Michael Creese
Μίλτος
Σαχτούρης «Τα περιστέρια του νεκρού»
Στον Οδυσσέα Ελύτη
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά
τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω
στήσει
μέσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου
Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
Ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου
Το ποίημα «Τα περιστέρια του νεκρού»
ανήκει στη συλλογή «Παραλογαίς» που εκδόθηκε το 1948, και είναι αφιερωμένο στον
Οδυσσέα Ελύτη, στον ποιητή που ενθάρρυνε τον Μίλτο Σαχτούρη να δώσει την ποίησή
του στη δημοσιότητα.
Ο Σαχτούρης, αν και επηρεάστηκε από το
κίνημα του υπερρεαλισμού, εντούτοις δημιούργησε το δικό του προσωπικό ύφος με
έντονα στοιχεία συμβολισμού και συχνή χρήση εικόνων που παραπέμπουν στο
παράλογο και το αλλόκοτο. Θέληση του Σαχτούρη ήταν να αποδώσει τη φρίκη του
πολέμου, την πικρία που διατρέχει την ανθρώπινη ζωή, το μίσος και την
απογοήτευση∙ τα στοιχεία εκείνα, δηλαδή, που στάθηκαν κυρίαρχα τόσο κατά το
διάστημα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και μετά, κατά τη διάρκεια του
Εμφυλίου, αλλά και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Στην ποίηση του Σαχτούρη
δεν υπάρχει μήτε το αιγαιοπελαγίτικο φως μήτε η ευδαιμονική διάθεση των
ποιημάτων του Ελύτη. Στην ποίηση του Σαχτούρη υπάρχει η οδύνη, ο φόβος, το
αποτρόπαιο και μια διάθεση εγκατάλειψης απέναντι στη σταθερή παρουσία του
θανάτου και της απώλειας.
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά
τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω
στήσει
μέσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς
Σύμβολα, όπως είναι τα πουλιά, το
φεγγάρι κι ο ουρανός, επανέρχονται διαρκώς στα ποιήματα του Σαχτούρη,
λαμβάνοντας μερικώς διαφοροποιημένη σημασία κάθε φορά, υπακούοντας όμως σταθερά
στη διάθεση του ποιητή να εκφράσει τις σκέψεις του μέσα από εικόνες πραγμάτων
που είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους. Ο Σαχτούρης δεν αναζητά το σπάνιο και
το ιδιαίτερο, καθώς πρόθεσή του δεν είναι να εκφράσει έννοιες ή συλλογισμούς
που ξεπερνούν την καθημερινή εμπειρία των συγκαιρινών του.
Συχνά, μάλιστα, επανέρχονται στην
ποίησή του ο ρόλος και το χρέος της ίδιας της ποιητικής τέχνης, όπως και η δική
του θέση μέσα στο σύνολο των ποιητών της χώρας. Θέμα που καλύπτει και στο
συγκεκριμένο ποίημα παρουσιάζοντας τις καίριες αλλά διαρκώς υπό ματαίωση
προσδοκίες του, που τον κατέστησαν εν τέλει έναν ποιητή χαμηλών τόνων. Με
διάθεση ίσως απολογητική -αν λάβει κανείς υπόψη του το μέγεθος και την ευρύτητα
του ποιητικού έργου που προσέφερε ο Ελύτης, στον οποίο και απευθύνεται ο Σαχτούρης-
το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει κατηγορηματικά πως τη δική του ποίηση την
χαρακτηρίζει κυρίως η έννοια της συγκράτησης και του αυτοπεριορισμού.
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών,
δηλώνει ο ποιητής και εκφράζει έτσι το γεγονός πως στα δικά του ποιήματα δεν
επιχειρεί να μεταδώσει εκείνη τη ζωτική δύναμη που θα τα καθιστούσε φορείς μιας
νέας πνοής. Ο Σαχτούρης δεν είναι ή καλύτερα δεν μπορεί να γίνει ο ποιητής
εκείνος που θα εμπνεύσει στους συνανθρώπους του το άκρατο πάθος της ζωτικότητας
και του ευδαιμονισμού. Όπως σχολιάζει, άλλωστε, τα ποτάμια του κράτησαν τα νερά
τους∙ στην ποίησή του δεν επήλθε ποτέ εκείνο το ξεχείλισμα ενεργητικότητας ή
αγωνιστικής διάθεσης που θα αποτελούσε το ερέθισμα μιας δυναμικής στάσης
απέναντι στη ζωή. Η συγκράτηση αυτή, που ίσως αποτέλεσε γνώρισμα της
προσωπικότητάς του, προέκυψε παράλληλα και ως αποτέλεσμα των σκληρών συνθηκών
που βίωσε ο ποιητής. Οι πόλεμοι, οι στερήσεις και οι αδιάκοπες κακουχίες,
υπονόμευσαν δραστικά το δυναμισμό, την αισιοδοξία και τη θέλησή του να σταθεί
με αποφασιστικότητα απέναντι στις δυσκολίες της ζωής.
Ο ποιητής έχει τοποθετήσει, βέβαια,
τρία παρατηρητήρια στα ψηλά βουνά, θέλοντας να αναζητήσει και να αδράξει τα
υψηλά ιδανικά που έχει να προσφέρει η πνευματική δημιουργία, αλλά δεν προχώρησε
ποτέ στη σύνθεση εκείνων των ποιημάτων που θα στόχευαν στη μετάδοση
ρηξικέλευθων ιδεών και στη ριζική αναθεώρηση του τρόπου σύλληψης της γύρω του
πραγματικότητας. Τους αετούς του, τους φύλαξε μέσα στη σπηλιά του. Τις δικές
του ιδέες, τις πιο δυναμικές και τις πιο τολμηρές, τις κράτησε καλά φυλαγμένες
μέσα του, εφόσον η ποίησή του δεν αποτέλεσε για εκείνον μια προσπάθεια να
αναδείξει τη δική του προσωπική ικανότητα να συνδιαλέγεται με θεωρητικές έννοιες,
δύσκολες στη σύλληψη, μα και απομακρυσμένες από τις αντιξοότητες της
καθημερινότητας. Η ποίησή του δεν αποτέλεσε, λοιπόν, το βήμα για τη διατύπωση
υψηλών νοημάτων, που θα του προσέδιδαν ίσως τον τίτλο του διανοητή, αλλά θα τον
κρατούσαν μακριά από τον πόνο και την οδύνη της πραγματικότητας που ήταν
αναγκασμένος ο ίδιος και οι γύρω του να βιώνουν καθημερινά.
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου
Τα δικά του ποιήματα στόχευσαν κυρίως
στη μετάδοση ενός απλού, αλλά απολύτως σημαντικού μηνύματος∙ τα δικά του
ποιήματα ήταν ταγμένα να μιλήσουν για την ανάγκη να τερματιστεί, όχι μόνο ο
πόλεμος με τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά πολύ περισσότερο ο σπαρακτικός
εκείνος Εμφύλιος πόλεμος που είχε χωρίσει τους Έλληνες σε δύο στρατόπεδα και
είχε αιματοκυλίσει τη χώρα. Το 1948 που κυκλοφορεί η συλλογή του, ο διχασμός
των Ελλήνων βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, κι ο ποιητής καλεί τα «περιστέρια»
του να βγουν στους κάμπους, με τις γαλάζιες τους κορδέλες, για να μεταφέρουν το
κάλεσμά του να επέλθει η αναγκαία συμφιλίωση των συνανθρώπων του.
Ο Σαχτούρης, ωστόσο, γνωρίζει πως
εκείνο που περισσότερο επιθυμεί είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο να συμβεί, αφού
οι άνθρωποι γύρω του μοιάζουν να έχουν χάσει την επαφή με την ανθρωπιά τους κι
έχουν μετατραπεί σε αιμοσταγή θηρία, μη μπορώντας πια να αντιληφθούν τον όλεθρο
που προκαλούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαχτούρης ανήκει στους ποιητές
εκείνους της 1ης Μεταπολεμικής γενιάς που δεν πήραν το μέρος της
μίας ή της άλλης παράταξης στην ιδεολογική διαμάχη της εποχής τους, αλλά
προσπάθησαν κυρίως να καταδικάσουν τις συνέπειες του διχασμού, στηλιτεύοντας εν
γένει τα δεινά της εμφύλιας αυτής σύγκρουσης.
Ο ποιητής στέκει με πρόδηλη
απαισιοδοξία απέναντι στη δυνατότητα που έχει το μήνυμά του να εισακουστεί
εγκαίρως από τους συγκαιρινούς του, αντικρίζοντας τον εαυτό του ως ήδη νεκρό,
αφού κάθε του προσπάθεια μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη και εντελώς
αδύναμη ως προς το να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ανίσχυρος απέναντι στη
συνεχιζόμενη καταστροφή της εποχής του μοιάζει να βλέπει
την προσπάθειά του προορισμένη να βρει, πιθανώς, μια κάποια ανταπόκριση μόνο
μετά από χρόνια, όταν το έργο του, ιδωμένο εκ των υστέρων -σαν να σηκώνεται πια
από τον τάφο του ο αγνοημένος ποιητής- θα βλέπει τα «περιστέρια» του να πετούν
με το φεγγάρι στην καρδιά∙ να πετούν μ’ εκείνο το αγνό μήνυμα ομόνοιας και
συναδέλφωσης, που τόσο θέλησε ο ποιητής να το δει να βρίσκει την αναγκαία
απήχηση.
Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
Ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου
Τραγικό στη σύλληψη το ύστατο κάλεσμα
του ποιητή στα πνευματικά του δημιουργήματα να ξεχυθούν στον κάμπο και να
μεταφέρουν το μήνυμά του. Τα περιστέρια του, που είναι ήδη σφαγμένα, καλούνται
να βρεθούν μαζί με τ’ άλλα ποιήματα, με τ’ άλλα έργα των πνευματικών ανθρώπων
της εποχής του, που μοιάζουν κι εκείνα να αργοπεθαίνουν, σε μια εποχή που
αρνείται να ακούσει και να δεχτεί τα λόγια των ποιητών της.
Οι Έλληνες παρασυρμένοι σ’ έναν δίχως προηγούμενο διχασμό
αλληλοσκοτώνονται κι αδυνατούν ν’ ακούσουν και να δεχτούν το κάλεσμα εκείνων
που τους ζητούν να δουν με σύνεση την κατάσταση και να εγκαταλείψουν την
αδελφοκτόνο δράση τους. Έτσι, τα ταπεινά ποιήματα του Σαχτούρη, τα αγνά του
περιστέρια, έχουν σφαγιαστεί από τη βιαιότητα, το μίσος και την εχθρότητα της
εποχής τους.