Άγγελος Σικελιανός «Γιατί βαθιά μου δόξασα»
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα*,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…
μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
να που, ό,τι στάθη εφήμερο*, σα σύγνεφο αναλιώνει*,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…»
Ο ποιητής δεν χρειάζεται να αναζητήσει σε κάποιον εξωγενή παράγοντα τη χαρά, αφού η επαφή του με τη φύση και η αρμονική σχέση μαζί της του προσφέρει όσα έχει ανάγκη. Τον κινητοποιεί, τον αναζωογονεί και του χαρίζει μια αστείρευτη πηγή ευδαιμονίας.
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…»
Ο ποιητής δεν απογοητεύεται αν συμβεί ή δεν συμβεί κάτι, ούτε επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες, εφόσον έχει κατορθώσει να αναγνωρίζει πως κάθε στιγμή της ζωής του έχει την ιδιαίτερη αξία της. Απολαμβάνει, άρα, ο ποιητής κάθε ώρα και κάθε λεπτό της ζωής του, χωρίς να αναλώνεται σε περιττές σκέψεις για το πότε θα συμβεί κάτι άλλο που επιθυμεί.
μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…
Χάρη, λοιπόν, στην αδιαπραγμάτευτη εμπιστοσύνη του στη φύση ο ποιητής μπόρεσε να ξεπεράσει τον φόβο του τόσο απέναντι στα εφήμερα γεγονότα όσο και απέναντι στον μόνιμο και επίφοβο θάνατο. Κατ’ αυτό τον τρόπο κάθε γεγονός που είναι από τη φύση του προσωρινό, διαλύεται σαν σύννεφο, χωρίς να προκαλεί αναστάτωση ή ανησυχία στον ποιητή. Πολύ περισσότερο, όμως, χάρη στην απόλυτη εμπιστοσύνη του στη σοφία της φύσης ο ποιητής αποκόμισε ένα ουσιωδέστερο όφελος, εφόσον κατανόησε πως ακόμη και ο «μέγας Θάνατος» επιτελεί ένα αναγκαίο και επωφελές για τη φύση και για τους ανθρώπους έργο. Κατόρθωσε, έτσι, ο ποιητής να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον θεωρεί πλέον αδερφό∙ να τον αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ως μια οικεία, φιλική και σύμφυτη κατάσταση, η οποία ως γέννημα της φύσης είναι αγαθή και εξυπηρετεί τους ανθρώπους, έστω κι αν οι ίδιοι δεν κατανοούν πώς.