Mircea Costina Photography
Ανδρέας Εμπειρίκος «Του Αιγάγρου»
Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια
ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν
άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και
μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα
του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το
σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας
τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από
πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για
όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και
κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές
οχείας.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε
λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και
ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
Και
λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές
κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά,
σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους
λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι
φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι
εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς,
δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε
το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά
μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως,
δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας
Αφροδίτης.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του
κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου.
Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία,
κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων,
και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που
πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν
ουκ έχω.
[Γλυφάδα 12.7.1960]
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το ποίημά του
αυτό συνθέτει έναν ξεχωριστό ύμνο για τους ανθρώπους εκείνους που διατηρούν
ακέραια την ελευθερία τους, μένοντας μακριά από τις προσφερόμενες ευκολίες και τα γενικότερα
θέλγητρα της σύγχρονης πολιτείας. Ο αίγαγρος, ο ιδανικά ανεξάρτητος άνθρωπος,
αναγνωρίζει εγκαίρως πως όσα παρέχει η οργανωμένη κοινωνία, δίνονται έναντι
υψηλού κόστους∙ η συντριβή της
προσωπικότητας και ο δραστικός περιορισμός της ελευθερίας, είναι το αναγκαίο
τίμημα για την ένταξη στην κοινωνία, για την απατηλά καθησυχαστική σκέψη
πώς το άτομο ανήκει κάπου.
Ο αίγαγρος, είναι ο ληστής που
προτίμησε την ελευθερία των βουνών και της ανομίας, είναι ο άνθρωπος που
δικαίως αρνείται να παραχωρήσει το ανεκτίμητο δικαίωμα της ελεύθερης ύπαρξης∙
είναι εκείνος που δε δέχεται τις παρεμβάσεις, τους περιορισμούς και τον έλεγχο
που αποζητά να επιβάλει η πολιτεία στα μέλη της. Έτσι, τη στιγμή που η
πλειονότητα των πολιτών βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ ένα εξαιρετικά περιοριστικό
πλαίσιο καθοδηγούμενων σκέψεων και προσδοκιών, ο αίγαγρος διατηρεί τη
δυνατότητα της καθαρής και ανεπηρέαστης θέασης των πραγμάτων.
Σε μια κοινωνία που προδιαγράφει για το
μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της μια μέτρια ύπαρξη, ελάχιστων αξιώσεων∙ σε μια κοινωνία που πρωτίστως
επιδιώκει την προάσπιση των συμφερόντων και του πλούτου μιας μικρής ομάδας, εις
βάρος των πολλών, ο αίγαγρος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος, είναι ο επικίνδυνος
εχθρός. Είναι ο άνθρωπος που
σεβάστηκε τη μοναδικότητα της υπόστασής του και την ανεξαρτησία του πνεύματός
του. Είναι ο άνθρωπος που αρνήθηκε να δεχτεί πως ο φιλήσυχος, μα
υποταγμένος βίος είναι ο προορισμός τους. Κι ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι
συναίνεσαν, έστω κατ’ ανάγκη, στην απαλοιφή των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν
το μοναδικό και ανεπανάληπτο του εαυτού τους, προκειμένου να εξομοιωθούν με το
πλήθος, ο αίγαγρος όχι μόνο διατήρησε αλώβητη την προσωπικότητά του,
αντιστάθηκε συνάμα και στην υποτιθέμενη ευδαιμονία του κοινωνικού βίου.
Ο αίγαγρος αρνήθηκε να θυσιάσει την
ανεξαρτησία του για τα ελάχιστα που παρέχει η πολιτεία στους πολλούς, για τα μηδαμινά εκείνα που τα
παρουσιάζει ως προνόμια, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα φτηνό
αντιστάθμισμα όσων τους στερεί. Διέκρινε τη συντριπτική επενέργεια που έχει
στους ανθρώπους η προσήλωση στο φιλήσυχο βίο της υποταγής, στο βίο που η
κοινωνία προβάλλει ως ιδανικό, και παρέμεινε προκλητικά ανένταχτος και ανεξάρτητος.
Κι είναι αυτή η ανεξαρτησία του που τον καθιστά αναγκαίο στους υπόλοιπους
ανθρώπους, όταν συνειδητοποιούν πως η δική τους σκέψη και δράση δεν επαρκεί για
να τους διαφυλάξει από τη συνεχώς επιτεινόμενη πλεονεξία των λίγων, από το
διαρκώς εντεινόμενο έλεγχο που τους ασκείται.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να
χαρείς και να μας σώσεις»
Ο αίγαγρος είναι ο ληστής των βουνών, ο
επαναστάτης, αλλά και ο άνθρωπος του πνεύματος, είναι όποιος και όσοι αντιλαμβάνονται
τη φενάκη που τόσο επιτήδεια κρατά το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δέσμιο μιας
αέναης υποταγής στην αδηφαγία των ισχυρών και προνομιούχων. Ο αίγαγρος, ο
ανεξάρτητος άνθρωπος, που έχει σταθεί μακριά από τους συμβιβασμούς και την
επώδυνη παραχώρηση της ελευθερίας, όπως τη βιώνουν οι περισσότεροι πολίτες, ακούει με περιφρόνηση τις εκκλήσεις
για βοήθεια των «δεσμωτών» της οργανωμένης κοινωνίας. Αδιαφορεί για όσα του
τάζουν και αρνείται να επιστρέψει στην πολιτεία που με μύριους τρόπους έχει
εγκλωβίσει τα μέλη της και τους έχει στερήσει κάθε έννοια ελευθερίας.
Ο αίγαγρος είναι ο δεσμώτης του
πλατωνικού σπηλαίου, που έχοντας σπάσει τα δεσμά του κι έχοντας γνωρίσει την
αλήθεια της πραγματικής ελευθερίας και της πραγματικής γνώσης, δε θέλει πια να
επιστρέψει στο «σπήλαιο», δε θέλει να επιστρέψει εκεί που οι άνθρωποι ζουν
αγνοώντας τις πλέον βασικές και καίριες αλήθειες για την ίδια τους τη ζωή.
Ο Εμπειρίκος έχει δημοσιεύσει δύο
παραλλαγές αυτού του ποιήματος στη συλλογή Οκτάνα, κι ενώ στη μία αναφέρεται
συνοπτικά στους Έλληνες
ποιητές που εξέφρασαν με το έργο τους το ζητούμενο πνεύμα ελεύθερης και
ανεξάρτητης σκέψης, στη δεύτερη προχωρά σε μια αναλυτικότερη αναφορά:
«Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και
φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο
πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα
ήθελε όλα κ' έκρυβε μέσα του, βαθιά μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός
ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και
ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο
Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμεναι ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο
Οδυσσεύς Ελύτης που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού
Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος
Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο
κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και
μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.»
Ο Κώστας
Κρυστάλλης (1868-1894), ο
οποίος στη σύντομη ζωή του κατόρθωσε να πρωτοστατήσει δίνοντας το έργο του στη
δημοτική γλώσσα και εξυμνώντας τον ηρωισμό των Ελλήνων επαναστατών που δε
δίστασαν να αναμετρηθούν με τις υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων.
Ο Διονύσιος
Σολωμός (1798-1857), ο οποίος
στο έργο του θέλησε να παρουσιάσει το μεγαλείο της ηθικής βούλησης των
ανθρώπων, την πλήρη αποδέσμευσή τους από τα μικροπρεπή πάθη -που τόσο συχνά
τους κρατούν δέσμιους-, και τη συνεπαγόμενη διεκδίκηση μιας διττούς
απελευθέρωσης τόσο απ’ τους εξωτερικούς δυνάστες όσο και από τους εσωτερικούς
περιορισμούς.
Ο Ανδρέας
Κάλβος (1792-1869), οποίος
ύμνησε τα ιδανικά της ελευθερίας και του ηρωισμού με λόγο ιδιάζουσας
πρωτοτυπίας που διατηρεί αναλλοίωτη τη σφραγίδα της ατομικότητας του ποιητή∙
στοιχείο εν τέλει που καθόρισε την ανεξάρτητη πορεία του στα ελληνικά γράμματα.
Ο Περικλής
Γιαννόπουλος (1869-1910) που
θέλησε να αναδείξει με κάθε τρόπο την αξία της ελληνικότητας και των ιδιαίτερων
γνωρισμάτων του ελληνικού πνεύματος, το οποίο δεν υστερούσε σε τίποτε απέναντι
στα δυτικά πρότυπα.
Ο Άγγελος
Σικελιανός (1884-1951), το
εξαιρετικά σημαντικό έργο του οποίου διακρίνεται για τη γόνιμη επαφή με τα έργα
της κλασικής αρχαιότητας και για την αγάπη προς την ελληνική γη. Ο Σικελιανός,
μάλιστα, θέλησε να καταστήσει τους Δελφούς κεντρικό σημείο αναφοράς για την
πνευματική ένωση όλων των λαών, και κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την
αναβίωση των Δελφικών αγώνων.
Ο Κώστας
Βάρναλης (1884-1974), ο
οποίος έχοντας ασπαστεί τις ιδέες του κομμουνισμού θέλησε μέσα από το έργο να
παρουσιάσει τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι συγκαιρινοί του,
επιδιώκοντας την αφύπνισή τους απέναντι στη δεσποτεία των οικονομικά ισχυρών.
[Και στον πόλεμ᾿ «όλα για όλα» / κουβαλούσα πολυβόλα /
να σκοτώνωνται οι λαοί / για τ᾿ αφέντη το
φαΐ.]
Ο Νίκος
Εγγονόπουλος (1907-1985) και
ο Νικήτας Ράντος (1907-1988), οι οποίοι
πρωτοπαρουσίασαν στην Ελλάδα την υπερρεαλιστική γραφή, ανοίγοντας το δρόμο για
τη ριζική ανανέωση του ποιητικού λόγου.
Ο Οδυσσέας
Ελύτης (1911-1996), ο οποίος
αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υπερρεαλιστική πρωτοπορία και
αποτέλεσε με το ποιητικό του έργο μια σημαντική κορύφωση για την ελληνική
λογοτεχνία.
Ο Νάνος
Βαλαωρίτης (1921), ο οποίος
αξιοποίησε, επίσης, στο έργο του τη γόνιμη επίδραση του υπερρεαλιστικού
κινήματος.
«Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν
αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα
κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος
του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας
ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.»
Ο Εμπειρίκος, πέρα από την ανεξαρτησία
που διακρίνει τον αίγαγρο, τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση και τη δεσπόζουσα εκείνη
δύναμη του γεννήτορα που του παρέχει το προνόμιο να προσφέρει ζωή. Ο αίγαγρος
σπέρνει τη γενιά του τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο, υπό
την έννοια πως ο ανεξάρτητος
άνθρωπος μεταλαμπαδεύει τις αξίες του, περνά στις επόμενες γενιές το πολύτιμο
μήνυμα της πνευματικής και προσωπικής ελευθερίας, όχι μόνο μέσω των δικών
του παιδιών, αλλά και με την επίδραση που ασκεί το παράδειγμα της ζωής του
στους άλλους ανθρώπους.
Ο αίγαγρος, ως γεννήτορας, ως
δημιουργός ζωής, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί τη μέγιστη ευθύνη που έχει
απέναντι στη γενιά που φέρνει στον κόσμο. Είναι, αν μη τι άλλο, αδιανόητο για
τον ανεξάρτητο άνθρωπο να μην προσφέρει στα παιδιά του, στους νεότερους
ανθρώπους εν γένει, την
ευκαιρία τουλάχιστον, να γνωρίσουν την αξία της σθεναρής αντίστασης απέναντι
στο πλέγμα ελέγχου που στήνουν οι κρατούντες.
Η γενιά του αιγάγρου είναι απέθαντη
ακριβώς επειδή ο ιδανικά ανεξάρτητα άνθρωπος φροντίζει να της δείξει το δικό
του δρόμο, το δρόμο της ανυποταγής, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας στην
πλέον καθαρή έκφανσή της.
«Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα
πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων
κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν
ουκ έχω.»
Ο αίγαγρος παρά τις πολλαπλές προσφορές
που του γίνονται απ’ τους ανθρώπους του κάμπου, αρνείται να εγκαταλείψει τις
απόκρημνες κορυφές στις οποίες ζει τη δίκαια κερδισμένη ελευθερία του. Η
προσδοκία, άλλωστε, των δέσμιων και υποταγμένων ανθρώπων πως το αμιγώς
ανεξάρτητο πνεύμα του αιγάγρου θα μπορούσε να λειτουργήσει λυτρωτικά για τους
ίδιους είναι δύσκολα επιτεύξιμη. Η ελευθερία που προσδοκούν δεν μπορεί να
επέλθει, αν δεν την διεκδικήσουν οι ίδιοι συνειδητά και με επώδυνους αγώνες.
Ό,τι για τον αίγαγρο συνιστά φυσική κατάσταση, καθώς δεν γνωρίζει άλλο τρόπο
ζωής πέρα απ’ τον πλήρως ανεξάρτητο, για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν κι
έμαθαν να ζουν υποταγμένοι, συνιστά ένα πολύτιμο προνόμιο που οφείλουν να
αγωνιστούν για να το κερδίσουν.