Arthru Braginsky
Κική Δημουλά «Σημείο Αναγνωρίσεως»
Σχολιασμός αδίδακτου λογοτεχνικού κειμένου:
Λ. Μεγάλου-Σεφεριάδη: Δελφοί
Κάποτε αναρωτιόμουνα
πώς ο ηνίοχος των Δελφών
δεν είναι διόλου απελπισμένος
που δεν είναι καν ηνίοχος.
Τώρα νιώθω ό,τι ο γλύπτης
ερήμην του τυράννου
του Γέλαντα και των Συρακουσών
είχε διαβλέψει:
πως η ζωή είναι εντελώς απλή·
δεν είναι παρά ο θάνατος
που ελλοχεύει.
Να εντοπίσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές ως προς την πρόσληψη του καλλιτεχνικού έργου ανάμεσα στα ποιήματα Δελφοί και Σημείο Αναγνωρίσεως.
Η Κική Δημουλά παρατηρώντας το γλυπτό του Κωνσταντίνου Σεφερλή, «Η Βόρεια Ήπειρος», το οποίο βρίσκεται στην πλατεία Τοσίτσα, αφήνει κατά μέρους τον ειδικό συμβολισμό που θέλησε ο γλύπτης να εκφράσει και το αντιμετωπίζει ως ένα σύμβολο των γυναικών, που περνούν τη ζωή τους αιχμαλωτισμένες. Παρόλο, δηλαδή, που η πρόθεση του καλλιτέχνη υπήρξε να εκφράσει την απόγνωση της αλύτρωτης πατρίδας, η ποιήτρια βλέποντας μια γυναίκα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει σε αυτή την εικόνα τον εαυτό της αλλά και όλες τις υπόλοιπες γυναίκες, οι οποίες βρίσκονται αιχμάλωτες μιας κοινωνίας που συνεχώς απαιτεί από αυτές όλο και περισσότερα, στερώντας τους την ευκαιρία να ζήσουν τη ζωή τους όπως οι ίδιες θα ήθελαν.
Με τον τρόπο αυτό η ποιήτρια μας υπενθυμίζει έμμεσα ότι η τέχνη είναι πάντοτε ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες και ότι εν τέλει γίνεται κατανοητή με διαφορετικό τρόπο από κάθε άνθρωπο, ανάλογα με τις ιδιαίτερες καταστάσεις που βιώνει ο καθένας μας και ανάλογα με τις ιδιαίτερες συναισθηματικές ανάγκες που κατευθύνουν τη σκέψη μας. Εκεί, επομένως, που ο γλύπτης βλέπει την υπόδουλη Βόρεια Ήπειρο, η γυναίκα – ποιήτρια, αναγνωρίζει το σύμβολο των εγκλωβισμένων γυναικών και της διαχρονικής καταπίεσης που οι γυναίκες δέχονταν και θα συνεχίσουν να δέχονται από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Η Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη, στο ποίημά της «Δελφοί» εστιάζει την προσοχή της στον Ηνίοχο των Δελφών, ένα εξαιρετικό άγαλμα, αγνώστου δημιουργού, που φτιάχτηκε κατά παραγγελία του Πολύζαλου, του τυράννου της Γέλας, για να το αφιερώσει στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, ύστερα από τη νίκη που σημείωσε ο τύραννος στα Πύθια του 478 π.Χ. Το άγαλμα του Ηνιόχου που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα υπήρξε μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης που παρουσίαζε τον ηνίοχο να καθοδηγεί το τέθριππο άρμα του και ίσως περιλάμβανε και τις μορφές κι άλλων ανθρώπων. Η σύνθεση αυτή κατά το σεισμό του 373 π.Χ. καταστράφηκε, καθώς ακόμη κι ο ναός του Απόλλωνα κατέρρευσε, καταπλακώνοντας τα μοναδικά αναθήματα που υπήρχαν εκεί. Όταν το 1896 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα υπολείμματα της σύνθεσης, ο Ηνίοχος ήταν το μόνο άγαλμα που είχε σωθεί από αυτή τη σύνθεση, διατηρώντας αναλλοίωτη στο πρόσωπό του την τεχνική αρτιότητα με την οποία ο γλύπτης είχε αποτυπώσει τη χαρά του νικητή και την αποφασιστικότητα στο βλέμμα του, που ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν τους επισκέπτες του μουσείου.
Η Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη, παρατηρώντας το άγαλμα αυτό, εστιάζει την προσοχή της στην έκφραση του Ηνιόχου και απορεί πώς γίνεται να μην είναι απελπισμένος από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια τα άλογά του και ο ίδιος έχει απομείνει μόνος του. Πώς μπορεί ένας ηνίοχος, χωρίς να έχει τα άλογά του να θεωρείται ηνίοχος και κυρίως πώς μπορεί να δείχνει τόσο γαλήνιος και ευτυχισμένος χωρίς να έχει κοντά του το μέρος της σύνθεσης που ολοκλήρωνε την ύπαρξή του. Με τη σκέψη αυτή κατά νου η ποιήτρια προχωρά στη δική της ερμηνεία για την έκφραση του αγάλματος και υποστηρίζει πως ο γλύπτης είχε εξ αρχής υπόψη του την απώλεια της υπόλοιπης σύνθεσης και γι’ αυτό θέλησε να δείξει με τη χαρούμενη και γεμάτη ικανοποίηση έκφραση του αγάλματος ότι η ζωή δεν είναι παρά η προσδοκία του επερχόμενου θανάτου. Πιστεύει, δηλαδή, ότι ο γλύπτης γνωρίζοντας από την αρχή της δημιουργίας του έργου του, ότι ο Ηνίοχος θα απομείνει τελικά μόνος του, θέλησε να αποτυπώσει στην έκφρασή του την ηρεμία που θα έπρεπε να έχουν οι άνθρωποι απέναντι στο θάνατο και την απώλεια, μια έκφραση που υποδηλώνει ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να αισθανόμαστε συντριβή μπροστά σε κάτι τόσο αναπόφευκτο όσο ο θάνατος.
Όπως είναι βέβαια φυσικό, ο δημιουργός του έργου δεν είχε ποτέ την πρόθεση να φτιάξει τον Ηνίοχο ως σύμβολο της δύναμης με την οποία οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν την προσωρινότητα της ζωής και την αδυσώπητη δύναμη του ολέθρου, ήθελε απλώς να αποτυπώσει τη χαρά του Ηνιόχου για τη νίκη του στα Πύθια. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη ερμηνεύει το έργο που παρατηρεί με το δικό της τρόπο, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει πλήρως τις προθέσεις του καλλιτέχνη που το δημιούργησε, δεν αναιρεί δηλαδή την αρχική ταυτότητα του αγάλματος, απλώς ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο την έκφρασή του.
Υπό αυτήν την έννοια και οι δύο ποιήτριες παρατηρώντας τα έργα άλλων καλλιτεχνών τα ερμηνεύουν όπως οι ίδιες τα αντιλαμβάνονται καθώς και οι δύο έχουν ούτως ή άλλως τον ίδιο σκοπό, να δημιουργήσουν τα δικά τους έργα, τα ποιήματά τους, κι αυτό που επιδιώκουν είναι να εκφράσουν τις δικές τους σκέψεις και όχι απλώς να περιγράψουν τα έργα που παρατηρούν. Τα γλυπτά που παρατηρούν και σχολιάζουν οι ποιήτριες αποτελούν τα ερεθίσματα για τις δικές τους προσωπικές δημιουργίες, για τη διατύπωση των δικών τους μηνυμάτων κι ως προς αυτό και οι δύο τα αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο.
Η διαφορά τους, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι ενώ η Μεγάλου – Σεφεριάδη διατηρεί επί της ουσίας τον αρχικό συμβολισμό του Ηνιόχου και απλά διατυπώνει τη σκέψη της σχετικά με την έκφραση του αγάλματος, η Δημουλά απομακρύνεται τελείως από τις προθέσεις του γλύπτη και προσεγγίζει το άγαλμα με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η Μεγάλου – Σεφεριάδη, δηλαδή, παρατηρώντας τον Ηνίοχο και δίνοντάς μας στοιχεία για το άγαλμα, διαφοροποιείται από τον δημιουργό του αγάλματος μόνο ως προς το τι δηλώνει η έκφρασή του, ενώ η Δημουλά παρατηρώντας τη γυναίκα – άγαλμα, αφήνει εντελώς κατά μέρους το συμβολισμό που θέλησε να εκφράσει ο γλύπτης και προχωρά στη δική της ερμηνεία, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα νέο συμβολισμό για το άγαλμα.