Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «πράττω / πράττομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πράττω, πράττεις, πράττει, πράττομεν, πράττετε, πράττουσι(ν)
Υποτακτική
πράττω, πράττῃς, πράττῃ, πράττωμεν, πράττητε, πράττωσι(ν)
Ευκτική
πράττοιμι, πράττοις, πράττοι, πράττοιμεν, πράττοιτε, πράττοιεν
Προστακτική
---, πρᾶττε, πραττέτω, ---, πράττετε, πραττόντων (ή πραττέτωσαν)
Απαρέμφατο
πράττειν
Μετοχή
πράττων, πράττουσα, πρᾶττον
Παρατατικός
Οριστική
ἔπραττον, ἔπραττες, ἔπραττε, ἐπράττομεν, ἐπράττετε, ἔπραττον
Μέλλοντας
Οριστική
πράξω, πράξεις, πράξει, πράξομεν, πράξετε, πράξουσι(ν)
Ευκτική
πράξοιμι, πράξοις, πράξοι, πράξοιμεν, πράξοιτε, πράξοιεν
Απαρέμφατο
πράξειν
Μετοχή
πράξων, πράξουσα, πρᾶξον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
ἔπραξα, ἔπραξας, ἔπραξε(ν), ἐπράξαμεν, ἐπράξατε, ἔπραξαν
Οριστική
πράττω, πράττεις, πράττει, πράττομεν, πράττετε, πράττουσι(ν)
πράττω, πράττῃς, πράττῃ, πράττωμεν, πράττητε, πράττωσι(ν)
πράττοιμι, πράττοις, πράττοι, πράττοιμεν, πράττοιτε, πράττοιεν
Προστακτική
---, πρᾶττε, πραττέτω, ---, πράττετε, πραττόντων (ή πραττέτωσαν)
πράττειν
Μετοχή
πράττων, πράττουσα, πρᾶττον
Οριστική
ἔπραττον, ἔπραττες, ἔπραττε, ἐπράττομεν, ἐπράττετε, ἔπραττον
Οριστική
πράξω, πράξεις, πράξει, πράξομεν, πράξετε, πράξουσι(ν)
πράξοιμι, πράξοις, πράξοι, πράξοιμεν, πράξοιτε, πράξοιεν
Απαρέμφατο
πράξειν
Μετοχή
πράξων, πράξουσα, πρᾶξον
Οριστική
ἔπραξα, ἔπραξας, ἔπραξε(ν), ἐπράξαμεν, ἐπράξατε, ἔπραξαν
πράξω, πράξῃς, πράξῃ, πράξωμεν, πράξητε, πράξωσι(ν)
πράξαιμι, πράξαις / πράξειας, πράξαι / πράξειε(ν), πράξαιμεν, πράξαιτε, πράξαιεν / πράξειαν
Προστακτική
---, πρᾶξον, πραξάτω, ---, πράξατε, πραξάντων (ή πραξάτωσαν)
πρᾶξαι
πράξας, πράξασα, πρᾶξαν
Οριστική
πέπραχα, πέπραχας, πέπραχε, πεπράχαμεν, πεπράχατε, πεπράχασι(ν)
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός ὦ
πεπραχότες- πεπραχυῖαι- πεπραχότα ὦμεν
πεπραχότες- πεπραχυῖαι- πεπραχότα ἦτε
Ευκτική
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός εἴην
---
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός ἴσθι
πεπραχότες- πεπραχυῖαι- πεπραχότα ἔστε
πεπραχέναι
Μετοχή
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός
Οριστική
ἐπεπράχειν, ἐπεπράχεις, ἐπεπράχει, ἐπεπράχεμεν, ἐπεπράχετε, ἐπεπράχεσαν
Οριστική
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός ἔσομαι
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός ἔσῃ (ἔσει)
πεπραχώς- πεπραχυῖα- πεπραχός ἐσοίμην
πεπραχώς ἔσεσθαι
πεπραχώς ἐσόμενος
Οριστική
πράττομαι, πράττῃ/πράττει, πράττεται, πραττόμεθα, πράττεσθε, πράττονται
πράττωμαι, πράττῃ, πράττηται, πραττώμεθα, πράττησθε, πράττωνται
πραττοίμην, πράττοιο, πράττοιτο, πραττοίμεθα, πράττοισθε, πράττοιντο
Προστακτική
---, πράττου, πραττέσθω, ---, πράττεσθε, πραττέσθων ή πραττέσθωσαν
Απαρέμφατο
πράττεσθαι
Μετοχή
πραττόμενος
πραττομένη
πραττόμενον
Οριστική
ἐπραττόμην, ἐπράττου, ἐπράττετο, ἐπραττόμεθα, ἐπράττεσθε, ἐπράττοντο
Οριστική
πράξομαι, πράξῃ/πράξει, πράξεται, πραξόμεθα, πράξεσθε, πράξονται
πραξοίμην, πράξοιο, πράξοιτο, πραξοίμεθα, πράξοισθε, πράξοιντο
Απαρέμφατο
πράξεσθαι
Μετοχή
πραξόμενος
πραξομένη
πραξόμενον
Οριστική
πραχθήσομαι, πραχθήσῃ πραχθήσει, πραχθήσεται, πραχθησόμεθα, πραχθήσεσθε, πραχθήσονται
πραχθησοίμην, πραχθήσοιο, πραχθήσοιτο, πραχθησοίμεθα, πραχθήσοισθε, πραχθήσοιντο
Απαρέμφατο
πραχθήσεσθαι
Μετοχή
πραχθησόμενος
πραχθησομένη
πραχθησόμενον
Οριστική
ἐπραξάμην, ἐπράξω, ἐπράξατο, ἐπραξάμεθα, ἐπράξασθε, ἐπράξαντο
πράξωμαι, πράξῃ, πράξηται, πραξώμεθα, πράξησθε, πράξωνται
πραξαίμην, πράξαιο, πράξαιτο, πραξαίμεθα, πράξαισθε, πράξαιντο
Προστακτική
---, πρᾶξαι, πραξάσθω, ---, πράξασθε, πραξάσθων
πράξασθαι
Μετοχή
πραξάμενος
πραξαμένη
πραξάμενον
Οριστική
ἐπράχθην, ἐπράχθης, ἐπράχθη, ἐπράχθημεν, ἐπράχθητε, ἐπράχθησαν
πραχθῶ, πραχθῇς, πραχθῇ, πραχθῶμεν, πραχθῆτε, πραχθῶσι(ν)
πραχθείην, πραχθείης, πραχθείη, πραχθείημεν ή πραχθεῖμεν, πραχθείητε ή πραχθεῖτε, πραχθείησαν ή πραχθεῖεν
---, πράχθητι, πραχθήτω, ---, πράχθητε, πραχθέντων ή πραχθήτωσαν
Απαρέμφατο
πραχθῆναι
πραχθείς
πραχθεῖσα
Οριστική
πέπραγμαι, πέπραξαι, πέπρακται, πεπράγμεθα, πέπραχθε, πεπραγμένοι εἰσί(ν)
πεπραγμένος- πεπραγμένη-πεπραγμένον ὦ
πεπραγμένος- πεπραγμένη-πεπραγμένον ᾖς
πεπραγμένοι- πεπραγμέναι-πεπραγμένα ὦμεν
Ευκτική
πεπραγμένος- πεπραγμένη-πεπραγμένον εἴην
---, πέπραξο, πεπράχθω, --- πέπραχθε, πεπράχθων ή πεπράχθωσαν
πεπρᾶχθαι
πεπραγμένος,
πεπραγμένη,
πεπραγμένον
ἐπεπράγμην, ἐπέπραξο, ἐπέπρακτο, ἐπεπράγμεθα, ἐπέπραχθε, πεπραγμένοι ἦσαν
Οριστική
πεπραγμένος- πεπραγμένη-πεπραγμένον ἔσομαι
πεπραγμένος- πεπραγμένη-πεπραγμένον ἔσῃ (ἔσει)
πεπραγμένος- πεπραγμένη-πεπραγμένον ἐσοίμην
πεπραγμένος ἔσεσθαι
πεπραγμένος ἐσόμενος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου