Περιμένοντας το λογαριασμό
- Στο προτελευταίο κείμενο της συλλογής ο Ιωάννου μας παραθέτει σκέψεις του για τη ζωή και για τον θάνατο, που αποκτά για τον συγγραφέα όλο και μεγαλύτερη σημασία καθώς τα χρόνια περνούν και μοιάζει πλέον να είναι αναπόφευκτος.
- Ο τίτλος του κειμένου παραπέμπει στην ολοκλήρωση μιας συναλλαγής, στην ολοκλήρωση της πορείας της ζωής του, οπότε περιμένει απλώς να πάρει το λογαριασμό για να διαπιστώσει που κατέληξαν όλα αυτά που έζησε, έκανε και σκέφτηκε.
- Το κείμενο είναι γραμμένο με απλότητα και με διάθεση εξομολόγησης από τον συγγραφέα, ο οποίος μοιράζεται μαζί μας την πορεία της ενηλικίωσής του και την αλλαγή στον τρόπο που αντιμετώπιζε τότε και τώρα την έννοια του θανάτου.
- Ο χρόνος της αφήγησης ξεκινά στα χρόνια της κατοχής και φτάνει στο παρόν του συγγραφέα, δηλαδή το 1972, με κάποιες αναδρομές στο παρελθόν.
«Το πρώτο μου πιστοποιητικό απ’ το Δήμο το έβγαλα μικρό παιδάκι στην Κατοχή. Μόλις έδωσα την αίτησή μου, άνοιξαν ένα μεγάλο κατάστιχο, με το έτος και το μήνα γεννήσεώς μου γραμμένα στη ράχη του, και σε λίγο με βρίσκαν.»
- Το κείμενο αυτό δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία ή πλοκή αλλά αναφέρεται στις σκέψεις που δημιουργεί στον Ιωάννου το πιστοποιητικό γέννησης που παίρνει από το δήμο σε διάφορες περιόδους της ζωής του.
- Το πιστοποιητικό γεννήσεως αποτελεί το συνεκτικό δεσμό σε αυτό το κείμενο και μας περνά από την εφηβεία του συγγραφέα στα χρόνια της ενήλικης ζωής του καθώς οι σκέψεις του για το θάνατο αλλάζουν.
- Η πρώτη φορά που ο Ιωάννου χρειάστηκε να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως ήταν στα χρόνια της κατοχής (1941-144) όταν ήταν 14 ή 15 χρονών και του προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι υπήρχε κάπου καταγεγραμμένος.
«Το όνομά μου βρισκόταν -και βρίσκεται ακόμα, ελπίζω,- ανάμεσα σε άλλα δυό, που είχαν μια κόκκινη υπογράμμιση και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, με κόκκινη πάλι μελάνη, την ένδειξη “απεβίωσε”.»
- Στο βιβλίο του δήμου όπου ήταν καταχωρημένη η γέννηση του συγγραφέα υπήρχαν ήδη δύο άτομα της ίδιας ηλικίας τα οποία είχαν πεθάνει και δίπλα στο όνομά τους ο υπάλληλος είχε γράψει με κόκκινο στυλό «απεβίωσε». Αυτή η εικόνα θα μείνει από τότε στο μυαλό του συγγραφέα και θα θέλει ανά διαστήματα να βλέπει αυτό το βιβλίο για να παρακολουθεί αν υπάρχουν κι άλλες καταγραφές συνομηλίκων του που πέθαναν.
«Όπως βλέπεις, εσύ δεν απεβίωσες ακόμα.»
- Το σχόλιο του υπαλλήλου ότι ο Ιωάννου δεν έχει πεθάνει ακόμη φέρνει στο νου του τον γιο του υπαλλήλου που ήταν συμμαθητής του στο γυμνάσιο. Αυτό συνειρμικά τον επαναφέρει στο παρόν (1972) για να μας αναφέρει τη συνάντηση που είχε πρόσφατα με την αδερφή του συμμαθητή του από την οποία έμαθε για το θάνατο του αδερφού της.
- Η σκέψη ότι ο συμμαθητής του είχε πεθάνει αλλά ο ίδιος παραμένει ζωντανός φέρνει μεγάλη χαρά στον Ιωάννου, ο οποίος νιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μπορεί ακόμη να πατά στο έδαφος.
- Παράλληλα η ιδέα ότι ο γιος του ληξίαρχου έχει πεθάνει ωθεί τον Ιωάννου να κάνει διάφορες μακάβριες σκέψεις για ληξιάρχους που λόγω επαγγέλματος είναι αναγκασμένοι να καταγράψουν το θάνατο δικών τους ανθρώπων.
«Ήμουν χαρούμενος και ήθελα όλα να έχουν ευτυχισμένο τέλος. / Την ίδια βαθιά χαρά είχα νιώσει και τότε που πρωτοπήρα το πιστοποιητικό απ’ το Δήμο.»
- Η χαρά που αισθάνεται όταν συνειδητοποιεί ότι είναι ζωντανός ενώ ένας συμμαθητής του έχει ήδη πεθάνει εδώ και 13 χρόνια, τον επαναφέρει συνειρμικά στη χαρά που αισθάνθηκε όταν πήρε για πρώτη φορά πιστοποιητικό γεννήσεως. Με τον τρόπο αυτό η αφήγηση επιστρέφει ξανά στα χρόνια της κατοχής (1941-1944) και στην πρώτη φορά που βρέθηκε στο δήμο.
«Ήμουν τόσο κουρελιασμένος απ’ τις κακοπάθειες και τους καθημερινούς κινδύνους, τόσο νόμιζα ότι κανένας δεν παρακολουθεί την τύχη μας, ώστε ένιωθα μεγάλη ασφάλεια, που βρισκόμουν κάπου γραμμένος, σε κάποιον λογαριασμό.»
- Το πρώτο αυτό πιστοποιητικό έδωσε στον Ιωάννου μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, καθώς θεώρησε εκείνη τη μέρα ότι εφόσον είναι καταγεγραμμένος στα βιβλία του δήμου οι Γερμανοί ή οι ταγματασφαλίτες δεν θα μπορέσουν έτσι απλά να τον σκοτώσουν.
- Η αίσθηση ασφάλειας που είχε προσφέρει στον Ιωάννου η ιδέα ότι ήταν καταγεγραμμένος στα βιβλία του δήμου τον έκανε για καιρό να σκέφτεται ότι ο δήμος αποτελεί τη σημαντικότερη αρχή, τη σημαντικότερη μορφή εξουσίας στη χώρα.
«Βέβαια, μετά την απελευθέρωση, όταν ξαναπήγα στο Δήμο, τους βρήκα σε άλλα πιο μεγάλα, ευήλια και ευάερα γραφεία. Ο υπάλληλος ήταν άλλος και καθόταν μακριά απ’ το κοινό. Ανάμεσά μας υπήρχε ξύλινο χώρισμα. Ήταν αδύνατο να πλησιάσεις και να δεις τι γίνεται μέσα στο κατάστιχο, πώς πάει ο λογαριασμός. Πάντως, από μακριά έτσι που το ‘βλεπα, μου φαινόταν πως οι κόκκινες γραμμές στη σελίδα μου είχαν αρκετά περισσέψει.»
- Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς (1944) ο Ιωάννου πηγαίνει ξανά στο δήμο, όπου βλέπει ότι οι κόκκινες γραμμές στο βιβλίο έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια έμμεση υπενθύμιση στην πληθώρα θανάτων που είχε επέλθει στη χώρα τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, από την πείνα αλλά και από τις συγκρούσεις με τους κατακτητές.
- Το γεγονός πάντως ότι ο Ιωάννου συνεχίζει να είναι ζωντανός παρά τις δυσκολίες που πέρασε η χώρα τον κάνει να αισθάνεται χαρά και υπερηφάνεια που κατάφερε να βγει ζωντανός από αυτή τη δοκιμασία.
«Κι όμως για μένα το δελτίο του ψωμιού μόνο με το πιστοποιητικό του Δήμου μπορούσε να συγκριθεί σε σοβαρότητα.»
- Παραμένοντας στα χρόνια μετά το τέλος της κατοχής ο Ιωάννου αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ταυτότητα και ότι είχε χρησιμοποιήσει το κατοχικό δελτίο ψωμιού για να αποδείξει την ταυτότητά του. Το δελτίο ψωμιού έχει για τον Ιωάννου μεγάλη σημασία, μιας και είναι αυτό που του εξασφάλιζε τη διατροφή και άρα την επιβίωσή του τα χρόνια της πείνας και της ανέχειας. Γι’ αυτό το κατατάσσει μαζί με το πιστοποιητικό γεννήσεως, που αποτελεί εγγύηση ότι η ύπαρξη του είναι καταγεγραμμένη, ως τα πιο σημαντικά έγγραφα.
«Όμως με χαρά μου διαπίστωνα πως μέσα στο μάτσο των ακαταλαβίστικων αυτών χαρτιών πάντοτε χρειαζόταν και το αθώο πιστοποιητικό του Δήμου. Έτρεχα λοιπόν και το ‘βγαζα αυτοπροσώπως με τη μάταιη ελπίδα πως ίσως μπορέσω να δω τίποτε περισσότερο απ’ το κατάστιχο.»
- Κάθε φορά που χρειαζόταν να συγκεντρώσει έγγραφα για κάποια συναλλαγή του με το δημόσιο ο Ιωάννου έσπευδε στο δήμο για να βγάλει το πιστοποιητικό γεννήσεως με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να κοιτάξει ξανά μέσα στο βιβλίο όπου ήταν σημειωμένες οι γεννήσεις ατόμων της ίδιας ηλικίας.
«Όμως κακά τα ψέματα, το χαρτί του Δήμου δε μου δίνει πια το αίσθημα της ασφάλειας που μου έδωσε εκείνη την πρώτη φορά.»
- Με την πάροδο του χρόνου όμως ο Ιωάννου συνειδητοποιεί ότι το πιστοποιητικό γεννήσεως παύει να του προσφέρει το αίσθημα ασφάλειας που του είχε δώσει την πρώτη φορά. Τα χρόνια περνούν ο Ιωάννου μεγαλώνει και ξαφνικά αρχίζει να βλέπει το θάνατο και το τέλος της ζωής ως ένα γεγονός που ολοένα και πλησιάζει.
«Όσο μεγαλώνω στα χρόνια, τόσο λιγοστεύουν τα χαρτιά που μου ζητιούνται.»
- Ο Ιωάννου διαπιστώνει ότι όσο μεγαλώνει όλο και λιγότερα χαρτιά του ζητάνε από τις δημόσιες υπηρεσίες κι αυτό τον κάνει να σκέφτεται ότι στην πορεία θα επιστρέψει πια σε ένα και μόνο χαρτί, το πιστοποιητικό γεννήσεως. Καθώς δηλαδή η ζωή του θα πλησιάζει στο τέλος της δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη για κανένα άλλο έγγραφο.
«Κι εκείνο το ασυμπλήρωτο τετραγωνάκι στο βιβλίο τα παλιό πολύ το σκέφτομαι. Έχω κι εγώ κάτι το σίγουρο στην πατρίδα. Εκεί μέσα θα ξαναγίνω παιδί, θα ξαναγίνω μωρό, θα συναντηθώ με όλα τα παιδιά, που μαζί τους γεννήθηκα. Κι ύστερα πια ούτε χαρτιά, ούτε αποδείξεις ταυτότητας. Έχουνε γνώση οι φύλακες.»
- Ο συγγραφέας τα χρόνια που γράφει τα πεζογραφήματά του είναι πια εγκατεστημένος στην Αθήνα, μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα, τη Θεσσαλονίκη. Παρηγορείται, εντούτοις, με τη σκέψη ότι πίσω στην πόλη του, υπάρχει το βιβλίο εκείνο του δήμου, στο οποίο θα σημειωθεί ο θάνατός του.
- Με τη σκέψη του θανάτου κλείνει το κείμενο αυτό, καθώς ο Ιωάννου σκέφτεται ότι πεθαίνοντας θα επιστρέψει πλέον εκεί στο βιβλίο του ληξιαρχείου όπου δίπλα στην ημερομηνία γέννησής του θα σημειωθεί η ημερομηνία του θανάτου του και ο κύκλος της ζωής του θα έχει ολοκληρωθεί.
- Ο θάνατος θα επαναφέρει τον συγγραφέα στην πόλη του, μαζί με τους συνομηλίκους του, χωρίς πια να χρειάζεται χαρτιά και αποδείξεις για την ταυτότητά του. Θα είναι απλώς μια εγγραφή στο βιβλίο του δήμου, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά. Γέννηση και θάνατος, καταγράφονται στο ίδιο βιβλίο, καθιστώντας τον κύκλο της ζωής, κάτι προδιαγεγραμμένο και πεπερασμένο. Η σκέψη, επομένως, ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το θάνατο και να αποτελέσει εξαίρεση στη μόνη βεβαιότητα της ύπαρξής μας, μειώνει την ανησυχία του συγγραφέα και τον βοηθά να δει καθαρότερα την κυκλική πορεία της ζωής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου