Γιώργος Ιωάννου "Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ" | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Ιωάννου "Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ


Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου με αφορμή τους ήχους που ακούει από το διαμέρισμα που διαμένει μόνος του, αρχίζει συνειρμικά να θυμάται ήχους που άκουγε σε παλαιότερες εποχές. Με το παιχνίδι αυτό των συνειρμών ο συγγραφέας θα θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια και τη δύσκολη περίοδο της κατοχής. Τα σκυλιά που αναφέρονται στον τίτλο του διηγήματος είναι αυτά που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο δάσος του Σέιχ-σου και τα χρησιμοποιούσαν για να καταδιώκουν όσους τολμούσαν να παραβιάζουν την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Το διήγημα στρέφεται έμμεσα στις παρόμοιες τακτικές απαγόρευσης που ακολουθούσε η δικτατορία, μιας και την εποχή που γράφονται τα διηγήματα της συλλογής στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η χούντα των ταγματαρχών. 
  • Σέιχ - σοῦ (το νερό του Σεΐχη), δάσος ανάμεσα στους δήμους Θεσσαλονίκης, Ασβεστοχωρίου και Πανοράματος. Γνωστό επίσης και ως Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης.
  • Κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945) η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική – ιταλική και βουλγαρική κατοχή, από το 1941 μέχρι το 1944. Οι Γερμανοί ήλεγχαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Έβρο, την Κρήτη καθώς και τη Λήμνο, τη Λέσβο και τη Χίο. Οι Βούλγαροι τη Θράκη και ένα μέρος της Μακεδονίας, ενώ οι Ιταλοί όλοι την υπόλοιπη χώρα. Τον Ιούλιο του 1943 ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρας Εμμανουήλ καθαίρεσε τον Μουσολίνι και δύο μήνες μετά η Ιταλία συνθηκολόγησε με τους συμμάχους της Ελλάδας και απομάκρυνε το στρατό της από τα ελληνικά εδάφη. Τότε η Γερμανία αναγκάστηκε να διαθέσει στρατό για να ελέγξει τα μέρη που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί.
  • Όταν ο συγγραφέας έγγραφε αυτό το διήγημα έμενε ακόμα στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. Στις 21 Απριλίου 1967 οι συνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Νικόλαος Μακαρέζος καθώς και ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός κατέλαβαν δια της βίας την εξουσία της χώρας.
  • Το διήγημα γράφεται προτού τερματιστεί η χούντα στην Ελλάδα. Η χούντα κατέρρευσε στις 24 Ιουλίου 1974, λόγω της πίεσης που ασκήθηκε από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο που έγινε τέσσερις μέρες πριν στις 20 Ιουλίου 1974
  • Οι αναφορές για τους Γερμανούς είναι μια έμμεση διαμαρτυρία του συγγραφέα για τις μεθόδους που ακολουθούσαν οι δικτάτορες.
  • Ο Ιωάννου στην αρχή του διηγήματος μιλά για τους θορύβους που ακούει από το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί. Ο ήχος από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά τον ενοχλεί και συνειρμικά αρχίζει να θυμάται ήχους που άκουγε από το πατρικό του σπίτι όταν ήταν μικρός. Ένας από τους χαρακτηριστικούς ήχους ήταν αυτός των πετεινών, ο οποίος τον γυρνά πίσω στα χρόνια της κατοχής.
  • Η Σύβαρη στην αρχαιότητα ήταν ελληνική αποικία στη Νότια Ιταλία. Οι κάτοικοι της πόλης αυτής ήταν γνωστοί για την αγάπη τους στην πολυτέλεια, τη διασκέδαση και τη σπατάλη, γι’ αυτό και τους θεωρούσαν ιδιαίτερα μαλθακούς.
  • Την περίοδο της κατοχής οι Γερμανοί είχαν επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών από την ώρα που νύχτωνε μέχρι το πρωί, για να μπορούν έτσι να τους ελέγχουν καλύτερα. Οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι αν οι πολίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα τις νυχτερινές ώρες θα μπορούσαν να συναντιούνται κρυφά για να οργανώσουν την αντίστασή τους και θα μπορούσαν να καταφέρουν αιφνιδιαστικά χτυπήματα σε γερμανικούς στόχους.
  • Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ανάγκαζε τους πολίτες να παραμένουν στα σπίτια τους και στην πόλη δεν υπήρχε κίνηση και θόρυβοι. Επικρατούσε ησυχία και όλοι μπορούσαν να ακούσουν από τα σπίτια τους ακόμη και ήχους από μακρινές περιοχές της πόλης. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, φωνές, μετακινήσεις Γερμανών στρατιωτών ήταν από τους ήχους που ξεχώριζαν μέσα στην ησυχία της νύχτας. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι συμβαίνει τις νυχτερινές ώρες στην πόλη τους άκουγαν με προσοχή τους ήχους γύρω τους και είχαν μάθει ξεχωρίζουν τους διαφορετικούς ήχους και να καταλαβαίνουν αν αυτός που πλησιάζει στο σπίτι τους είναι φίλος ή εχθρός.
  • Χαφιές είναι αυτός που συνεργάζεται με τους εχθρούς και προδίδει τις κινήσεις και τα σχέδια αυτών που αγωνίζονταν υπέρ της πατρίδας. Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήταν κοινός εχθρός για όλους τους Έλληνες υπήρχαν και Έλληνες που δε δίστασαν να συνεργαστούν μαζί τους για να μπορέσουν να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη.
  • Νεαρά παιδιά, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας και παρά το γεγονός ότι αν τους έπιαναν οι Γερμανοί θα τους εκτελούσαν, έγραφαν κατά τη διάρκεια της νύχτας συνθήματα στους τοίχους συνθήματα υπέρ της ελευθερίας. Με την πράξη τους αυτή ήθελαν να τονώσουν το ηθικό των κατοίκων της πόλης και να περάσουν το μήνυμα ότι ο αγώνας για την ελευθερία συνεχιζόταν.
  • Ο Ιωάννου μετά τον ήχο από τους πετεινούς που λαλούσαν διαδοχικά σε διάφορες περιοχές της πόλης, θυμάται τον ήχο από τα άγρια σκυλιά που οι Γερμανοί κατακτητές είχαν συγκεντρώσει στο δάσος του Σέιχ - σοῦ, για να τα εκπαιδεύσουν να καταδιώκουν Έλληνες αντάρτες ή και πολίτες που δεν συμμορφώνονταν στους κανόνες των Γερμανών.
  • Ο ήχος από τους σκύλους ανησυχεί πολύ τον συγγραφέα ο οποίος συνειρμικά θυμάται εποχές που από το παράθυρό του άκουγε ήχους πιο ευχάριστους και αγαπημένους, όπως τα συνθηματικά σφυρίγματα που έκανε για εκείνον ο πατέρας του που ήταν μηχανοδηγός στο σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης.
  • Τα γαυγίσματα από τα σκυλιά δεν ήταν ο μόνος ήχος που συνόδευε τις βραδιές των Θεσσαλονικέων. Ο Ιωάννου θυμάται και τις βραδιές που έβγαιναν στα μπαλκόνια και τραγουδούσαν, για να περάσουν πιο ευχάριστα οι ώρες που αναγκαστικά έμεναν στα σπίτια τους.
  • Ο συγγραφέας στα χρόνια της κατοχής πήγαινε ακόμη στο σχολείο και μάλιστα ανήκε και στην οργάνωση που είχαν φτιάξει οι μαθητές για να παρακολουθούν τις κινήσεις των εχθρών. Για το λόγο αυτό ο Ιωάννου είχε επιλεγεί να πηγαίνει στο δάσος του Σέιχ - σοῦ για να μάθει περισσότερα πράγματα για τα σκυλιά που τόσο τρόμαζαν τους κατοίκους της πόλης.
  • Ο Απόστολος Παύλος κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή μεταξύ 49 και 52 μ.Χ. Στη Θεσσαλονίκη παρέμεινε μόνο για τρεις εβδομάδες, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Απόστολου Ιάσονα, αλλά αναγκάστηκε να φύγει λόγω των διωγμών κατά των Χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη μετάδοση του Χριστιανισμού στην Ελλάδα.
  • Τα παιδιά εκείνη την εποχή πήγαιναν στο δάσος όχι μόνο για να παρακολουθήσουν τα σκυλιά αλλά και για να δουν τα ζευγάρια που κατέφευγαν εκεί για να κάνουν έρωτα. Λόγω της γερμανικής κατοχής οι νόμοι περί προσβολής της δημοσίας αιδούς είχαν ατονήσει και τα ζευγάρια έβρισκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την ανοχή των αρχών. Ο συγγραφέας τονίζει ότι δεν τον ενδιέφερε να παρακολουθεί τις ερωτοδουλειές ξένων ανθρώπων και ότι τον απασχολούσαν μόνο οι δικές του δραστηριότητες.
  • Τα σκυλιά δεν παρέμειναν καθόλη της διάρκεια της κατοχής στην πόλη, καθώς οι Γερμανοί τα ανέβασαν στα βουνά για να καταδιώξουν τους αντάρτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πολλά ειρωνικά σχόλια από τους ντόπιους καθώς ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί είχαν υποτιμήσει την αγριότητα των Μακεδόνων ανταρτών.
  • Από τη στιγμή που έφυγαν τα σκυλιά, στην πόλη άρχισαν να επικρατούν και πάλι οι ήχοι που ακούγονταν και παλιότερα, ανάμεσα στους οποίους ο συγγραφέας αναφέρει και τα παγόνια. Η αναφορά στα παγόνια επαναφέρει το συγγραφέα στο σήμερα και η διήγησή του περνά στην παρούσα κατάσταση, δηλαδή στην περίοδο της δικτατορίας.
  • Τη δεκαετία του 1960 στο δάσος του Σέιχ - σοῦ κυκλοφορούσε ένας άντρας ο οποίος βίαζε και σκότωνε τις γυναίκες. Είχε γίνει γνωστός ως ο δράκος του Σέιχ - σοῦ και είχε προκαλέσει τρόμο στους κατοίκους της πόλης. Λόγω της παρουσίας αυτού του ανθρώπου η αστυνομία έκανε διαρκώς έρευνες στην περιοχή και οδηγούσε για ανάκριση όποιον νέο άντρα έβλεπε να κυκλοφορεί εκεί. Το 1968 οι αρχές συνέλαβαν και εκτέλεσαν έναν Θεσσαλονικιό για την ενοχή του οποίου όμως δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία.
  • Την περίοδο της δικτατορίας ο συγγραφέας επιχειρεί να ανέβει ξανά στο δάσος αλλά του το απαγορεύουν οι αστυνομικοί που εργάζονταν για το καθεστώς της δικτατορίας. Αυτή η απαγόρευση προκαλεί αγανάκτηση στο συγγραφέα και του θυμίζει εκ νέου την περίοδο που εκεί υπήρχαν τα σκυλιά των Γερμανών και συχνά οι κατακτητές εμπόδιζαν τους πολίτες να πάνε στο δάσος λέγοντάς τους Verboten (απαγορεύεται).
  • Τη δεύτερη φορά που επιχείρησε να πάει στο δάσος ήταν μαζί με έναν φίλο του Γερμανό, ο οποίος βρίσκει απαράδεκτη την απαγόρευση των αστυνομικών. Η αντίδραση αυτή του Γερμανού φίλου του προκαλεί αρνητική εντύπωση στον Ιωάννου καθώς μόλις πριν από τριάντα χρόνια οι Γερμανοί ήταν αυτοί που είχαν γεμίσει με απαγορεύσεις τη ζωή των ανθρώπων και είχαν σκοτώσει πολλούς Έλληνες. Παρόλα αυτά δικαιολογεί το φίλο του γιατί ήταν νέος και δεν γνώριζε για τη δράση των ομοεθνών του στα χρόνια της κατοχής. Άλλωστε η πλειοψηφία των Γερμανών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ένιωθε ντροπή για τον πόλεμο και προσπάθησε να ξεχάσει όλα όσα έκανε ο στρατός τους στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
  • Κλείνοντας το διήγημα ο Ιωάννου αφήνει υπονοούμενα για την παρούσα κατάσταση, για τη δικτατορία δηλαδή. Όταν γράφει αυτό το κείμενο δε γνωρίζει πότε θα λήξει η περίοδος της χούντας και σχολιάζει ότι “όλα είναι μουλωχτά και σκοτεινιασμένα.” Επειδή εκείνη την περίοδο υπήρχε λογοκρισία ο συγγραφέας δεν μπορούσε να εκφράσει ανοιχτά την αγανάκτησή του για το καθεστώς γι’ αυτό και μιλά για τη γερμανική κατοχή. Όπως οι Γερμανοί στην κατοχή είχαν στερήσει την ελευθερία των Ελλήνων, έτσι και οι δικτάτορες με παρόμοιες μεθόδους (απαγόρευση κυκλοφορίας, λογοκρισία και με χαφιέδες) είχαν στερήσει από τους πολίτες την ελευθερία τους. Πολλά από τα σχόλια για τη γερμανική κατοχή απευθύνονται στην πραγματικότητα για των καθεστώς της δικτατορίας και εκφράζουν έτσι έμμεσα την αγανάκτηση του συγγραφέα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...