Η μόνη κληρονομιά
- Ο συγγραφέας μας λέει ότι όσο ζούσαν οι γιαγιάδες του και μπορούσε να ρωτήσει για την ιστορία της οικογένειάς του δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα, τώρα όμως που ο ίδιος μεγάλωσε και έχουν πεθάνει όλες οι γιαγιάδες του, τώρα έχει πολλές απορίες. Η παραδοχή αυτή του συγγραφέα είναι κοινή για πολλούς ανθρώπους, καθώς οι περισσότεροι όσο είναι νέοι ελάχιστα ενδιαφέρονται για τις ρίζες τους και για τους προγόνους τους ενώ όταν μεγαλώσουν και αρχίσουν να έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους θνητότητα, επιθυμούν να γνωρίσουν καλύτερα τη μοίρα των προγόνων τους.
- Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται στις γιαγιάδες του καθώς όλοι οι άντρες της οικογένειάς του πέθαναν νωρίς.
- Ο συγγραφέας όταν ήταν νεότερος θύμωνε με τις γιαγιάδες του που δεν εκτιμούσαν τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη και αναπολούσαν την Ανατολική Θράκη. Ο Ιωάννου ένιωθε ότι δεν εκτιμούσαν όλα όσα είχαν αποκτήσει στη νέα τους πατρίδα αλλά η αλήθεια είναι ότι απλά ο ίδιος δε γνώριζε πόσο καλύτερη ήταν η ζωή που εκείνες είχαν στη Θράκη και πόσο σπουδαία πράγματα έχασαν με την προσφυγιά.
- Ο Ιωάννου δεν έχει παιδιά και ούτε πρόκειται να αποκτήσει γι’ αυτό και σκέφτεται ότι δε θα μπορέσει να δώσει το όνομά του σε κάποιο εγγόνι.
- Ο ένας προπάππους του συγγραφέα πέθανε από το «κακό σπυρί», κάποιο πυώδες απόστημα δηλαδή που προφανώς μόλυνε το αίμα του προκαλώντας πιθανότατα σηψαιμία.
- Ο άλλος προπάππους του πέθανε από πόνους στην κοιλιά, χωρίς να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η πάθησή του. Το μόνο που παρηγορεί το συγγραφέα είναι ότι και οι δύο πέθαναν στην πατρίδα τους, την Ανατολική Θράκη.
- Οι παππούδες του συγγραφέα πέθαναν στην προσφυγιά. Ο ένας παππούς (ο πατέρας της μητέρας του συγγραφέα) με την οικογένειά του πήγε πρώτα στη Σαμοθράκη, όπου ο τόπος δεν τους φάνηκε κατάλληλος κι έτσι συνέχισαν για την Καβάλα. Εκεί ο παππούς του Ιωάννου δεν μπόρεσε να βρει πουθενά δουλειά και από τον καημό του πέθανε. Αυτό συνέβη περίπου το 1916 όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είχαν εισβάλει στην Ανατολική Μακεδονία. Μετά το θάνατο του παππού και όταν πλέον οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί και συνθηκολογήσει (1918), η γυναίκα του πήρε τις κόρες τους (η μία ήταν η μητέρα του Ιωάννου) και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Τις κόρες τις άφησε να μείνουν κοντά σε συμπατριώτες της και εκείνη ξεκίνησε με τα πόδια για την Ανατολική Θράκη (μάλλον το 1921). Ένα χρόνο περίπου έμεινε στην Ανατολική Θράκη στο παλιό τους σπίτι, καλλιέργησε τα κτήματα, έκανε όλες τις δουλειές που συνήθιζε να κάνει αλλά αναγκάστηκε να φύγει πάλι γιατί είχε γίνει η Καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Τη γιαγιά αυτή την έλεγαν Μόσχω και την είχε βαφτίσει κάποιος Ρώσος αξιωματικός το 1878, όταν είχε γίνει η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Δεν μας λέει πότε πέθανε αλλά σχολιάζει ότι πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία.
- Ο δεύτερος παππούς (ο πατέρας του πατέρα του) έχοντας εγκατασταθεί από το 1913 (ίσως και νωρίτερα) στη Θεσσαλονίκη είχε ανοίξει ένα μαγαζί που έφτιαχνε γιαούρτι, το οποίο πήγαινε πολύ καλά. Όταν όμως το 1917 ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, κάηκε και το μαγαζί. Ο παππούς για λίγο καιρό πουλούσε γιαούρτι ως πλανόδιος πωλητής αλλά τελικά πέθανε από τη στεναχώρια του για το μαγαζί.
- Η γυναίκα εκείνου του παππού έζησε αρκετά χρόνια ακόμη και στο μεταξύ πέθαναν τα τέσσερα αγόρια της. Η γιαγιά αυτή ήταν, όπως λέει ο συγγραφέας, πολύ όμορφη και ο άντρας της είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο για χάρη της.
- Από τους τέσσερις γιους της πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος λίγο μετά το 1936 από φυματίωση. Ο Ιωάννου μας διηγείται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπημένος με αυτόν το θείο του και ότι είχαν πάει να παρακολουθήσουν από κοντά την επιστροφή του βασιλιά. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β είχε εξοριστεί μετά την καταστροφή της Σμύρνης γιατί λίγο πριν τις εκλογές του 1923 στρατιωτικοί που ανήκαν στον κύκλο του είχαν επιχειρήσει δια της βίας να καταλάβουν την εξουσία. Το 1936 πάντως μετά από ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα αποφασίστηκε να επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα. Με το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ο Γεώργιος Β θα φύγει ξανά από την Ελλάδα και θα επιστρέψει το 1946 ύστερα από ένα ακόμη δημοψήφισμα.
- Ο άλλος θείος του συγγραφέα πέθανε, επίσης, κάποια στιγμή μετά το 1936 εξόριστος σε κάποιο ξερονήσι. Αυτός ο θείος ήταν κομμουνιστής και οι γονείς του Ιωάννου δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις μαζί του γι’ αυτό και ο συγγραφέας τον έβλεπε σπάνια. Τον είδε για τελευταία φορά όταν τον είχαν συλλάβει και τον πέρασαν οι αστυνομικοί με τις χειροπέδες μπροστά από το σπίτι της οικογένειάς του. Ο θείος αυτός μοίραζε κομμουνιστικά φυλλάδια στους εργάτες και όταν οι καπνεργάτες το Μάη του 1936 ξεσηκώθηκαν συμμετείχε στις διαδηλώσεις τους. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από τον Αύγουστο του 1936 στην Ελλάδα ξεκινά η δικτατορία του Μεταξά και οι κομμουνιστές βρίσκονται πλέον υπό διωγμό.
- Ο τρίτος γιος που πέθανε ήταν από πολλά χρόνια μετανάστης στον Παναμά όπου εκεί γίνονταν τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας. Ο θείος αυτός του Ιωάννου πέθανε έγκλειστος σε τρελάδικο αλλά ο συγγραφέας δε γνωρίζει λεπτομέρειες για την ασθένεια του θείου του.
- Ο τέταρτος γιος που πέθανε ήταν ο πατέρας του συγγραφέα. Ο Ιωάννου μη θέλοντας να εκφράσει τη συγκίνησή του αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα του με συντομία. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί όταν καθιερώθηκε το δημοκρατικό σύνταγμα στην Τουρκία από τους Νεότουρκους, στις 29 Οκτωβρίου 1908 και πέθανε (όπως γνωρίζουμε από τους βιογράφους του συγγραφέα) στις 26 Μαΐου 1962.
- Ο συγγραφέας έχοντας εξετάσει την ιστορία της οικογένειάς του συνειδητοποιεί ότι όλοι οι άντρες πέθαναν ανάμεσα στα 50 με 60 τους χρόνια από κάποια ασθένεια, γεγονός που τον κάνει να φοβάται ότι και ο ίδιος θα έχει την ίδια τύχη. (Πραγματικά ο συγγραφέας πεθαίνει στα 58 του χρόνια). Ένας γιατρός που ρώτησε ο Ιωάννου του είπε ότι τα αγόρια ζουν όσο και ο πατέρας τους και αυτό του προκάλεσε θυμό και απογοήτευση αλλά κλείνοντας το διήγημα επιχειρεί να διασκεδάσει το φόβο του λέγοντας ότι γίνονται καμιά φορά και θαύματα.
Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό παρακολουθεί την ιστορία των άμεσων προγόνων του και διαπιστώνει ότι όλοι οι άντρες στην οικογένειά του πεθαίνουν λίγο μετά τα πενήντα τους χρόνια. Η συνειδητοποίηση αυτή προκαλεί ανησυχία στο συγγραφέα που θεωρεί ότι ενδέχεται να έχει την ίδια τύχη.
- Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται στις γιαγιάδες του καθώς όλοι οι άντρες της οικογένειάς του πέθαναν νωρίς.
- Ο συγγραφέας όταν ήταν νεότερος θύμωνε με τις γιαγιάδες του που δεν εκτιμούσαν τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη και αναπολούσαν την Ανατολική Θράκη. Ο Ιωάννου ένιωθε ότι δεν εκτιμούσαν όλα όσα είχαν αποκτήσει στη νέα τους πατρίδα αλλά η αλήθεια είναι ότι απλά ο ίδιος δε γνώριζε πόσο καλύτερη ήταν η ζωή που εκείνες είχαν στη Θράκη και πόσο σπουδαία πράγματα έχασαν με την προσφυγιά.
- Ο Ιωάννου δεν έχει παιδιά και ούτε πρόκειται να αποκτήσει γι’ αυτό και σκέφτεται ότι δε θα μπορέσει να δώσει το όνομά του σε κάποιο εγγόνι.
- Ο ένας προπάππους του συγγραφέα πέθανε από το «κακό σπυρί», κάποιο πυώδες απόστημα δηλαδή που προφανώς μόλυνε το αίμα του προκαλώντας πιθανότατα σηψαιμία.
- Ο άλλος προπάππους του πέθανε από πόνους στην κοιλιά, χωρίς να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η πάθησή του. Το μόνο που παρηγορεί το συγγραφέα είναι ότι και οι δύο πέθαναν στην πατρίδα τους, την Ανατολική Θράκη.
- Οι παππούδες του συγγραφέα πέθαναν στην προσφυγιά. Ο ένας παππούς (ο πατέρας της μητέρας του συγγραφέα) με την οικογένειά του πήγε πρώτα στη Σαμοθράκη, όπου ο τόπος δεν τους φάνηκε κατάλληλος κι έτσι συνέχισαν για την Καβάλα. Εκεί ο παππούς του Ιωάννου δεν μπόρεσε να βρει πουθενά δουλειά και από τον καημό του πέθανε. Αυτό συνέβη περίπου το 1916 όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είχαν εισβάλει στην Ανατολική Μακεδονία. Μετά το θάνατο του παππού και όταν πλέον οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί και συνθηκολογήσει (1918), η γυναίκα του πήρε τις κόρες τους (η μία ήταν η μητέρα του Ιωάννου) και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Τις κόρες τις άφησε να μείνουν κοντά σε συμπατριώτες της και εκείνη ξεκίνησε με τα πόδια για την Ανατολική Θράκη (μάλλον το 1921). Ένα χρόνο περίπου έμεινε στην Ανατολική Θράκη στο παλιό τους σπίτι, καλλιέργησε τα κτήματα, έκανε όλες τις δουλειές που συνήθιζε να κάνει αλλά αναγκάστηκε να φύγει πάλι γιατί είχε γίνει η Καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Τη γιαγιά αυτή την έλεγαν Μόσχω και την είχε βαφτίσει κάποιος Ρώσος αξιωματικός το 1878, όταν είχε γίνει η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Δεν μας λέει πότε πέθανε αλλά σχολιάζει ότι πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία.
- Ο δεύτερος παππούς (ο πατέρας του πατέρα του) έχοντας εγκατασταθεί από το 1913 (ίσως και νωρίτερα) στη Θεσσαλονίκη είχε ανοίξει ένα μαγαζί που έφτιαχνε γιαούρτι, το οποίο πήγαινε πολύ καλά. Όταν όμως το 1917 ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, κάηκε και το μαγαζί. Ο παππούς για λίγο καιρό πουλούσε γιαούρτι ως πλανόδιος πωλητής αλλά τελικά πέθανε από τη στεναχώρια του για το μαγαζί.
- Η γυναίκα εκείνου του παππού έζησε αρκετά χρόνια ακόμη και στο μεταξύ πέθαναν τα τέσσερα αγόρια της. Η γιαγιά αυτή ήταν, όπως λέει ο συγγραφέας, πολύ όμορφη και ο άντρας της είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο για χάρη της.
- Από τους τέσσερις γιους της πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος λίγο μετά το 1936 από φυματίωση. Ο Ιωάννου μας διηγείται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπημένος με αυτόν το θείο του και ότι είχαν πάει να παρακολουθήσουν από κοντά την επιστροφή του βασιλιά. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β είχε εξοριστεί μετά την καταστροφή της Σμύρνης γιατί λίγο πριν τις εκλογές του 1923 στρατιωτικοί που ανήκαν στον κύκλο του είχαν επιχειρήσει δια της βίας να καταλάβουν την εξουσία. Το 1936 πάντως μετά από ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα αποφασίστηκε να επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα. Με το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ο Γεώργιος Β θα φύγει ξανά από την Ελλάδα και θα επιστρέψει το 1946 ύστερα από ένα ακόμη δημοψήφισμα.
- Ο άλλος θείος του συγγραφέα πέθανε, επίσης, κάποια στιγμή μετά το 1936 εξόριστος σε κάποιο ξερονήσι. Αυτός ο θείος ήταν κομμουνιστής και οι γονείς του Ιωάννου δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις μαζί του γι’ αυτό και ο συγγραφέας τον έβλεπε σπάνια. Τον είδε για τελευταία φορά όταν τον είχαν συλλάβει και τον πέρασαν οι αστυνομικοί με τις χειροπέδες μπροστά από το σπίτι της οικογένειάς του. Ο θείος αυτός μοίραζε κομμουνιστικά φυλλάδια στους εργάτες και όταν οι καπνεργάτες το Μάη του 1936 ξεσηκώθηκαν συμμετείχε στις διαδηλώσεις τους. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από τον Αύγουστο του 1936 στην Ελλάδα ξεκινά η δικτατορία του Μεταξά και οι κομμουνιστές βρίσκονται πλέον υπό διωγμό.
- Ο τρίτος γιος που πέθανε ήταν από πολλά χρόνια μετανάστης στον Παναμά όπου εκεί γίνονταν τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας. Ο θείος αυτός του Ιωάννου πέθανε έγκλειστος σε τρελάδικο αλλά ο συγγραφέας δε γνωρίζει λεπτομέρειες για την ασθένεια του θείου του.
- Ο τέταρτος γιος που πέθανε ήταν ο πατέρας του συγγραφέα. Ο Ιωάννου μη θέλοντας να εκφράσει τη συγκίνησή του αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα του με συντομία. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί όταν καθιερώθηκε το δημοκρατικό σύνταγμα στην Τουρκία από τους Νεότουρκους, στις 29 Οκτωβρίου 1908 και πέθανε (όπως γνωρίζουμε από τους βιογράφους του συγγραφέα) στις 26 Μαΐου 1962.
- Ο συγγραφέας έχοντας εξετάσει την ιστορία της οικογένειάς του συνειδητοποιεί ότι όλοι οι άντρες πέθαναν ανάμεσα στα 50 με 60 τους χρόνια από κάποια ασθένεια, γεγονός που τον κάνει να φοβάται ότι και ο ίδιος θα έχει την ίδια τύχη. (Πραγματικά ο συγγραφέας πεθαίνει στα 58 του χρόνια). Ένας γιατρός που ρώτησε ο Ιωάννου του είπε ότι τα αγόρια ζουν όσο και ο πατέρας τους και αυτό του προκάλεσε θυμό και απογοήτευση αλλά κλείνοντας το διήγημα επιχειρεί να διασκεδάσει το φόβο του λέγοντας ότι γίνονται καμιά φορά και θαύματα.
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου