Vladimir Kush
Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»
Ποια συναισθήματα γεννά
στον αφηγητή - ήρωα η Φεγγαροντυμένη;
Η
εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης αφήνει κατάπληκτο τον Κρητικό, ο οποίος έχει βέβαια
προδιατεθεί για την παρουσία κάποιου ανοίκειου φαινομένου από τη γαλήνη που
ξαφνικά επικράτησε στη φύση «Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τή φύση». Ο ήρωας,
λοιπόν, εντυπωσιάζεται από τη μοναδική ομορφιά της γυναικείας μορφής «Έτρεμε το
δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της», κι από την πρωτόφαντη δύναμή της που
κατορθώνει μ’ ευκολία να επιβληθεί στη φύση «Κί έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν
καλοσύνη. / Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει». Η παρουσία μιας γυναικείας
μορφής που μπορεί να στέκεται πάνω στο νερό χωρίς η επιφάνειά του να υποχωρεί
στο ελάχιστο και η μοναδική ομορφιά της οποίας συνδυάζεται με άπειρη καλοσύνη
και ταπεινοσύνη, συγκινεί βαθύτατα τον ήρωα που αδυνατεί να εξηγήσει το εξαίσιο
αυτό θέαμα. Τον αγγίζει μάλιστα ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η μορφή αυτή
στρέφεται σ’ εκείνον σα να υπάρχει μεταξύ τους μια μαγνητική σχέση «Τέλος σ’
εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, / Καταπώς στέκει στο Βοριά η
πετροκαλαμίθρα / Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει».
Η
αίσθηση ότι η υπέροχη αυτή γυναίκα δείχνει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για εκείνον
δημιουργεί μεγάλη συναισθηματική ένταση στον Κρητικό που δεν μπορεί να
απομακρύνει το βλέμμα του και τη σκέψη του απ’ αυτήν «Την κοίταζα ο
βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη». Ο ποιητής εδώ, γνωρίζοντας την
ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ψυχολογίας, παρουσιάζει τη Φεγγαροντυμένη να προσηλώνεται
στον Κρητικό, καθώς η επίτευξη μιας ισχυρής ψυχικής και πνευματικής σύνδεσης
χρειάζεται την αίσθηση της αμοιβαιότητας. Ο Κρητικός έχει εκπλαγεί από την
ομορφιά της θεϊκής μορφής, αλλά αυτό δε θα επαρκούσε για να τη νιώσει κοντά
στην ψυχή του, χρειάζεται και η αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή νοιάζεται κι
ενδιαφέρεται για εκείνον για να ευοδωθεί η δημιουργία εντονότερων
συναισθημάτων. Η Φεγγαροντυμένη, άλλωστε, αποτελεί μία από τις δοκιμασίες του
Κρητικού, γι’ αυτό και ο ποιητής φροντίζει να της προσφέρει όλα τα στοιχεία
εκείνα που θα μπορούσαν να δελεάσουν τον ήρωα και να κάμψουν την όποια
επιφυλακτικότητα απέναντί της.
Ο
Κρητικός όχι μόνο εντυπωσιάζεται από την ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, αλλά
αισθάνεται κιόλας ότι η μορφή της του είναι οικεία από το παρελθόν κι επιχειρεί
να ανακαλέσει στη μνήμη του την αρχή της οικειότητας αυτής. Οι πιθανές επιλογές
που προβάλλει ο ήρωας, αναφέρονται σε τρεις σημαντικούς τομείς της ζωής του: τη
θρησκεία, τον έρωτα και τη μητρική αγάπη. «Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύ καιρόν
οπίσω, / Κάν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, / Κάνε την είχε ερωτικά
ποιήσει ο λογισμός μου, / Κάν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε τό γάλα της μητρός
μου.» Η Φεγγαροντυμένη έρχεται να καλύψει κάθε ανάγκη του ήρωα και να απαντήσει
σε κάθε αναζήτηση της ψυχής του είτε πρόκειται για την ανάγκη της πίστης είτε
για την ερωτική έλξη είτε και για τη βαθύτερη εκείνη ανάγκη της μητρικής
παρουσίας.
Ο
Κρητικός αισθάνεται ήδη δυνατή έλξη για τη Φεγγαροντυμένη, συγκλονίζεται όμως
όταν συνειδητοποιεί ότι η θεϊκή αυτή γυναίκα είναι σε θέση να διαβάσει τους
πόνους της ψυχής του και μπορεί να νιώσει τους καημούς του χωρίς εκείνος να
χρειάζεται να της πει τίποτα. «Κι ένιωθα πώς μου διάβαζε καλύτερα το νου μου /
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιου μου.» Μπροστά σε αυτό το επίπεδο
κατανόησης και αποδοχής ο Κρητικός ξεσπά σε δάκρυα, τα οποία αφενός έρχονται ως
εκτόνωση της συναισθηματικής έντασης όλων των δεινών που είχε ως τότε
υπομείνει, και αφετέρου ως ένδειξη του πόσο βαθιά τον συγκινεί το γεγονός ότι η
θεϊκή γυναίκα μπορούσε να εισχωρήσει στην ψυχή του και να γνωρίσει κάθε μύχια
σκέψη του «Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, / Κι έχασα αυτό το
θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα / Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου». Η
διείσδυση στην ψυχή του Κρητικού επιτρέπει στη Φεγγαροντυμένη να επηρεάσει
καταλυτικά τον ήρωα -καθώς ο ίδιος αισθάνεται απόλυτη εμπιστοσύνη απέναντί της-
και να συμβάλει έτσι στη ριζική αλλαγή της προσωπικότητάς του.
Ο
ήρωας αισθάνεται έλξη, έρωτα και θαυμασμό για τη θεϊκή γυναίκα, αλλά δεν ξεχνά
την αγαπημένη του γι’ αυτό και ζητά τη βοήθειά της για να καταφέρει να τη σώσει
«Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο νά ‘χω». Η Φεγγαροντυμένη μπροστά σε αυτή
την παράκληση θα συγκινηθεί, καθώς θ’ αναγνωρίσει αφενός την αληθινή και δυνατή
αγάπη του ήρωα για την αρραβωνιαστικιά του και αφετέρου γιατί πιθανώς γνωρίζει
πως η κοπέλα είναι ήδη νεκρή -αν δεχθούμε πως ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς
έχει πράγματι προηγηθεί- και πως η ίδια δεν μπορεί να βοηθήσει τον δοκιμαζόμενο ήρωα: «Εχαμογέλασε γλυκά στον
πόνο της ψυχής μου, / Κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι εμοιαζαν της καλής μου /
Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα». Η Φεγγαροντυμένη
υποχωρεί, και ο Κρητικός που έχει από την αρχή θεωρήσει ως θετική για εκείνον
τη θεϊκή μορφή δεν αντιλαμβάνεται πως η θεϊκή αυτή παρουσία αποτέλεσε μια
δοκιμασία της ηθικής του δύναμης και της αφοσίωσής του στην αγαπημένη του
γυναίκα. Ο Κρητικός εκλαμβάνει το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης ως έκφραση
συμπάθειας και κατανόησης, βλέποντας μάλιστα στο πρόσωπό της την καλή του∙
στοιχείο που υποδηλώνει το βαθμό οικειότητας που είχε αισθανθεί για εκείνη και
την ένταση της μεταξύ τους ψυχικής σύνδεσης.
Ο
Κρητικός έχοντας αντικρίσει στο πρόσωπο της Φεγγαροντυμένης την απόλυτη
καλοσύνη και αγαθότητα, κι έχοντας αισθανθεί πολύ μεγάλη αγάπη και θαυμασμό για
εκείνη, θα μπει σε μια καίρια διαδικασία εσωτερικής αλλαγής. «Εγώ από κείνη τη
στιγμή δέν έχω πλιά τό χέρι, / Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι».
Ερχόμενος σ’ επαφή με τη μοναδική δύναμη της Φεγγαροντυμένης κι έχοντας
αισθανθεί στην ψυχή του τη λυτρωτική δράση της κατανόησης και της αποδοχής που
του χάρισε η θεϊκή μορφή, αποβάλλει τα αρνητικά χαρακτηριστικά της
προσωπικότητάς του και επιχειρεί μια ριζική αναμόρφωση στη ζωή του. Το γεγονός
ότι η παρουσία της θεϊκής μορφής είχε επί της ουσίας μιαν αρνητική όψη εφόσον
αποτέλεσε ένα είδος πειρασμού για την ήρωα, δεν αναιρεί την αλήθεια των
συναισθημάτων του και την ουσιαστική επίδραση που είχε η Φεγγαροντυμένη στην
ψυχή του.
Η
επίδραση, άλλωστε, που άσκησε η θεϊκή γυναίκα στον ήρωα δεν είναι πρόσκαιρη ή
επιφανειακή. Η δική της παρουσία σηματοδοτεί την πλήρη μεταστροφή του ήθους και
της προσωπικότητας του Κρητικού, ο οποίος εγκαταλείπει τη μαχητικότητα που τον
διέκρινε στο παρελθόν και τρέπεται πλέον σ’ έναν επαίτη που βασίζεται στην
καλοσύνη των ξένων για να επιβιώσει: «τ’ απλώνω του διαβάτη / ψωμοζητώντας, κι
έρχεται με δακρυσμένο μάτι». Επιπλέον, είναι η ανάμνηση της Φεγγαροντυμένης που
βοηθά τον ήρωα ν’ αντέξει τη θλίψη και τη δυστυχία του παρόντος, τη βαθιά
δυστυχία που του προξένησε η αδυναμία του να διασώσει την αγαπημένη του, τον
μοναδικό άνθρωπο που είχε απομείνει στη ζωή του: «ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο
νους μου κινδυνεύει, / και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει». Ο ήρωας
αναβιώνει συνεχώς στη σκέψη του (κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν),
ακόμη κι όταν παραδίνεται στον ύπνο (αργά, κι ονείρατα σκληρά την
ξαναζωντανεύουν / και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει, / κι η
θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει), την τραυματική εμπειρία του ναυαγίου
που κατέληξε στην απώλεια της κόρης. Ό,τι
συγκρατεί, επομένως, τον βασανισμένο ήρωα απ’ την πλήρη κατάρρευση είναι η
ανάμνηση της θεϊκής γυναίκας∙ είναι η ανάμνηση της απόλυτης καλοσύνης της και
πολύ περισσότερο της βαθιάς ψυχικής επαφής που είχε μαζί της ο ήρωας.
Τέλος,
θα πρέπει να προσεχθεί η ιδιαίτερη επενέργεια που είχε το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης
στη συνεχιζόμενη προσπάθεια του ήρωα να διασώσει την κόρη. Η αποφασιστικότητά
του που φάνηκε να αναστέλλεται με την εμφάνιση της θεϊκής μορφής, καθώς ο
Κρητικός εξέλαβε την παρουσία της ως ένα θεϊκό αρωγό στον αγώνα του, αποκτά με
την αποχώρηση της Φεγγαροντυμένης μια δυναμική που ξεπερνά κατά πολύ κάθε
προηγούμενη προσπάθεια του ήρωα: «Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα,
/ με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα».