Ο Θανάσης ο φονιάς
«Ο Θανάσης ο φονιάς ήταν μάγειρας στο Τμήμα. Κι αυτό, όχι πριν, αλλά μετά το φονικό.»
Δείτε επίσης:
Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου
- Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται στην ιστορία του Θανάση του φονιά, όπως μας αποκαλύπτεται και στον τίτλο του κειμένου, αλλά επί της ουσίας η ιστορία του Θανάση καλύπτει μικρό μέρος της διήγησης, η οποία εμπλουτίζεται με αναφορές στο πώς ζούσε ο συγγραφέας σε αυτό το μικρό χωριό, στην ιστορία του Γιαγκούλα του λούστρου καθώς και στη συνήθεια του συγγραφέα να αγοράζει πάρα πολλά ρούχα όταν ήταν στη Λιβύη.
- Το διήγημα αυτό παρόλο που έχει μια κεντρική ιστορία δεν περιορίζεται σε αυτήν και ο Ιωάννου δε διστάζει να προχωρήσει σε αρκετές αναφορές, προσωπικού χαρακτήρα, σχετικά με τη ζωή του. Σε αντίθεση, λοιπόν, με κείμενα όπως είναι η Ευτυχούλα, όπου η παρουσία του συγγραφέα είναι ελάχιστη, ή το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, όπου ο συγγραφέας δεν μετέχει καθόλου στα δρώμενα, στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας επιβάλλει την παρουσία του με έντονο τρόπο.
- Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και το ύφος της αφήγησης σε αρκετά σημεία αποκτά ιδιαίτερα εξομολογητικό τόνο, με τον Ιωάννου να μας μιλά για τη ζωή του και τις συνήθειές του.
- Η χρονική σειρά των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτό το διήγημα διακόπτεται αρκετές φορές για να εγκιβωτιστούν άλλες μικρότερες ιστορίες, όπως αυτή του Γιαγκούλα και η προσωπική αναφορά του συγγραφέα στα ρούχα του, αλλά και με μια αναδρομή στο παρελθόν για να μας δοθούν πληροφορίες για το Θανάση το φονιά.
«Ο Θανάσης ο φονιάς ήταν μάγειρας στο Τμήμα. Κι αυτό, όχι πριν, αλλά μετά το φονικό.»
- Ο συγγραφέας βρίσκεται με μετάθεση σε κάποιο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Ελλάδας, για το οποίο όμως δε μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες.
- Στο χωριό αυτό ο Ιωάννου γνωρίζει, μεταξύ άλλων, τρία άτομα για το οποία μας μιλά σε αυτή την ιστορία: τον Γιαγκούλα το λούστρο, το Θανάση το φονιά κι έναν μισότρελο συνάδελφό του.
«Με το δεύτερο ποτήρι, άρχιζε να τραβάει με προφύλαξη μια βρώμικη φωτογραφία του λήσταρχου Γιαγκούλα απ’ τον κόρφο του.»
[Φώτης Γιαγκούλας ήταν θρυλικός λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Σερβιών. Κατηγορήθηκε για φόνους και ληστείες. Ο Γιαγκούλας δρούσε στον μισό Όλυμπο και στα Πιέρια, Ελασσόνα και Κοζάνη. Σε μικρό χρονικό διάστημα η συμμορία του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου, τρομοκρατώντας τους ορειβάτες. Σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 σε συμπλοκή που κράτησε 8 ώρες με χωροφύλακες στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου.]
«Μικρός, όταν ήταν βοσκόπουλο στην Πίνδο, πήγαινε συχνά στο λημέρι του Γιαγκούλα τροφές και χαμπέρια. Τον δίκασαν για ληστοτρόφο πολλά χρόνια, ούτε ήξερε κι αυτός πόσα.»
- Ο Γιαγκούλας ο λούστρος έχει πάρει αυτό το όνομα από τη συσχέτισή του με το λήσταρχο Γιαγκούλα, εξαιτίας του οποίου βρέθηκε στη φυλακή για αρκετά χρόνια. Το γεγονός ότι εξασφάλιζε τρόφιμα για τον λήσταρχο Γιαγκούλα ήταν αρκετό για να τον στείλουν στη φυλακή για πολλά χρόνια, κάτι που δείχνει πόσο πολύ είχε ενοχλήσει τις αρχές η δράση του λήσταρχου.
«Ήταν βρωμιάρης, αξούριστος, έζεχνε ολόκληρος σαν ασκητής απ’ τ’ Αγιονόρος. Έμενε σ’ ένα χάλασμα, τρισχειρότερο κι από στάβλο.»
- Βασικό θεματικό μοτίβο αυτού του διηγήματος είναι η μιζέρια, την οποία ο συγγραφέας εκφράζει όχι μόνο δίνοντας στοιχεία για τη φτωχική του διαβίωση στο χωριό αλλά και με τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στη διήγησή του. Ο Γιαγκούλας εμφανίζεται βρώμικος και αξύριστος να ζει σ’ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι που είναι χειρότερο κι από στάβλο. Ο Θανάσης είναι άρρωστος, πιθανότατα φυματικός, και τόσο αδύνατος που μοιάζει με σκιάχτρο. Ενώ ο συνάδελφος του συγγραφέα είναι μισότρελος και άσχημος σαν κινούμενο ψοφίμι.
- Ο αναγνώστης του κειμένου περνά σε μια χρονική περίοδο δύσκολη για τους κατοίκους της χώρας, η ζωή των οποίων σημαδεύεται από τη φτώχια. Παρά το γεγονός ότι η ιστορία αυτή εκτυλίσσεται αρκετά χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οι Έλληνες συνεχίζουν να ζουν με πολλές δυσκολίες κι αυτό μας το παρουσιάζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο ο συγγραφέας.
«Μας φρόντιζε με αυταπάρνηση όλους μας, τους χωροφύλακες ιδιαίτερα. Η προθυμία του αυτή σ’ έκαμνε πολύ γρήγορα να ξεχάσεις και το φόνο και την πιθανή αρρώστια του.»
- Ενώ το προσωνύμιο «ο φονιάς» που συνοδεύει τον ήρωα της ιστορίας, μας δίνει την εντύπωση ότι θα επρόκειτο για κάποιον άγριο και ανήθικο άνθρωπο, τελικά ο Θανάσης ο φονιάς αποδεικνύεται ένας περιποιητικός άνθρωπος που φροντίζει με συνέπεια το φαγητό των χωροφυλάκων και κερδίζει γρήγορα τη συμπάθεια του συγγραφέα.
«Έπρεπε, βλέπεις, να φοράω γραβάτα συνέχεια για να λαμπρύνω με την ομορφιά μου την κρατική μηχανή.»
- Ο αυτοσαρκασμός του συγγραφέα, εμπλουτίζει με χιούμορ το κείμενο και δείχνει την πρόθεσή του να ελαφρύνει με τέτοιου είδους παρατηρήσεις την καταθλιπτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται με την αναφορά του σε τόσο δύσκολες περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
«Εγώ γι’ αυτά του κουστούμια και τα πουκάμισα είχα ξενιτευτεί παλιότερα σε χώρα εξωτική και τώρα τα πετούσα ένα ένα στο καλάθι χωρίς να φροντίζω να τα ξαναπλύνω.»
- Ο Ιωάννου μας αναφέρει ότι άρχισε να παχαίνει και ότι δεν του έκαναν πλέον τα ρούχα του, γεγονός που του θυμίζει την άνεση με την οποία έπαιρνε καινούρια ρούχα όταν ήταν στη Λιβύη. Η παρέκβαση αυτή στην ιστορία δείχνει την άνεση με την οποία ο συγγραφέας ενδίδει στους συνειρμούς του και την ευκολία με την οποία απομακρύνεται από την «κεντρική» ιστορία του κειμένου. Το χαρακτηριστικό αυτό άλλωστε είναι που χαρίζει στα κείμενα του Ιωάννου την ιδιαίτερη γοητεία τους και τα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
«Καθώς κοίταζα από μακριά τον τσιρτσιλιάνο το Θανάση να παραστέκει στον Γιαγκούλα, που ντερλίκωνε σαν λύκος, θαρρούσα πως έβλεπα τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου, που όταν πήγαινε και βοηθούσε στις δουλειές μια μαυραγορίτισσα συγγένισσά μας, με φώναζε με τρόπο στην κουζίνα, όπου με μπούκωνε στα γρήγορα με τα καλύτερα φαγιά που υπήρχαν.»
- Στη συνέχεια, όταν ο Ιωάννου βλέπει πώς φροντίζει ο Θανάσης τον Γιαγκούλα, φέρνοντάς του φαγητό, θυμάται τα χρόνια της κατοχής που η γιαγιά του φρόντιζε να εξασφαλίζει φαγητό για εκείνον.
«Τέλος, τράβηξε μια νύχτα μαχαίρι και σκότωσε έναν ξάδερφό του, που εκτός απ’ τα δανεικά τον έκλεβε κιόλας»
- Η αποκάλυψη του εγκλήματος που έκανε ο Θανάσης ο φονιάς, γίνεται από τον συγγραφέα με συνοπτικό τρόπο και χωρίς να μπει στη διαδικασία να σχολιάσει αν το θεωρούσε δίκαιο ή άδικο. Από τη στιγμή που ο Θανάσης έχει εκτίσει την ποινή του και έχει τιμωρηθεί γι’ αυτό που έκανε ο συγγραφέας δε θεωρεί ότι υπάρχει λόγος να εκφράσει κάποια άποψη.
- Παρά το έγκλημά του πάντως ο συγγραφέας φαίνεται ότι συμπαθεί το Θανάση γι’ αυτό και προσφέρεται να του φέρει κάτι ως δώρο από την Αθήνα.
- Ο θάνατος του Θανάση δίνεται από το συγγραφέα με τον ίδιο τυπικό τρόπο που παρουσιάζει κάθε δυσάρεστο γεγονός στα κείμενά του. Ο Ιωάννου αποφεύγει στη διήγησή του τους μελοδραματισμούς και τις συναισθηματικές υπερβολές. Με σύντομες προτάσεις παρουσιάζει στον αναγνώστη τα γεγονότα και τον αφήνει ελεύθερο να συγκινηθεί ή να μείνει αδιάφορος από αυτό που έχει συμβεί.
- Το κείμενο κλείνει με μια τελευταία αναφορά σε κάτι που ο συγγραφέας είχε συνδυάσει με το Θανάση το φονιά. Ένας δυνατός αέρας, λίγες μόλις μέρες μετά το θάνατο του Θανάση, έριξε το πεύκο στο οποίο αυτός και ο Γιαγκούλας συνήθιζαν να κάθονται τα απογεύματα. Με τον τρόπο αυτό η προσοχή του αναγνώστη μετατοπίζεται από τον Θανάση το φονιά στον Γιαγκούλα ο οποίος μένει μόνος του πια, χωρίς τον φίλο του αλλά και χωρίς το πεύκο στο οποίο μέχρι τώρα πήγαινε κάθε απόγευμα.
Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου