Νίκος Καζαντζάκης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 στο χωριό Βαρβάρους, σήμερα Μυρτιά του Ηρακλείου Κρήτης και πέθανε στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας το 1957. Ο Καζαντζάκης ως μαθητής γυμνασίου φοίτησε για λίγο σε φράγκικο σχολείο στη Νάξο λόγω της Κρητικής Επανάστασης, αλλά επέστρεψε και τελείωσε το γυμνάσιο στην Κρήτη. Ακολουθούν οι νομικές σπουδές στην Αθήνα (1902), το 1906 γίνεται αριστούχος διδάκτορας της Νομικής και το 1912 υπηρέτησε ως εθελοντής στον πόλεμο. Είναι δημοτικιστής, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τον ενδιαφέρει η εκπαίδευση και συγγράφει πέντε αναγνωστικά δημοτικού με τη βοήθεια της Γαλάτειας και με την υπογραφή της το 1914. Στο έργο του συχνά διερευνώνται παιδαγωγικές απόψεις, όπως: «[…] δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο στο χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:—Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!»
(Αναφορά στον Γκρέκο, «Δημοτικό Σκολειό», σελ. 69).
Η γραφή του Καζαντζάκη είναι δυναμική και παραστατική. Οι μικροϊστορίες που αφηγείται αποτελούν υλικό για να οδηγηθεί είτε στην αναζήτηση της ελληνικότητας είτε στη μεταφυσική αγωνία σχετικά με τον σκοπό του ανθρώπου, το χρέος και τον θάνατο. Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι πνεύμα παθιασμένο, είναι ένα κράμα διονυσιασμού και απολλώνειας αρμονίας, αισθησιασμού και πνευματικότητας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το έργο του είναι έργο ιδεών που επιδιώκει να συγκροτήσει έναν ιδανικό κόσμο, έναν κόσμο ουτοπικό, όπου πλεονάζει η αγωνία για τον άνθρωπο. Στη γραφή του, διαπλέκεται η εμπειρία με τον στοχασμό, με πορεία από τα πράγματα στις υψηλές ιδέες, στην ελευθερία, στο νόημα της ζωής, στα υπαρξιακά ερωτήματα, στην εσωτερική Κραυγή, στον Ανήφορο και στο Χρέος. Ο Καζαντζάκης, που είναι άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας και αναζητάει την ελληνικότητα στη διαχρονική μας παράδοση, λόγια και λαϊκή, γράφει στη δημοτική
με πολλά κρητικά ιδιώματα.
Από το 1906, αρχίζει να εκδίδει τα πρώτα του έργα (Όφις και Κρίνο, τα θεατρικά Ξημερώνει, Πρωτομάστορας κ.ά.). Ασχολείται με τη φιλοσοφία, τη μετάφραση, το θέατρο, την ποίηση. Θεωρούσε έργο της ζωής του την Οδύσσεια με 33333 στίχους, της οποίας προηγήθηκαν άλλες έξι γραφές με περισ-σότερους στίχους. Έγινε γνωστός από την ταξιδιωτική λογοτεχνία του και κυρίως από τα μυθιστορήματα. Με τον φίλο του Άγγελο Σικελιανό ταξιδεύει στο Άγιο Όρος και οραματίζονται ο καθένας με τον δικό του τρόπο έναν καλύτερο κόσμο. Χρηματίζει διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως επί Ελ. Βενιζέλου κατά τα έτη 1920-22. Από το 1926, ταξιδεύει πολύ και γράφει. Έτσι, προέκυψαν τα Ταξιδεύοντας. Από το 1942 έως το 1953, μεταφράζει
μαζί με τον καθηγητή Ι. Κακριδή την Ομήρου Ιλιάδα, το γνωστό σχολικό βιβλίο. Το 1949 αρχίζει να γράφει τα έργα του Καπετάν Μιχάλης και Αδερφοφάδες με αναφορά στον εμφύλιο. Σημαντικό έργο είναι και η Αναφορά στον Γκρέκο, τον παππού καθοδηγητή του, όπως λέει. Το 1951 γράφει το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος Πειρασμός και το 1954 το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το 1956 γράφει το έργο Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, που γίνεται κινηματογραφικό σενάριο το 1957. Μετέφρασε Νίτσε, Μπίχνερ, Πλάτωνα, Δάντη, Ου. Τζέημς κ.ά. Επίσης, το έργο του μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες. Εργάστηκε ως σύμβουλος σε θέματα λογοτεχνίας στην Ουνέσκο και τιμήθηκε με το βραβείο ειρήνης.
Ο Καζαντζάκης ζει σε ταραγμένη εποχή για την Ελλάδα και τον κόσμο και σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να εξηγηθεί το ηρωικό στοιχείο του έργου του και η ανάγκη ο γιος να ξεπεράσει τον παππού και τον πατέρα κάνοντας το χρέος του, όπως αποτυπώνεται στην Αναφορά στο Γκρέκο. Θήτευσε σε διάφορες κοσμοθεωρίες, αλλά επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη φιλοσοφία του Νίτσε και του Μπερκσόν και από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Το φιλοσοφικό πιστεύω του Καζαντζάκη αποκτά συγκροτημένη μορφή στην Ασκητική. Τον απασχολούν τα θέματα: ενότητα ζωής, σκέψης και έργου, ελευθερία του ατόμου, ζωή -θάνατος, πούθε ερχόμαστε και πού πάμε κ.ά.
Στο μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που αρχίζει να γράφει από το 1941, ο χρόνος της αφήγησης μετατίθεται και στην προπολεμική περίοδο και ο χώρος είναι η Κρήτη. Εδώ, κυριαρχεί η περσόνα του Ζορμπά, ενός αντινοησιαρχικού ανθρώπου. Το έργο στήνεται πάνω στην αντίθεση δύο βασικών χαρακτήρων, του πνευματικού και του ανθρώπου με τη ζωική δύναμη, και φαίνεται ότι υπερέχει ο βιταλισμός του Νίτσε που εκπροσωπείται από τον Ζορμπά. Η γυναίκα στο έργο του Καζαντζάκη άλλοτε είναι σκεύος ηδονής, διάβολος της αμαρτίας, άλλοτε ανελεύθερη, που προσκολλάται στον άντρα, όπως η Λόλα στον Ζορμπά, ή όπως η άλλοτε κοσμοπολίτισσα Μαντάμ Ορτάνς, που παρακαλεί τον Ζορμπά να την παντρευτεί. Βέβαια από τα πορτρέτα των γυναικών δεν λείπει και η αγιοποιημένη Παναγιά.
Συνολικά μελετώντας το έργο του Ν. Καζαντζάκη, μπορούμε να πούμε ότι η αισθητική του αναδύεται από την οργάνωση του στοχασμού στη λογική της αντίθεσης: ζωή-θάνατος, φόβος-τόλμη, ηρωισμός, παράδεισος-κόλαση, ναι όχι, αλήθεια-ψέμα, πνεύμα-ύλη. Το μυθιστορηματικό του έργο συνθέτει μια πολυπρόσωπη βιοπαράσταση με εικόνες από τη ζωή, που εμπλουτίζονται από περιγραφές της κρητικής γης και των προσώπων και από εφευρετικά επεισόδια. Νους και ψυχή διαπλέκονται, οι εμπειρίες αντλούνται είτε από την Ελλάδα είτε από την οικουμένη με αναγωγή του εμπειρικού στην αίσθηση του συνόλου. Στη ροή του λόγου του, συνυπάρχει το καθημερινό με το δραματικό, το αληθινό με το ψεύτικο, το λυρικό με το ρεαλιστικό, το αστείο με το σοβαρό και έτσι το ύφος του μπορεί να θεωρηθεί γκροτέσκο. Ο ήρωας Ζορμπάς βρίσκει τον παράδεισο στη γη, στη γυναίκα, στις απολαύσεις και στο χορό και λυτρώνεται από τη διαπάλη ψυχής και σώματος, π.χ. «Χύθηκε στο χορό […]. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε. […]»
(Αλέξης Ζορμπάς, σελ. 94).
Η κριτική για το έργο του
Γενικά
«Η διαλογικότητα αποτελεί, προτείνω, το καθοριστικό στοιχείο της καζαντζακικής ποιητικής, την ειδοποιό διάστασή της που φέρνει τον Καζαντζάκη κοντά σε λογοτέχνες διαχρονικής παγκόσμιας εμβέλειας, όπως, για παράδειγμα, τον Ντοστογιέβσκι».
(Ροϊλός Π., «Ετερογλωσσικοί αφηγητές και ιδεολογικές παρερμηνείας στον Καζαντζάκη», Νίκος Καζαντζάκης, Πεπραγμένα Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου: Πανεπ/λη Ρεθύμνου 2004, Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, σελ. 273
«Ο Καζαντζάκης έμεινε φετιχιστικά προσηλωμένος στα ηρωικά ιδεώδη που υποτιμούν τα προβλήματα της κοινής ανθρώπινης διάστασης».
(Mario Vitti, 1978, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 306)
«Την ενότητά του την παίρνει αυτός ο κόσμος [ο λογοτεχνικός κόσμος του Καζαντζάκη] όχι από την ανύπαρκτη οργανική ομοιογένεια των υλικών, όσο από τον παλμό του ίδιου του δημιουργού».
(Κ. Θ. Δημαράς, 1975, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Ίκαρος, σελ. 441)
Για το έργο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
«Η γραφή του σε ύφος του προφορικού λόγου, με το καθημερινό λεξιλόγιο, το στοχασμό και τη λαϊκή θυμοσοφία για τη ζωή και τα προβλήματά της αναμιγνύει το σοβαρό με το ευτράπελο και γίνεται ένα ύφος γκροτέσκο […]. Ανάμεσα στους στοχασμούς προέχει εκείνος που αφορά το νόημα της ελευθερίας, το οποίο διαπερνά όλα τα έργα του, όπως και τα έργα Αλέξης Ζορμπάς και Αναφορά στο Γκρέκο, και αποκρυσταλλώνεται στο ταφικό του επίγραμμα “Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος”. Το επιτύμβιο επίγραμμα συνομιλεί με τον Λουκιανό (Δημώνακτος Βίος, §19-20), με τον Κορνάρο (Ερωτόκριτος, Ε1017-1022) και ενδοκειμενικά με την Ασκητική, το Βραχόκηπο, τον Αλέξη Ζορμπά: “Του λόγου αφεντικό, έχεις μακρύ σπάγγο, πας κι έρχεσαι, θαρρείς πως είσαι λεύτερος. μα το σπάγγο δεν τον κόβεις. Κι άμα δεν κόψεις το σπάγγο…” (Αλέξης Ζορμπάς σελ. 354). […] Το θέμα της ελευθερίας παρουσιάζεται με αναβαθμούς ως την απόλυτη αναγκαιότητα “-Λεύτεροι./ -Λευτερωμένοι κι από τη λευτεριά πιο πέρα” (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 592)».
(Χρ. Αργυροπούλου, 2004, «Καζαντζάκης και Οικουμενικότητα, από τη γραφή στο στοχασμό του Ν. Καζαντζάκη», Θαλλώ, τεύχος 15, Χανιά: σελ. 200)
«Αλλά και ο Ζορμπάς, παρόλο που φαίνεται να είναι ο διονυσιακότερος από τους αφηγηματικούς χαρακτήρες του Καζαντζάκη, δεν κατορθώνει να κάνει πειστικό τον ενστικτώδη τρόπο ζωής του, παρά μόνον στα σημεία εκείνα όπου αγωνίζεται να αποσπάσει από την υποτιθέμενη ανατολίτικη αδράνεια τον διανοούμενο επιχειρηματία, ο οποίος έχει γενικά αναγνωριστεί ότι είναι το alter ego του ίδιου του συγγραφέα. […] [Οι ήρωες του Καζαντζάκη] είναι χαρακτήρες οριακοί, δεμένοι με μια συγκεκριμένη κάθε φορά έννοια του απόλυτου.[…]. Ο χορός του Ζορμπά στην έρημη παραλία περιγράφεται μ’ έναν τέτοιο εκμαυλιστικό ρυθμό, ώστε δημιουργεί την εντύπωση μιας μέθεξης του πρωτεϊκού ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που “δικαιωματικά” του ανήκει.
[…] Η θυμοσοφία, η πονηριά, η βακχεία του Ζορμπά ασφαλώς και δεν είναι οι ιδιότητες ενός ασκητικού τιτάνα, του τύπου του Ζαρατούστρα. Ο Ζορμπάς οπωσδήποτε αντιπροσωπεύει από τη μια μεριά τον τύπο που έχει κλητευθεί στη “χαρούμενη γνώση”, ο διονυσιασμός του όμως δεν τον αφήνει να γλιστρήσει στο σκοτεινό πάθος του ντοστογιεφσκικού διχασμένου ατόμου. Ο ιδεαλισμός της νιτσεϊκής και της τολστοϊκής οντολογίας έρχεται εδώ να γειωθεί στο ελληνικό τοπίο».
(Αλέξης Ζήρας, 1992, 1996, «Νίκος Καζαντζάκης», Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία, Αθήνα: Σοκόλης, τόμος Δ΄, σελ.142, 146, 155)
«Για τις δύο ηρωίδες του έργου, τη μαντάμ Ορτάνς και τη χήρα, μπορούμε να πούμε ότι ενώ φαινομενικά είναι πλασμένες αντιθετικά: γριά vs νέα, άσχημη vs όμορφη, ελευθερίων ηθών vs σοβαρή, κ.ά. υπάρχουν μεταξύ τους πολλές αναλογίες. Και οι δύο γυναίκες δεν έχουν σύζυγο ή οικογένεια για να στηρίξει τη θέση τους μέσα στο χωριό. […] Υπάρχει, ωστόσο, μια μεγάλη διαφορά ανάμεσά τους: η μία είναι ξένη, άρα οτιδήποτε κάνει δεν αντανακλά στην κοινότητα, ενώ η άλλη είναι αναπόσπαστο μέρος της μικρής παραδοσιακής κοινωνίας, στους νόμους της οποίας θα έπρεπε να υποτάσσεται».
(Σταυροπούλου Έρη, 2006, «Η τελετουργία του θανάτου στην πεζογραφία του Νίκου Καζαντζάκη», Νίκος Καζαντζάκης, Πεπραγμένα Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου: Πανεπ/λη Ρεθύμνου 2004, Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, σελ. 235)