David Kiene
Γιώργος
Σεφέρης «Πρωί»
Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσέ το
άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί που ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουν λοξά σαν τα κοχύλια,
τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του
τυμπάνου
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος,
έτσι.
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και
την ισημερία
του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά εδώ είναι ο
κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα
κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός
βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του
παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το
φως.
Το αίσθημα της θλίψης, η βαθιά
απροθυμία του ατόμου να αντιμετωπίσει τη νέα ημέρα που μόλις ξεκινά, η ψυχική
εξουθένωση κι η συντριπτική εκείνη επίδραση της κατάθλιψης που καθιστά
ανυπόφορη τη σκέψη ακόμη και της πιο ασήμαντης ενέργειας, αποτελούν τις
θεματικές του συγκεκριμένου ποιήματος.
Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσέ το
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει το
λόγο στον ίδιο του τον εαυτό και του ζητά επιτακτικά να απλώσει το μαύρο πανί
που θα καλύψει όλο του τον ορίζοντα και καθετί άλλο γύρω του, έχοντας όμως τα
μάτια του ανοιχτά. Το μαύρο πανί που καλείται ο ίδιος να το ξεδιπλώσει πλατιά
και να το τεντώσει δεν αποτελεί δημιούργημα της νύχτας ή του ύπνου, αποτελεί
μια ψυχική εκδήλωση που φανερώνεται μέσα στο φως της ημέρας. Την ώρα ακριβώς
που όλα φωτίζονται, η προοπτική της νέας ημέρας μοιάζει τόσο ανυπόφορη στο
άτομο, τόσο επώδυνα εξουθενωτική, ώστε αισθάνεται την ανάγκη να καλύψει τα
πάντα μ’ ένα μαύρο πανί∙ να τα συσκοτίσει, και αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον
ερχομό της ημέρας, να εκφράσει, έστω, το πώς ο ίδιος αντικρίζει τα πράγματα
γύρω του.
άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί που ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουν λοξά σαν τα κοχύλια
Το κάλεσμα του ποιητικού υποκειμένου
στον εαυτό του αποτελεί μια εναργή απόδοση του πώς βιώνει ένα άτομο τα
συναισθήματα κατάθλιψης, αφού ό,τι προβάλλεται εδώ κυρίως είναι η διαπίστωση
πως το «μαύρο πανί» που ξεδιπλώνεται και καλύπτει τον γύρω κόσμο εμφανίζεται
κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα αρνητικά συναισθήματα του ατόμου, τα οποία
διαστρεβλώνουν επί της ουσίας την πραγματικότητα και του δημιουργούν την
αίσθηση πως όλα είναι δύσκολα, μάταια και ανυπόφορα∙ πώς όλα είναι μαύρα και
ανούσια, κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από την πρώτη στιγμή που ανοίγει κανείς
τα μάτια του το πρωί. Την ώρα ακριβώς που οι άλλοι άνθρωποι αντικρίζουν την
ομορφιά της νέας ημέρας και το φως που αναδεικνύει το κάλλος του φυσικού
περιβάλλοντος, το ποιητικό υποκείμενο που βρίσκεται δέσμιο των καταθλιπτικών
του συναισθημάτων δεν είναι σε θέση να αντικρίσει τίποτε το όμορφο. Για το
καταθλιπτικό άτομο δεν υπάρχει η γεμάτη υποσχέσεις νέα ημέρα, υπάρχει μόνο η
αίσθηση ενός διαρκούς παρατεταμένου ψυχικού τραύματος.
Ο ποιητής, λοιπόν, ζητά από τον εαυτό
του ν’ ανοίξει καλά τα μάτια του και να τα στυλώσει στο θέαμα της νέας ημέρας∙
να προσηλωθεί σε αυτό που βλέπει και να συνειδητοποιήσει, έτσι, πληρέστερα αυτό
που κατά βάθος ήδη ξέρει, ότι το ξεκίνημα της νέας ημέρας δεν αποτελεί πια για
εκείνον πηγή χαράς ή έστω αισιοδοξίας, αφού για εκείνον με το που αρχίζει η νέα
ημέρα, ξεκινά να ξεδιπλώνεται και το μαύρο πανί του εσωτερικού του δαίμονα που
τα σκεπάζει όλα.
Τώρα ξέρει πως το σκοτάδι -η μαυρίλα- που
καλύπτει όλο του τον ορίζοντα δεν είναι απόρροια του ύπνου, μήτε προκύπτει όπως
όταν κάποιος κλείνει τα μάτια του μέσα στο νερό, ούτε είναι εκείνο το
σκοτείνιασμα που έρχεται όταν από τη νύστα πέφτουν ρυτιδωμένα τα βλέφαρα και
βουλιάζουν λοξά πάνω στα μάτια σαν κοχύλια.
τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του
τυμπάνου
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος,
έτσι.
Τώρα ξέρει πως το μαύρο αυτό πανί -το μαύρο δέρμα του τυμπάνου-, που σκεπάζει ολόκληρο
τον ορίζοντά του, δεν είναι απόρροια της νύχτας∙ είναι γέννημα του ίδιου του τού
εαυτού, τη στιγμή κιόλας που ξυπνά ξεκούραστος. Είναι γέννημα μιας εσωτερικής
διάθεσης που δεν του επιτρέπει να αντικρίσει κανένα ίχνος ομορφιάς ή ελπίδας∙
μιας εσωτερικής διάθεσης που τον οδηγεί στην ψυχική εξουθένωση και δεν του
αφήνει μήτε το ελάχιστο ίχνος θέλησης να κάνει το οτιδήποτε. Το μαύρο πανί
είναι απόρροια της κατάθλιψης που συντρίβει το άτομο και το καθηλώνει σε μια
εξαναγκαστική αδράνεια, αφού όπου κι αν κοιτάξει γύρω του, το μόνο που βλέπει
είναι το απόλυτο μαύρο μιας ψυχής που όχι μόνο δεν μπορεί πια να χαρεί, μα που
δεν είναι καν σε θέση να είναι στοιχειωδώς λειτουργική. Όλα γύρω είναι πηγές
πόνου και ενόχλησης∙ όλα είναι σκοτεινά και θλιβερά.
Το πρωινό ξύπνημα, κάθε νέο πρωινό
ξύπνημα, είναι ένα ακόμη τραύμα, αφού φέρνει το άτομο αντιμέτωπο με μια
πραγματικότητα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί∙ μια
πραγματικότητα που του είναι ξένη και δυσάρεστη.
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και
την ισημερία
του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά εδώ είναι ο
κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα
κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός
βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του
παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το
φως.
Το άτομο θα ήθελε, φυσικά, όσο τίποτε
άλλο να μπορέσει και πάλι να νιώσει τη ζωογόνο εκείνη δύναμη της χαράς και της αισιοδοξίας
που καθιστούν εφικτή την πραγματική βίωση της ζωής και απομακρύνουν τον άνθρωπο
από το τέλμα και την οδύνη των αρνητικών σκέψεων. Θα ήθελε η πραγματικότητα που
βιώνει να είναι εντελώς διαφορετική, να είναι γεμάτη αγνή ευδαιμονία∙ και την
εναλλακτική αυτή πραγματικότητα την τοποθετεί σε περίοδο καλοκαιριού, ανάμεσα
στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου.
Η ελπίδα του, βέβαια, δεν είναι απλώς
να βρεθεί σ’ ένα ειδυλλιακό μέρος, αλλά να μπορεί και να το εκτιμήσει με όλη τη
δύναμη της ψυχής του, σπάζοντας τα δεσμά της κατάθλιψης που του έχουν στερήσει τις
πιο βασικές, μα και τις πιο καίριες ομορφιές της ζωής. Ένας χώρος όπου θα είχε
τρεχάμενα νερά κι έναν κήπο με τις μέλισσες να βουίζουν στα κλωνάρια των
δέντρων και να κουδουνίζουν μελωδικά στ’ αυτιά ενός βρέφους, και πάνω απ’ όλα
έναν ήλιο, αλλά και πουλιά παραδείσια∙ και πάλι όμως το αίτημα για τον ήλιο,
έναν ήλιο που να είναι πιο μεγάλος κι από το φως, ικανός να διώξει όλα τα σκοτάδια
της ψυχής του και να του προσφέρει το δώρο της ανόθευτης απόλαυσης της ζωής.
Μια πραγματικότητα, εντούτοις, που
υπάρχει μόνο ως προσδοκία κι ως ελπίδα διαφυγής από τον επώδυνο κόσμο της κατάθλιψης
που είναι πλέον ο μόνος που γνωρίζει το ποιητικό υποκείμενο.