Wyatt McCollum
Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Αριστοτέλη «Πολιτικά»
Ενότητα 11η
1. Αρχίζοντας από την τελευταία πρόταση της ενότητας να δώσετε τον ορισµό της πόλης που συνάγεται από το κείµενο. Ποια είναι η έννοια γένους της πόλης και ποια η ειδοποιός της διαφορά;
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης
κάνει λόγο για διάφορες κοινωνίες, που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους
συμφέρον∙ αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη
νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων,
και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε έναν δήμο. Αυτές
τις κοινωνίες ο Αριστοτέλης της θεωρεί μόρια της πολιτικής κοινωνίας και τις
τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτήν θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει
στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, αλλά σ’ αυτό που
αφορά ἅπαντα τον βίον.
2. Έχοντας υπόψη σας ότι τελεολογική σκέψη ονοµάζουµε αυτή που αναζητεί τελικό ή τελικά αίτια (τέλος = σκοπός) για την εξήγηση των πραγµάτων (φαινοµένων, πράξεων, όντων κτλ.), α) να γράψετε τις φράσεις της ενότητας που δηλώνουν τελικό αίτιο και β) να τις
αναλύσετε µε απλά λόγια.
πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν: (ἀγαθοῦ ἕνεκεν:
εμπρόθετος προσδιορισμός του σκοπού): Κάθε κοινότητα συγκροτείται αποβλέποντας
στην επίτευξη κάποιου αγαθού, κάποιου οφέλους, και φτάνει στην τελείωσή της,
στην ολοκλήρωσή της, επιτυγχάνοντας το αγαθό αυτό. Το κίνητρο, ο κοινός σκοπός
που ωθεί τους ανθρώπους στη σύμπραξη και τη συνύπαρξη είναι η επιδίωξη κάποιου
επιθυμητού κέρδους (αγαθού).
τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες: (τοῦ δοκοῦντος χάριν: εμπρόθετος προσδιορισμός
του σκοπού): Ό,τι ωθεί, άλλωστε, όλους τους ανθρώπους σε δράση, είναι η
επιθυμία να επιτύχουν κάτι που το θεωρούν καλό κι επωφελές για τους ίδιους. Οι
πράξεις των ανθρώπων δεν στερούνται σκοπού, δεν γίνονται ανώφελα, κι ο σκοπός
αυτός είναι πάντοτε κάτι που θεωρείται επιθυμητό και ωφέλιμο.
δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ
τινος στοχάζονται:
(στοχάζονται: έχουν για στόχο τους, αποβλέπουν σε, επιδιώκουν): Όλες, επομένως,
οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό∙ επιδιώκουν να επιτύχουν κάποιο
επωφελές αποτέλεσμα, το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της
κοινωνίας-κοινότητας, καθώς, αν για μια στρατιωτική κοινότητα αγαθό είναι η
πολεμική νίκη (με όσα επιμέρους αγαθά αυτή προσφέρει), για μια εμπορική
κοινότητα αγαθό είναι καθαρά το οικονομικό κέρδος.
μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη: Απ’ όλες τις πιθανές κοινωνίες, ωστόσο,
εκείνη που επιδιώκει το σημαντικότερο αγαθό είναι η πόλη, η οποία κυριαρχεί
μεταξύ όλων των άλλων κοινωνιών, μιας και τις εμπεριέχει στο δικό της πλαίσιο,
και επιδιώκει κάτι το συλλογικά επωφελές, δηλαδή την ευδαιμονία όλων των
πολιτών.
3. Να καταγράψετε τις προκείµενες του συλλογισµού του Αριστοτέλη και το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει σχετικά µε την πόλη. Να προσέξετε ότι τα σηµεία που επεξηγούν όρο ή όρους µιας προκείµενης θα πρέπει να παραλειφθούν, ενώ αντίθετα θα πρέπει να γραφούν οι προτάσεις που υπονοούνται.
Ο ορισµός της έννοιας και η
συλλογιστική πορεία του φιλοσόφου
για τον ορισµό της στην
πραγµατικότητα δεν χωρίζονται. Η διάκριση µπορεί να εξυπηρετήσει µόνο πρακτικούς σκοπούς. Ο ορισµός της «πόλης» που δίνει ο Αριστοτέλης αρχίζει από την έννοια του γένους («κοινωνία»: κοινωνίαν τινὰ οὖσαν) και
προχωρεί στην ειδοποιό διαφορά της από
τις άλλες κοινωνίες, το «στόχο» της που είναι το «κυριότατο από όλα τα αγαθά». Η εξήγησή του για τη σύσταση της πόλης είναι τελεολογική (ὁρῶµεν πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν - τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσιν πάντες).
Ο φιλόσοφος ακολουθεί πορεία από τα γενικά στα επιµέρους∙ έχουμε, δηλαδή έναν παραγωγικό
συλλογισμό. Για την
κατανόηση της δόµησης του συλλογισµού είναι χρήσιµο να επισηµάνουµε την
επανάληψη του επιθέτου πᾶς.
Ο συλλογισµός µπορεί να διατυπωθεί ως εξής:
− κάθε πόλη (βλέπουµε ότι) είναι κοινωνία,
− κάθε κοινωνία έχει συγκροτηθεί χάριν κάποιου αγαθού,
− άρα όλες οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό -και-
− η κυριότατη από όλες τις κοινωνίες αποβλέπει στο κυριότατο από
όλα τα αγαθά.
Για το τελευταίο συµπέρασµα υπονοούνται οι προτάσεις:
(α) κάθε κοινωνία αποβλέπει σε ένα αγαθό ανάλογα µε το χαρακτήρα της,
(β) οι «κατώτερες»/ατελέστερες κοινωνίες αποβλέπουν σε αντίστοιχα αγαθά και οι ανώτερες αντίστοιχα σε ανώτερα αγαθά, άρα η κυριότατη αποβλέπει στο κυριότατο.
Μπορούμε, άρα, από το παραπάνω σχήμα να
δημιουργήσουμε, για μεγαλύτερη σαφήνεια δύο επιμέρους παραγωγικούς συλλογισμούς:
1ος συλλογισμός:
Προκείμενη 1η: Εφόσον η πόλη είναι μια μορφή
κοινωνίας (πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν
κοινωνίαν τινὰ οὖσαν).
Προκείμενη 2η: Κι εφόσον κάθε κοινωνία αποβλέπει σε
κάποιο αγαθό (πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν).
Συμπέρασμα: Είναι φανερό πως και η πόλη, όπως και
κάθε άλλη κοινωνία, αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό (δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται).
2ος συλλογισμός:
Προκείμενη 1η: Εφόσον κάθε κοινωνία αποβλέπει σε
κάποιο αγαθό (πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν
συνεστηκυῖαν).
Προκείμενη 2η: Κι εφόσον η πόλη είναι η ανώτερη απ’
όλες τις κοινωνίες, αφού αυτή εμπεριέχει όλες τις άλλες (ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας
περιέχουσα τὰς ἄλλας).
Συμπέρασμα: Τότε, είναι λογικό, η πόλη να
επιδιώκει το ανώτερο από όλα τα αγαθά (μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων).
4. Να εντοπίσετε το σηµείο της ενότητας που ο Αριστοτέλης συνδέει τον πολίτη µε την πόλη και να εξηγήσετε πώς το αντιλαµβάνεσθε.
(τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες) [πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα για
χάρη εκείνου που θεωρούν ότι είναι καλό]
Σκοπός ύπαρξης της πόλης είναι το αγαθό, για το οποίο πάντα πράττουσι πάντες. Έτσι ήδη από το σηµείο αυτό συνδέει ο φιλόσοφος τον άνθρωπο/πολίτη (πάντες) µε την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως
σκοπού όλων των ανθρώπων µε την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης.
Εφόσον το αγαθό αποτελεί κοινή επιδίωξη
και για τους πολίτες και για την πόλη, τότε είναι εύλογο πως τόσο τα μεμονωμένα
άτομα όσο και η συνολική έκφανση της συνύπαρξής τους, η πόλη, αποσκοπούν στο
ίδιο επωφελές αποτέλεσμα. Για να λειτουργήσει, ωστόσο, η ταύτιση αυτή στις
επιδιώξεις πολιτών και πόλης, θα πρέπει να εννοηθεί ως απαράβατος όρος πως οι
πολίτες έχουν συναίσθηση ότι αποτελούν πολιτικές οντότητες, και πως κάθε τους
πράξη και επιδίωξη συνιστά όχι μια ατομική ενέργεια, αλλά μια πράξη με
πολιτικές προεκτάσεις, εφόσον επηρεάζει και τη ζωή (και άρα τη συμπεριφορά) των
συμπολιτών του.
Αν, επομένως, οι πολίτες ως μεμονωμένες
οντότητες επιδιώκουν την ευδαιμονία τους δια μέσου της ηθικής διαβίωσης -και
όχι με ατομικιστικές, και άρα αντικοινωνικές, διαθέσεις εύκολου πλουτισμού,
εξαπάτησης, κλοπής κτλ.- τότε το επιδιωκόμενο γι’ αυτούς αγαθό ταυτίζεται με το
επιδιωκόμενο και για την πόλη αγαθό.
5. Να εξηγήσετε τη σύνδεση ηθικής και πολιτικής στη σκέψη του Αριστοτέλη (για την οποία συζητήσατε στα Ἠθικὰ Νικοµάχεια) µε βάση το κείµενο της ενότητας.
Η πολιτική, με την έννοια της
συνύπαρξης στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συνόλου, όπου κάθε πράξη και πρόθεση
έχει αντίκτυπο και στους άλλους ανθρώπους, συνδέεται απόλυτα με την έννοια της
ηθικής, καθώς ένα ατελώς ηθικοποιημένο άτομο είναι επιζήμιο για την αρμονική
λειτουργία της πόλης. Όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην επιδίωξη του ανώτερου
αγαθού από την πόλη, εννοεί την ευδαιμονία των πολιτών∙ ευδαιμονία που μπορεί
να προκύψει μόνο αν κάθε πολίτης χωριστά επιδιώκει ενεργά τον ενάρετο βίο και
σέβεται πλήρως του συμπολίτες του. Άρα, στους συλλογισμούς του Αριστοτέλη, η
πολιτική δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την έννοια της ηθικής, υπό την
έννοια πως δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια και ολοκληρωμένη πόλη (και άρα πολιτική
οργάνωση), αν τα μέλη της πολιτείας αυτής δεν έχουν ως μόνιμη στάση ζωής την
επιδίωξη της αρετής.
Μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, αν θυμηθούμε τον ορισμό της ευδαιμονίας, όπως αυτός δίνεται στα Ηθικά Νικομάχεια: Ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ᾽ ἀρετὴν τελείαν [Επειδή η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την τέλεια αρετή].
Η ευδαιμονία δεν είναι μια στατική
κατάσταση στην οποία περιέρχεται το άτομο και παραμένει αδρανώς σε αυτή. Η
επίτευξή της συνίσταται σε μια συνεχή αποζήτηση της αρετής τόσο σε πνευματικό
επίπεδο, όσο και σε επίπεδο δράσης. Η αρετή αυτή, μάλιστα, χαρακτηρίζεται ως
τέλεια για να διακριθεί από τις πιθανές επιμέρους αρετές που συνιστούν
ιδανικούς βαθμούς επίτευξης σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δράσης. Η αρετή,
εδώ, λαμβάνει περισσότερο ηθική διάσταση και σχετίζεται με τις ανθρωπιστικές
αρχές που διέπουν τη στάση του ατόμου απέναντι στους άλλους.
Ψυχική, επομένως, ενέργεια η ευδαιμονία
που αντλείται και διατηρείται μέσα από τη συναισθηματική ευχαρίστηση που
προκύπτει από τις ενάρετες πράξεις. Δεν αποτελεί έτσι ένα τέλος που συνιστά
παύση της δράσης, αλλά μια δυναμική κατάσταση που επιδιώκει μια συνεχή
επαναβεβαίωση με την επιδίωξη της τέλειας αρετής.
Στα Ηθικά Νικομάχεια, μάλιστα,
βρίσκουμε και την παρότρυνση του φιλοσόφου προς εκείνους που θέλουν να γίνουν
πραγματικοί και άριστοι πολιτικοί να γνωρίσουν την έννοια της ευδαιμονίας. Δοκεῖ δὲ καὶ ὁ κατ᾽ ἀλήθειαν πολιτικὸς περὶ ταύτην μάλιστα πεπονῆσθαι∙ βούλεται γὰρ τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ποιεῖν καὶ τῶν νόμων ὑπηκόους [Φαίνεται, λοιπόν, ότι και ο
πραγματικός πολιτικός πρέπει να έχει ασχοληθεί πολύ κυρίως με αυτήν (την
αρετή)∙ εφόσον θέλει να κάνει τους συμπολίτες του ενάρετους και ευπειθείς
απέναντι στους νόμους].
Η ευδαιμονία των πολιτών, η οποία και
αποτελεί απώτερο στόχο της πολιτικής επιστήμης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με
την έννοια της αρετής, καθώς μόνο μέσω αυτής μπορεί να επιτευχθεί η αρμονική
συμβίωση στο πλαίσιο της πολιτείας. Η κατάλληλη αγωγή των πολιτών, ώστε αυτοί
να επιλέγουν σταθερά την αρετή στη ζωής τους και συνάμα να λειτουργούν με
σεβασμό απέναντι στους νόμους, οδηγεί στην ιδεατά επιθυμητή κοινωνική
συνύπαρξη. Εκείνο, άλλωστε, που οφείλει να αποζητά ο πολιτικός δεν είναι η
ευδαιμονία των λίγων, αλλά μια συλλογική ευδαιμονία ισότιμα μοιρασμένη σε όλα
τα μέλη της πολιτείας. Ζητούμενο, όμως, που δεν μπορεί να καταστεί εφικτό,
χωρίς τη συλλογική συμμετοχή στους ενάρετους και έντιμους τρόπους διαβίωσης.
Ο πολιτικός άρα που επιθυμεί να
προσφέρει στους συμπολίτες του τους όρους εκείνους που θα διασφαλίσουν την
απρόσκοπτη διεκδίκηση της ευδαιμονίας, οφείλει να εκλαμβάνει την αρετή ως
βασικό μέσο για την πραγμάτωση του στόχου του. Γεγονός που καθιστά τη γνώση
όσων σχετίζονται με την αρετή -μαζί με τη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής- κεντρικό
κομμάτι του επιδιωκόμενου επιστητού για κάθε μελλοντικό πολιτικό. Γνώση,
βέβαια, που θα πρέπει να προκύπτει όχι ως προϊόν απλής ή θεωρητικής
ενασχόλησης, αλλά ως προσωπικό βίωμα του ίδιου του πολιτικού, ο οποίος θα
πρέπει να θέτει την αρετή ως στόχο της ίδιας του της ζωής.
6. Η παρατήρηση του Αριστοτέλη δῆλον ὡς πᾶσαι (=κοινωνίαι) µὲν ἀγαθοῦ
τινος στοχάζονται νοµίζετε ότι είναι δυνατόν να ισχύει για τις κοινωνίες της εποχής µας; Να στηρίξετε την απάντησή σας µε παραδείγµατα.
Το αγαθό στο οποίο αποσκοπούν πλέον οι
περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες/κοινότητες είναι το οικονομικό κέρδος, κάτι
που αντικατοπτρίζεται και στην ανώτερη των κοινωνιών, το κράτος. Μέριμνα πια
των περισσότερων κρατών είναι η οικονομική ανάπτυξη, στο βωμό της οποίας
θυσιάζουν κάθε κοινωνική πολιτική και ευαισθησία, με διαρκείς περικοπές σε
οποιοδήποτε τομέα δεν αποδίδει οικονομικά ανταλλάγματα. Η κοινωνία (κράτος)
έχει χάσει, έτσι, την -κατά τον Αριστοτέλη- αρχική επιδίωξη της συλλογική
ευδαιμονίας, κι έχει αναμορφωθεί σε μια μονάδα που λειτουργεί προς όφελος των
λίγων∙ προς όφελος των οικονομικά ισχυρών.
Η επιστροφή στον αρχικό προσανατολισμό
της κοινωνικής συνύπαρξης, στην επιδίωξη, δηλαδή, της ευδαιμονίας για κάθε
πολίτη χωριστά, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς κάτι τέτοιο θα
απαιτούσε από τους κοινωνικά προνομιούχους μια διάθεση μοιράσματος των μέχρι
τώρα αποκλειστικά δικών τους ωφελημάτων. Θα απαιτούταν, άρα, μια συλλογική και
κεντρικά κατευθυνόμενη προσπάθεια παιδευτικής αναμόρφωσης των πολιτών, ώστε να
αποδεχτούν και συνειδητά να επιδιώξουν το επωφελές για όλους, και όχι το
ατομικό κέρδος και την ατομική ευδαιμονία.
7. Να συγκρίνετε την άποψη του Αριστοτέλη για τη σύσταση της πόλης µε την άποψη του Πρωταγόρα στον οµώνυµο διάλογο και την άποψη του Πλάτωνα στην Πολιτεία, επισηµαίνοντας πέρα από τις διαφορές και τα κοινά τους σηµεία.
Ο Πρωταγόρας ανήκει στους
σοφιστές που υπερασπίζονται το νόµο, εξηγεί τη σύσταση της πόλεως από την ανάγκη (ανάγκη προστασίας από τα θηρία, ανάγκη επιβίωσης γενικά) αλλά τονίζει ότι χωρίς την ανάπτυξη της αἰδοῦς και της δίκης, της πολιτικής αρετής, δεν µπορούσε να υπάρχει πόλη. Η δυνατότητα ανάπτυξης της πολιτικής αρετής ενυπάρχει στον άνθρωπο, αλλά αναπτύσσεται µε τη διδασκαλία και τη ζωή στην κοινωνία.
Κατά τον Πλάτωνα (Πολιτεία 369 b, c) αιτία της σύστασης πόλεων είναι η έλλειψη αυτάρκειας του
ανθρώπου ως ατόµου και η αλληλεγγύη (βλ. και Νόµους 676 - 680). Η αλληλεγγύη µπορεί να εξηγηθεί ως στάση που οδηγεί στον καταµερισµό της εργασίας και την εξειδίκευση, στην οποία στηρίζεται η ανάπτυξη της πόλης.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως οι κοινωνίες
προέκυψαν ως αποτέλεσμα της έμφυτης ανάγκης των ανθρώπων να συνυπάρχουν, καθώς
ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον
πολιτικόν», και όχι λόγω των εξωτερικών πιέσεων επιβίωσης, όπως αυτό δίνεται ως
αιτία από τον Πρωταγόρα και τον Πλάτωνα. Ωστόσο, παρά τη διαφορά των απόψεών
τους ως προς το ποια ήταν πρώτη ανάγκη που έφερε τους ανθρώπους κοντά
(εσωτερική ή έξωθεν επιβεβλημένη), συμφωνούν όλοι πως για να πετύχει η
συνύπαρξη των ανθρώπων, για να λειτουργήσει ομαλά μια κοινωνία, πρέπει οι
άνθρωποι να λάβουν την αναγκαία αγωγή∙ οφείλουν, δηλαδή, να αποκτήσουν κάποιες
ποιότητες συμπεριφοράς που δεν προκύπτουν αυτόματα.
Η ύπαρξη και η ομαλή λειτουργία μιας
πόλης προϋποθέτει πως τα μέλη της θα έχουν σεβασμό μεταξύ τους, θα αναγνωρίζουν
ο ένας τη συμβολή του άλλου στην κοινή αυτή προσπάθεια, και πως συλλογικά θα
επιδιώκουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για όλους (την ευδαιμονία). Κάθε
παρέκκλιση από αυτό το γενικό πλαίσιο αμοιβαίου σεβασμού και κοινών επιδιώξεων∙
κάθε παρέκκλιση προς την ατομικότητα και τις εγωκεντρικές επιδιώξεις,
δημιουργεί ανεπιθύμητες ανισορροπίες που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία μιας
πολιτειακά οργανωμένης κοινωνίας.
ἐπειδὴ... ὁρῶμεν: Χρησιμοποιώντας τη λέξη ὁρῶμεν ο Αριστοτέλης δηλώνει, στην πραγματικότητα, ότι τα (λογικά)
επιχειρήματά του συχνά τα συλλέγει προσέχοντας τη γύρω του πραγματικότητα. Και όχι, βέβαια, μόνο αυτό, αφού στη
συνέχεια τα επιχειρήματα αυτά ο Αριστοτέλης τα χρησιμοποιεί κιόλας για την
προώθηση της σκέψης του και για εξαγωγή συμπερασμάτων (θυμήσου π.χ. όσα
διάβασες στην 1η ενότητα, όπου ο Αριστοτέλης συνήγαγε συμπεράσματα προσέχοντας
τη "συμπεριφορά" της πέτρας ή της φωτιάς). Με ποιο επίθετο θα χαρακτήριζες
έναν τέτοιο στοχαστή, έναν τέτοιο φιλόσοφο; Ποιο επίθετο θα δήλωνε τότε το
αντίθετο;
Ο Αριστοτέλης είναι ένας εμπειρικός
φιλόσοφος που αξιοποιεί στους συλλογισμούς του τα συμπεράσματα που αντλεί από
την παρατήρηση του κόσμου και της πραγματικότητας γύρω του. Η εμπειρική αυτή
διάσταση των συλλογισμών του τον φέρνει σε αντίθεση προς τα θεωρητικά σχήματα
που δημιουργούσε ο Πλάτωνας, ιδίως όταν αυτός αναφερόταν στον κόσμο των Ιδεών ή
στο αινιγματικά δοσμένο αγαθό. Επιδίωξη του Αριστοτέλη είναι μια προσέγγιση που
θα βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με την πραγματικότητα, και θα είναι άρα εύληπτη
και προσεγγίσιμη απ’ τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Μια προσέγγιση
που δεν θα βασίζεται μόνο σε θεωρητικές συλλήψεις, και ειδικά σε συλλήψεις
απρόσιτες στις αντιληπτικές ικανότητες της πλειονότητας των πολιτών, οι οποίες
θα περιόριζαν τη μετάδοση και άρα την αποτελεσματικότητα των συλλογισμών του.