Κωνσταντίνος
Καβάφης «Παλαιόθεν Ελληνίς»
Καυχιέται η Aντιόχεια για τα λαμπρά της κτίρια,
και τους ωραίους της δρόμους· για την περί αυτήν
θαυμάσιαν εξοχήν, και για το μέγα πλήθος
των εν αυτή κατοίκων. Καυχιέται που είν’ η έδρα
ενδόξων βασιλέων· και για τους καλλιτέχνας
και τους σοφούς που έχει, και για τους βαθυπλούτους
και γνωστικούς εμπόρους. Μα πιο πολύ ασυγκρίτως
απ’ όλα, η Aντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις
παλαιόθεν ελληνίς· του Άργους συγγενής:
απ’ την Ιώνη που ιδρύθη υπό Aργείων
αποίκων προς τιμήν της κόρης του Ινάχου.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνθέτει ένα
ακόμη από εκείνα τα ιστοριογενή ποιήματα που αποσκοπούν στο να τονίσουν πόσο
σημαντικό υπήρξε κάποτε το κύρος του ελληνισμού. Οι άλλοι λαοί επιθυμούσαν όχι
μόνο να μάθουν την ελληνική γλώσσα και να γίνουν μέσω αυτής κοινωνοί της
υπερέχουσας ελληνικής παιδείας, μα επιζητούσαν και να επιδείξουν κάθε πιθανό
στοιχείο σύνδεσης που είχαν με τον ελληνισμό, αφού καθετί τέτοιο αποτελούσε
πηγή μεγάλης υπερηφάνειας και τιμής.
Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τους
πολίτες της Αντιόχειας, οι οποίοι έχουν βέβαια πολλά για τα οποία μπορούν να
καυχηθούν, μα τίποτε δεν αποτελεί γι’ αυτούς μεγαλύτερο καύχημα από το γεγονός
ότι η ίδρυση της πόλης του συνδέεται από πολύ παλιά με τους Έλληνες, και
ειδικότερα τους Αργείους.
Καυχιέται η Aντιόχεια για τα λαμπρά της κτίρια,
και τους ωραίους της δρόμους∙ για την περί αυτήν
θαυμάσιαν εξοχήν, και για το μέγα πλήθος
των εν αυτή κατοίκων.
Η Αντιόχεια, ως μεγάλο εμπορικό και πνευματικό
κέντρο της εποχής της, έχει πολλά για τα οποία μπορεί να καυχιέται. Είναι,
άλλωστε, μια μεγάλη πόλη, με πολλούς κατοίκους, λαμπρά και φροντισμένα κτίρια,
μα και ωραίους δρόμους. Ενώ, η εξοχή που βρίσκεται γύρω από αυτή, όπως για
παράδειγμα το προάστιο της Δάφνης, συμπληρώνει έξοχα τον αστικό χώρο και
προσφέρει στους πολίτες τη δυνατότητα να περνούν εκεί ευχάριστες στιγμές
αναψυχής.
Καυχιέται που είν’ η έδρα
ενδόξων βασιλέων∙ και για τους καλλιτέχνας
και τους σοφούς που έχει, και για τους βαθυπλούτους
και γνωστικούς εμπόρους.
Η Αντιόχεια καυχιέται για το γεγονός
ότι αποτελεί την έδρα της ένδοξης βασιλικής γενιάς των Σελευκιδών, που
κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα πλούσιο και ισχυρό βασίλειο∙ καυχιέται, όμως,
και για τους καλλιτέχνες της, όπως και για τους σοφούς της, η εκεί παρουσία των
οποίων φανερώνει πως η Αντιόχεια αποτέλεσε για πολύ μεγάλο διάστημα πόλο έλξης
για τους πνευματικούς ανθρώπους και τους ανθρώπους της τέχνης. Καυχιέται,
βέβαια, και για τους βαθύπλουτους εμπόρους της, οι οποίοι απέδειξαν πως είχαν
την αναγκαία σύνεση και γνώση, ώστε να εκμεταλλευθούν πλήρως όλα τα
πλεονεκτήματα που προσέφερε η καίρια γεωγραφική θέση της πόλης.
Μα πιο πολύ ασυγκρίτως
απ’ όλα, η Aντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις
παλαιόθεν ελληνίς∙ του Άργους συγγενής:
απ’ την Ιώνη που ιδρύθη υπό Aργείων
αποίκων προς τιμήν της κόρης του Ινάχου.
Μα τίποτε απ’ όλα αυτά δεν αποτελεί
μεγαλύτερη πηγή υπερηφάνειας για την Αντιόχεια από το γεγονός ότι είναι πόλη
ελληνική από πολύ παλιά, παλαιότερα ακόμη και από την επίσημη ίδρυσή της από
τον Σέλευκο Α΄, αφού στο χώρο που επέλεξε ο Σέλευκος για τη δημιουργία της
Αντιόχειας, προϋπήρχε η Ιώνη, που την είχαν ιδρύσει οι Αργείοι για να τιμήσουν
την Ιώ, την κόρη του βασιλιά τους, Ινάχου. Έτσι, η Αντιόχεια μπορούσε να
επαίρεται για το γεγονός ότι είχε ακόμη πιο βαθιές ελληνικές ρίζες απ’ ό,τι οι
άλλες πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων, αφού η δική της ελληνικότητα ξεκινούσε
πολύ παλαιότερα από την ελληνιστική περίοδο.
Σύμφωνα με μια παράδοση, η Ιώ, κόρη του
βασιλιά του Άργους, Ινάχου, αφού μεταμορφώθηκε σε δαμάλα από τον Δία και
περιπλανήθηκε κυνηγημένη από την Ήρα, πέθανε στην Συρία, όπου οι Αργείοι
ίδρυσαν πόλη και ναό προς τιμήν της. Στον ίδιο τόπο, το 300 π.Χ., ο Σέλευκος Α΄
έκτισε την Αντιόχεια.
Ίναχος: ο σημαντικότερος ποταμός της
Αργολίδας, ο οποίος στους αρχαίους χρόνους προσωποποιήθηκε και λατρεύτηκε ως
παλαιότατος βασιλιάς της χώρας και γενάρχης των βασιλικών της γενεών. Όπως όλοι
οι μεγάλοι ποταμοί, θεωρήθηκε και ο Ίναχος γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, και
πρώτος βασιλιάς του Άργους.
Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, ο
Ίναχος έφερε τους Αργείους από τα όρη στην πεδιάδα, την οποία έκανε
κατοικήσιμη, αφού περισυνέλεξε τα νερά. Κατά τη διάρκεια της αρχής του συνέβη η
διαμάχη μεταξύ Ποσειδώνος και Ήρας για την κατοχή της χώρας. Ο Ίναχος τότε,
μαζί με τον Κηφισό και τον Αστερίωνε, απέδωσε τη χώρα στην Ήρα, γεγονός που
εξόργισε τον Ποσειδώνα, ο οποίος εξαφάνισε τα νερά των ποταμών. Έτσι, ο Ίναχος
καθιέρωσε τη λατρεία της Ήρας στο Άργος.
Χρονολογικά, ο Ίναχος θεωρήθηκε
σύγχρονος του Εριχθονίου και του Ευμόλπου. Στην εποχή του, μάλιστα,
τοποθετείται και η φυγή των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο.
Νυμφεύθηκε την κόρη του Ωκεανού Μελία
και απέκτησε τον Φορωνέα και τον Αιγιαλέα. Ως παιδιά του αναφέρονται επίσης η
Μυκήνη, ο Άργος, ο Πελασγός και η Ιώ. Ο Ίναχος έγινε έτσι ο γενάρχης της
ηρωικής αργειακής γενιάς και οι απόγονοί του ονομάστηκαν Ιναχίδαι.
Χαρακτηριστική για τη λατρεία του Ινάχου είναι η προς τιμήν του προσφορά κώμης
από τον Ορέστη.
Αντιόχεια: Η Αντιόχεια ιδρύθηκε το 300 π.Χ. από
τον Σέλευκο Α΄ Νικάτορα, πρώην στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως στρατιωτικό
κέντρο αλλά και ως εστία διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού στη Συρία. Η
στρατηγική θέση της πόλης, που δέσποζε στη βορειοδυτική Συρία ελέγχοντας τις
στρατιωτικές και εμπορικές επικοινωνίες τόσο από την Ανατολή προς τη Δύση όσο
και από Βορρά προς Νότο, συνέβαλε στην ανάπτυξη και ευημερία της κατά τους
ελληνιστικούς, του ρωμαϊκούς και πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Το ωραίο
προάστιο της Δάφνης, 8 χιλιόμετρα νότια της πόλης, ήταν ο αγαπημένος τόπος
αναψυχής κι εξοχικής διαμονής των ανώτερων τάξεων της Αντιόχειας, ενώ ο
θαλάσσιος λιμένας της Σελεύκειας Πιερίας, στις εκβολές του Ορόντη, χρησίμευε ως
επίνειο της πόλης. Η Αντιόχεια ήταν το κέντρο του βασιλείου των Σελευκιδών
μέχρι το 64 π.Χ., οπότε προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και αποτέλεσε την
πρωτεύουσα της επαρχίας της Συρίας.
Η Αντιόχεια, όπου κατέληγαν οι δρόμοι
των καραβανιών που μετέφεραν τα διάφορα αγαθά από την Περσία και την Άπω
Ανατολή, ήταν και η έδρα της ρωμαϊκής φρουράς της Συρίας, ένα από τα κύρια
καθήκοντα της οποίας ήταν η υπεράσπιση των ανατολικών συνόρων από τις περσικές
επιθέσεις. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής αναρχίας του 3ου μ.Χ.
αιώνα, η πόλη καταλήφθηκε από τον Σασανίδη βασιλιά Σαπούρ Α΄ (γύρω στα 260
μ.Χ.) και για ένα διάστημα (261-272 μ.Χ.) περιήλθε υπό τον έλεγχο του
ανεξάρτητου βασιλείου της Παλμύρας.
Η Αντιόχεια υπήρξε ένα από τα πρώτα
κέντρα του χριστιανισμού. Και εκεί (γύρω στα 40 μ.Χ.) οι οπαδοί του Χριστού
ονομάστηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί. Χρησίμευσε ως ορμητήριο για τις
περιοδείες του αποστόλου Παύλου (γύρω στα 47-55) και προσέφερε αρκετούς από
τους πρώτους μάρτυρες.
Ιώ: μορφή του αργειακού κύκλου, κόρη του
ποτάμιου θεού Ινάχου ή του ηγεμόνα της Τίρυνθος Πειρήνος ή Πειράσου, ή του
Ιάσου γιου της Ισμήνης και της Μελίας ή της Πειθούς. Κατά μία παράδοση, η Ιώ
ήταν ιέρεια της θεάς Ήρας στο Άργος. Η μεγάλη ομορφιά της έκανε τον Δία να την
ερωτευτεί και να σμίξει μαζί της, προκαλώντας έτσι τη ζήλεια της Ήρας. Για να
γλιτώσει την ερωμένη του από την οργή της συζύγου του, μεταμόρφωσε την Ιώ σε
αγελάδα και ορκίστηκε ότι ποτέ δεν έσμιξε μαζί της ερωτικά. Η Ήρα ζήτησε από
τον Δία να της χαρίσει την αγελάδα και εκείνος, για να μην κινήσει τις υποψίες
της, τής την έδωσε. Άλλη παράδοση (Αισχύλος) διηγείται ότι η Ήρα μεταμόρφωσε
την Ιώ σε αγελάδα, ο Ζευς όμως κατάφερε να σμίξει μαζί της ερωτικά, παίρνοντας
τη μορφή ταύρου. Ως τόπος της μεταμόρφωσης της Ιούς σε αγελάδα αναφέρεται στο
έπος Αιγίμιος η Εύβοια, που από το γεγονός αυτό πήρε την ονομασία της (ευ +
βους), στον Αισχύλο η Λέρνα, ενώ σε μεταγενέστερη πηγή η Αττική.
Όταν η Ήρα απέκτησε την Ιώ-αγελάδα, την
έδωσε στον Πανόπτη Άργο -που λεγόταν έτσι γιατί είχε σε όλο το σώμα του μάτια-
για να τη φυλάει. Ο Άργος την έδεσε στην ελιά που βρισκόταν στο άλσος των
Μυκηνών και επαγρυπνούσε παίζοντας τον αυλό του. Ο Ερμής, όμως, κατά διαταγή
του Διός, σκότωσε τον Άργο, έκλεψε την αγελάδα και την άφησε ελεύθερη. Η Ήρα,
όταν το αντιλήφθηκε, έστειλε μια αλογόμυγα (οίστρο), που τρέλαινε την Ιώ με τα
τσιμπήματά της και την ανάγκασε να περιπλανιέται χωρίς σταματημό. Πέρασε πάνω
από τη θάλασσα, μεταξύ Απουλίας και Ιλλυρίας, που πήρε το όνομα της Ιούς (Ιόνιο
πέλαγος), κατόπιν μέσω Ιλλυρίας και Αίμου έφθασε στον θρακικό πόντο, που από
τότε ονομάστηκε Βόσπορος (πέρασμα του βοός, αφού η Ιώ εξακολουθούσε να έχει τη
μορφή αγελάδας). Έφθασε στη Σκυθία και τη χώρα των Κιμμερίων, όπου συνάντησε
τον Προμηθέα δεσμώτη και μετά από περιπλανήσεις σε ευρωπαϊκές και ασιατικές
χώρες και θάλασσες έφτασε στην Αίγυπτο.
Εκεί ο Ζευς την άγγιξε και η Ιώ
ξαναβρήκε την ανθρώπινη μορφή. Από το άγγιγμα του θεού η νέα έμεινε έγκυος και
γέννησε αργότερα τον Έπαφο, τον γενάρχη των Αιγυπτίων και των Δαναών. Στην
Αίγυπτο η Ιώ ταυτίστηκε με την Ίσιδα και ο Έπαφος με τον Άπι. Η ήρα όμως
έστειλε τους Κουρήτες, οι οποίοι έκρυψαν τον Έπαφο, αναγκάζοντας την Ιώ σε νέες
περιπλανήσεις προς αναζήτηση του γιου της. Όταν ο Ζευς πληροφορήθηκε την
απαγωγή, σκότωσε τους Κουρήτες. Η Ιώ βρήκε τον γιο της στη Βύβλο και μαζί
επέστρεψαν στην Αίγυπτο, όπου η Ιώ παντρεύτηκε τον τότε βασιλιά των Αιγυπτίων
Τηλέγονο, ενώ ο Έπαφος τον διαδέχτηκε στον θρόνο.