Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Για τη συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Miki De Goodaboom

Για τη συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά»

Στη συλλογή Η μόνη κληρονομιά διακρίνω περισσότερη ωριμότητα˙ ωριμότητα συγγραφική, αλλά και ωριμότητα ανθρώπινη, που προέρχεται από πείρα ζωής. Η ωριμότητα αυτή νομίζω πως εκδηλώνεται με την ακόμα μεγαλύτερη αφηγηματική απλότητα: τη λιτότητα θα έλεγα των αφηγηματικών μέσων του Γιώργου Ιωάννου˙ αλλά και με την προσεκτική και συνειδητή, καθώς υποθέτω, αποφυγή κάθε παράταιρου τόνου και κάθε επιτήδευσης, που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη από την ουσία των αφηγημάτων του, που είναι η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου – των καημών και των βασάνων του.
Η αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου αποκτά αυτοδύναμη αξία, καθώς είναι πλεγμένη με συγκίνηση συνάμα και με χιούμορ. Σημειώνω και υπογραμμίζω στα πεζογραφήματά του την παρουσία του χιούμορ – που τόσο λείπει από τα αφηγηματικά μας κείμενα. Όσο θυμάμαι, από τους παλιότερους μόνο ο Κοσμάς Πολίτης το έχει σε κάποιο βαθμό, και από τους νεότερους – σε πολύ μεγαλύτερο – ο Άλκης Αγγελόγλου. Επανέρχομαι στην αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου για να παρατηρήσω πως είναι το σπουδαιότερο χάρισμά του: μετουσιώνει και τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά και υψώνει, με τη συγκρατημένη συγκίνηση, στη σφαίρα της γνήσιας τέχνης. Δε θα είχε πολύ νόημα να ξεχωρίσω ορισμένα πεζογραφήματα του τόμου και να πω πως τα θεωρώ καλύτερα από τα άλλα: θα επρόκειτο για προσωπικές προτιμήσεις, αφού ο τόνος του βιβλίου είναι ενιαίος, η στάση ζωής η ίδια, οι ποιοτικές διαφορές μικρές. Σημειώνω ωστόσο τα «Η μόνη κληρονομιά», «Τα σκυλιά του Σέιχ-σου», «Το μέντιουμ». Ωραιότατο ποιητικό πεζογράφημα είναι και το «Ομίχλη». Προσωπικά προτιμώ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, όπου πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη και οι παλιοί άνθρωποί της˙ τα πεζογραφήματα αυτά, νομίζω, αποτελούν το συγκινημένο χρονικό τους ή, καλύτερα, το ελεγείο του χαμού τους. Έτσι αποκτούν τη γενικότερη προέκταση ή αναφέρονται σ’ ένα πλατύτερο – κοινωνικό και ανθρώπινο - σύνολο˙ έτσι νομίζω, παρουσιάζουν και περισσότερο ενδιαφέρον.

Απόστολος Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Κωνσταντινίδη, σσ. 153-155.

Η «Σαρκοφάγος» (1971) τυχαίνει της ίδιας ή κάπως καλύτερης υποδοχής με τη συλλογή Για ένα φιλότιμο. Κριτικάρονται τα ίδια στοιχεία. Αυτή τη φορά ο Γ. Ιωάννου είναι πια εδραιωμένος στο χώρο της πεζογραφίας, είναι αρκετά γνωστός και οι κριτικές είναι περισσότερο επαινετικές. Αναζητούνται και υπογραμμίζονται, κυρίως, τα θετικά στοιχεία της πεζογραφίας του, ενώ τα αρνητικά στιγματίζονται λιγότερο. Η κριτική περιστρέφεται ιδιαίτερα γύρω από τη χρήση του πρώτου προσώπου και την «τέχνη του φενακισμού», όπως χαρακτηρίζει ο Αλ. Κοτζιάς, την τεχνική του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.
«Η μόνη κληρονομια» (1974) έχει την ίδια αντιμετώπιση με τα προηγούμενα βιβλία του. Η κριτική αναφέρεται κυρίως, στα γενικότερα θέματα που απασχολούν το συγγραφέα και δεν μπαίνει σε επιμέρους ζητήματα, όπως ο έρωτας ή ο θάνατος, αλλά κάνει την αποτίμηση του τελευταίου βιβλίου ενός συγγραφέα που έχει ήδη δείξει ποιος είναι και τι πρεσβεύει στο χώρο της λογοτεχνίας. Ο Αλ. Κοτζιάς μάλιστα βρίσκει ότι ο Ιωάννου έχει επηρεάσει κάπου λογοτέχνες πολύ έντονα. Γράφει σχετικά: «Ωστόσο, το γεγονός είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ιωάννου, έστω κι αν δεν μπορεί να αποκληθεί αρχηγός σχολής, έχει κιόλας επηρεάσει μια σειρά από αξιολογότατους νεότερος διηγηματογράφους...»/
[...]
Σήμερα, πολλοί θεωρούν τις τρεις πρώτες συλλογές σαν το σημαντικότερο κομμάτι του λογοτεχνικού έργου του Ιωάννου και ο ίδιος, κατά κάποιο τρόπο, το παραδέχεται. «Υπάρχουν αρκετοί φίλοι, (...) που κάθε φορά σου λένε πως εκείνα τα πρώτα κείμενά σου ήταν τα καλύτερα και πως από τότε δεν τα ξαναέφτασες κι ας έγραψες τόσα και τόσα. Έχουν δίκιο ως ένα σημείο οι φίλοι, μα δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς και ολότελα.» (Καταπακτή, σελ. 75). Συγχρόνως πιστεύει ότι η επιτυχία των πρώτων έργων του, οφείλεται στο «δυστυχισμένο» ύφος που είχαν, ενώ από τα άλλα λείπει κι αυτό τα κάνει ίσως κατώτερα. Εδώ, μάλλον, εννοεί την επίδραση της «Σχολής» της Θεσσαλονίκης, από την οποία, όπως λέει, ξέφυγε όταν ήρθε στην Αθήνα και έγραψε το «Δικό μας αίμα», τον «Επιτάφιο θρήνο» και τα άλλα έργα του.

Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, Ο Έρωτας και ο Θάνατος στη λογοτεχνία του Γιώργου Ιωάννου, Κέδρος, 1992, σσ. 101-103.

Δείτε επίσης:

Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Γιατί η ξένη αρνείται να πιεί το νερό της βρύσης;

Γιώργος Ιωάννου «Ομίχλη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Γιώργος Ιωάννου «Ομίχλη»

[...] Άλλοτε η πόλη εμφανίζεται χαμένη, περιτυλιγμένη από την ομίχλη ή αναδυομένη μέσα από αυτή σαν μια μυθική και ποιητική φιγούρα. Είναι μια πόλη μητρική, η οποία ανοίγει την υγρή αγκαλιά της για να δεχτεί τον ανήσυχο, γεμάτο άνομες επιθυμίες περιπατητή. Το βύθισμα σε αυτή είναι ανακουφιστικό, μοιάζει μ’ εκείνο μέσα στη μήτρα πριν η γέννηση ανοίξει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου: «[...] Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. [...]». Η πόλη διαθλάται μέσα στην ομίχλη. Στα μάτια του αφηγητή όλα αλλάζουν μορφή καθώς χάνονται μέσα στην αχλύ: «[...] Η ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η [...]
Καθώς ο αφηγητής περιπλανάται στην υγρή και αχνή πολιτεία, η ομίχλη παίρνει εξωπραγματικές διαστάσεις. Από απλό κλιματολογικό φαινόμενο, σύνηθες για την πόλη αυτή, παραπέμπει στο χώρο του ονείρου και της ψευδαίσθησης. Η ομίχλη εσωτερικοποιείται από τον αφηγητή, για να ταυτιστεί με τα όνειρά του και τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις: «[...] Δε θυμάμαι από που ερχόταν εκείνη η ομίχλη˙ μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα. [...]». Η εσωτερικοποίηση προχωρεί τόσο ώστε ο αφηγητής γίνεται ένα με αυτή. Το σκηνικό δεν μοιάζει με πραγματικό. Οι διαθλάσεις που δημιουργεί η ομίχλη προκαλούν ρωγμές στο χώρο και στο χρόνο. Ο αφηγητής «ταξιδεύει» μέσα απ’ αυτές τις ρωγμές για να συναντηθεί με σκιές του θανάτου: «[...] Πίσω απ’ τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Κολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Αίματος. Κι αν δεν μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. [...]». Η πόλη τυλιγμένη στην ομίχλη γίνεται μακρινή, απόκοσμη, γεμάτη σκιές που γλιστράνε στους δρόμους, που κι αυτοί με τη σειρά τους δε μοιάζουν με τους παλιούς, έχουν ξεθωριάσει από το χρόνο και τη φθορά. Μια παρακμή κι ένας θάνατος περιβάλλει τους δρόμους και τα δρομάκια στα οποία περπατά ο αφηγητής ακολουθώντας αυτές τις σκιές. Ώσπου φτάνει στην Πορτάρα, απ’ όπου του γνέφουν οι σκιές για να περάσει. Εκείνος, όμως, μένει έξω, μόνος μέσα στην ομίχλη και στη νύχτα, για να ξαναγυρίσει, μετά την περιπλάνησή του στα μονοπάτια του θανάτου, στην άλλη την πόλη, εκείνη της ζωής, όπου τον περιμένουν τα τραμ, τα φώτα, η κίνηση, οι άνθρωποι.

Έλενα Χουζούρη, Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, Αθήνα 1995, εκδ. Πατάκη, σελ. 77-78.

Δείτε επίσης:
Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Γιώργος Ιωάννου "Η μόνη κληρονομιά" Αναλύσεις κειμένων

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Vincent van Gogh

Γιώργος Ιωάννου "Η μόνη κληρονομιά"




































Τα κείμενα της "Μόνης κληρονομιάς" αποκλίνουν πιο πολύ προς το διήγημα παρά προς το "πεζογράφημα", όπως το εννοεί και το γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, που θεωρείται και ο εισήγητής του στη λογοτεχνία μας.

Τα διηγήματα της "Κληρονομιάς" γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973 αντανακλούν μια περίοδο προσαρμογής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα από τα τέλη του 1971.

Οι ιστορίες του Ιωάννου μπορεί κι εδώ να μιλούν για τα άφθονα βάσανα και τις λιγοστές χαρές της ζωής - της νεοελληνικής ζωής μάλιστα - κατά βάθος όμως προσπαθούν να δείξουν την πρωταρχικότητά της και ότι της αξίζει κάθε υπομονή, αγώνας και ελπίδα.

Τα δεκαεφτά κείμενα της "Μόνης Κληρονομιάς" πρωτοκυκλοφόρησαν σε βιβλίο στις αρχές του 1974 - δηλαδή τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας - γι' αυτό και παρουσιάζουν κάποιους ειδικότερους υπαινιγμούς, καθώς και εναντιώσεις, σε μερικά τους σημεία. Είναι από την τότε κατάσταση.

Γιώργος Ιωάννου "Η μόνη κληρονομιά" Οι χρονολογίες του διηγήματος

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Clinton Hobart

Η μόνη κληρονομιά

Οι χρονολογίες του διηγήματος

Με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης 29 Σεπτεμβρίου 1913 τελειώνει ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος και η Δυτική Θράκη παραχωρείται στη Βουλγαρία. Οι Τούρκοι στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μία συμπαγή τουρκική παρουσία στην Ανατολική Θράκη ξεκινούν να διώχνουν από την περιοχή όσους δεν ήταν Τούρκοι και κυρίως τους Έλληνες. Στα πλαίσια αυτών των διωγμών η οικογένεια του συγγραφέα φεύγει από την Ανατολική Θράκη.
Το Μάη του 1916 κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918) οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι εισβάλουν στην Ανατολική Μακεδονία και ξεκινούν διωγμούς των Ελλήνων της περιοχής.
Τον Οκτώβρη του 1916 ξεκινά η αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη μεγάλης στρατιωτικής δύναμης Άγγλων και Γάλλων.
Στις 18 Αυγούστου 1917 μια μεγάλη πυρκαγιά κατακαίει το μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλονίκης.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1918 η Βουλγαρία συνθηκολογεί με τους συμμάχους, έχοντας πλέον ηττηθεί στον πόλεμο.
Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ στις 14 Νοεμβρίου 1919 η Βουλγαρία παραιτείται από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών 10 Αυγούστου 1920 η Ελλάδα παίρνει τη Δυτική Θράκη και ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Θράκης.
Στις 27 Αυγούστου 1922 ο στρατός το Κεμάλ Ατατούρκ εισβάλει στη Σμύρνη και ξεκινά το σφαγιασμό των κατοίκων. Η Καταστροφή.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης 24 Ιουλίου 1923 τερματίζεται ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο ποταμός Έβρος ορίζεται ως το σύνορο μεταξύ των δύο κρατών και η Ανατολική Θράκη περνά οριστικά υπό την κυριαρχία της Τουρκίας.

Επιπλέον ημερομηνίες στις οποίες γίνεται αναφορά μέσα στο διήγημα

Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου 3 Μαρτίου 1878 τερματίζεται ο δεύτερος πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία. Η συνθήκη αυτή αναφέρεται γιατί τότε περίπου είχε γεννηθεί η μία γιαγιά του συγγραφέα.
Το Χουριέτ, το Δημοκρατικό Σύνταγμα που επέβαλαν οι Νεότουρκοι στην Τουρκία έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1918. Τότε γεννήθηκε ο πατέρας του συγγραφέα.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1913 ολοκληρώθηκε η διάνοιξη της Διώρυγας του Παναμά. Στη διάνοιξη της Διώρυγας εργαζόταν ο ένας από τους θείους του συγγραφέα.
Το Μάη του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης ξεκινούν απεργία και στην πόλη σημειώνονται επεισόδια. Τότε είδε για τελευταία φορά ο συγγραφέας τον κομμουνιστή θείο του.
Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Β΄ έχει εξοριστεί από τη χώρα δύο φορές και έχουν γίνει και τις δύο φορές δημοψηφίσματα για την επιστροφή του. Το πρώτο έγινε στις 3 Νοεμβρίου 1935 και το δεύτερο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο την 1η Σεπτεμβρίου 1946. Όταν ο συγγραφέας μιλά για το δημοψήφισμα που έφερε πίσω το Γεώργιο, προφανώς αναφέρεται στο πρώτο γιατί λέει ότι τότε ήταν μικρός. Ο συγγραφέας κατά το πρώτο δημοψήφισμα ήταν 8 χρονών ενώ στο δεύτερο ήταν ήδη 19.
Ο συγγραφέας πεθαίνει στις 16 Φεβρουαρίου 1985 σε ηλικία 58 ετών.

Μόνη κληρονομιά: Ποιο είναι το νόημα του τίτλου

Ο τίτλος του διηγήματος μπορεί να λάβει πολλές ερμηνείες ανάλογα με το ποια θεωρούμε ότι είναι η κληρονομιά του συγγραφέα:
Αναμνήσεις: Ως κληρονομιά που λαμβάνει από τους δικούς του μπορούμε να θεωρήσουμε όλες αυτές τις μνήμες που μας περιγράφει ο συγγραφέας στο διήγημά του για τη ζωή των προγόνων του. Η μόνη κληρονομιά που λαμβάνει ο συγγραφέας είναι η ανάμνηση μιας καλύτερης ζωής στα προγονικά εδάφη της Ανατολικής Θράκης, αλλά και όλες αυτές οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι δικοί του στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν παρά τους πολέμους, τους διωγμούς και την οικονομική τους ανέχεια. Όπως λέει και ο ίδιος άλλωστε από υλικά αγαθά δεν έλαβε τίποτε από τους δικούς του καθώς ακόμη και στην ενήλικη ζωή του δεν έχει ένα δικό του σπίτι και θα πρέπει να χρεωθεί για πολλά χρόνια αν θέλει να αγοράσει ένα.
Κληρονομικότητα: Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι όλοι οι άντρες της οικογένειάς του πεθαίνουν από τα 50 μέχρι τα 60 τους χρόνια και ανησυχεί μήπως τελικά αυτό που του κληροδοτούν οι δικοί του είναι ένας πρόωρος θάνατος, προτού φτάσει τα 60 του χρόνια. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι ο συγγραφέας πέθανε στα 58 του χρόνια από μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Το συγγραφικό έργο: Ως μόνη κληρονομιά μπορεί να θεωρηθεί και το μόνο που κατορθώνει να αφήσει ο ίδιος ο συγγραφέας που δεν είναι άλλο από το συγγραφικό του έργο. Ο Ιωάννου δεν απέκτησε παιδιά για να μπορεί να ελπίζει ότι η μνήμη του θα διασωθεί μέσω αυτών, οπότε το μόνο που αφήνει ως κληρονομιά και θέλει να πιστεύει ότι θα διασώσει τη μνήμη του είναι τα βιβλία που έγραψε. Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας παραδέχεται ότι γράφει αφενός για να κερδίσει την υστεροφημία του και αφετέρου για να τακτοποιήσει όλες τις μνήμες και τα βιώματά του. Ο συγγραφέας έχει ζήσει σε πολύ ταραγμένες περιόδους και έχει δει και υποστεί αρκετές τραυματικές εμπειρίες γι’ αυτό και επιχειρεί καταγράφοντας όλα αυτά τα γεγονότα να τα αντιμετωπίσει, να τα κατανοήσει και τελικά να τα αποδεχτεί.

Ο τρόπος γραφής του διηγήματος

Το διήγημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και είναι ένα από τα πιο προσωπικά κείμενα του συγγραφέα μιας και μας μιλά για την ιστορία της οικογένειάς του. Όπως και στα υπόλοιπα διηγήματά του ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να προκαλέσει συγκίνηση στους αναγνώστες χρησιμοποιώντας αναλυτικές περιγραφές και συγκινησιακή γλώσσα. Μας δίνει τα γεγονότα με λιτό και ρεαλιστικό τρόπο, αφήνοντας τις δραματικές εξελίξεις και τα βιώματα της οικογένειάς του να δημιουργήσουν από μόνα τους το τραγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεκίνησε η ζωή του συγγραφέα.
Το κείμενο έχει μονοεστιακή αφήγηση όπως και τα υπόλοιπα δίνοντάς μας τα γεγονότα μέσα από την οπτική γωνία του αφηγητή – συγγραφέα, όπως ο ίδιος τα έζησε ή όπως του μεταφέρθηκαν αυτά από τις διηγήσεις των δικών του ανθρώπων.

Δείτε επίσης:

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Πού αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός ότι η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα μούρα;


Γιώργος Ιωάννου "Ο παλιός αέρας" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Ο παλιός αέρας

«Καθώς διάβαζα στην κρεμασμένη εφημερίδα τη λέξη “πόλεμος”, σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός, μια σκόνη, χαρτιά πολλά με τυλίξανε κι έχασα για μια στιγμή την αναπνοή μου και τον κόσμο.»
- Το κείμενο με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή είναι μια προσπάθεια του Ιωάννου να περάσει ένα μήνυμα ελπίδας στους Έλληνες που εκείνα τα χρόνια ζούσαν υπό καθεστώς δικτατορίας.
- Ο παλιός αέρας είναι το σύμβολο μιας επαναστατικής πνοής, μιας διάθεσης για αλλαγή και ανατροπής καταστάσεων που ανά διαστήματα πνέει στον κόσμο και προκαλεί εκρηκτικές καταστάσεις, όπως ήταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά και η ήττα των Γερμανών.
- Επειδή τα χρόνια που κυκλοφόρησε η συλλογή αυτή υπήρχε λογοκρισία και δεν εκδίδονταν κείμενα που μιλήσουν κατά του καθεστώτος, ο συγγραφέας δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για την ελπίδα του ότι πλησιάζει η στιγμή που θα ξεκινήσει μια εξέγερση, η οποία θα ανατρέψει τη χούντα και θα επαναφέρει την ελευθερία στη χώρα. Για το λόγο αυτό αναφέρεται στην γερμανική κατοχή που σε πολλά σημεία έμοιαζε με την δικτατορία που είχε επιβληθεί στους Έλληνες. Όπως λοιπόν ο αέρας αυτός έγινε αισθητός τότε που οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, έτσι και τώρα ο συγγραφέας λέει ότι αισθάνεται τον αέρα αυτό να ετοιμάζεται και πάλι να φυσήξει δυνατά.
- Το κείμενο αυτό έχει σε αρκετά σημεία μια ποιητικότητα στην έκφραση που παραπέμπει στην «Ομίχλη».

«Έξω από τη σπιταρόνα αυτή είχα ακούσει ένα βραδάκι τους εφημεριδοπώλες να διαλαλούν σε έκτακτο παράρτημα τη δολοφονία του βασιλιά της Σερβίας Αλέξανδρου στη Μασσαλία.»
- Η πρώτη φορά που ο Ιωάννου ένιωσε την παρουσία αυτού του αέρα που ξυπνάει μαχητικές διαθέσεις στους ανθρώπους ήταν όταν έγινε η δολοφονία του βασιλιά της Σερβίας Αλέξανδρου το 1934. Εκείνη την εποχή, πέντε χρόνια πριν από την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη και ο κόσμος θεωρούσε πολύ πιθανό το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου.

«... ενώ κατεβαίναμε από ορειβατική εκδρομή στο Ιτς Μπουνάρ κι άκουγα τους μεγάλους, που κανείς τους δεν υπάρχει πια, να μιλούν για πόλεμο και επερχόμενες δυστυχίες κοιτάζοντας κάθε τόσο προς την Αρβανιτιά.»
- Η αφήγηση αμέσως μετά προχωρά λίγα χρόνια μπροστά και συγκεκριμένα ένα μόλις χρόνο πριν από την έναρξη του πολέμου, όπου Ιωάννου βρέθηκε μαζί με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας σε μια εκδρομή στο Ιτς Μπουνάρ. Εκεί όλοι μιλούσαν για το νέο πόλεμο που πλησίαζε και σχολίαζαν τις δυσκολίες που θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε.
- Η συζήτηση αυτή δημιουργεί στον Ιωάννου ένα έντονο αίσθημα φόβου, όπως αυτό που του προκλήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει δίπλα του μια αλεπού και τον είχε ακουμπήσει απλώς με την ουρά της.

«Απ’ την άλλη χρονιά τα φώτα αυτά έμελε για πολύν καιρό να σβήσουν.»
- Οι δυσκολίες που πράγματι ήρθαν στη χώρα δίνονται από τον Ιωάννου με μια εικόνα σχετική με τα φώτα στους δρόμους. Ο συγγραφέας σχολιάζει ότι ένα χρόνο μετά από αυτή την εκδρομή τα φώτα στους δρόμους έσβησαν και παρέμειναν σκοτεινά για αρκετά χρόνια μετά. Όπως σκοτεινά ήταν τα χρόνια που ακολούθησαν για τους Έλληνες, έτσι σκοτεινοί παρέμειναν και οι δρόμοι της χώρας.

«Όταν είχαμε πουλήσει εκείνο το σπίτι, που ακόμα το κλαίμε, και πήγαμε να ψωνίσουμε στην αγορά, στην αρχή απορούσα για ποιο λόγο οι μεγάλοι δεν χαίρονταν για τα ωραία ψώνια, όπως εγώ.»
- Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ο Ιωάννου ήταν 13 ετών και δεν ήταν ακόμη σε ηλικία που οι δικοί του θα μπορούσαν να του μιλήσουν για κάτι τόσο άσχημο. Ο ίδιος σχολιάζει ότι η παιδική του ψυχή προαισθανόταν σωστά, ότι κάτι κακό συνέβαινε. Εκείνη την περίοδο οι γονείς του είχαν πουλήσει το σπίτι τους και ο Ιωάννου τους έβλεπε ότι δεν ήταν χαρούμενοι. Τη μέρα εκείνη, μετά την πώληση του σπιτιού, οι γονείς του τον αφήνουν για λίγο μόνο του έξω από ένα κατάστημα και τότε ο Ιωάννου βλέπει στις εφημερίδες την λέξη «πόλεμος».
- Το διάβασμα και μόνο της λέξης ήρθε και αναστάτωσε τον Ιωάννου, ο οποίος ένιωσε σαν να σηκώθηκε ένας πολύ δυνατός άνεμος που του έκοψε την ανάσα. Η ζωή του Ιωάννου δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια μετά την έναρξη του πολέμου και ο ίδιος μας λέει ότι από τότε κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν ένιωθε έναν παρόμοιο άνεμο να τον κατακλύζει. Κι αλήθεια ήταν πως η έναρξη του πολέμου έφερε μεγάλες στεναχώριες και δυσκολίες στη ζωή του συγγραφέα, όπως βέβαια και στους υπόλοιπους Έλληνες, κυρίως στα σκληρά χρόνια της κατοχής, όπου χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα, ερημώνοντας τις ελληνικές πόλεις.

«Το στροβίλισμα το ‘νιωσα όσο ποτέ άλλοτε, όταν την τελευταία Μεγάλη Παρασκευή της σκλαβιάς ο διάκος διάβαζε απ’ τον άμβωνα την ευαγγελική περικοπή τη σχετική με το θάνατο του Χριστού.»
- Τον ίδιο έντονο αέρα ο Ιωάννου τον αισθάνθηκε και μέσα στην εκκλησία, την τελευταία Μεγάλη Παρασκευή προτού έρθει το τέλος της κατοχής. Μήνες, δηλαδή, προτού φανεί έστω και μια ελπίδα ότι η κατάσταση αυτή φτάνει στο τέλος της, ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι είχε αισθανθεί τον άγριο εκείνο αέρα να τον προετοιμάζει για την επερχόμενη αλλαγή. Τα βάσανα της κατοχής επρόκειτο να τελειώσουν με μια ηρωική προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων, αλλά κυρίως με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων.
- Η αναφορά σε μια χρονική στιγμή που απείχε αρκετούς μήνες από το τέλος της κατοχής, γίνεται γιατί το 1972 που έγραφε το κείμενο αυτό ο συγγραφέας, ακόμη δεν φαινόταν να πλησιάζει το τέλος της δικτατορίας. Ο Ιωάννου, δηλαδή, θέλει να πει στους αναγνώστες του ότι παρόλο που δεν φαίνεται να πλησιάζει το τέλος της χούντας και αρκετοί έχουν απελπιστεί, το τέλος θα έρθει σίγουρα όπως είχε έρθει και το τέλος της κατοχής.

«Ο ίδιος αέρας, ανακατεμένος όμως με σκόνη και καπνό, σηκώθηκε και την τελευταία μέρα της σκλαβιάς...»
Οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Ελλάδα, προκειμένου να καθυστερήσουν την καταδίωξή τους από τις δυνάμεις των αντιπάλων τους, κατέστρεψαν τους δρόμους, τις γέφυρες και τα λιμάνια της χώρας. Κι ενώ η παρουσία τους είχε ήδη ζημιώσει τον ελληνικό λαό, την ύστατη στιγμή του πολέμου οι Γερμανοί προχώρησαν και σε μια πρωτοφανή καταστροφή των υποδομών της Ελλάδας.

«Ύστερα ο αέρας πήρε να κατακάθεται θαρρείς και λιγόστευε μαζί με την αθωότητα και την πίστη.»
- Καθώς ο συγγραφέας μεγάλωνε και μέσα από τις πικρές εμπειρίες του πολέμου και της κατοχής, αισθανόταν τον εαυτό του να χάνει την αθωότητα της ψυχής του, μαζί και την πίστη του. Οι ανείπωτες εικόνες φρίκης που σημάδεψαν τις ζωές των ανθρώπων εκείνη την εποχή, είχαν ως αποτέλεσμα να δοκιμαστεί ακόμη και η πίστη τους στο Θεό, καθώς ένιωθαν πως τους είχε εγκαταλείψει στη βιαιότητα και την απανθρωπιά των Γερμανών.
- Τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του πολέμου ο Ιωάννου μας λέει ότι ο αέρας αυτός έπαψε να τον απασχολεί, μιας και τα χρόνια εκείνα ήταν σχετικά ήρεμα για την Ελλάδα. Μόνο για προσωπικά του ζητήματα ένιωθε κατά καιρούς να αναστατώνεται αλλά δεν ήταν ποτέ κάτι το έντονο.

«Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, όμως τον τελευταίο καιρό πολλά μικρά στροβιλίσματα υψώνονται πάλι σαν προβοσκίδες μέσα μου, μα γρήγορα καταπέφτουν. Φοβάμαι πως κάποια στιγμή θα σηκωθεί ο παλιός εκείνος αέρας, αλλά αυτή τη φορά δε θα προφτάσει να σταματήσει.»
- Τον τελευταίο καιρό ο συγγραφέας λέει ότι αισθάνεται τον αέρα να ξεκινά δειλά - δειλά να φυσάει και πάλι. Τη χρονιά που ο Ιωάννου έγραφε αυτό το κείμενο η δικτατορία ήταν ακόμη ισχυρή στην Ελλάδα, αλλά ο συγγραφέας ως ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του, διέβλεπε τη διάθεση του λαού να αλλάζει κι αισθανόταν πως δεν θα αργήσει η στιγμή που οι Έλληνες θα ξεσηκωθούν μαζικά και θα ανατρέψουν το μισητό καθεστώς της χούντας. Γι’ αυτό στο κλείσιμο του πεζογραφήματος σχολιάζει πως όταν ξεκινήσει και πάλι ο παλιός εκείνος αέρας, δεν θα προλάβει να σταματήσει και θα φέρει ουσιαστικά τη ριζική ανατροπή στα πολιτικά πράγματα της χώρας και μαζί την πολυπόθητη ελευθερία. 

Γιώργος Ιωάννου "Η αποζημίωση" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Βάλια Ανδρινοπούλου 

Γιώργος Ιωάννου «Η αποζημίωση»

Περίληψη του κειμένου: Μετά τη λήξη του πολέμου ο συγγραφέας θα καταφύγει σ’ έναν μικρό-απατεώνα ο οποίος αναλάμβανε να φτιάξει τις αιτήσεις όσων ήθελαν να πάρουν αποζημιώσεις από το κράτος για καταστροφές που έγιναν στις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το σπίτι του Ιωάννου έχει βέβαια καταστραφεί λόγω των βομβαρδισμών, αλλά ούτε έπιπλα αξίας είχε ούτε το ίδιο το σπίτι ήταν μεγάλης αξίας. 
Με αφορμή πάντως την αίτηση αυτή ο συγγραφέας θα θυμηθεί τις περιπλανήσεις της οικογένειάς του από τη στιγμή που αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη που βομβαρδίζονταν από τους Ιταλούς.

«Στη βομβαρδισμένη οδό φράγκων υπήρχε ένα ύποπτο γραφείο, που διατυμπάνιζε πως μπορούσε να βγάλει γρήγορα και με το παραπάνω τις αποζημιώσεις των βομβόπληκτων.»
- Ο Ιωάννου μετά τη λήξη του πολέμου πηγαίνει σ’ ένα γραφείο που αναλάμβανε να εξασφαλίσει μεγαλύτερες αποζημιώσεις από το κράτος για όσους είχαν χάσει τις περιουσίες τους από τους βομβαρδισμούς των Ιταλών.
- Το κείμενο αυτό αναφέρεται σε γεγονότα από τη ζωή του συγγραφέα γι’ αυτό και η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής-συγγραφέας είναι δραματοποιημένος, συμμετέχει δηλαδή στα δρώμενα της αφήγησης και μάλιστα προχωρά και σε εκμυστηρεύσεις προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.
- Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου δεν τηρεί τη χρονική σειρά των γεγονότων αλλά εμπλουτίζει την αφήγησή του με πολλές αναχρονίες, με αναδρομές δηλαδή στο παρελθόν αλλά και με αναφορές σε γεγονότα που θα συμβούν αργότερα.
- Το ύφος της αφήγησης είναι λιτό, με απλή γλώσσα και σε αρκετά σημεία αρκετά εξομολογητικό, καθώς ο Ιωάννου μας αποκαλύπτει τις σκέψεις αλλά και τα συναισθήματα του.

«Η καταγραφή αυτή, εκτός που μας έκανε να τσακωθούμε αρκετές φορές μεταξύ μας, μας εξανάγκασε να ξαναβουτηχτούμε στα πικρά περασμένα.»
- Η αίτηση στην οποία θα έπρεπε η οικογένεια του Ιωάννου να καταγράψει τις απώλειες που είχε από τον βομβαρδισμό, γίνεται η αφορμή για να γυρίσει ο συγγραφέας στο παρελθόν και να θυμηθεί όσα έζησε τον πρώτο χρόνο του πολέμου με τους Ιταλούς, όταν η Θεσσαλονίκη βομβαρδίστηκε και πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.

«Καθυστέρησα σ’ ένα σταυροδρόμι για να δω δυο πτώματα, που τα ‘χαν ξαπλωμένα μέσα σ’ ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο.»
- Η αναφορά των δύο νεκρών στην αρχή του διηγήματος μας παραπέμπει στην εποχή του εμφυλίου, κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1946 και το 1949. Ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει από το 1945 για την Ευρώπη, στην Ελλάδα συνεχίζονται οι πολεμικές συρράξεις ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους κεντροδεξιούς.

«Τα λεφτά φρόντισαν να τα καταπιούν αυτοί που τα πρωτοπιάσανε στα χέρια τους. Αν είχε πάθει τίποτε η πρωτεύουσα -αυτή η τόσο ανοχύρωτη πόλη- τότε να δεις λεφτά που θα μοιράζονταν.»
- Αν και πηγαίνει για να δώσει την αίτηση στο «ύποπτο» γραφείο, γνωρίζει εξαρχής ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρουν αποζημίωση, κι αυτό γιατί όπως αναφέρει με αρκετό σαρκασμό, το κράτος ενδιαφέρεται μόνο για την Αθήνα.

«Αυτή η αίτηση δεν είναι καλή. Δεν μπορεί με τις λεκάνες εμαγιέ, τα δώδεκα πιάτα και την τσίγκινη σκάφη να πάρουμε σοβαρή αποζημίωση. Που είναι το πιάνο; που είναι το ραδιόφωνο;...»
- Η απαίτηση του διευθυντή του γραφείου να δηλωθούν στην αίτηση διάφορα αντικείμενα αξίας, για να μπορέσουν να ζητήσουν μεγαλύτερη αποζημίωση, προκαλεί τρόμο στον Ιωάννου καθώς θεωρεί ότι είναι επικίνδυνο να πουν τόσα ψέματα στο κράτος.

«Εμείς αρκετά κιόλας είχαμε αποκρύψει ή παραφουσκώσει, φαντάσου τί θα γινόταν στη δικιά του την αίτηση ούτε ανάκτορο να ήταν το τουρκόσπιτό μας.»
- Ο Ιωάννου παραδέχεται ότι οι απώλειες που είχαν από τον βομβαρδισμό ήταν ελάχιστες γιατί ούτως ή άλλως δεν είχαν ούτε ακριβά έπιπλα αλλά ούτε και τίποτε άλλο αξίας στο φτωχικό τους τουρκόσπιτο.

«Όταν σηκώθηκα να φύγω, ο καταφερτζής εκείνος μου έκανε τη μόνη σωστή ερώτηση: “Που ήσασταν, όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι;”».
- Ο Ιωάννου αρνείται να αποκαλύψει στον διευθυντή του γραφείου που βρίσκονταν ο ίδιος και η οικογένειά του την ώρα του βομβαρδισμού. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι αναμνήσεις από αυτές τις εμπειρίες είναι πολύτιμες και δε θέλει να τις μοιράζεται με κανέναν και κυρίως με ένα άτομο που δεν το εκτιμά, όπως είναι ο διευθυντής αυτού του γραφείου.

«Ξεκινήσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της έκτης μέρας αφότου είχαν αρχίσει οι βομβαρδισμοί.»
- Η πορεία προς την Χαλκιδική, θυμίζει πορεία προσφύγων που εγκαταλείπουν κακήν κακώς τη χώρα τους. Ο Ιωάννου βέβαια δεν εγκατέλειψε τη χώρα του αλλά και μόνο το γεγονός ότι έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και ιδίως οι συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκε να φύγει, δημιουργούν στο συγγραφέα το αίσθημα της προσφυγιάς. Όταν μάλιστα θα μάθει αργότερα ότι μια βόμβα έχει καταστρέψει το σπίτι του θα νιώσει τελείως ξεριζωμένος, καθώς δε θα έχει πια ένα σπίτι για να μπορεί να γυρίσει στην πόλη του.

«Όταν έφεξε, περνούσαμε καταμουσκεμένοι από το Σέδες, το πολεμικό αεροδρόμιο, που όμως μόνο αεροπλάνα δεν είχε.»
- Ο συγγραφέας μας περιγράφει μια σειρά από περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πορείας τους από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Χαλκιδική. Η διαδρομή αυτή κράτησε ουσιαστικά ένα βράδυ αλλά επειδή ήταν ένα γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για τον Ιωάννου, φροντίζει να παρατείνει την αφήγηση ώστε να δώσει και στον αναγνώστη την αίσθηση ότι διαρκεί πολύ αυτή η πορεία μακριά από την αγαπημένη του πόλη. Η τεχνική αυτή, της παράτασης της αφήγησης, χρησιμοποιείται από τον Ιωάννου όταν πρόκειται για γεγονότα που του έχουν κάνει εντύπωση, αλλά και για γεγονότα που έχουν αλλάξει την ζωή του.

«Αργότερα, όταν την κυρίεψαν σε τρεις μέρες οι γερμανοί, μάθαμε τη συμφορά σε ώρα συναγερμού μέσα στο τούνελ του Ηλεκτρικού, στο Μοναστηράκι, που είχε μετατραπεί σε καταφύγιο.»
- Την ώρα που ξημερώνει ακούγονται βομβαρδισμοί από τη μεριά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό προκαλεί μεγάλη στεναχώρια στο συγγραφέα, ο οποίος θυμάται ότι έχει συμβεί να κλάψει πολλές φορές για την πόλη του. Μας αναφέρει μάλιστα ότι όταν τελικά έμαθαν ότι η Θεσσαλονίκη κυριεύτηκε από τους Γερμανούς, αυτός και η οικογένειά του βρισκόταν στην Αθήνα. Στο σημείο αυτό δηλαδή προχωρά την αφήγησή του σ’ ένα μελλοντικό γεγονός σε σχέση με το χρονικό σημείο που αποτελεί το παρόν της αφήγησης. Η αναφορά αυτή γίνεται συνειρμικά και οφείλεται στην ανησυχία που δημιουργείται ακόμη και στον αναγνώστη από την αναφορά στον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης.
«Απ’ τη Γαλάτιστα πήραμε μουλάρια και φτάσαμε απόβραδο στο ορεινό χωριό.»
- Αμέσως μετά ο συγγραφέας επιστρέφει στο παρόν της αφήγησης για να μας ενημερώσει ότι παίρνοντας μουλάρια πήγαν από τη Γαλάτιστα στο χωριό που επρόκειτο να εγκατασταθούν. Το χωριό αυτό είναι τα Πετροκέρασα Χαλκιδικής, αλλά ο Ιωάννου δεν μας αναφέρει το όνομα του χωριού στο κείμενό του.

«Μάλλον πρέπει να χάρηκαν, γιατί εγώ αμέσως ανάλαβα να γράφω τα γράμματα στο νιόπαντρο νοικοκύρη του σπιτιού, που ήταν στο μέτωπο.»
- Εκεί μένουν στο σπίτι μιας οικογένειας κι ο συγγραφέας αναλαμβάνει να γράφει τα γράμματα που προορίζονταν για τον νοικοκύρη, για τον άντρα του σπιτιού δηλαδή, ο οποίος τώρα βρίσκεται στον πόλεμο. Η αναφορά σε αυτόν τον άντρα οδηγεί τον Ιωάννου σε μια ακόμη αναφορά στο μέλλον, για να μας πει ότι ενώ αυτός ο δυνατός άντρας επέζησε στον πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, σκοτώθηκε αργότερα από τους Έλληνες, κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.

«Το δωμάτιό μας στο σπίτι τους είχε πυκνές αρμαθιές καπνά κρεμασμένες απ’ τα δοκάρια.»
- Στη συνέχεια του κειμένου ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει κάποιες πληροφορίες για τη ζωή στο χωριό, ώστε να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια καλύτερη εικόνα για το πώς περίπου πέρασε το διάστημα που έζησε εκεί.
- Μας μιλά για το σπίτι στο οποίο έμενε, όπου υπήρχαν πάρα πολλά καπνά που δημιουργούσαν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα με το άρωμά τους και δημιουργούσαν φόβο στο συγγραφέα ότι μπορεί να πάθει φυματίωση.
- Η αναφορά στη φυματίωση θυμίζει στον συγγραφέα το γιο του μπακάλη του χωριού, που είχε φυματίωση και ήθελε να εκδικηθεί τους συγχωριανούς του που τον είχαν απομονώσει.
- Επίσης, ο Ιωάννου αναφέρεται σ’ έναν από τους χωριανούς που πυροβόλησε μόνος του το πόδι του για να γυρίσει πίσω στο χωριό κοντά στη γυναίκα του, γιατί ζήλευε και δεν άντεχε μακριά της.

«Ο έφιππος ταχυδρόμος περνούσε δυο φορές τη βδομάδα και καλούσε τον κόσμο με την τρομπέτα του, μόλις έπαιρνε να κατηφορίζει την απέναντι πλαγιά.»
- Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ταχυδρόμο και την τακτική που ακολουθούσε όταν έφερνε σε κάποια από τις γυναίκες του χωριού ενημέρωση από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ότι κάποιος δικός τους είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.

«Ανάμεσα στα καφεδιά φύλλα ξεπετάγονταν το χλωμό χορτάρι. Βρισκόμασταν στις φουσκοδεντριές.»
- Ο Ιωάννου κλείνει την αναφορά του στο χωριό όπου πέρασε τους πρώτους μήνες του πολέμου με μια όμορφη εικόνα μιας μικρής εκκλησίας μέσα στα δέντρα. Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Βρισκόμασταν στις φουσκοδεντριές.» Φουσκοδεντριές είναι η εποχή λίγο πριν την άνοιξη, λίγο πριν τα δέντρα ανθίσουν. Η εικόνα αυτή λειτουργεί ως ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Παρά το γεγονός ότι παντού ακούγονταν βομβαρδισμοί, η φύση ήταν έτοιμη και πάλι να αναγεννηθεί και να γεμίσει νέα ζωή.
- Ο Ιωάννου προσπαθεί στα κείμενά του να δίνει πάντοτε μια αίσθηση αισιοδοξίας, γιατί θεωρεί ότι παρά τις δυσκολίες και παρά τα δυσάρεστα γεγονότα που συμβαίνουν, η ζωή έχει να προσφέρει και χαρά στους ανθρώπους.

«Πάντως, ατσίδας δεν ήμουν ποτέ κι ευλογώ γι’ αυτό τον θεό. Θα ήμουν, τώρα, κανένα μαναβάκι ή το πολύ πολύ ταξιτζής.»
- Μετά την εικόνα με την ομορφιά της φύσης επιστρέφει στο παρόν της αφήγησης, δηλαδή στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, όπου επιχειρεί να βρει μια πρόχειρη δουλειά αλλά δεν κατορθώνει να κερδίσει την εκτίμηση των υποψήφιων εργοδοτών του, οι οποίοι έτσι αφηρημένο που τον είδαν τον θεώρησαν προφανώς για χαζό.

«Καλά θα κάνετε ν’ αρχίσετε να μαθαίνετε πιάνο, αλλιώς αποζημίωση δεν έχει.»
- Το κείμενο κλείνει με το σχόλιο του Ιωάννου στους δικούς του ότι θα πρέπει να μάθουν πιάνο αν θέλουν να πάρουν αποζημίωση. Το σχόλιο αυτό λειτουργεί ως αστείο μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη, καθώς ο αναγνώστης ήδη γνωρίζει πώς σχετίζεται το πιάνο με την αποζημίωση.

Δείτε επίσης:

Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Τι έκανε την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον πόλεμο;






Γιώργος Ιωάννου "Η Ευτυχούλα" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Manjit Bawa

Η Ευτυχούλα

- Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται στη διάψευση των προσδοκιών και στη ματαίωση της ζωής, με αφορμή την ιστορία της Ευτυχούλας που στην προσπάθειά της να παραμείνει πιστή στις αρχές που της μετέδωσαν οι γονείς της και θέλοντας παράλληλα να τους φροντίσει, παραμέλησε την προσωπική της ευτυχία. Παρά το γεγονός ότι όλοι πίστευαν ότι η Ευτυχούλα θα έχει μια ευτυχισμένη ζωή, εκείνη καταδίκασε τον εαυτό της σε μια αδιάφορη και δυστυχισμένη ζωή, μόνο και μόνο για να τηρήσει τους τύπους και να παραμείνει η υποδειγματική κόρη των γονιών της.
- Στο κείμενο αυτό ο αφηγητής – συγγραφέας είναι περισσότερο ένας παντογνώστης αφηγητής, έχουμε δηλαδή μηδενική εστίαση, παρά το γεγονός ότι σ’ ένα σημείο της αφήγησης παρουσιάζεται ως ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Στο κείμενο αυτό ο Ιωάννου πλησιάζει περισσότερο την παραδοσιακή δομή ενός διηγήματος και κρατά τη διήγησή του εστιασμένη στο κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, την Ευτυχούλα.
- Η χρονική σειρά των γεγονότων στο κείμενο αυτό δεν παραβιάζεται και ο Ιωάννου κατορθώνει να μας δώσει, αν και με συνοπτικό τρόπο, την εξέλιξη της ζωής της ηρωίδας σε μια γραμμική πορεία, χωρίς παρεκβάσεις και αναχρονίες.
- Η Ευτυχούλα γεννιέται μ’ ένα σημάδι στο πρόσωπο σαν μαγνάδι, σαν πέπλο δηλαδή, κι αυτό εκλαμβάνεται από τους προληπτικούς ανθρώπους της εποχής ως σημάδι καλής τύχης. Μέσα στα πλαίσια της άγνοιας και της πρόληψης, οι άνθρωποι σε παλαιότερες εποχές επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν με θετικό τρόπο ασυνήθιστα γεγονότα. Παρόλο που το σημάδι στο πρόσωπο του μωρού οφειλόταν στην πίεση που ασκήθηκε την ώρα που η μαμή το τραβούσε, εκείνοι θεώρησαν ότι είναι οιωνός καλής τύχης.
- Οι γονείς της Ευτυχούλας που ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία όταν την απέκτησαν, την προσέχουν πάρα πολύ και της προσφέρουν ό,τι περισσότερο μπορούν. Η αφοσίωση αυτή των γονιών της εξηγεί ως ένα βαθμό και τη δική της αφοσίωση σε αυτούς όταν πλέον είχαν γεράσει και αρρωστήσει.
- Η Ευτυχούλα μεγαλώνει με πολύ καλές αρχές από τους γονείς της και μάλιστα εκδηλώνει από μικρή την επιθυμία να είναι αρεστή σε όλους. Έχει πάντοτε καλούς τρόπους και βοηθά όποιον της το ζητήσει, επιχειρώντας έτσι να κερδίσει τη συμπάθειά τους. Η ανάγκη αυτή της Ευτυχούλας να είναι αρεστή και να κάνει πάντοτε το σωστό, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα για την σταθερή προσήλωσή που θα δείξει αργότερα στη φροντίδα των γονιών της.
- «Μια οικογένεια που είχαν άνθρωπο στην εξορία.... χρησιμοποιούσαν συστηματικά την Ευτυχούλα». Η οικογένεια αυτή για να έχει κάποιο μέλος της εξόριστο, ανήκε στην αριστερή – κομμουνιστική παράταξη μιας και ήδη από τα χρόνια του μεσοπολέμου 1922 – 1940 είχαν αρχίσει οι διώξεις των κομμουνιστών.
[Δικτατορία: Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς κατήργησε τον κοινοβουλευτισμό και έγινε δικτάτορας της Ελλάδας. Η δικτατορία του κράτησε μέχρι το θάνατό του τον Ιανουάριο του 1941. Λίγους μήνες μετά η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή.]
- «Είχαν εκλέξει και σ’ αυτό την αγαθή μερίδα.» Οι γονείς της Ευτυχούλας ανήκαν στη δεξιά συντηρητική παράταξη της ελληνικής κοινωνία και γι’ αυτό δεν αντιμετώπισαν ποτέ προβλήματα. Ακόμα και μετά το τέλος της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου που οι διώξεις των κομμουνιστών εντάθηκαν, εκείνοι ως δεξιοί δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν.
- Όταν η Ευτυχούλα περνά στο πανεπιστήμιο και αρχίζει να γνωρίζει νέους ανθρώπους, τους συμφοιτητές της, συνειδητοποιεί ότι τα νεανικά τους αστεία και οι συμπεριφορές τους δεν άρεσαν καθόλου στους γονείς της. Για το λόγο αυτό σταματά να αναφέρει στους γονείς της οτιδήποτε σχετικό με τους συμφοιτητές της και συνεχίζει να ζει σύμφωνα με τα πρότυπα των γονιών της. Αφήνει, δηλαδή, κατά μέρους τη δική της ζωή, τη δική της προσωπικότητα και φροντίζει να συμμορφωθεί με τον τρόπο ζωής που προτιμούσαν οι γονείς της.
- Οι γονείς της Ευτυχούλας θεωρούν όλα τα δεινά που βρήκαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής σαν θέλημα Θεού. Δεν αγανακτούν, δε διαμαρτύρονται για τίποτε και τηρούν μια μοιρολατρική στάση απέναντι σε όλες τις αρνητικές συνέπειες του πολέμου. Οι γονείς της υποτάσσονται στις αρνητικές εξελίξεις και κατορθώνουν να περάσουν αυτή τη στάση υποταγής και στην Ευτυχούλα, η οποία στην πορεία της ζωής της θα παραμείνει υποταγμένη σε κάθε νέο αρνητικό γεγονός.
- Ο Αλέξανδρος Σβώλος τον Απρίλιο του 1944, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, δέχθηκε να γίνει πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), της ξεχωριστής κυβέρνησης των κομμουνιστών (κυβέρνηση του Βουνού). Με την ιδιότητα αυτή, αμέσως μετά, ο Σβώλος έλαβε μέρος στο Συνέδριο του Λιβάνου για την ανασυγκρότηση της ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο και την μετατροπή της σε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία θα συμμετείχαν και εκπρόσωποι της ΠΕΕΑ. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944, ο Σβώλος ανέλαβε υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Παπανδρέου. Όμως τα μέτρα τα οποία έλαβε για να ανορθώσει την ελληνική οικονομία έδωσαν λαβή σε έντονη αμφισβήτηση και κριτική εναντίον του. Τελικά παραιτήθηκε από υπουργός, μαζί με όλους τους υπουργούς του ΕΑΜ, αρνούμενος να συνυπογράψει την διάλυση του ΕΛΑΣ, όπως απαιτούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου.
- Οι γονείς της Ευτυχούλας εκνευρίζονται με τον Σβώλο γιατί με τα μέτρα που έλαβε ως Υπουργός Οικονομικών υπονόμευσε την οικονομία του κράτους.
- Η μητέρα της Ευτυχούλας είναι η πρώτη από τους γονείς που αρρωσταίνει βαριά, (εγκεφαλική συμφόρηση: αποπληξία, απότομη συγκέντρωση υπερβολικής ποσότητας αίματος στα αγγεία του εγκεφάλου που προκαλεί παράλυση του σώματος και των πνευματικών λειτουργιών.) Η Ευτυχούλα μένει κοντά στη μητέρα της για να τη φροντίσει και έτσι εμφανίζεται ένα πρώτο σημαντικό εμπόδιο στη ζωή της ηρωίδας και μια πρώτη ματαίωση στη δική της ευτυχία.
- Μετά το θάνατο της μητέρας της, η Ευτυχούλα αναλαμβάνει να φροντίσει και τον πατέρα της, ο οποίος είτε λόγω του αλκοόλ είτε λόγω γήρατος απλώς καταλήγει καθηλωμένος στο κρεβάτι.
- Ο αφηγητής μας αναφέρει ότι όταν η Ευτυχούλα αναγκάστηκε να πλύνει τον πατέρα της ήταν ο πρώτος αλλά και τελευταίος άντρας που είδε γυμνό. Η Ευτυχούλα προσπαθώντας να ζήσει μια ζωή σύμφωνα με τις αρχές των γονιών της και θέλοντας να τους σταθεί στις δυσκολίες των ασθενειών τους, παραμέλησε τη δική της ζωή και δεν έκανε ποτέ δική της οικογένεια.
- «Έλεγε με αξιοπρέπεια τα βάσανά της χωρίς να τα σχολιάζει.» Η ηρωίδα του διηγήματος δεν αφήνει κανέναν να καταλάβει σε ποιο βαθμό, και αν, την ενοχλούσε το γεγονός ότι ήταν αναγκασμένη να φροντίζει τον κατάκοιτο πατέρα της. Κρατά τις σκέψεις της και τα συναισθήματά της για τον εαυτό της.
- Μετά το θάνατο του πατέρα της και παρά το γεγονός ότι άνθρωποι από τον κοινωνικό της περίγυρο θέλησαν να της βρουν σύζυγο η Ευτυχούλα δεν μετείχε σε αυτό. Προτίμησε να συνεχίσει τη ζωή της με το ίδιο πρόγραμμα όπως και πριν. Είτε γιατί δεν ήθελε πλέον να δώσει δικαιώματα στους γύρω της εκφράζοντας τις επιθυμίες και τις ανάγκες της είτε γιατί μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς φοβόταν πλέον να δημιουργήσει μια σχέση, επέλεξε να συνεχίσει τη ζωή της μόνη της.
- «... το περιοδικό «Ζωή» εξακολουθεί να έρχεται, όμως συχνά μένει άκοπη η ταινία που το περιβάλλει.» Η Ευτυχούλα συνεχίζει τη ζωή της όπως ακριβώς όταν ζούσαν οι γονείς της αλλά το γεγονός ότι λαμβάνει το περιοδικό χωρίς να το διαβάζει είναι μια έκφραση του γεγονότος ότι δεν την ενδιαφέρει πραγματικά, δε θέλει να το διαβάσει, το παίρνει μόνο και μόνο γιατί έτσι έχει συνηθίσει, γιατί έτσι συνήθιζαν οι γονείς της. Παραμένει υποταγμένη στις δικές τους συνήθειες, στους δικούς της τρόπους, χωρίς πραγματικά να το θέλει.
- Η εικόνα που μας περιγράφει ο αφηγητής από τις στιγμές που η Ευτυχούλα κοιμάται είναι μια εικόνα που μόνο ο παντογνώστης αφηγητής θα μπορούσε να γνωρίζει.
- Στον ύπνο της η ηρωίδα προσπαθεί να απαλλαγεί από το μαγνάδι που καλύπτει το πρόσωπό της, προσπαθεί να γλιτώσει απ’ όλους τους κανόνες που της είχαν επιβάλει οι γονείς της, από τις αρχές και τους περιορισμούς αλλά στη συνέχεια σταματά την προσπάθεια και απλά υποτάσσεται. Υποτάσσεται στη μοίρα της και στη θέληση κάποιου άλλου.

Δείτε επίσης:

Αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο στα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς του Ιωάννου


Γιώργος Ιωάννου "Ο Θανάσης ο φονιάς" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Ο Θανάσης ο φονιάς

- Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται στην ιστορία του Θανάση του φονιά, όπως μας αποκαλύπτεται και στον τίτλο του κειμένου, αλλά επί της ουσίας η ιστορία του Θανάση καλύπτει μικρό μέρος της διήγησης, η οποία εμπλουτίζεται με αναφορές στο πώς ζούσε ο συγγραφέας σε αυτό το μικρό χωριό, στην ιστορία του Γιαγκούλα του λούστρου καθώς και στη συνήθεια του συγγραφέα να αγοράζει πάρα πολλά ρούχα όταν ήταν στη Λιβύη.
- Το διήγημα αυτό παρόλο που έχει μια κεντρική ιστορία δεν περιορίζεται σε αυτήν και ο Ιωάννου δε διστάζει να προχωρήσει σε αρκετές αναφορές, προσωπικού χαρακτήρα, σχετικά με τη ζωή του. Σε αντίθεση, λοιπόν, με κείμενα όπως είναι η Ευτυχούλα, όπου η παρουσία του συγγραφέα είναι ελάχιστη, ή το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, όπου ο συγγραφέας δεν μετέχει καθόλου στα δρώμενα, στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας επιβάλλει την παρουσία του με έντονο τρόπο.
- Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και το ύφος της αφήγησης σε αρκετά σημεία αποκτά ιδιαίτερα εξομολογητικό τόνο, με τον Ιωάννου να μας μιλά για τη ζωή του και τις συνήθειές του.
- Η χρονική σειρά των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτό το διήγημα διακόπτεται αρκετές φορές για να εγκιβωτιστούν άλλες μικρότερες ιστορίες, όπως αυτή του Γιαγκούλα και η προσωπική αναφορά του συγγραφέα στα ρούχα του, αλλά και με μια αναδρομή στο παρελθόν για να μας δοθούν πληροφορίες για το Θανάση το φονιά.

«Ο Θανάσης ο φονιάς ήταν μάγειρας στο Τμήμα. Κι αυτό, όχι πριν, αλλά μετά το φονικό.»
- Ο συγγραφέας βρίσκεται με μετάθεση σε κάποιο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Ελλάδας, για το οποίο όμως δε μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες.
- Στο χωριό αυτό ο Ιωάννου γνωρίζει, μεταξύ άλλων, τρία άτομα για το οποία μας μιλά σε αυτή την ιστορία: τον Γιαγκούλα το λούστρο, το Θανάση το φονιά κι έναν μισότρελο συνάδελφό του.

«Με το δεύτερο ποτήρι, άρχιζε να τραβάει με προφύλαξη μια βρώμικη φωτογραφία του λήσταρχου Γιαγκούλα απ’ τον κόρφο του.»
[Φώτης Γιαγκούλας ήταν θρυλικός λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Σερβιών. Κατηγορήθηκε για φόνους και ληστείες. Ο Γιαγκούλας δρούσε στον μισό Όλυμπο και στα Πιέρια, Ελασσόνα και Κοζάνη. Σε μικρό χρονικό διάστημα η συμμορία του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου, τρομοκρατώντας τους ορειβάτες. Σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 σε συμπλοκή που κράτησε 8 ώρες με χωροφύλακες στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου.]

«Μικρός, όταν ήταν βοσκόπουλο στην Πίνδο, πήγαινε συχνά στο λημέρι του Γιαγκούλα τροφές και χαμπέρια. Τον δίκασαν για ληστοτρόφο πολλά χρόνια, ούτε ήξερε κι αυτός πόσα.»
- Ο Γιαγκούλας ο λούστρος έχει πάρει αυτό το όνομα από τη συσχέτισή του με το λήσταρχο Γιαγκούλα, εξαιτίας του οποίου βρέθηκε στη φυλακή για αρκετά χρόνια. Το γεγονός ότι εξασφάλιζε τρόφιμα για τον λήσταρχο Γιαγκούλα ήταν αρκετό για να τον στείλουν στη φυλακή για πολλά χρόνια, κάτι που δείχνει πόσο πολύ είχε ενοχλήσει τις αρχές η δράση του λήσταρχου.

«Ήταν βρωμιάρης, αξούριστος, έζεχνε ολόκληρος σαν ασκητής απ’ τ’ Αγιονόρος. Έμενε σ’ ένα χάλασμα, τρισχειρότερο κι από στάβλο.»
- Βασικό θεματικό μοτίβο αυτού του διηγήματος είναι η μιζέρια, την οποία ο συγγραφέας εκφράζει όχι μόνο δίνοντας στοιχεία για τη φτωχική του διαβίωση στο χωριό αλλά και με τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στη διήγησή του. Ο Γιαγκούλας εμφανίζεται βρώμικος και αξύριστος να ζει σ’ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι που είναι χειρότερο κι από στάβλο. Ο Θανάσης είναι άρρωστος, πιθανότατα φυματικός, και τόσο αδύνατος που μοιάζει με σκιάχτρο. Ενώ ο συνάδελφος του συγγραφέα είναι μισότρελος και άσχημος σαν κινούμενο ψοφίμι.
- Ο αναγνώστης του κειμένου περνά σε μια χρονική περίοδο δύσκολη για τους κατοίκους της χώρας, η ζωή των οποίων σημαδεύεται από τη φτώχια. Παρά το γεγονός ότι η ιστορία αυτή εκτυλίσσεται αρκετά χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οι Έλληνες συνεχίζουν να ζουν με πολλές δυσκολίες κι αυτό μας το παρουσιάζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο ο συγγραφέας.

«Μας φρόντιζε με αυταπάρνηση όλους μας, τους χωροφύλακες ιδιαίτερα. Η προθυμία του αυτή σ’ έκαμνε πολύ γρήγορα να ξεχάσεις και το φόνο και την πιθανή αρρώστια του.»
- Ενώ το προσωνύμιο «ο φονιάς» που συνοδεύει τον ήρωα της ιστορίας, μας δίνει την εντύπωση ότι θα επρόκειτο για κάποιον άγριο και ανήθικο άνθρωπο, τελικά ο Θανάσης ο φονιάς αποδεικνύεται ένας περιποιητικός άνθρωπος που φροντίζει με συνέπεια το φαγητό των χωροφυλάκων και κερδίζει γρήγορα τη συμπάθεια του συγγραφέα.

«Έπρεπε, βλέπεις, να φοράω γραβάτα συνέχεια για να λαμπρύνω με την ομορφιά μου την κρατική μηχανή.»
- Ο αυτοσαρκασμός του συγγραφέα, εμπλουτίζει με χιούμορ το κείμενο και δείχνει την πρόθεσή του να ελαφρύνει με τέτοιου είδους παρατηρήσεις την καταθλιπτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται με την αναφορά του σε τόσο δύσκολες περιόδους της ελληνικής ιστορίας.

«Εγώ γι’ αυτά του κουστούμια και τα πουκάμισα είχα ξενιτευτεί παλιότερα σε χώρα εξωτική και τώρα τα πετούσα ένα ένα στο καλάθι χωρίς να φροντίζω να τα ξαναπλύνω.»
- Ο Ιωάννου μας αναφέρει ότι άρχισε να παχαίνει και ότι δεν του έκαναν πλέον τα ρούχα του, γεγονός που του θυμίζει την άνεση με την οποία έπαιρνε καινούρια ρούχα όταν ήταν στη Λιβύη. Η παρέκβαση αυτή στην ιστορία δείχνει την άνεση με την οποία ο συγγραφέας ενδίδει στους συνειρμούς του και την ευκολία με την οποία απομακρύνεται από την «κεντρική» ιστορία του κειμένου. Το χαρακτηριστικό αυτό άλλωστε είναι που χαρίζει στα κείμενα του Ιωάννου την ιδιαίτερη γοητεία τους και τα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

«Καθώς κοίταζα από μακριά τον τσιρτσιλιάνο το Θανάση να παραστέκει στον Γιαγκούλα, που ντερλίκωνε σαν λύκος, θαρρούσα πως έβλεπα τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου, που όταν πήγαινε και βοηθούσε στις δουλειές μια μαυραγορίτισσα συγγένισσά μας, με φώναζε με τρόπο στην κουζίνα, όπου με μπούκωνε στα γρήγορα με τα καλύτερα φαγιά που υπήρχαν.»
- Στη συνέχεια, όταν ο Ιωάννου βλέπει πώς φροντίζει ο Θανάσης τον Γιαγκούλα, φέρνοντάς του φαγητό, θυμάται τα χρόνια της κατοχής που η γιαγιά του φρόντιζε να εξασφαλίζει φαγητό για εκείνον.

«Τέλος, τράβηξε μια νύχτα μαχαίρι και σκότωσε έναν ξάδερφό του, που εκτός απ’ τα δανεικά τον έκλεβε κιόλας»
- Η αποκάλυψη του εγκλήματος που έκανε ο Θανάσης ο φονιάς, γίνεται από τον συγγραφέα με συνοπτικό τρόπο και χωρίς να μπει στη διαδικασία να σχολιάσει αν το θεωρούσε δίκαιο ή άδικο. Από τη στιγμή που ο Θανάσης έχει εκτίσει την ποινή του και έχει τιμωρηθεί γι’ αυτό που έκανε ο συγγραφέας δε θεωρεί ότι υπάρχει λόγος να εκφράσει κάποια άποψη.
- Παρά το έγκλημά του πάντως ο συγγραφέας φαίνεται ότι συμπαθεί το Θανάση γι’ αυτό και προσφέρεται να του φέρει κάτι ως δώρο από την Αθήνα.
- Ο θάνατος του Θανάση δίνεται από το συγγραφέα με τον ίδιο τυπικό τρόπο που παρουσιάζει κάθε δυσάρεστο γεγονός στα κείμενά του. Ο Ιωάννου αποφεύγει στη διήγησή του τους μελοδραματισμούς και τις συναισθηματικές υπερβολές. Με σύντομες προτάσεις παρουσιάζει στον αναγνώστη τα γεγονότα και τον αφήνει ελεύθερο να συγκινηθεί ή να μείνει αδιάφορος από αυτό που έχει συμβεί.
- Το κείμενο κλείνει με μια τελευταία αναφορά σε κάτι που ο συγγραφέας είχε συνδυάσει με το Θανάση το φονιά. Ένας δυνατός αέρας, λίγες μόλις μέρες μετά το θάνατο του Θανάση, έριξε το πεύκο στο οποίο αυτός και ο Γιαγκούλας συνήθιζαν να κάθονται τα απογεύματα. Με τον τρόπο αυτό η προσοχή του αναγνώστη μετατοπίζεται από τον Θανάση το φονιά στον Γιαγκούλα ο οποίος μένει μόνος του πια, χωρίς τον φίλο του αλλά και χωρίς το πεύκο στο οποίο μέχρι τώρα πήγαινε κάθε απόγευμα.

Δείτε επίσης:
Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου "Περιμένοντας το λογαριασμό" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Περιμένοντας το λογαριασμό

- Στο προτελευταίο κείμενο της συλλογής ο Ιωάννου μας παραθέτει σκέψεις του για τη ζωή και για τον θάνατο, που αποκτά για τον συγγραφέα όλο και μεγαλύτερη σημασία καθώς τα χρόνια περνούν και μοιάζει πλέον να είναι αναπόφευκτος.
- Ο τίτλος του κειμένου παραπέμπει στην ολοκλήρωση μιας συναλλαγής, στην ολοκλήρωση της πορείας της ζωής του, οπότε περιμένει απλώς να πάρει το λογαριασμό για να διαπιστώσει που κατέληξαν όλα αυτά που έζησε, έκανε και σκέφτηκε.
- Το κείμενο είναι γραμμένο με απλότητα και με διάθεση εξομολόγησης από τον συγγραφέα, ο οποίος μοιράζεται μαζί μας την πορεία της ενηλικίωσής του και την αλλαγή στον τρόπο που αντιμετώπιζε τότε και τώρα την έννοια του θανάτου.
- Ο χρόνος της αφήγησης ξεκινά στα χρόνια της κατοχής και φτάνει στο παρόν του συγγραφέα, δηλαδή το 1972, με κάποιες αναδρομές στο παρελθόν.

«Το πρώτο μου πιστοποιητικό απ’ το Δήμο το έβγαλα μικρό παιδάκι στην Κατοχή. Μόλις έδωσα την αίτησή μου, άνοιξαν ένα μεγάλο κατάστιχο, με το έτος και το μήνα γεννήσεώς μου γραμμένα στη ράχη του, και σε λίγο με βρίσκαν.»
- Το κείμενο αυτό δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία ή πλοκή αλλά αναφέρεται στις σκέψεις που δημιουργεί στον Ιωάννου το πιστοποιητικό γέννησης που παίρνει από το δήμο σε διάφορες περιόδους της ζωής του.
- Το πιστοποιητικό γεννήσεως αποτελεί το συνεκτικό δεσμό σε αυτό το κείμενο και μας περνά από την εφηβεία του συγγραφέα στα χρόνια της ενήλικης ζωής του καθώς οι σκέψεις του για το θάνατο αλλάζουν.
- Η πρώτη φορά που ο Ιωάννου χρειάστηκε να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως ήταν στα χρόνια της κατοχής (1941-144) όταν ήταν 14 ή 15 χρονών και του προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι υπήρχε κάπου καταγεγραμμένος.

«Το όνομά μου βρισκόταν -και βρίσκεται ακόμα, ελπίζω,- ανάμεσα σε άλλα δυό, που είχαν μια κόκκινη υπογράμμιση και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, με κόκκινη πάλι μελάνη, την ένδειξη “απεβίωσε”.»
- Στο βιβλίο του δήμου όπου ήταν καταχωρημένη η γέννηση του συγγραφέα υπήρχαν ήδη δύο άτομα της ίδιας ηλικίας τα οποία είχαν πεθάνει και δίπλα στο όνομά τους ο υπάλληλος είχε γράψει με κόκκινο στυλό «απεβίωσε». Αυτή η εικόνα θα μείνει από τότε στο μυαλό του συγγραφέα και θα θέλει ανά διαστήματα να βλέπει αυτό το βιβλίο για να παρακολουθεί αν υπάρχουν κι άλλες καταγραφές συνομηλίκων του που πέθαναν.

«Όπως βλέπεις, εσύ δεν απεβίωσες ακόμα.»
- Το σχόλιο του υπαλλήλου ότι ο Ιωάννου δεν έχει πεθάνει ακόμη φέρνει στο νου του τον γιο του υπαλλήλου που ήταν συμμαθητής του στο γυμνάσιο. Αυτό συνειρμικά τον επαναφέρει στο παρόν (1972) για να μας αναφέρει τη συνάντηση που είχε πρόσφατα με την αδερφή του συμμαθητή του από την οποία έμαθε για το θάνατο του αδερφού της.
- Η σκέψη ότι ο συμμαθητής του είχε πεθάνει αλλά ο ίδιος παραμένει ζωντανός φέρνει μεγάλη χαρά στον Ιωάννου, ο οποίος νιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μπορεί ακόμη να πατά στο έδαφος.
- Παράλληλα η ιδέα ότι ο γιος του ληξίαρχου έχει πεθάνει ωθεί τον Ιωάννου να κάνει διάφορες μακάβριες σκέψεις για ληξιάρχους που λόγω επαγγέλματος είναι αναγκασμένοι να καταγράψουν το θάνατο δικών τους ανθρώπων.

«Ήμουν χαρούμενος και ήθελα όλα να έχουν ευτυχισμένο τέλος. / Την ίδια βαθιά χαρά είχα νιώσει και τότε που πρωτοπήρα το πιστοποιητικό απ’ το Δήμο.»
- Η χαρά που αισθάνεται όταν συνειδητοποιεί ότι είναι ζωντανός ενώ ένας συμμαθητής του έχει ήδη πεθάνει εδώ και 13 χρόνια, τον επαναφέρει συνειρμικά στη χαρά που αισθάνθηκε όταν πήρε για πρώτη φορά πιστοποιητικό γεννήσεως. Με τον τρόπο αυτό η αφήγηση επιστρέφει ξανά στα χρόνια της κατοχής (1941-1944) και στην πρώτη φορά που βρέθηκε στο δήμο.

«Ήμουν τόσο κουρελιασμένος απ’ τις κακοπάθειες και τους καθημερινούς κινδύνους, τόσο νόμιζα ότι κανένας δεν παρακολουθεί την τύχη μας, ώστε ένιωθα μεγάλη ασφάλεια, που βρισκόμουν κάπου γραμμένος, σε κάποιον λογαριασμό.»
- Το πρώτο αυτό πιστοποιητικό έδωσε στον Ιωάννου μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, καθώς θεώρησε εκείνη τη μέρα ότι εφόσον είναι καταγεγραμμένος στα βιβλία του δήμου οι Γερμανοί ή οι ταγματασφαλίτες δεν θα μπορέσουν έτσι απλά να τον σκοτώσουν.
- Η αίσθηση ασφάλειας που είχε προσφέρει στον Ιωάννου η ιδέα ότι ήταν καταγεγραμμένος στα βιβλία του δήμου τον έκανε για καιρό να σκέφτεται ότι ο δήμος αποτελεί τη σημαντικότερη αρχή, τη σημαντικότερη μορφή εξουσίας στη χώρα.

«Βέβαια, μετά την απελευθέρωση, όταν ξαναπήγα στο Δήμο, τους βρήκα σε άλλα πιο μεγάλα, ευήλια και ευάερα γραφεία. Ο υπάλληλος ήταν άλλος και καθόταν μακριά απ’ το κοινό. Ανάμεσά μας υπήρχε ξύλινο χώρισμα. Ήταν αδύνατο να πλησιάσεις και να δεις τι γίνεται μέσα στο κατάστιχο, πώς πάει ο λογαριασμός. Πάντως, από μακριά έτσι που το ‘βλεπα, μου φαινόταν πως οι κόκκινες γραμμές στη σελίδα μου είχαν αρκετά περισσέψει.»
- Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς (1944) ο Ιωάννου πηγαίνει ξανά στο δήμο, όπου βλέπει ότι οι κόκκινες γραμμές στο βιβλίο έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια έμμεση υπενθύμιση στην πληθώρα θανάτων που είχε επέλθει στη χώρα τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, από την πείνα αλλά και από τις συγκρούσεις με τους κατακτητές.
- Το γεγονός πάντως ότι ο Ιωάννου συνεχίζει να είναι ζωντανός παρά τις δυσκολίες που πέρασε η χώρα τον κάνει να αισθάνεται χαρά και υπερηφάνεια που κατάφερε να βγει ζωντανός από αυτή τη δοκιμασία.

«Κι όμως για μένα το δελτίο του ψωμιού μόνο με το πιστοποιητικό του Δήμου μπορούσε να συγκριθεί σε σοβαρότητα.»
- Παραμένοντας στα χρόνια μετά το τέλος της κατοχής ο Ιωάννου αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ταυτότητα και ότι είχε χρησιμοποιήσει το κατοχικό δελτίο ψωμιού για να αποδείξει την ταυτότητά του. Το δελτίο ψωμιού έχει για τον Ιωάννου μεγάλη σημασία, μιας και είναι αυτό που του εξασφάλιζε τη διατροφή και άρα την επιβίωσή του τα χρόνια της πείνας και της ανέχειας. Γι’ αυτό το κατατάσσει μαζί με το πιστοποιητικό γεννήσεως, που αποτελεί εγγύηση ότι η ύπαρξη του είναι καταγεγραμμένη, ως τα πιο σημαντικά έγγραφα.

«Όμως με χαρά μου διαπίστωνα πως μέσα στο μάτσο των ακαταλαβίστικων αυτών χαρτιών πάντοτε χρειαζόταν και το αθώο πιστοποιητικό του Δήμου. Έτρεχα λοιπόν και το ‘βγαζα αυτοπροσώπως με τη μάταιη ελπίδα πως ίσως μπορέσω να δω τίποτε περισσότερο απ’ το κατάστιχο.»
- Κάθε φορά που χρειαζόταν να συγκεντρώσει έγγραφα για κάποια συναλλαγή του με το δημόσιο ο Ιωάννου έσπευδε στο δήμο για να βγάλει το πιστοποιητικό γεννήσεως με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να κοιτάξει ξανά μέσα στο βιβλίο όπου ήταν σημειωμένες οι γεννήσεις ατόμων της ίδιας ηλικίας.

«Όμως κακά τα ψέματα, το χαρτί του Δήμου δε μου δίνει πια το αίσθημα της ασφάλειας που μου έδωσε εκείνη την πρώτη φορά.»
- Με την πάροδο του χρόνου όμως ο Ιωάννου συνειδητοποιεί ότι το πιστοποιητικό γεννήσεως παύει να του προσφέρει το αίσθημα ασφάλειας που του είχε δώσει την πρώτη φορά. Τα χρόνια περνούν ο Ιωάννου μεγαλώνει και ξαφνικά αρχίζει να βλέπει το θάνατο και το τέλος της ζωής ως ένα γεγονός που ολοένα και πλησιάζει.

«Όσο μεγαλώνω στα χρόνια, τόσο λιγοστεύουν τα χαρτιά που μου ζητιούνται.»
- Ο Ιωάννου διαπιστώνει ότι όσο μεγαλώνει όλο και λιγότερα χαρτιά του ζητάνε από τις δημόσιες υπηρεσίες κι αυτό τον κάνει να σκέφτεται ότι στην πορεία θα επιστρέψει πια σε ένα και μόνο χαρτί, το πιστοποιητικό γεννήσεως. Καθώς δηλαδή η ζωή του θα πλησιάζει στο τέλος της δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη για κανένα άλλο έγγραφο.

«Κι εκείνο το ασυμπλήρωτο τετραγωνάκι στο βιβλίο τα παλιό πολύ το σκέφτομαι. Έχω κι εγώ κάτι το σίγουρο στην πατρίδα. Εκεί μέσα θα ξαναγίνω παιδί, θα ξαναγίνω μωρό, θα συναντηθώ με όλα τα παιδιά, που μαζί τους γεννήθηκα. Κι ύστερα πια ούτε χαρτιά, ούτε αποδείξεις ταυτότητας. Έχουνε γνώση οι φύλακες.»
- Ο συγγραφέας τα χρόνια που γράφει τα πεζογραφήματά του είναι πια εγκατεστημένος στην Αθήνα, μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα, τη Θεσσαλονίκη. Παρηγορείται, εντούτοις, με τη σκέψη ότι πίσω στην πόλη του, υπάρχει το βιβλίο εκείνο του δήμου, στο οποίο θα σημειωθεί ο θάνατός του.
- Με τη σκέψη του θανάτου κλείνει το κείμενο αυτό, καθώς ο Ιωάννου σκέφτεται ότι πεθαίνοντας θα επιστρέψει πλέον εκεί στο βιβλίο του ληξιαρχείου όπου δίπλα στην ημερομηνία γέννησής του θα σημειωθεί η ημερομηνία του θανάτου του και ο κύκλος της ζωής του θα έχει ολοκληρωθεί.
- Ο θάνατος θα επαναφέρει τον συγγραφέα στην πόλη του, μαζί με τους συνομηλίκους του, χωρίς πια να χρειάζεται χαρτιά και αποδείξεις για την ταυτότητά του. Θα είναι απλώς μια εγγραφή στο βιβλίο του δήμου, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά. Γέννηση και θάνατος, καταγράφονται στο ίδιο βιβλίο, καθιστώντας τον κύκλο της ζωής, κάτι προδιαγεγραμμένο και πεπερασμένο. Η σκέψη, επομένως, ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το θάνατο και να αποτελέσει εξαίρεση στη μόνη βεβαιότητα της ύπαρξής μας, μειώνει την ανησυχία του συγγραφέα και τον βοηθά να δει καθαρότερα την κυκλική πορεία της ζωής.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...