Mark Ashkenazi
Κωνσταντίνος Καβάφης «Hunc deorum
templis»
Γερόντισσα τυφλή, ήσουν κρυφή εθνική;
ή ήσουν χριστιανή; Τον λόγον σου
που βγήκε αληθινός – που αυτός που
εισήρχετο
επευφημούμενος στην Βιέννη, ο ένδοξος
Καίσαρ Ιουλιανός ήταν προωρισμένος
να υπηρετήσει τα τεμένη των (ψευτών)
θεών –
τον λόγον σου που βγήκε αληθινός,
γερόντισσα τυφλή, τον είπες με οδύνην
ως θέλω να το υποθέτω ή, φαύλη! με
χαράν;
Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα,
1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος
Στο ερώτημα γιατί ο Κωνσταντίνος
Καβάφης αφιερώνει αρκετά ποιήματά του στον Ιουλιανό, η απάντηση θα μπορούσε να
είναι διότι εκτιμά την αφοσίωσή του στην αρχαία θρησκεία και στο πνεύμα
ελευθερίας του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ο ίδιος ο Καβάφης, άλλωστε, θεωρεί
ασφυκτικό το ηθικό πλαίσιο του χριστιανισμού και τείνει να προτιμά τις ελευθερίες
που παρείχε η αρχαιοελληνική σκέψη στους ανθρώπους. Στα ποιήματά του εντούτοις,
αντί να υποστηρίζει τον Ιουλιανό, υιοθετεί πάντοτε την οπτική των χριστιανών
και στρέφεται κατά του αυτοκράτορα, που τόσο όψιμα επιχείρησε να επαναφέρει την
ειδωλολατρική θρησκεία. Μια επιλογή που φαινομενικά μοιάζει παράδοξη, αφού επί της
ουσίας οι απόψεις του Ιουλιανού δεν έβρισκαν αντίθετο τον ποιητή.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, εκείνο που
υπερισχύει στη σκέψη του Καβάφη είναι ο πολιτικός ρεαλισμός. Όσο κι αν ο
ποιητής θαυμάζει το δυναμισμό του Ιουλιανού, όσο κι αν συμφωνεί με κάποιες από τις
απόψεις του, δεν παύει να αντιλαμβάνεται το ανεφάρμοστο των επιδιώξεων του
αυτοκράτορα. Η εξάπλωση του χριστιανισμού είχε ήδη προχωρήσει σημαντικά στα
χρόνια του Ιουλιανού κι η εδραίωσή του ήταν πλέον αναπόφευκτη. Κάθε προσπάθεια,
επομένως, να ανατραπεί η κατάσταση και να επανέλθει η παλιά θρησκεία ήταν
καταδικασμένη εκ των πραγμάτων σε αποτυχία.
Ό,τι στηλιτεύει, άρα, στο πρόσωπο και
στη δράση του Ιουλιανού ο Καβάφης είναι η αδυναμία των ανθρώπων να αποδεχτούν
την εξέλιξη των πραγμάτων και τις αλλαγές που επέρχονται με το πέρασμα του χρόνου σε κάθε κοινωνία. Η απόφαση του Ιουλιανού να συγκρουστεί με τον χριστιανισμό
και να προσπαθήσει να επαναφέρει μια θρησκεία που ήδη θεωρούταν από πολλούς
παρωχημένη, είναι δηλωτική μιας προβληματικής προσήλωσης στο παρελθόν. Ο Ιουλιανός
είναι ο εν δυνάμει επικίνδυνος νοσταλγός μιας εποχής που έχει πια παρέλθει.
Προσέχουμε, βέβαια, πως η υιοθέτηση της
οπτικής των χριστιανών κι η ειρωνική αντιμετώπιση του Ιουλιανού, δε σημαίνει
πως ο ποιητής ταυτίζεται με τους χριστιανούς. Το ύφος ομιλίας που χρησιμοποιεί
το ποιητικό υποκείμενο (φαύλη!) υποδηλώνει διάθεση μισαλλοδοξίας και υπενθυμίζει
το γεγονός πως οι χριστιανοί αν και ασπάζονται μια θρησκεία στη βάση της οποίας
υπάρχουν η αγάπη, η αποδοχή, η ηθικότητα κι η ανεκτικότητα, την υποστηρίζουν με
τον ίδιο δογματισμό που οι άνθρωποι υποστηρίζουν κάθε πιστεύω τους. Ο χριστιανισμός
επιχειρεί να ηθικοποιήσει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, αδυνατεί, ωστόσο, να
αλλάξει την ανθρώπινη φύση. Η ηπιότητα κι η αγαθότητα που θα περίμενε κανείς να
χαρακτηρίζει το ύφος και τη διάθεση των πιστών της νέας θρησκείας, υπάρχει μόνο
στα διδάγματα της πίστης τους, δεν υπάρχει εντούτοις στη συμπεριφορά τους.
Η Renata Lavagnini σημειώνει
για το ποίημα αυτό: «Στις 6
του Νοέμβρη 355 μ.Χ., στο Μεδιόλανο, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος απένειμε στον
Ιουλιανό τον τίτλο του Καίσαρα. Ένα μήνα αργότερα, ο Ιουλιανός έφυγε για τη
Γαλλία, με σκοπό να εξασφαλίσει τη χώρα από τις συνεχείς επιδρομές των
Γερμανών. Στη Βιέννη, μια πλούσια πόλη στις όχθες του Ροδανού, οι κάτοικοι τον
υποδέχτηκαν θριαμβευτικά. Η πόλη ήταν τελείως εκχριστιανισμένη, αλλά, παρατηρεί
ο Allard (III, σ. 392-5), πρέπει να υπήρχαν εκεί
ακόμη ομάδες νοσταλγών της αρχαίας θρησκείας. Πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο
που αναφέρει ο λατίνος ιστοριογράφος Αμμιανός: ακούγοντας το θόρυβο και τις επευφημίες,
μια γριά τυφλή ρώτησε ποιος ήτανε αυτός που έμπαινε στην πόλη, και όταν της απάντησαν
ότι ήταν ο Καίσαρ Ιουλιανός, η γριά φώναξε ότι αυτός θα αναστύλωνε τους ναούς
των θεών (Tunc anus quaedam orba lumine, cum percotando quisnam esset ingressus, Iulianum Caesarem comperat, exclamavit hunc deorum templa teparaturum, Amm. Marc. XV, 8.22. Ο Allard παραθέτει
το κείμενο στη σ. 397, σημ. 1). Ο Allard
διερωτάται αν επρόκειτο τότε για απλή
σύμπτωση ή αν, αντίθετα, οι φήμες για τα πραγματικά θρησκευτικά αισθήματα του
Ιουλιανού -που ως τότε είχε ζήσει στη Μικρά Ασία- είχαν φτάσει μέχρι τους εθνικούς
της Γαλλίας. Η λεπτομερειακή αφήγηση του Allard (III, σ. 391-7), που χρησιμοποιεί ως κύρια
ιστορική πηγή τον Αμμιανό, έπαιξε βασικό ρόλο στη σύνθεση του Καβάφη, που συμμερίζεται
την ιστορική ανάλυση του Γάλλου λόγιου και τον ακολουθεί κάποτε λεκτικά (πρβ.
τη διόρθωση στο στ. 4 «επευφημούμενος» με την περιγραφή της θριαμβευτικής
εισόδου του Ιουλιανού, ό.π, σ. 395-6. Μια ανακρίβεια όμως στην απόδοση: «να
υπηρετήσει» για τη λατινική λέξη reparaturum
= «qui restaurera» κατά τη μετάφραση του Allard), βάζοντας στο στόμα ενός φανταστικού
και ευσεβούς εκπροσώπου της χριστιανικής παράταξης το αποδοκιμαστικό σχόλιο για
τα αμφίβολα αισθήματα της γριάς. Ο τίτλος παραπέμπει απευθείας στη λατινική
πηγή, αλλά την αποδίδει λανθασμένα (templis
αντί templa).»
Γερόντισσα τυφλή, ήσουν κρυφή εθνική;
ή ήσουν χριστιανή;
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει τα
λόγια του στην τυφλή γερόντισσα, προσδίδοντας θεατρικότητα στο ποίημα, καθώς
δημιουργεί την εντύπωση ενός διαλόγου. Το ερώτημα που της τίθεται για το αν
ήταν χριστιανή ή κρυφή εθνική φανερώνει την πλήρη κυριαρχία του χριστιανισμού,
εφόσον οι ειδωλολάτρες εξαναγκάζονται πλέον να κρατούν κρυφές τις θρησκευτικές τους
πεποιθήσεις. Ενώ το γεγονός πως η γερόντισσα ήταν τυφλή επιτρέπει την εικασία
πως ο λόγος της δεν ήταν προϊόν πρότερης ενημέρωσης για τις θρησκευτικές αντιλήψεις
του Ιουλιανού, αλλά μια προφητεία από μια γυναίκα που έχει αυξημένη ικανότητα
διαίσθησης.
Τον λόγον σου
που βγήκε αληθινός – που αυτός που
εισήρχετο
επευφημούμενος στην Βιέννη, ο ένδοξος
Καίσαρ Ιουλιανός ήταν προωρισμένος
να υπηρετήσει τα τεμένη των (ψευτών)
θεών –
Ο λόγος της γερόντισσας ότι αυτός που
έμπαινε επευφημούμενος στη Βιέννη, ο ένδοξος για τις στρατιωτικές του επιτυχίες
Καίσαρας Ιουλιανός, ήταν προορισμένος να αναστυλώσει τα τεμένη των θεών
επαληθεύτηκε αργότερα, αφού ο Ιουλιανός κατέβαλε πράγματι κάθε πιθανή
προσπάθεια για να επαναφέρει την ειδωλολατρική θρησκεία. Το επίθετο «ψευτών»
που τοποθετείται σε παρένθεση καθιστά εμφανή τη θρησκευτική τοποθέτηση του ποιητικού
υποκειμένου, που σπεύδει να τονίσει πως οι θεοί αυτοί, τους οποίους θέλησε να
υπηρετήσει ο Ιουλιανός, δεν ήταν αληθινοί.
Ο χριστιανός συνομιλητής της γερόντισσας,
πάντως, δεν προβληματίζεται για το πώς ήξερε εκείνη τι επρόκειτο να κάνει ο
Ιουλιανός -αν ήταν κάτι που το προφήτεψε ή αν το είχε πληροφορηθεί από άλλους εθνικούς
που γνώριζαν τις πραγματικές απόψεις του Ιουλιανού. Εκείνο που τον απασχολεί
είναι το πώς ένιωθε η γερόντισσα γι’ αυτό που είπε.
τον λόγον σου που βγήκε αληθινός,
γερόντισσα τυφλή, τον είπες με οδύνην
ως θέλω να το υποθέτω ή, φαύλη! με
χαράν;
Το ότι ο λόγος της βγήκε αληθινός, όπως
κι η προσφώνηση (γερόντισσα τυφλή) επαναλαμβάνονται προκειμένου να δοθεί έμφαση
τόσο στο απρόσμενο αυτής της ακριβούς πρόβλεψης όσο και στο ότι προήλθε από μια
τυφλή ηλικιωμένη γυναίκα.
Εκείνο, ωστόσο, που απασχολεί κυρίως
τον χριστιανό συνομιλητή είναι αν γερόντισσα είπε αυτά τα λόγια με πόνο ή με
χαρά. Αν τα είπε με πόνο, όπως θέλει να υποθέτει το ποιητικό υποκείμενο, τότε
εξέφρασε με τα λόγια της την αγωνία πολλών χριστιανών κι είναι γι’ αυτό η στάση
της αποδεκτή και αξιέπαινη. Αν, όμως, τα είπε αυτά με χαρά, τότε πρόκειται για
μια «φαύλη», για μια ανήθικη γυναίκα, που είχε το θράσος να χαίρεται για τα δεινά
που επρόκειτο να προκαλέσει στους χριστιανούς ο μελλοντικός αυτοκράτορας.
Ο χριστιανός συνομιλητής της γερόντισσας
είναι διατεθειμένος να την αποδεχτεί και να την εκτιμήσει μόνο αν βεβαιωθεί πως
έχει τις ίδιες αντιλήψεις μ’ εκείνον, διαφορετικά την απορρίπτει και δε
διστάζει να τη χαρακτηρίσει ανήθικη, εφόσον εξαιτίας των απόψεών της δεν αξίζει
τον σεβασμό του. Προφανής εδώ η υποκριτική στάση των χριστιανών, οι οποίοι διακηρύττουν
μεν τον αλληλοσεβασμό και την κατανόηση, αρνούνται, ωστόσο, να εφαρμόσουν τα κηρύγματα
αυτά στην καθημερινότητά τους.