Ομίχλη
Ø Στο σύντομο αυτό κείμενο ο Ιωάννου αφήνει κατά μέρους τις αναμνήσεις από την παιδική και νεανική του ηλικία και μας μιλά για τη μεγάλη αγάπη που έχει στην ομίχλη που συχνά καλύπτει τη Θεσσαλονίκη. Το κείμενο αυτό είναι ουσιαστικά μια προσωπική εξομολόγηση του συγγραφέα, ο οποίος πιθανότατα νοσταλγεί την πόλη του και θυμάται ένα από τα στοιχεία της που αγαπούσε περισσότερο.
Ø Με την πρώτη κιόλας πρόταση του πεζογραφήματος «Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη...» ο Ιωάννου μας δηλώνει ότι δεν μένει πια στη Θεσσαλονίκη. Το 1971 ο συγγραφέας μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα και προφανώς γράφει εκεί αυτό το κείμενο κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1971 που πήγε στην Αθήνα και το 1974 που κυκλοφόρησε η συλλογή «Η μόνη κληρονομιά».
Ø Τόσο η ομίχλη όσο και η πάχνη (η δροσιά, το νερό δηλαδή) πάνω στις στέγες που υπήρχε όταν ο καιρός ήταν κρύος, είναι στοιχεία χαρακτηριστικά της πόλης του συγγραφέα που του θυμίζουν παλιότερες εποχές, τότε που η παρουσία πάχνης σήμαινε για τους κατοίκους ότι τα λάχανα στα χωράφια τους θα γίνονταν πιο γλυκά. Η αναφορά αυτή μας γυρίζει σαφώς σε περιόδους που η Ελλάδα ήταν μια κυρίως αγροτική χώρα και οι κάτοικοι ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τον καιρό, καθώς αυτός επηρέαζε άμεσα την παραγωγή τους. Για τον συγγραφέα οι εποχές αυτές ήταν εποχές αθωότητας και μεγαλύτερης επαφής με τη φύση.
Ø Ο συγγραφέας ανυπομονούσε να περπατήσει μέσα στην πόλη καλυμμένος από την προστατευτική παρουσία της ομίχλης, η οποία του επέτρεπε να περπατά αθέατος, μιας και περιοριζόταν κατα πολύ η ορατότητα. Επειδή όμως το φυσικό αυτό φαινόμενο εμφανιζόταν κυρίως τις πρωινές ώρες που ο Ιωάννου εργαζόταν πολλές φορές έχανε την ευκαιρία να απολαύσει την ομίχλη, η οποία διαλυόταν από έναν ήλιο «ιδιαίτερα δυσάρεστο». Τις μεσημεριανές ώρες η παρουσία του ήλιου γινόταν εντονότερη και με τη ζέστη που δημιουργούσε διέλυε την ομίχλη, γεγονός που ενοχλούσε το συγγραφέα που θα προτιμούσε την πόλη μέσα στην ομίχλη παρά μια ηλιόλουστη ημέρα.
Ø Υπήρχαν όμως μέρες που η ομίχλη εμφανιζόταν το απόγευμα και τότε ο συγγραφέας άλλαζε ό,τι σχέδια είχε για να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να περπατήσει μέσα στην πυκνή ομίχλη. Η ομίχλη όπως μας λέει είναι πιο πυκνή από τον αέρα και γι’ αυτό όταν περπατάς μέσα σε αυτή σε «στηρίζει». Εδώ ο συγγραφέας μπορεί να κυριολεκτεί, υπό την έννοια ότι μπορείς να αισθανθείς γύρω σου την ομίχλη ή να χρησιμοποιεί το ρήμα στηρίζει μεταφορικά, εννοώντας ότι στηρίζει μέσα σου τη διαφορετική διάθεση που δημιουργεί το μεταμορφωμένο από τον ομίχλη τοπίο.
Ø «Ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.» Ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν του αρέσει απλά να περπατά στην ομίχλη, του αρέσει να βρίσκεται στο λιμάνι της πόλης όταν υπάρχει ομίχλη. Ο παραλιακός δρόμος της Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα ωραιότερα σημεία της πόλης και με την παρουσία της ομίχλης γίνεται για το συγγραφέα ακόμη θελκτικότερος. Με την αναφορά αυτή στο λιμάνι ο συγγραφέας μας προετοιμάζει για τη μεταφορά της αφήγησής του στην περιοχή του λιμανιού, κάτι που θα γίνει λίγο πιο μετά.
Ø Η ομίχλη σε συνδυασμό με μια πολύ απαλή βροχή, η οποία ίσα που μουσκεύει τα μαλλιά, μεταμορφώνουν την πόλη και όλα μοιάζουν πιο όμορφα, σχεδόν μαγικά. Μέσα στην ομίχλη έπαιρναν νόημα τα φώτα και οι ήχοι, όπως λέει ο Ιωάννου, εννοώντας ότι βλέποντας τα φώτα της πόλης και ακούγοντας τους ήχους μέσα σε ένα τοπίο πνιγμένο από την ομίχλη όλα αυτά ήταν τόσο διαφορετικά που σχεδόν αποκτούσαν ένα νόημα, ήταν δηλαδή σα να επιχειρούσαν να περάσουν κάποιο μήνυμα.
Ø Η αλλαγή που έφερνε η ομίχλη στην πόλη ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο άρεσε τόσο πολύ στον Ιωάννου να περπατά μέσα στην πόλη, καθώς δεν μπορούσε να δει καθαρά γύρω του και όλα έπαιρναν μια διαφορετική σημασία. Ακόμη και οι πολυκατοικίες γίνονταν πιο ελκυστικές μέσα στην ομίχλη. Οι πολυκατοικίες που αποτελούν το σύμβολο της σύγχρονης ζωής και που φαίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικές στους παλαιότερους ανθρώπους που είχαν συνηθίσει να ζουν σε πόλεις με χαμηλά σπίτια, αποκτούν ακόμη κι αυτές μια ωραία όψη μέσα στο θολό τοπίο που δημιουργεί η ομίχλη.
Ø Ο συγγραφέας περπατώντας φτάνει στο καφενείο του λιμανιού, που δεν υπάρχει πια μιας και το έχουν γκρεμίσει από χρόνια. Εκεί συνήθιζε ο συγγραφέας να συναντιέται με τους φίλους του παλιά αλλά τώρα πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει ή έχουν φύγει οριστικά από τη χώρα. Με την αναφορά στο καφενείο του λιμανιού το κείμενο περνά από το πραγματικό στο υπερρεαλιστικό. Πλέον ο συγγραφέας περνά στο χώρο των αναμνήσεων, της νοσταλγίας και μιας υπερφυσικής επαφής με τους νεκρούς. Βρισκόμενος στην περιοχή που υπήρχε κάποτε το καφενείο ο συγγραφέας βλέπει τις σκιές των ανθρώπων που έχουν πεθάνει και που κανείς από αυτούς δεν μπορεί πια να συνομιλήσει και να κάνει παρέα με το συγγραφέα.
Ø Ο Ιωάννου βυθίζεται σ’ ένα κόσμο αναμνήσεων και νοσταλγίας, παρατηρώντας τις σκιές των νεκρών που μόνο σε μια τόσο υποβλητική ατμόσφαιρα όπως αυτή που δημιουργείται από την ομίχλη μπορούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ø Κάποιες σκιές πηγαίνουν προς τον Πύργο του Αίματος. Πύργος του Αίματος ονομαζόταν ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης γιατί εκεί στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Τούρκοι πήγαιναν τους Έλληνες που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και άφηναν τους Γενίτσαρους να τους σκοτώσουν. Οι Γενίτσαροι ήταν Έλληνες που οι Τούρκοι τους είχαν πάρει από τους γονείς τους όταν ακόμη ήταν παιδιά (παιδομάζωμα) και τους είχαν εκπαιδεύσει για να μισούν και να σκοτώνουν τους Έλληνες.
Ø Η πραγματική ομίχλη ξεκινά από κάποιο ψηλότερο σημείο της πόλης σχολιάζει ο Ιωάννου αλλά η ομίχλη που φέρνει μαζί της τις σκιές των νεκρών ξεκινά από τα όνειρα. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλες αυτές τις μνήμες που για καιρό έμειναν καταπιεσμένες και τώρα με τον καιρό έχουν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια. Όπως το νερό που βράζει και ο ατμός μετακινεί σιγά – σιγά το καπάκι της κατσαρόλας, έτσι και όλες αυτές οι επίπονες αναμνήσεις που χρόνια τώρα προσπαθούσε ο συγγραφέας να κρατήσει μέσα του έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του και να βγαίνουν στην επιφάνεια. Αυτές οι αναμνήσεις του φέρνουν στο μυαλό τις σκιές των νεκρών που βλέπει και ακολουθεί μέσα στην ομίχλη.
Ø Από το σημείο αυτό: «Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα.» ο συγγραφέας αφήνει τον παρατατικό και τον αόριστο, τους χρόνους που χρησιμοποιούμε για γεγονότα του παρελθόντος και αρχίζει να χρησιμοποιεί τον ενεστώτα, μεταφέροντας αυτά που περιγράφει στο παρόν και δίνοντάς τους μεγαλύτερη ζωντάνια. Παρόλο που συνεχίζει να μιλά για όσα συνήθιζε να κάνει με το να χρησιμοποιεί ενεστώτα μας μεταφέρει πιο άμεσα αυτά που αναφέρει και μας παρουσιάζει με περισσότερη ένταση αυτή την επαφή του με τις σκιές του παρελθόντος. (Ακολουθώ... Περπατώ... Φτάνω.... Φεύγω....)
Ø Καθώς η ορατότητα μέσα στην ομίχλη είναι πολύ περιορισμένη κάθε φιγούρα ανθρώπου που βλέπει ο συγγραφέας του φέρνει στο μυαλό κάποιον φίλο ή κάποιον συγγενή που έχει χάσει από καιρό, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δύσκολων εποχών που πέρασε μεγαλώνοντας. Πόλεμοι, αρρώστιες, κατοχή μετανάστευση, δικτατορία, είναι περίοδοι γεμάτοι θανάτους και αποχωρήσεις που έχουν πληγώσει ανεπανόρθωτα τον συγγραφέα.
Ø Ο συγγραφέας περπατά στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης κοιτάζοντας κάτω αλλά δε βλέπει πια ούτε το χορτάρι που παλιότερα φύτρωνε ανάμεσα στις πέτρες. Ο θάνατος έχει κυριαρχήσει παντού. Θάνατος της φύσης, θάνατος των ανθρώπων που αγαπούσε αλλά και μετανάστευση ένας μόνιμος αποχωρισμός που γίνεται εν ζωή. Κανένας θάνατος δεν είναι καλός
Ø Ο συγγραφέας περπατά μέσα σε μια πορεία γεμάτη θάνατο, θάνατο ανθρώπων αλλά και θάνατο της φύσης και εκφράζει μια ευχή που πολλές φορές έχει στηρίξει τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές «και να ‘ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πώς θα τους ξαναβρούμε όλους». Η ελπίδα για τη μετά θάνατο ζωή είναι μια παρήγορη σκέψη για το συγγραφέα, ο οποίος ελπίζει να είναι αλήθεια και να μπορέσει κάποτε να συναντήσει ξανά όλους όσους έχασε όλα αυτά τα χρόνια.
Ø Ο συγγραφέας κινείται από το λιμάνι προς το Λευκό Πύργο και από εκεί προς την Άνω Πόλη όπου βρίσκεται η Πορτάρα, η μεσαία Πύλη, που οδηγεί στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Σε συμβολικό επίπεδο η Πορτάρα, η πύλη που οδηγεί στην Ακρόπολη, δηλώνει την πύλη του θανάτου, την πύλη που θα του επέτρεπε να περάσει και αυτός στον κόσμο των νεκρών. Οι σκιές του γνέφουν περάσει την πύλη και να τις ακολουθήσει στον κόσμο των νεκρών αλλά εκείνος αρνείται. Μόνο κάποιο αγαπημένο πρόσωπο θα τον πείσει να περάσει αυτή την πόλη, όταν δηλαδή δε θα προσπαθεί να ακολουθήσει σκιές αλλά κάποιον άνθρωπο που να αγαπά πραγματικά.
Ø Ο συγγραφέας απομακρύνεται από την πύλη του θανάτου και επιστρέφει στην κίνηση και τα φώτα της πόλης. Επιστρέφει δηλαδή στην πραγματικότητα, αφήνοντας προς το παρόν τις σκιές πίσω του αλλά το μυαλό του τελικά παραμένει σε αυτές και σε όσα είδε μέσα στην ομίχλη, μέσα στον κόσμο των αναμνήσεων.
Ø Στην προσπάθειά του να ξεχάσει τις μνήμες του παρελθόντος ο συγγραφέας συνηθίζει να περπατά πολύ τις νύχτες που έχει ομίχλη, γιατί νιώθει ότι με το περπάτημα, με τη σωματική άσκηση, τα βάσανα υποχωρούν σιγά – σιγά και περνούν από τα πόδια στο υγρό χώμα, φεύγοντας από πάνω του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου