Patricia Ariel
Διονύσης
Καψάλης [Σονέτο II]
Ακόμη μια φορά πρόκειται για τα φύλλα:
ο πρώτος στίχος σε παιδεύει μήνες τώρα,
το πρώτο κύτταρο, κι αναζητάς την ώρα
ν’ αρχίσει να διχάζεται∙ όπως στα κοίλα
κάτοπτρα που σκορπίζουνε το πρόσωπό σου
δηλώνονται τα πάθη σου κι ανασυνθέτεις
μέσ’ από δύσμορφες πτυχές (σαν
επισκέπτης
στα εγκαίνια του σύμπαντος) τον εαυτό
σου,
έτσι πληθαίνει μέσα σου ο πρώτος
στίχος,
πέφτουν οι λέξεις σαν τα φύλλα μες στο
χρόνο,
οι σκοτεινοί εταίροι προσπερνούν κι ο
ήχος
από τα βήματά τους πέφτει στη σιωπή
σου∙
το ραγισμένο κάτοπτρο δηλώνει μόνο
το πέρασμά τους, άνεμο του παραδείσου.
[Δεκατέσσερα Σονέτα]
Ο Διονύσης Καψάλης προσεγγίζει στο
σονέτο του αυτό την ιδιαιτέρως απαιτητική διαδικασία που οφείλει να ακολουθήσει
ο δημιουργός προκειμένου να φτάσει στην ολοκλήρωση της ποιητικής σύνθεσης. Μια
διαδικασία που τον αναγκάζει να αντικρίσει ακόμη και τις πιο σκοτεινές πτυχές
του εαυτού του, αφού το υλικό των ποιημάτων αντλείται απ’ τα βάθη της ίδιας της
ψυχής του ποιητή.
«Ακόμη μια φορά πρόκειται για τα φύλλα:
ο πρώτος στίχος σε παιδεύει μήνες τώρα,
το πρώτο κύτταρο, κι αναζητάς την ώρα
ν’ αρχίσει να διχάζεται∙»
Ο ποιητής αξιοποιεί τα φύλλα των
δέντρων ως το κεντρικό του σύμβολο για τις λέξεις που αποτελούν το δομικό
στοιχείο σύνθεσης των ποιημάτων. Η διαδικασία εύρεσης των κατάλληλων λέξεων,
τόσο με βάση την ηχητική τους αξία, όσο και με γνώμονα το νόημα που επιδιώκεται
να διατυπωθεί, παραλληλίζεται με το σταδιακό ωρίμασμα των φύλλων, μέχρι την
κρίσιμη εκείνη στιγμή που έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο ανάπτυξής τους, πέφτουν
από τα δέντρα και τίθενται στη διάθεση της φύσης. Με πολλή υπομονή ο ποιητής
οφείλει να περιμένει μέχρι τη στιγμή που οι λέξεις θα «πέσουν», ώριμες πια, και
θα τεθούν στη διάθεσή του, για να τις χρησιμοποιήσει στο ποίημά του. Για τα
φύλλα αυτά, λοιπόν, θα μας μιλήσει, για μια ακόμη φορά ο ποιητής, καθώς η
διαδικασία γένεσης ενός ποιήματος αποτελεί εύλογα καίριο ζήτημα προβληματισμού
για κάθε θεράποντα της ποιητικής τέχνης.
Με αυτοαναφορική προσέγγιση, που
εκφράζεται μέσω ενός νοητού διαλόγου με τον εαυτό του, ο ποιητής αναγνωρίζει
πως έχουν περάσει ήδη αρκετοί μήνες που τον βασανίζει ο πρώτο στίχος του υπό
δημιουργία ποιήματος. Ο πρώτος αυτός στίχος έχει, υπό μία έννοια, ανάλογη
λειτουργία με το πρώτο κύτταρο κάθε νέου οργανισμού, το οποίο μέσα από τις πολλαπλές
διαιρέσεις του οδηγεί σταδιακά στη δημιουργία της νέας ζωής. Ο ποιητής
περιμένει, έτσι, με αγωνία τη στιγμή που το πρώτο κύτταρο του ποιήματός του θ’
αρχίσει να διχάζεται, ώστε να προκύψουν από αυτό κι οι επόμενοι στίχοι, μέχρι
την πλήρη δημιουργία του ποιήματός του.
Ο παραλληλισμός της σύνθεσης ενός
ποιήματος με τη σταδιακή και χρονοβόρα διαδικασία δημιουργίας μιας νέας ζωής,
αποκαλύπτει με ενάργεια το πόσο απαιτητική είναι η γενετική αυτή πνευματική
διαδικασία. Σε αντίθεση με την εντύπωση που ίσως επικρατεί στους μη μυημένους
στην ποιητική τέχνη, η πραγματικότητα της ποιητικής γραφής είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Η αρχική ιδέα -ο πρώτος στίχος- δεν οδηγεί κατά τρόπο αυτόματο ή εύκολο στο
ξεδίπλωμα της νοηματικής αλληλουχίας που θα αποτελέσει -μόλις ολοκληρωθεί- το
ποίημα. Ο δημιουργός οφείλει να προχωρήσει σε μια εξουθενωτική εσωτερική
αναζήτηση προκειμένου να εντοπίσει και να αναγνωρίσει το αναγκαίο υλικό για την
πραγμάτωση της αρχικής του ιδέας. Η ποίηση δεν είναι μια στιγμιαία έμπνευση∙
είναι, πολύ περισσότερο, μια επώδυνη διαδικασία κατάδυσης στα σκοτεινότερα
σημεία της ψυχής του δημιουργού.
«όπως στα κοίλα
κάτοπτρα που σκορπίζουνε το πρόσωπό σου
δηλώνονται τα πάθη σου κι ανασυνθέτεις
μέσ’ από δύσμορφες πτυχές (σαν
επισκέπτης
στα εγκαίνια του σύμπαντος) τον εαυτό
σου,
έτσι πληθαίνει μέσα σου ο πρώτος στίχος»
Ο πρώτος στίχος δεν πληθαίνει χωρίς
τίμημα για τον ποιητή, αφού τον αναγκάζει να αναμετρηθεί ακόμη και με τις πλέον
δυσάρεστες ή επώδυνες πτυχές του εαυτού του για να βρει μέσα του τα βιώματα
εκείνα ή τις ψυχικές παραδοχές που θα αποτελέσουν το συναισθηματικό ή νοηματικό
υλικό δόμησης του ποιήματος. Ο ποιητής οφείλει να αναμετρηθεί με την ίδια του
την ψυχή∙ οφείλει να αντικρίσει το ίδιο του το πρόσωπο πολλαπλώς διχασμένο και
παραμορφωμένο, όπως γίνεται όταν καθρεφτίζεται κάποιος στα κοίλα κάτοπτρα που
διασκορπίζουν την εικόνα του σε πολλά μερικότερα κομμάτια και την παραποιούν, καθιστώντας
την μη αναγνωρίσιμη.
Με την αποστασιοποίηση που θα διέκρινε
έναν τυχαίο επισκέπτη στα εγκαίνια του σύμπαντος -στην αρχική στιγμή, δηλαδή,
της δημιουργίας- ο ποιητής θα πρέπει να σταθεί απέναντι στις ψηφίδες που
αποτελούν την ίδια του την υπόσταση και θα πρέπει με ψυχραιμία να προχωρήσει
στην ανασύνθεση του εαυτού του. Οφείλει να έρθει αντιμέτωπος με τις ψηφίδες που
αποτυπώνουν τα πάθη, τις προσδοκίες, τις αρετές, μα και τα σκοτεινότερα
ελαττώματά του, και δίχως να παρασύρεται από τη διάθεση να αναγνωρίσει
ελαφρυντικά στον εαυτό του ή από τη διάθεση να παραγνωρίσει τις δύσμορφες
πτυχές της προσωπικότητάς του, θα πρέπει να χτίσει μια νέα νοηματική
αλληλουχία.
Θα πρέπει να χτίσει κομμάτι κομμάτι το
ποίημά του, αντλώντας υλικό τόσο από τις καλές πτυχές του εαυτού του, όσο κι
από τις πτυχές εκείνες που θα προτιμούσε να μην τις έχει δει και να μην έχει
παραδεχτεί την ύπαρξή τους. Μια διαδικασία οδυνηρών παραδοχών, που διασφαλίζει
όμως την αλήθεια του ποιήματος και του προσδίδει την αναγκαία απήχηση μιας
πραγματικής εικόνας ζωής, που όσο κι αν πληγώνει τον ίδιο τον δημιουργό, είναι
η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την τελική αντοχή του στο χρόνο.
«πέφτουν οι λέξεις σαν τα φύλλα μες στο
χρόνο,
οι σκοτεινοί εταίροι προσπερνούν κι ο
ήχος
από τα βήματά τους πέφτει στη σιωπή
σου∙
το ραγισμένο κάτοπτρο δηλώνει μόνο
το πέρασμά τους, άνεμο του παραδείσου.»
Η ολοκλήρωση αυτής της εσωτερικής
διαδικασίας αποδόμησης και ανασύνθεσης του «εαυτού», οδηγεί στην εύρεση των
ζητούμενων λέξεων, οι οποίες πέφτουν πια, όπως πέφτουν τα φύλλα με το πέρασμα
του χρόνου. Ο ποιητής αποκτά το υλικό που εναγωνίως αναζήτησε κι οι σκοτεινοί
εταίροι του, οι αφανείς πτυχές της υπόστασής του, που για μια στιγμή και με
μεγάλο κόπο ήρθαν στην επιφάνεια, τον προσπερνούν. Η επαφή του ποιητή με τις
πλέον συγκαλυμμένες πλευρές του εαυτού του είναι παροδική και, μάλιστα, κάποτε
επιτυγχάνεται σ’ ένα σχεδόν ασυνείδητο επίπεδο. Το πέρασμα, έτσι, των σκοτεινών
αυτών εταίρων γίνεται σχεδόν αθόρυβα, αφού η σιωπή του ποιητή -η αδυναμία του
να μιλήσει γι’ αυτούς συνειδητά και με πλήρη επίγνωση- απορροφά τον ήχο από τα
βήματά τους.
Ό,τι απομένει να προδίδει το πέρασμά
τους και να μαρτυρεί την αναμέτρηση του ποιητή με τις σκοτεινές αυτές πλευρές
της ψυχής του είναι το ραγισμένο κάτοπτρο του εαυτού του. Ο ποιητής δεν βγαίνει
αλώβητος απ’ αυτή τη διαδικασία∙ μπορεί πλέον να αντιληφθεί τις ραγισματιές
στην προηγουμένως άρτια εικόνα του. Τώρα μπορεί να αντιληφθεί τις ασυνέχειες
στο «αφήγημα» που αποτελεί την προσωπική του ιστορία∙ τώρα γνωρίζει πως
υπάρχουν σημεία αποσιωπημένα, γεγονότα σπρωγμένα στη λήθη, συναισθήματα
καταπιεσμένα και σκέψεις που αν φανερώνονταν θα τον εξέθεταν. Τώρα γνωρίζει
πολύ καλύτερα τον εαυτό του, έστω κι αν στην πορεία αναγκάστηκε ν’ αντικρίσει
και να αποδεχτεί στοιχεία που θα ήθελε να μην αποτελούν γνωρίσματα της δικής
του υπόστασης. Κι είναι ακριβώς αυτή η λυτρωτική γνώση του εαυτού που καθιστά
την εσωτερική αναμέτρηση με τα σκοτεινότερα σημεία της προσωπικής του
ταυτότητας μια ευεργετική πνοή του παραδείσου.
Η διαδικασία δημιουργίας του ποιήματος
είναι παράλληλα και μια οδυνηρή καταβύθιση στα μύχια της ψυχής του ποιητή∙ μια
καταβύθιση που τον φέρνει αντιμέτωπο με ανεπούλωτες πληγές των πρώτων ήδη
στιγμών της ζωής του, με μνήμες που έχουν απωθηθεί για τη δική του προφύλαξη,
καθώς και με σκοτεινές επιθυμίες και ανάγκες, στις οποίες σπάνια έχει πρόσβαση
το ίδιο το άτομο, αφού πρόκειται για ροπές του εαυτού ικανές να οδηγήσουν σε
πλήρη ανατροπή των ισορροπιών εκείνων που καθιστούν εφικτή τη λειτουργική και
«φυσιολογική» ύπαρξη του ατόμου. Μια επώδυνη καταβύθιση που προσφέρει, ως
σωτήρια ανταμοιβή για την αντοχή του δημιουργού να αντικρίσει το άσχημο πρόσωπο
του εαυτού του, ένα βαθύτατο αίσθημα κάθαρσης.