Beata Bieniak
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Κρυμμένα»
Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα
—
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με
μάθουν.
Κατόπι — στην τελειοτέρα κοινωνία —
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει.
[1908]
Το ποίημα «Κρυμμένα» ανήκει σ’ εκείνα
τα ποιήματα του Καβάφη, τα οποία αν και βρέθηκαν ολοκληρωμένα στο αρχείο του, ο
ίδιος δεν τα είχε δημοσιοποιήσει. Τα ποιήματα αυτά στο σύνολό τους τα
ονομάζουμε, συνήθως, Κρυμμένα, για να αποδοθεί ακριβώς η διάθεση του ποιητή να
μην κοινοποιήσει την παρουσία τους.
Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Το ποίημα αυτό έχει συντεθεί σε πρώτο
πρόσωπο και αποτελεί μια εξομολόγηση του ίδιου του ποιητή∙ μια καταγραφή πολύ
προσωπικών του σκέψεων, χωρίς τη χρήση εδώ ιστορικών προσωπείων ή προσχηματικών
ιστορικών γεγονότων. Ο Καβάφης στρέφει την προσοχή του στην ίδια του τη ζωή,
στον ίδιο του τον εαυτό και προχωρά σε ορισμένες επώδυνες παραδοχές.
Όσα έκανε στη ζωή του κι όσα είπε δεν αποτελούν,
όπως αναγνωρίζει ο ποιητής, ασφαλείς μάρτυρες για την πραγματική του
προσωπικότητα, για τον αληθινό του εαυτό. Έτσι, όποιος επιχειρήσει να
κατανοήσει το ποιόν του ποιητή μέσα από τα πεπραγμένα του και μέσα από τα λόγια
του, θα οδηγηθεί κατ’ ανάγκη σε λανθασμένα συμπεράσματα, αφού ο ποιητής ήταν
αναγκασμένος σε όλη του τη ζωή να αποκρύπτει την αληθινή του φύση και τις αληθινές
του επιθυμίες.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Το εμπόδιο που κυριολεκτικά μεταμόρφωνε
τις πράξεις και τον τρόπο ζωής του ποιητή ήταν οι απαιτήσεις της κοινωνίας∙ ήταν
το ασφυκτικό πλαίσιο που συνθέτουν το κοινωνικώς αναμενόμενο και το κοινωνικός
αποδεκτό. Ο ποιητής γνώριζε καλά πως ο μόνος τρόπος για να γίνει αποδεκτός από τους
συγκαιρινούς του ήταν να προσαρμόσει τις πράξεις και τη συμπεριφορά του στην
κοινωνική νόρμα της εποχής του. Ένας ομοφυλόφιλος, όπως ήταν ο Καβάφης, δεν
μπορούσε ποτέ να ζήσει τη ζωή του όπως την ήθελε, ούτε είχε τη δυνατότητα να
επιζητά φανερά την εκπλήρωση των επιθυμιών του. Ήταν υποχρεωμένος να
υποκρίνεται, να καταπιέζει τον εαυτό του και να υιοθετεί εν γένει έναν τρόπο
ζωής τελείως ξένο προς τη δική του φύση.
Η κοινωνία ήταν -και σε σημαντικό βαθμό
παραμένει- αρνητική απέναντι σε ό,τι της φαίνεται μη συμβατό με το στερεοτυπικό
πρότυπο του «φυσιολογικού» ανθρώπου. Υπ’ αυτή την έννοια, ένας ομοφυλόφιλος δεν
μπορούσε να γίνει αποδεκτός στο σύνολό του, έστω κι αν ως προσωπικότητα είχε
πλείστες αρετές, όπως συνέβαινε με τον μεγάλο μας ποιητή. Ο Καβάφης μπορούσε να
έχει την εκτίμηση των συμπολιτών του στο βαθμό μόνο που ήταν πρόθυμος να
αποκρύπτει -ή έστω να μην υπερτονίζει- ορισμένα βασικά στοιχεία του εαυτού του.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Η ανάγκη προσαρμογής με τα πρότυπα του
κοινωνικού συνόλου δεν καταπίεζε μόνο τις πράξεις του ποιητή, μα ακόμη και τη
δυνατότητά του να εκφράζει ελεύθερα τις σκέψεις του. Η κοινωνία, άλλωστε,
μπορεί να καταδικάσει και να απορρίψει κάποιον αρκούμενη και μόνο στις απόψεις
που αυτός διατυπώνει, αν θεωρήσει ότι αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις αξίες
και τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία της. Ο ποιητής, επομένως, εξαναγκάζεται
να σιωπά, όχι μόνο σε σχέση με την έκφανση του ερωτισμού που τον συγκινεί, αλλά
και σε σχέση με την υποκρισία των συνανθρώπων του. Σε μια υποτιθέμενα
χριστιανική κοινωνία, όπου όλοι πασχίζουν να αναδείξουν την αφοσίωσή τους στη
χριστιανική πίστη, αρκούνται στην πραγματικότητα μόνο στα τυπικά και στα
επιφανειακά∙ αρκούνται μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων.
Ο Καβάφης διαπιστώνει παντού γύρω του
την υποκρισία των Χριστιανών, διαπιστώνει τη μισαλλοδοξία τους, όπως και την
αδυναμία τους να αποδεχτούν και να σεβαστούν πραγματικά τους συνανθρώπους τους,
μα αναγκάζεται να σωπάσει, προκειμένου να διατηρήσει την αναγκαία ισορροπία με
τον κοινωνικό του κύκλο.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα
—
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Ο ποιητής περνά, λοιπόν, μια ζωή
απόκρυψης, μια ζωή περιορισμού, στο πλαίσιο της οποίας αδυνατεί να εκφραστεί
και να ζήσει όπως πραγματικά επιθυμεί. Έτσι, ό,τι απομένει είναι πράξεις απαρατήρητες,
πράξεις που γίνονται στα κρυφά, μυστικές εκπληρώσεις της ερωτικής επιθυμίας,
καθώς και γραπτά υπαινικτικά, γραπτά σκεπασμένα, στα οποία ο ποιητής με
υπονοούμενα και ασαφείς νύξεις κατορθώνει να περάσει κάτι από την αλήθεια του.
Μόνο αυτά μένουν για να μπορέσει κάποιος να γνωρίσει την αληθινή φύση του
ποιητή.
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με
μάθουν.
Είναι, εντούτοις, μάλλον μικρής αξίας
το να καταβληθεί τόσος κόπος και τόση προσπάθεια, προκειμένου να μπορέσουν οι
άνθρωποι να γνωρίσουν και να μάθουν τον πραγματικό εαυτό του ποιητή. Ο Καβάφης
θεωρεί μάλλον ανώφελο το να μπει κάποιος στη διαδικασία να διατρέξει τα πιο
σκεπασμένα γραπτά του και να αναζητήσει τις πιο κρυφές του πράξεις∙ κι είναι
ανώφελο, διότι όσα τώρα αναγκάζεται να κρύβει με επιμέλεια ο ίδιος, θα
μπορέσουν άλλοι αργότερα να τα πράξουν με πλήρη ελευθερία.
Κατόπι — στην τελειοτέρα κοινωνία —
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει.
Ο Καβάφης, παρά το γεγονός ότι έχει
εξαναγκαστεί από τον συντηρητισμό της εποχής του να καταπιέζει τον εαυτό του
και να μην μπορεί να ζήσει ούτε στιγμή με την πλήρη αλήθεια του, δεν αφήνεται
στην απελπισία. Ο ποιητής μοιάζει βέβαιος πως αργότερα, σε μια τελειότερη
κοινωνία, κάποιος άλλος που θα είναι φτιαγμένος σαν τον ίδιο, κάποιος δηλαδή
που θα έχει τις ιδιαιτερότητες του Καβάφη, θα μπορέσει να παρουσιάσει ελεύθερα
την αλήθεια του εαυτού του και θα μπορέσει ελεύθερα να πράξει όσα επιθυμεί.
Η τελειότερη αυτή κοινωνία, που θα
επιτρέπει σε όλους τους ανθρώπους να εκφράζονται και να ζουν όπως επιθυμούν,
είτε αποτελεί επισφαλή προσδοκία του ποιητή είτε αποτελεί βεβαιότητα που
βασίζεται στις αλλαγές που βλέπει να πραγματοποιούνται γύρω του, λειτουργεί, σε
κάθε περίπτωση, παρηγορητικά για την καταπίεση που έχει βιώσει ο ίδιος.
Ο Καβάφης δεν παύει, λοιπόν, να ελπίζει
πως στο μέλλον θα φτάσει σε τέτοιο επίπεδο εξέλιξης η κοινωνία, ώστε οι
άνθρωποι δεν θα χρειάζεται να κρύβουν τις επιθυμίες τους και δεν θα χρειάζεται
να κρύβουν τον πραγματικό τους εαυτό. Θα μπορούν να ζουν απολύτως ελεύθερα,
πράττοντας εκείνα που πραγματικά επιθυμούν και λέγοντας ανοιχτά εκείνα που
πραγματικά σκέφτονται.