David Olkarny
Οδυσσέας Ελύτης «Ηλικία της γλαυκής θύμησης»
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη
θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως
τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον
μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το
σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει
ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των
νερών Έχει ο Θεός
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή
βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους
ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά
τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία
του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες
μες στα στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη
απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα
μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο
κορμί - τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα
ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο
άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας
στα στήθια μου
το πελαγίσιο
του έμβλημα
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα
τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα
δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη -
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα
πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι
αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα
θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα
χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά
κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα
σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα
επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα
μειδίαμα.
Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι
αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου
που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα
τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’
αντηχεί το Αιγαίο.
Το ποίημα «Ηλικία της γλαυκής
θύμησης» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Προσανατολισμοί» που εκδόθηκε το 1940.
Είναι ένα από τα ωραιότερα
ποιήματα του Ελύτη, στο οποίο γίνεται εμφανής η θετική επίδραση του υπερρεαλισμού
στο λόγο του ποιητή. Αποδεσμευμένος από τα στενά όρια της κυριολεκτικής
διατύπωσης, βρίσκει την ευκαιρία να φέρει στην επιφάνεια τον αντίκτυπο που
έχουν στα ενδότερα της ψυχής του τα ερεθίσματα που δέχεται, με εικόνες και
συνδυασμούς λέξεων που ξαφνιάζουν με την πρωτοτυπία τους, αλλά και με τις
ποικίλες νοηματικές τους προεκτάσεις.
Οι διατυπώσεις του ποιητή δεν
αποσκοπούν στην απόδοση των εξωτερικών στοιχείων της εμπειρίας του, των
πληροφοριών εκείνων δηλαδή που θα βοηθούσαν τον αναγνώστη να ανασυνθέσει το
βίωμα του ποιητή με κάθε του λεπτομέρεια.
Εκείνο που αποζητά πλέον ο
ποιητής είναι να παρουσιάσει την ξεχωριστή μαγεία της στιγμής, τον πλούτο των
συναισθηματικών αποχρώσεων που πλημμύρισαν την ψυχή του κι έδωσαν στο βίωμά του
τη μοναδικότητά του.
Η απόδοση μέσω του γραπτού λόγου
όλων εκείνων των στοιχείων που προσφέρουν σε κάθε εμπειρία την ιδιαίτερη
γοητεία της -όλα εκείνα τα ερεθίσματα κι οι συλλογισμοί που διατρέχουν το νου
του ανθρώπου, το ανακάτεμα οπτικών και ηχητικών παραστάσεων, οι μυρωδιές, η
εσωτερική αναστάτωση, το φτερούγισμα της καρδιάς- που μέχρι πρότινος δύσκολα
μπορούσαν να βρουν την ιδανική τους έκφραση με τους όρους της παραδοσιακής
ποίησης, γίνονται προσιτά στην έκφραση του ποιητή, χάρη στην ελευθερία που του
προσφέρει ο υπερρεαλισμός.
Το κάλεσμα του υπερρεαλισμού για
πλήρη απελευθέρωση του υποσυνειδήτου και για καταγραφή των σκέψεων και των
συναισθημάτων στην πλέον καθαρή και πηγαία μορφή τους, γίνεται στα χέρια του
χαρισματικού ποιητή το μέσο για τη δημιουργία ποιητικών συνθέσεων που φέρνουν τον
ελληνικό ποιητικό λόγο σε πρωτόφαντα επίπεδα. Με τον Ελύτη ο ελληνικός
υπερρεαλισμός διασώζεται από το πρώτο αμήχανο στάδιο της αυτόματης γραφής, που
θα μπορούσε να σημάνει το πρόωρο τέλος αυτής της ρηξικέλευθης προσέγγισης,
καθώς ο ποιητής πολύ σύντομα προσφέρει στο τότε αναγνωστικό κοινό ποιήματα στα
οποία αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι βασικές αρχές του
υπερρεαλισμού.
Ο Ελύτης θα καταγράψει στα
ποιήματά του προσωπικές του εμπειρίες, ιδωμένες όμως υπό το πρίσμα της
εσωτερικής τους αξίας∙
απογυμνώνοντας την ψυχή του δε θα διστάσει να αναζητήσει τις πολλαπλές
απηχήσεις που έχουν εντός του βιώματα που θα μπορούσαν ίσως να προσπεραστούν
από άλλους ποιητές ως αδιάφορα. Το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, το φως
του ήλιου, η ομορφιά των ανθρώπων, η ελπίδα που διαχέεται στον περίγυρο από
κάθε ασβεστωμένο νησιώτικο σπίτι, το πέρασμα του ανέμου κι ό,τι άλλο συνθέτει
το ελληνικό τοπίο θα αποτελέσουν για τον ποιητή ισχυρά ερεθίσματα στη διαρκή
του αναζήτηση για τη θετική όψη της ζωής.
Με τη συνδρομή όλου του πλούτου
της ελληνικής γλώσσας και με διατυπώσεις που δε γνωρίζουν περιορισμούς ούτε
λεκτικούς, ούτε νοηματικούς, ο ποιητής θα δώσει μια νέα απρόσμενη μορφή στον
ελληνικό ποιητικό λόγο. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το βάθος και τη δύναμη της σκέψης
του ποιητή, οι στίχοι του θα αποτελέσουν το όχημα μιας ριζικής ανανέωσης για
την ποίησή μας, όχι μόνο σε επίπεδο έκφρασης, αλλά και σε επίπεδο περιεχομένου.
Πέρα και μακριά από τις απλές
αποδώσεις συναισθηματικών καταστάσεων ή καίριων παρατηρήσεων για τα δεδομένα
της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ποιητικός λόγος του Ελύτη είναι φορέας μιας διεισδυτικής
θέασης της πραγματικότητας. Ακόμη και τις στιγμές που ο ποιητής αφήνει το λόγο
του να διατρέξει την ένταση ενός συναισθήματος, είναι εμφανής η δυνατότητα αποστασιοποίησης
που του επιτρέπει να συλλάβει στην ολότητά της την αξία της στιγμής, αλλά και
τη θέση της στη διαχρονική πορεία της ζωής.
Ο ποιητής αφήνεται στη δύναμη
ενός συναισθήματος ή ενός βιώματος για να αντλήσει από αυτά ή καλύτερα για να
δείξει πως μέσα από αυτά μπορεί να γεννηθεί ευδαιμονία και ελπίδα, όχι τόσο
γιατί το έχει ανάγκη ο ίδιος, αλλά γιατί γνωρίζει πως οι άνθρωποι χρειάζονται
στηρίγματα, χρειάζονται μια πηγή ελπίδας, για να μπορέσουν να συνεχίσουν τον
επώδυνο αγώνα της ζωής.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως
μεγάλο μέρος του ποιητικού έργου του Ελύτη συντίθεται σε χρόνια πάρα πολύ
δύσκολα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Έτσι, την ώρα που οι Έλληνες
κλονίζονται από το φόβο και την απελπισία, ο ποιητής θέλει να τους αποκαλύψει
πως η ευτυχία, η δυνατότητα της ευτυχίας, βρίσκεται πραγματικά στα λίγα που
έχουν στη ζωή τους. Ένα φιλί, μια αγκαλιά, το λαμπρό φως του ήλιου πάνω στη
θάλασσα, είναι από μόνα τους επαρκή για να δώσουν σ’ έναν άνθρωπο ό,τι έχει
ανάγκη.
Ανάλυση του ποιήματος
Το ποίημα «Ηλικία της γλαυκής
θύμησης» καταγράφει αναμνήσεις του ποιητή από την εποχή της πρώτης του νεότητας∙ ξεκινά από το χώρο και τους
ανθρώπους που αποτελούσαν το τότε περιβάλλον του και κορυφώνεται με την αναφορά
σε μια ερωτική εμπειρία του ποιητή.
Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά
του είναι η ηλικία, η εποχή, που αναθυμάται την εμπειρία αυτή που είναι
πλαισιωμένη στη σκέψη του απ’ το λαμπρό γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Η
θύμηση, η ανάμνηση των περασμένων βιωμάτων, χαρακτηρίζεται γλαυκή, γαλάζια,
αποδίδοντας ό,τι χαρακτήριζε κυριαρχικά το νησιώτικο χώρο, όπου έζησε όσα εδώ
αποδίδει.
«Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη
θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως
τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον
μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το
σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που
διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των
νερών Έχει ο Θεός»
Το χαρακτηριστικό ελληνικό τοπίο
με τους ελαιώνες και τ’ αμπέλια που φτάνουν ως τη θάλασσα, συμπληρώνεται από
τις κόκκινες ψαρόβαρκες που ξυπνούν στον ποιητή αναμνήσεις από παλιότερες
εποχές, από παιδικά βιώματα και παραστάσεις.
Τα χρυσά καλύμματα (έλυτρα) του
Αυγούστου συντίθενται από φύκια ή όστρακα που λαμποκοπούν κάτω απ’ το φως του
λαμπρού ήλιου. Ιδίως τις ώρες του μεσημεριού, τις ώρες της παραδοσιακής ξεκούρασης
για τους Έλληνες, όλο το νησιώτικο τοπίο μοιάζει να καλύπτεται απ’ τη χρυσή
αυτή σύνθεση.
Ένα ακόμη στοιχείο του χώρου, που
έχει μείνει στη μνήμη του ποιητή, είναι ένα καινούριο σκάφος, μόλις βγαλμένο
στα νερά της θάλασσας, που με το πράσινο χρώμα του δημιουργεί εύκολα το
συσχετισμό με την έννοια της ελπίδας. Σκέψη που ενισχύεται από το όνομα του
σκάφους που καθρεφτίζεται στα γαλήνια νερά του λιμανιού: «Έχει ο Θεός». Η φράση
αυτή, που τόσο συχνά ακούγεται από τους Έλληνες, εκφράζει όλη την εμπιστοσύνη
των ανθρώπων πως ο Θεός θα σταθεί στο πλευρό τους, φροντίζοντας να μη φτάσουν
ποτέ στην έσχατη ανάγκη.
Παρά τη φτώχια και τις δυσκολίες
που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες, έχουν πάντοτε την ελπίδα πως με τη σκληρή
καθημερινή δουλειά και με τη βοήθεια του Θεού θα είναι τουλάχιστον σε θέση να
εξασφαλίζουν τα προς το ζην.
«Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή
βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους
ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά
τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία
του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες
μες στα στήθια.»
Οι εικόνες του φυσικού και υλικού
χώρου που μας δίνονται στην πρώτη στροφή του ποιήματος, συμπληρώνονται με
αναφορές στους ανθρώπους, στους νέους άνδρες του νησιού.
Ο πρώτος στίχος έρχεται ως
υπενθύμιση πως όσα αναφέρει ο ποιητής αποτελούν βιώματα του παρελθόντος∙ με τα χρόνια μάλιστα να έχουν
περάσει πολύ γρήγορα, σαν τα φύλλα ενός δέντρου που πέφτουν ή σαν τα βότσαλα
που παρασύρονται απ’ το νερό της θάλασσας.
Ο ποιητής θυμάται τα νέα παιδιά,
που έφευγαν ως ναύτες -μία από τις βασικές επαγγελματικές επιλογές των
νησιωτών- γεμάτα τόση ζωντάνια, ενθουσιασμό και δύναμη, που ήταν σα να
μετέδιδαν στα πανιά των καραβιών το χρώμα της καρδιάς τους, σα να μετέδιδαν όλη
τη ζωτικότητα και το πάθος της νιότης τους στα πανιά.
Η επιλογή τους, άλλωστε, να
ακολουθήσουν το δύσκολο αυτό επάγγελμα έκρυβε όχι μόνο την επιθυμία τους να
εργαστούν προκειμένου να στηρίξουν την οικογένειά τους, και μετέπειτα να
δημιουργήσουν τις δικές τους οικογένειες, αλλά και από τους έμφυτους πόθους της
νεότητας να γνωρίσει τον κόσμο, να ζήσει πρωτόγνωρες εμπειρίες κι εκπληκτικές
περιπέτειες.
Έτσι, τα μικρά αυτά παιδόπουλα
τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, υμνούσαν τις ομορφιές του άγνωστου
κόσμου, που είχαν την προσδοκία πως θα γνωρίσουν.
Είχαν στα στήθια τους
ζωγραφιστούς βοριάδες, τιμώντας τον άνεμο με τη δύναμη του οποίου θα γίνονταν
εφικτά τα ταξίδια τους, αλλά και γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις δυσκολίες που
θα αντιμετώπιζαν από τον ίδιο αυτό άνεμο που στο πρόσταγμά του η θάλασσα
μπορούσε να γίνει θανάσιμη.
«Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη
απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα
μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο
κορμί - τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα
ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο
άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας
στα στήθια μου
το πελαγίσιο
του έμβλημα»
Στο μέσο του ποιήματος ο ποιητής
μας παρουσιάζει την έλευση της αγαπημένης γυναίκας που θα του προσφέρει την
ευδαιμονία του έρωτα.
Ο ποιητής περνά από το χώρο και
τους ανθρώπους του νησιού στον εαυτό του, φανερώνοντας πως τη στιγμή που
πρωτοαντίκρισε την όμορφη κοπέλα ο ίδιος βρισκόταν σε μια κατάσταση απορίας
σχετικά με τη δική του πορεία, σχετικά με τις δικές του επιδιώξεις.
Η ερώτηση «τι γύρευα» που θα
επαναληφθεί δύο φορές στο πλαίσιο αυτής της στροφής δείχνει εμφατικά πως ο
ποιητής την ώρα που ανακάλυψε τον έρωτα στο πρόσωπο της κοπέλας, ήταν ακόμη
δίχως προσανατολισμό σχετικά με τη δική του ζωή.
Η κοπέλα εμφανίζεται κάτω απ’ τα
ρόδινα χρώματα της ανατολής του ηλίου, με τα μάτια της να προδίδουν μια σοφία
παράταιρη σε σχέση με τη νεότητα του ηλιοκαμένου κορμιού της. Το βλέμμα της
κοπέλας, που είναι σα να έχει την ηλικία της θάλασσας, που εκπέμπει δηλαδή μια
βαθιά σχεδόν άχρονη ωριμότητα, μοιάζει να κατέχει όλες τις βεβαιότητες που στερούταν
ο ίδιος ο ποιητής.
Έτσι, σε αντιδιαστολή με τη νεαρή
γυναίκα, ο ποιητής βρίσκεται ακόμη σε μια έντονη κατάσταση απορίας σχετικά με
τον εαυτό του και την προοπτική του. Χαρακτηριστική ως προς αυτό η αναφορά στις
θαλασσοσπηλιές όπου συχνά κατέφευγε για να έχει την ευκαιρία να αφήνεται σε
ονειροπολήσεις, στις αναγκαίες εκείνες θεάσεις πιθανών εκδοχών της μελλοντικής
του ζωής, σε αναζήτηση ουσιαστικά της πλέον επιθυμητής εκδοχής.
Η περιγραφή του χώρου των σπηλιών
βρίσκεται σε ανταπόκριση με τη συναισθηματική ένταση του ποιητικού υποκειμένου∙ ο άνεμος που κάνει τα νερά να
αφρίζουν στο εσωτερικό της σπηλιάς, εμφανίζεται προσωποποιημένος να «αφρίζει»
τα αισθήματά του. Η πληθώρα των συναισθημάτων του ποιητή που αποζητούν την
εκτόνωσή τους, καθρεφτίζονται στην αφρισμένη κίνηση των νερών, στο συνεχές
πέρασμα του ανέμου, που όχι μόνο ταράζει τα νερά, αλλά μοιάζει να αφήνει το σημάδι
του και στον ίδιο τον ποιητή.
Η δύναμη του άγνωστου, γαλάζιου
ανέμου, η ελευθερία του περάσματός του, σφραγίζει τα στήθια του νέου ποιητή,
δίνοντάς του ως δώρο την ιδιαίτερη αίσθηση που αποκτούν οι άνθρωποι της
θάλασσας∙ την αγάπη για τα
ταξίδια, για την ελευθερία και φυσικά για το γαλάζιο της θάλασσας.
«Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα
τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα
δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη -
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα
πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι
αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα
θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα
χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά
κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος»
Υπό τη δεσποτεία του ανέμου
βρίσκεται κι η αμέσως επόμενη ανάμνηση του ποιητή, όπου παρουσιάζει τον εαυτό
του σε μια στιγμή έντασης και πόνου.
Στην παραλία του νησιού, όπου
έκλεινε στα δάχτυλά του την άμμο σ’ ένα παιχνίδισμα την ώρα που ήταν
παραδομένος στις σκέψεις και τα αισθήματά του, ένιωθε αίφνης να μπαίνει στα
μάτια του η άμμος, που παρασυρμένη απ’ τον άνεμο του προκαλούσε πόνο και των
ωθούσε να σφίγγει τα δάχτυλά του.
Οι στιγμές που ο ποιητής
παραδινόταν στις ονειροπολήσεις, μη έχοντας ακόμη βρει τον προορισμό του,
ακολουθούνται απ’ τις στιγμές της οδύνης, απ’ τις στιγμές που η έντασή του
έφτανε πια στην κορύφωσή της.
Και συνειρμικά από τον προσωπικό
του πόνο, από την ψυχική του οδύνη περνά σ’ έναν άλλο πόνο, σ’ αυτόν που ένιωσε
η αγαπημένη του την πρώτη φορά που ολοκλήρωσαν τον έρωτά τους.
Ήταν, αναφέρει ο ποιητής, Απρίλης
όταν ένιωσε για πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος της, όταν δηλαδή από την απλή
επιθυμία και προσδοκία, πέρασαν στην πραγμάτωση του έρωτά τους.
Το ανθρώπινο σώμα της -όχι πια
αυτό του ερωτικού οραματισμού, αλλά το σώμα της στην πραγματική του υπόσταση-
ήταν φτιαγμένο από πηλό και αμαρτία, ήταν δηλαδή αμιγώς γυναικείο, ξυπνώντας
στο ποιητικό υποκείμενο όλη την ένταση του πόθου, που είναι φτιαγμένη η γυναίκα
για να προκαλεί.
Ήταν ακριβώς όπως την πρώτη μέρα
τους στη γη, όταν δηλαδή δημιουργήθηκαν οι πρωτόπλαστοι, γυμνοί και αγνοί.
Ο συσχετισμός εδώ του ερωτικού
ζευγαριού με τους πρωτόπλαστους φανερώνει όλα εκείνα τα συναισθήματα που
συνοδεύουν την πρώτη γεύση του έρωτα∙
την αίσθηση πως οι ερωτευμένοι είναι σα να ανακαλύπτουν από την αρχή την
ερωτική πράξη, η οποία συνάμα δεν είναι ακόμη πλήρως απαλλαγμένη από μια
αίσθηση απαγορευμένου.
Το γιόρτασμα, μάλιστα, των αμαρυλλίδων,
το γιόρτασμα των υπέροχων αυτών λουλουδιών, ενισχύει τον παραλληλισμό με το
παραδείσιο περιβάλλον και καθιστά σαφέστερη την ξεχωριστή θέση που έλαβε στη
σκέψη του ποιητή η πρώτη αυτή επαφή με τον έρωτα.
Ο πόνος της κοπέλας -ένδειξη της
έντασης του ερωτικού πάθους- ήρθε ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς δαγκωματιάς στα
χείλη και μιας βαθιάς νυχιάς στο δέρμα, κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο
χρόνος. Μια νυχιά με την ένταση του πρώτου εκείνου ερωτικού σπασμού που χαράζει
τη ανάμνηση της πράξης για πάντα στη μνήμη του ανθρώπου.
«Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’
άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα
επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα
μειδίαμα.»
Ο αποχωρισμός των ερωτευμένων
-αθέλητος, μα αναγκαίος- αποκαλύπτει όλη την αγνότητα του ερωτικού
συναισθήματος, με τη λέξη «άσπρα» -χρώμα δηλωτικό της αγνότητας- να
επαναλαμβάνεται δύο φορές.
Καθώς ο ποιητής φεύγει μακριά από
την αγαπημένη κοπέλα, ένας δυνατός και ηχηρός άνεμος σήκωσε στον αέρα τα άσπρα
σπίτια, σήκωσε ψηλά τα άσπρα αισθήματα, ψηλά στον ανοιξιάτικο ουρανό που φώτιζε
σα να χαμογελούσε.
Το σάρωμα των άσπρων σπιτιών και
αισθημάτων υποδηλώνει το πέρασμα από την αγνότητα της πρώτης νεότητας κι από
την αθώα σκέψη πως οι άνθρωποι που σμίγουν είναι για να μείνουν για πάντα μαζί,
στην ενήλικη και πικρή επίγνωση πως κάποτε ο έρωτας δεν είναι παρά ένα
αποκορύφωμα, χωρίς συνέχεια και μέλλον.
«Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι
αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου
που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα
τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’
αντηχεί το Αιγαίο.»
Η καταληκτική στροφή του
ποιήματος που μας φέρνει στο παρόν του ποιητικού υποκειμένου, αποτελεί έναν
απολογισμό για όσα κέρδισε, για όσα πήρε από τον πρώτο του έρωτα, αλλά και
γενικότερα από τις εμπειρίες του στο χώρο του νησιού.
Τώρα πια θα έχει κοντά του ο
ποιητής ένα λαγήνι, ένα δοχείο με αθάνατο νερό, μια πηγή δηλαδή αναμνήσεων που
θα φωτίζουν για πάντα τη ζωή του με την ομορφιά, την αγνότητα και την ένταση
της νιότης.
Θα έχει μέσα στην ψυχή του την
εικόνα του ανέμου που στο πέρασμά του κλονίζει κάθε τι στάσιμο, θα έχει αυτή
την ασίγαστη ανάγκη ελευθερίας∙
στην ένταση και στον απόλυτο βαθμό που μόνο ο άνεμος γνωρίζει.
Θα έχει στη σκέψη του τα χέρια
της αγαπημένης γυναίκας, ενθυμήματα του πρώτου έρωτα, που δε βρήκε τη δικαίωση
του χρονικά, που δε γνώρισε την επιθυμητή διάρκεια. Θα έχει τέλος το κοχύλι της
αγαπημένης του, στο οποίο θα μπορεί να ακούει τους ήχους του Αιγαίου.