Markus Auerbach
Νικηφόρος Βρεττάκος «Η μητέρα μου στην εκκλησία»
Άλλαξε
τη μπόλια* της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν
ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.
*
(η) μπόλια: γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι
Σε
αυτό το απόσπασμα από την τρυφερή ποιητική σύνθεση για τη μητέρα του, ο
Νικηφόρος Βρεττάκος αναδεικνύει την ψυχική αγνότητά της, την αγάπη της για το
καθετί, την εγγενή αίσθησή της πως κάθε στοιχείο της φύσης αποτελεί πηγή
φροντίδας και αγάπης για τους ανθρώπους, καθώς και τον καθαγιασμό του
περιβάλλοντος χώρου της με μόνη την παρουσία της. Ο ποιητής παρουσιάζει με τον
δικό του ιδιαίτερο τρόπο την αξία της μητέρας, τον θαυμασμό που τρέφουν για
εκείνη τα παιδιά της και τις εξαίρετες ιδιότητες που της αποδίδουν.
«Άλλαξε
τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.»
Η
μητέρα αλλάζει το μαντίλι της και φορά τα κυριακάτικα ρούχα της για να πάει
στην εκκλησία, ακολουθώντας μια προγονική της συνήθεια, αλλά και την εσωτερική
της ανάγκη να τιμήσει την αγαθοεργή παρουσία του Θεού. Με το άλλαγμα των ρούχων
φανερώνει την επιθυμία της να παραστεί στον οίκο του Θεού φροντισμένη και
καθαρή, για να δηλώσει έτσι πως αναγνωρίζει την ιερότητα του χώρου και την
ιδιαιτερότητα της Κυριακής στον καθημερινό βίο των πιστών.
«Καθαρή
σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές.»
Η
μητέρα μοιάζει στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου απόλυτα καθαρή και αγνή τόσο
ως προς την εξωτερική της εμφάνιση όσο και ως προς τον εσωτερικό ψυχικό και
συναισθηματικό της κόσμο, όπως αυτό τονίζεται με τη χρήση μιας παρομοίωσης
(«καθαρή σαν αστέρι»). Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι η μητέρα φορά μαύρα ρούχα,
διότι πενθεί κάποια απώλεια -πιθανώς του συζύγου της ή κάποιου άλλου συγγενικού
της προσώπου- δεν παύει να αναγνωρίζει την αγάπη παντού γύρω της. Κατεβαίνει τα
πέτρινα σκαλοπάτια κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη την ζωοδόχο ευγένεια του
προσωποποιημένου ήλιου, καθώς και τα λευκά άνθη που κοσμούν της πορτοκαλιές. Τα
μαύρα της ρούχα έρχονται σε αντίθεση με τις «άσπρες πορτοκαλιές», ώστε να
τονιστεί πως παρά τον ψυχικό της πόνο η μητέρα συνεχίζει να εκτιμά την προσφορά
της φύσης και να κατανοεί την απροσμέτρητη αξία της.
«Δεν
ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.»
Ο
ποιητής, με την επανάληψη της φράσης «δεν ξέρει η μητέρα μου», τονίζει το
γεγονός πως η μητέρα του δεν έχει ειδικές ή επιστημονικές γνώσεις για την
πραγματική φύση του ήλιου, χωρίς αυτό όμως να την εμποδίζει από το να έχει
επίγνωση της μεγάλης του αξίας. Η μητέρα κατανοεί την ύπαρξη του ήλιου ως μια
ανεξάντλητη πηγή αγάπης που αναδύεται στον ουρανό, για να προσφέρει φως και ζωή
στους ανθρώπους και στο φυσικό περιβάλλον. Έτσι, έστω κι αν η μητέρα του
ποιητικού υποκειμένου δεν έχει τις γνώσεις εκείνες που θα αποκτούσε αν είχε
φοιτήσει στο σχολείο, κατορθώνει ενστικτωδώς να αναγνωρίσει την εξέχουσα
σημασία του ήλιου για τη ζωή στη γη, γι’ αυτό και θέλει να τον φαντάζεται ως
προσωποποίηση της αγάπης.
«Δεν
ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.»
Το
ρήμα «δεν ξέρει» επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στο πλαίσιο του ποιήματος, καθώς
είναι σημαντικό για τον ποιητή, που ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, να επισημάνει
πως παρά την έλλειψη επιστημονικών γνώσεων η μητέρα του κατείχε μια
ουσιαστικότερη μορφή γνώσης, η οποία της επέτρεπε να πράττει και να
αντιλαμβάνεται καθετί με σοφία. Η μητέρα ακολουθεί το ένστικτό της, τις
παραδόσεις και την εσωτερική της φύση που την καθοδηγούν σε όλα σωστά. Μπορεί
να μην ξέρει πότε είναι Σάββατο ή πότε είναι Δευτέρα, καθώς δεν έχει το άγχος
των ανθρώπων της πόλης, των επιχειρήσεων ή της μισθωτής εργασίας, αλλά παρ’ όλα
αυτά «γνωρίζει» πολύ καλά τις μέρες, αφού καθεμία τους έχει τον ιδιαίτερο
χαρακτήρα της. Η αντίθεση ανάμεσα στο ρήμα «ξέρει» και το «γνωρίζει» υποδηλώνει
τη διαφορά ανάμεσα στο μπορώ να ονοματίσω κάτι, έστω κι αν δεν το κατανοώ
πλήρως (επιφανειακή γνώση), και στο γνωρίζω την ουσία ενός πράγματος
(πραγματική γνώση). Η μητέρα δεν ξέρει πολλά πράγματα, γνωρίζει όμως πολύ
περισσότερα, αφού τα προσεγγίζει βιωματικά και ενστικτωδώς.
«Η
Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.»
Η
μητέρα του ποιητή γνωρίζει καλά πότε ξημερώνει Κυριακή, διότι πρόκειται για τη
μέρα που είναι αφιερωμένη στον Θεό. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζει το γλυκό κάλεσμα
των πιστών μέσω του ήχου της καμπάνας, όπως και το κυρίαρχο άρωμα του
βασιλικού, που είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με σημαντικές εορτές της
χριστιανοσύνης.
«Δεν
ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.»
Έτσι,
αν και η μητέρα φαινομενικώς δεν ξέρει πολλά πράγματα, χάρη στην ικανότητά της
να ακολουθεί την εσωτερική αρμονία του καθημερινού της βίου, κατορθώνει να
βάζει καθετί σε τάξη και, κυρίως, να προσφέρει στο παιδί της την αίσθηση της
ασφάλειας, της ομορφιάς και της κανονικότητας. Καθετί γύρω από τη μητέρα
καθαγιάζεται στα μάτια του παιδιού της από τη δικής της παρουσία, γι’ αυτό και
όλα φαίνονται ανανεωμένα και φρέσκα, με μια εντελώς ιδιαίτερη ποιότητα. Είναι η
παρουσία της μητέρας, είναι το άγγιγμά της, είναι η αδιάκοπη μέριμνά της για
όλα που διαμορφώνουν τελικά ένα περιβάλλον σιγουριάς, εμπιστοσύνης και αγάπης.
Τα όσα αποδίδει, επομένως, ο ποιητής στην μητέρα του είναι ποιότητες που οι
περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν στη δική τους μητέρα. Καθετί που έχει
φροντίσει εκείνη φαντάζει καλύτερο όλων στη σκέψη του παιδιού. Κανείς, άλλωστε,
δεν προσφέρει στην ψυχή του παιδιού την αίσθηση ηρεμίας, εμπιστοσύνης και
αγάπης που του προσφέρει η παρουσία της μητέρας.
Νικηφόρος Βρεττάκος «Η μητέρα μου στην εκκλησία»
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.
να πάει στην εκκλησία.»
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές.»
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.»
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.»
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.»
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.»