; Τι είδους προστασία έχουμε σ’ αυτόν τον τόπο, όταν
αφήνουμε να κάνουν ό,τι θέλουν αυτές οι συμμορίες; Δεν ξέρω αν είναι αλλοδαποί,
όπως λένε, ή αν πρόκειται για δικά μας αποβράσματα, και να σας πω κάτι; Καθόλου
δεν μ’ ενδιαφέρει. Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ, έτσι είπα στον κύριο
υπουργό, του είπα πως απαιτώ να κάνετε εσείς κάτι, η Αστυνομία μας δηλαδή. Να
κάνετε το καθήκον σας, κύριοι. Σκότωσαν τη μητέρα μου. Καταλάβατε; Τη μητέρα
μου. Να κάνετε λοιπόν κάτι, και γρήγορα αυτήν τη φορά».
Προφανώς, σκέφτηκε ο Χρήστου που τον
άκουγε ανέκφραστος, το γεγονός ότι το θύμα ήταν η δική του μητέρα έκανε, κατά
τη γνώμη του, την πράξη απεχθέστερη.
«Τι έγινε; Τι κάνατε, σας ερωτώ, μ’
εκείνη την υπόθεση της κουνιάδας του Δημητρακόπουλου; Ακόμα τίποτα. Δεν
χρειάζεται να μου απαντήσετε. Διαβάζουμε τις εφημερίδες και ξέρουμε. Για ποιον
λόγο, λοιπόν, πληρώνουμε εμείς όλους αυτούς τους φόρους; Για να έχουμε παρόμοια
αποτελέσματα; Για να μην ξέρει κανείς, όταν πέφτει να κοιμηθεί, αν θα ξημερωθεί
ζωντανός στο κρεβάτι του ή αν...», είπε και στάθηκε.
Ο Χρήστου σιωπηλός τον άφηνε να μιλά. Η
αντίδραση του Αρναούτη δεν τον ξάφνιασε, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο είχε
προβλέψει ο Πετρόπουλος, αλλά γιατί από τη Σχολή ακόμα, στα κεφάλαια τα σχετικά
με τις ανακρίσεις, παρόμοιες αντιδράσεις ήταν μέσα στα στοιχειώδη που διδάσκονταν.
Ήταν η αναμενόμενη πρώτη αντίδραση του ισχυρού, ένοχου ή αθώου, αδιάφορο.
Θυμός, αγανάκτηση, η αγανάκτηση που προκύπτει όταν διαπιστώνεις ελλείψεις και
θεωρείς ότι έχεις το δικαίωμα να εγκαλείς. Τον εγκαλούσε, λοιπόν, όχι εκείνον
ειδικά, αλλά τον όποιον, γενικά και αόριστα, όπως θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να
κάνουν, και το κάνουν άλλωστε πάντοτε, οι φραγκάτοι. Μιλούσε, βλέπεις, το
πορτοφόλι του. Πρόσεξε, ωστόσο, ότι δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να δείξει
συγκινημένος κι αυτό ήταν μάλλον περίεργο.
«Καταλάβατε; Κάτι πρέπει να κάνετε, και
να το κάνετε γρήγορα».
Το ύφος του τώρα είχε αλλάξει ελαφρώς.
Μαλάκωσε; Έγινε μια ιδέα συντροφικότερο; Μπα, όχι. Μάλλον πιο καταδεχτικό.
«Λέτε να είναι και αυτοί της ίδιας
σπείρας ή πρόκειται για άλλους; Τι νομίζετε;», τον ρώτησε.
«Όλα είναι ανοιχτά», του απάντησε ο
Χρήστου κι ας ήταν σίγουρος πως το ενδεχόμενο της σπείρας δεν έπαιζε.
Ισμήνη Καπάνταη «Αστική οικία στο
Χαλάνδρι», Εκδόσεις Ίκαρος, 2017
ΘΕΜΑΤΑ
1ο Θέμα
1. Ποια
στοιχεία της συμπεριφοράς ή των λεγομένων του Αρναούτη υποδηλώνουν πως
αισθάνεται ανώτερος από τον αστυνόμο Χρήστου; Να τεκμηριώσετε την
απάντησή σας με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
Μονάδες 10
2. Αν
ήσασταν στη θέση του αστυνόμου Χρήστου ποια άποψη θα σχηματίζατε για τον
Αρναούτη; Να αναπτύξετε με συντομία τις σκέψεις σας (50-60 λέξεις).
Μονάδες 20
2ο Θέμα
1.
«Ύφος ανθρώπου που θεωρεί ότι ελέγχει την κατάσταση; Μπορεί. Ανώτερου προς
κατώτερο; Ίσως. Ό,τι και αν ήταν, ήταν καλό. Αν έτσι αισθάνεται, θα χαλαρώσει.»
Σε ποιον ανήκουν τα λόγια αυτά; Τι είδους αφηγηματικός τρόπος
αξιοποιείται σ’ αυτό το χωρίο; Σε τι αποσκοπούν τα ερωτήματα;
Μονάδες 10
2.
«Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ, έτσι είπα στον κύριο υπουργό, του είπα πως
απαιτώ να κάνετε εσείς κάτι, η Αστυνομία μας δηλαδή. Να κάνετε το καθήκον σας,
κύριοι. Σκότωσαν τη μητέρα μου. Καταλάβατε; Τη μητέρα μου. Να κάνετε λοιπόν
κάτι, και γρήγορα αυτήν τη φορά».
Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση
του Αρναούτη και πώς κατορθώνει η συγγραφέας να την τονίσει σε αφηγηματικό
επίπεδο;
Μονάδες 10
3. Στα
αστυνομικά μυθιστορήματα ο αφηγητής οφείλει να δημιουργεί υποψίες για όλα τα
πρόσωπα, χωρίς, ωστόσο, να φανερώνει τόσα στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης να
αντιλαμβάνεται πρόωρα την ταυτότητα του ενόχου. Ποια στοιχεία
υποδηλώνουν ύποπτη συμπεριφορά από τη μεριά του ήρωα και ποια συνηγορούν υπέρ
της αθωότητάς του; Τι απουσιάζει από την παρουσίαση του Αρναούτη
που θα μπορούσε να φωτίσει πληρέστερα το χαρακτήρα του (λάβετε υπόψη σας το πώς
γίνεται η παρουσίαση του Χρήστου);
Μονάδες 10
3ο Θέμα
«Για να μην ξέρει κανείς, όταν πέφτει
να κοιμηθεί, αν θα ξημερωθεί ζωντανός στο κρεβάτι του ή αν...»
Ο Αρναούτης δηλώνει απογοητευμένος από
την αποτελεσματικότητα των αρχών να διασφαλίσουν την προστασία των πολιτών. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι
επιπτώσεις σ’ ένα κοινωνικό σύνολο όταν η αυξάνεται η εγκληματικότητα; Να
αναπτύξετε τις σκέψεις σας σε ένα ενιαίο κείμενο των 100-150 λέξεων.
Μονάδες 40
Εναλλακτικά:
Σε μια κοινωνία που βλέπει τα φαινόμενα
βίας και εγκληματικότητας να αυξάνονται, ποιο θεωρείτε ότι είναι το μερίδιο
ευθύνης που αναλογεί στην πολιτεία και ποιο στους θύτες των εγκληματικών
πράξεων; Να αναπτύξετε
τις σκέψεις σας σε ένα ενιαίο κείμενο των 100-150 λέξεων.
Μονάδες 40
Άσκηση δημιουργικής γραφής
Αφού λάβετε ως δεδομένο πως τη
δολοφονία δεν την έχει διαπράξει κάποιο μέλος της οικογένειας Αρναούτη,
καλείστε να δημιουργήσετε έναν νέο ήρωα· τον δολοφόνο. Μπορείτε να αξιοποιήσετε
όποιον αφηγηματικό τρόπο θέλετε.
Μονάδες 40
Απαντήσεις Κριτηρίου
1ο Θέμα
1.
Ο Αρναούτης διατηρεί αυστηρό ύφος απέναντι στον αστυνόμο (Το ύφος του ήταν
συγκρατημένο και... αυστηρό; σκέφτηκε ο Χρήστου) κι όταν εκείνος επιχειρεί να
του μιλήσει, τον διακόπτει απότομα, θέλοντας ίσως να του δείξει ποιος έχει τον
έλεγχο της συζήτησης («Απ’ ό,τι διάβασα...», άρχισε, αλλά ο Αρναούτης τον
διέκοψε). Κατόπιν, κάνει πως δεν θυμάται μήτε το όνομα του αστυνόμου μήτε τον
βαθμό του (τάχα μου πως δεν τον θυμόταν από χτες και μόλις τότε πρόσεξε τον
βαθμό). Ενώ, σπεύδει να του επισημάνει πως έχει ήδη επικοινωνήσει με τον υπουργό,
ένδειξη πως για εκείνον το να συνομιλεί μ’ έναν απλό αστυνόμο είναι σημαντική
παραχώρηση (θα πρέπει να ξέρετε πως σήμερα το πρωί επικοινώνησα με τον
υπουργό). Φροντίζει, μάλιστα, να του τονίσει πως δεν δίστασε να απαιτήσει σε
έντονο ύφος από τον υπουργό την άμεση διαλεύκανση της υπόθεσης, υποδηλώνοντας
τη θέση ισχύος που του διασφαλίζει ο πλούτος της οικογένειάς του (Εκείνο που
θέλω εγώ, που απαιτώ, έτσι είπα στον κύριο υπουργό). Κατόπιν αμφισβητεί ευθέως
την αποτελεσματικότητα της αστυνομίας, θέλοντας να δείξει στον αστυνόμο πως δεν
έχει καμία εμπιστοσύνη στην ικανότητα εκείνου και των συνεργατών του να
εντοπίσουν τον ένοχο ή τους ενόχους (Τι κάνατε, σας ερωτώ, μ’ εκείνη την
υπόθεση της κουνιάδας του Δημητρακόπουλου; Ακόμα τίποτα.).
2.
Ο Αρναούτης συμπεριφέρεται με υπεροψία, εφόσον μοιάζει να θεωρεί δεδομένο πως η
δική του απώλεια οφείλει να αποτελέσει προτεραιότητα για τις αρχές, χωρίς,
μάλιστα να διστάσει να επικοινωνήσει με τον υπουργό απαιτώντας την άμεση
διαλεύκανση της υπόθεσης. Είναι, βέβαια, λογικό να εμφανίζεται αγανακτισμένος,
εφόσον κάποιος δολοφόνησε τη μητέρα του, ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί την
πεποίθησή του πως είναι ανώτερος από τους άλλους. Το γεγονός ότι είναι πλούσιος
τον έχει κάνει να πιστεύει πως βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντι όλων· ακόμη κι
απέναντι στους νόμους.
2ο Θέμα
1.
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Χρήστου και αποτελούν τις σκέψεις του. Ο αφηγητής
αξιοποιεί εδώ την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, προκειμένου να φανερώσει
στον αναγνώστη το τι σκέφτεται ο αστυνόμος κατά τη διάρκεια της συζήτησής του
μ’ έναν εν δυνάμει ύποπτο. Παραχωρεί, λοιπόν, ο αφηγητής στον αναγνώστη
πρόσβαση στο πώς αναλύει και πώς ερμηνεύει την υπόθεση ο αστυνόμος κατά τη
διάρκεια των ερευνών και των ανακρίσεων.
2.
Ο Αρναούτης αισθάνεται θυμό για τη δολοφονία της μητέρας του, αλλά και
αγανάκτηση μπροστά στο ενδεχόμενο να γλιτώσει ο δράστης εξαιτίας της
αναποτελεσματικότητας των αρχών. Θέλει, λοιπόν, να δει αποτελέσματα το ταχύτερο
δυνατόν κι όχι να αποτελέσει κι αυτό το έγκλημα μια ακόμη χρονίζουσα υπόθεση.
Προκειμένου να αποδοθούν τα
συναισθήματα αυτά σε αφηγηματικό επίπεδο ο λόγος του αποκτά επιτακτικό ύφος
μέσω της κλιμάκωσης των εκφράσεών του, των επαναλήψεων, τη χρήση της
υποτακτικής έγκλισης κι ενός ρητορικού ερωτήματος. Ειδικότερα: Κλιμάκωση:
«Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ... απαιτώ...»
Επαναλήψεις: «απαιτώ... απαιτώ... τη
μητέρα μου... Τη μητέρα μου... Να κάνετε... Να κάνετε...»
Υποτακτική έγκλιση: «Να κάνετε το
καθήκον σας, κύριοι. ... Να κάνετε λοιπόν κάτι...»
Ρητορικό ερώτημα: «Καταλάβατε;»
3.
Στα στοιχεία που υποδηλώνουν ύποπτη συμπεριφορά μπορούμε να εντάξουμε αφενός τη
γεμάτη αγανάκτηση συμπεριφορά που υιοθετεί ο Αρναούτης, η οποία θα μπορούσε να
είναι απλώς προσχηματική (Ήταν η αναμενόμενη πρώτη αντίδραση του ισχυρού, ένοχου
ή αθώου, αδιάφορο), καθώς και το ερώτημα σχετικά με την πιθανή εμπλοκή μιας
γνωστής σπείρας, το οποίο παραπέμπει σε προσπάθεια καθοδήγησης των ερευνών προς
συγκεκριμένη κατεύθυνση («Λέτε να είναι και αυτοί της ίδιας σπείρας ή πρόκειται
για άλλους; Τι νομίζετε;»).
Στα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της
αθωότητάς του μπορούμε να εντάξουμε την προσπάθειά του να πιέσει ακόμη και τον
υπουργό προκειμένου να ενταθούν οι έρευνες (πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να
ξέρετε πως σήμερα το πρωί επικοινώνησα με τον υπουργό), καθώς και το γεγονός
πως δεν μπαίνει στη διαδικασία έστω και να υποκριθεί πως είναι συγκινημένος για
την απώλεια της μητέρας του (Πρόσεξε, ωστόσο, ότι δεν είχε κάνει καμιά
προσπάθεια να δείξει συγκινημένος κι αυτό ήταν μάλλον περίεργο). Ο Αρναούτης διατηρεί
σε μεγάλο βαθμό γνήσιες τις αντιδράσεις του και δεν φέρεται όπως θα περίμενε
κάποιος από αυτόν να φερθεί. Έτσι, δεν προσπαθεί να υποκριθεί ότι τον
στεναχώρησε η απώλεια της μητέρας του.
Εκείνο που απουσιάζει από την
παρουσίαση του Αρναούτη είναι πως ο αφηγητής δεν φανερώνει τις σκέψεις του στον
αναγνώστη, όπως κάνει στην περίπτωση του Χρήστου. Έτσι, σε αντίθεση με τον
ανακριτή, που δεν είναι προφανώς ύποπτος, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που έχουν
κάποια σχέση με το θύμα, κινούνται και δρουν χωρίς να δίνεται στον αναγνώστη η
δυνατότητα να γνωρίζει τι σκέφτονται, ώστε να διατηρείται μέχρι τέλους το
μυστήριο σχετικά με την ταυτότητα του δράστη.
3ο Θέμα
Οι πολίτες μιας κοινωνίας που γνωρίζει
έξαρση της εγκληματικότητας αδυνατούν να αισθανθούν ασφαλείς και γίνονται
πολλαπλά επιφυλακτικοί απέναντι στους συνανθρώπους τους. Επέρχεται, έτσι,
διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και κατ’ επέκταση καθίσταται λιγότερο
αποτελεσματική η όποια προσπάθεια αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτιών του
φαινομένου. Ο φόβος, η καχυποψία κι η αγανάκτηση παίρνουν τη θέση θετικότερων
συναισθημάτων, όπως είναι η διάθεση αλληλεγγύης και κατανόησης. Εκεί όπου θα
έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο η επιθυμία στήριξης των ατόμων εκείνων που
ανήκουν σε ομάδες επιρρεπείς στην παραβατική συμπεριφορά, κυριαρχεί μια
τιμωρητική διάθεση. Διάθεση που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη έκταση, όσο
αυξάνεται η βαρύτητα των παραβάσεων. Οι ακραίες εγκληματικές ενέργειες,
άλλωστε, εξωθούν με τη σειρά τους την πολιτεία στην υιοθέτηση αυστηρότερων
ποινών και οδηγούν έτσι σε δραστική υπονόμευση των ανθρωπιστικών ιδανικών,
εφόσον δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας. Η πολιτεία απαντά με σκληρές ή
και απάνθρωπες κυρώσεις στα βίαια εγκλήματα, επιχειρώντας -συνήθως
αναποτελεσματικά- να κατασιγάσει τη βία με βία.
Εναλλακτικά:
Οι εγκληματικές πράξεις, και κυρίως
εκείνες που έχουν ως κίνητρο τη διασφάλιση χρημάτων, βρίσκονται σε άμεση
συσχέτιση με την οικονομική κατάσταση μιας χώρας. Έτσι, σε περιόδους κατά τις
οποίες η ανεργία είναι ιδιαίτερα αυξημένη κι οι μισθοί των εργαζομένων
μειώνονται διαρκώς, παρατηρείται σημαντική αύξηση στις ληστείες και τις
οικονομικές απάτες. Υπ’ αυτή την έννοια μια πολιτεία που δεν κατορθώνει να
διασφαλίσει συνθήκες αξιοπρεπούς εργασιακής απασχόλησης στους πολίτες της, έχει
αναμφίβολα ευθύνη για την έξαρση της εγκληματικότητας. Ευθύνη που διευρύνεται
σημαντικά αν ληφθεί υπόψη πως κι άλλα γενεσιουργά αίτια της εγκληματικής και
της παραβατικής συμπεριφοράς σχετίζονται με τομείς στους οποίους έχει καίριο
λόγο η πολιτεία. Η ελλιπής πνευματική καλλιέργεια των νέων, για παράδειγμα,
επιτρέπει την ευκολότερη καταφυγή στη βία, ως τρόπου αντιμετώπισης των
εσωτερικών εντάσεων ή των διαφωνιών στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων,
διότι απουσιάζει η εμπέδωση των ανθρωπιστικών αξιών. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι
σαφές πως κάθε άτομο χωριστά έχει την ευθύνη των πράξεών του και του τρόπου που
επιλέγει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που βιώνει. Η έλλειψη χρημάτων ή
εργασίας δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη κάθε άνθρωπο σε άνομες πράξεις, εφόσον η
πλειονότητα των πολιτών έχει ένα αυστηρό πλαίσιο ηθικών αρχών που τους
αποτρέπει από τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Άσκηση δημιουργικής γραφής
Όποιο άνοιγμα κι αν επιχειρούσε στην αγορά, όποια κίνηση κι αν σχεδίαζε,
έβρισκε πάντα μπροστά του την Αρναούτη, την Ασπασία Αρναούτη. Η επιχείρησή της
ήταν ο μόνος βασικός του ανταγωνιστής, αλλά τον τελευταίο καιρό η διαφορά
μεταξύ τους είχε διευρυνθεί κατά πολύ. Με μερικές πολύ έξυπνες επενδύσεις η
Αρναούτη είχε γίνει κυρίαρχος στην αγορά. Τα δικά του κέρδη είχαν υποχωρήσει σημαντικά·
σύντομα η εταιρία του θα εμφάνιζε προβλήματα. Κι εκείνη, φυσικά, το ήξερε. Όλα
τα ήξερε εκείνη. Είχε, μάλιστα, το θράσος η παλιόγρια να του κάνει και μια
«φιλική» πρόταση εξαγοράς της επιχείρησης του. Η πρόταση -ευτυχώς- είχε γίνει
εντελώς στα κρυφά. Ήθελε, όπως του είχε πει, να του δώσει χρόνο να το σκεφτεί,
χωρίς να το μυριστούν το θέμα οι οικονομικές εφημερίδες και δοθεί περιττή
δημοσιότητα στην υπόθεση. Τι ευγενική σκέψη! Και τι ανόητη σκέψη, βέβαια...
Ποιος θα υποψιαζόταν, έτσι, εκείνον, αφού κανείς δεν γνώριζε τις μεταξύ τους
συνδιαλλαγές. Επισήμως, οι δυο τους δεν γνωρίζονταν καν... δεν είχαν μιλήσει,
ούτε είχαν συναντηθεί ποτέ. Όλοι ήξεραν, βέβαια, πως οι επιχειρήσεις τους ήταν
ομοειδείς, αλλά ποιος θα σκεφτόταν ποτέ ότι εκείνος, ο Έκτορας Π., ένας άριστος
οικογενειάρχης, θα έφτανε ποτέ σε μια τόσο ακραία κίνηση; Ποιος θα μπορούσε να
γνωρίζει την απελπισία και την απόγνωσή του;