Benjamin West
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015: ΑΡΧΑΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
Διδαγμένο κείμενο
Πλάτωνος Πρωταγόρας (322a-d)
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής —πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική— ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο.
Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. Ἐρωτᾷ οὖν Ἑρμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις· «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύτας νείμω; Νενέμηνται δὲ ὧδε· εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί· καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω»; «Ἐπὶ πάντας», ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ πάντες μετεχόντων· οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν· καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως».
Α1. Από το παραπάνω κείμενο να γράψετε στο
τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος: «Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι. . . φιλίας
συναγωγοί».
Μονάδες 10
Με αυτά
λοιπόν τα μέσα εφοδιασμένοι οι άνθρωποι κατοικούσαν στην αρχή διασκορπισμένοι, πόλεις
όμως δεν υπήρχαν˙ κατασπαράσσονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί ήταν από κάθε
άποψη πιο αδύναμοι από αυτά και οι τεχνικές γνώσεις ήταν βέβαια βοηθός τους
καλός για την ανεύρεση της τροφής, ανεπαρκής όμως για τον πόλεμο με τα θηρία –
γιατί δεν κατείχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική
τέχνη – επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να εξασφαλίζουν τη σωτηρία τους
χτίζοντας πόλεις˙ κάθε φορά λοιπόν που συγκεντρώνονταν, αδικούσαν ο ένας τον
άλλον, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη, με αποτέλεσμα να διασκορπίζονται
και να απειλούνται με αφανισμό. Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος
μας μήπως χαθεί ολότελα, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους και τον
σεβασμό στους άγραφους νόμους και την αντίληψη περί του δικαίου, για να
εξασφαλίζουν και την τάξη στις πόλεις και να αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς
φιλίας ανάμεσα στους ανθρώπους.
Β1.«Ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας»: Να
ερμηνεύσετε τη φράση.
Μονάδες 10
Στο πλαίσιο
του μύθου η φωτιά αποτελεί το θεϊκό μερίδιο που είχαν την τύχη, χάρη στην
παρέμβαση του Προμηθέα, να λάβουν οι άνθρωποι. Είναι θεϊκό
α) γιατί το
κατείχαν ως τότε μόνο οι θεοί,
β) γιατί οι
άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα,
γ) γιατί,
επιτρέποντας στον άνθρωπο να αναπτύξει πολιτισμό, του επέτρεψε κατά συνέπεια να
αναγνωρίσει την ύπαρξη των θεών. Η πρώτη, με την έννοια της κορυφαίας, και
άμεση συνέπεια του δώρου της φωτιάς, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, είναι ακριβώς η
εμφάνιση της θρησκείας.
Η φωτιά αλλά
και οι τεχνικές γνώσεις, η «έντεχνος σοφία», επέτρεψαν στον άνθρωπο να
δημιουργήσει τεχνικό πολιτισμό, μεταβάλλοντας την όψη της φύσης, κατά κάποιο
τρόπο σαν δημιουργός-θεός. Η μεταμορφωτική δύναμη του στοιχείου της φωτιάς
θεωρούνταν αποκλειστικό κτήμα των θεών, δηλαδή στοιχείο της θεϊκής ουσίας και
ένα από τα μυστικά της δύναμής τους. Η έννοια της φωτιάς ως δυναμογόνου φυσικού
στοιχείου απασχολεί ήδη τον Ηράκλειτο (ἀείζωον πῦρ).
Εναλλακτική
απάντηση:
Τα δώρα που
προσέφερε ο Προμηθέας στους ανθρώπους, δηλαδή η φωτιά και οι τεχνικές γνώσεις
που έκλεψε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις
εγγενείς ελλείψεις του απέναντι στα υπόλοιπα ζώα, αποτελούν το συνεκτικό δεσμό
τους με τους θεούς. Η φωτιά και οι τεχνικές γνώσεις ήταν μέχρι τότε
αποκλειστικό προνόμιο των θεών, αλλά με την παράτολμη ενέργεια του Προμηθέα,
γίνονται πλέον κτήμα και των ανθρώπων, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους
ανθρώπους να λάβουν κάτι από το μερίδιο των θεών.
Στο πλαίσια
του μύθου, το γεγονός ότι ο Προμηθέας προσφέρει στους ανθρώπους τα θεϊκά αυτά
δώρα, ωθεί τους ανθρώπους στο να πιστέψουν στους θεούς και να θελήσουν να τους
τιμήσουν με τη δημιουργία βωμών και αγαλμάτων. Γεγονός που, αν εξεταστεί χωρίς
το μυθικό περίβλημα, μας οδηγεί να αντικρίσουμε την απαρχή του θρησκευτικού
συναισθήματος ως προϊόν θαυμασμού. Οι άνθρωποι στην αρχή της πορείας τους
μένουν έκπληκτοι μπροστά στη δύναμη της φωτιάς, μια δύναμη καταστροφική από τη
φύση της, που μπορεί όμως να προσφέρει μεγάλα οφέλη αν τιθασευτεί.
Αντικρίζοντας,
λοιπόν, οι άνθρωποι δυνάμεις, όπως είναι η φωτιά, που τους προκαλούν δέος και
την προέλευση των οποίων αδυνατούν να τη γνωρίσουν, τους κάνει να παρατηρούν με
θαυμασμό τη φύση και τους ωθεί να συνειδητοποιήσουν πως υπάρχει μια δύναμη
ανώτερη από αυτούς, με ανυπολόγιστη σοφία. Με αυτόν τον τρόπο, η επαφή του
ανθρώπου με δυνάμεις και πανίσχυρα στοιχεία της φύσης, αποτέλεσε το πρώτο και
βασικό ερέθισμα για τη δημιουργία μιας θρησκευτικής αντίληψης.
[θείας...
μοίρας: η φωτιά αποτελεί το θεϊκό μερίδιο που είχαν την τύχη, χάρη στην
παρέμβαση του Προμηθέα, να λάβουν οι άνθρωποι. Είναι θεϊκό γιατί το κατείχαν ως
τότε μόνον οι θεοί, είναι θεϊκό γιατί οι άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή
παρέμβαση του Προμηθέα, είναι επίσης θεϊκό γιατί, επιτρέποντας στον άνθρωπο να
αναπτύξει πολιτισμό, του επέτρεψε κατά συνέπεια να αναγνωρίσει την ύπαρξη των
θεών. Η πρώτη και άμεση συνέπεια του δώρου της φωτιάς, σύμφωνα με τον
Πρωταγόρα, είναι ακριβώς η εμφάνιση της θρησκείας.]
Β2. «Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι . . . μετεχόντων»: Από
ποιες φάσεις διέρχεται η προσπάθεια των ανθρώπων να δημιουργήσουν πολιτικά
οργανωμένες κοινωνίες, σύμφωνα με το απόσπασμα;
Μονάδες 10
Το στάδιο της
βιολογικής συγκρότησης του ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο,
της δημιουργίας τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα δώρα του και το
τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του
προσφορά στον άνθρωπο. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, επομένως, παρουσιάζονται τα
δύο τελευταία στάδια.
Στο πλαίσιο
του μύθου παρακολουθούμε τον Πρωταγόρα να παρουσιάζει τις θαυμαστές ανθρώπινες
κατακτήσεις –παράγωγες της αξιοποίησης των τεχνικών γνώσεων και των
πολυμορφικών εφαρμογών από τη χρήση της φωτιάς– να συμβαίνουν σε κατάσταση
ακοινωνησίας, αγριότητας και αδυναμίας για οργανωμένη ζωή, αφού αρχικά οι
άνθρωποι κατοικούσαν διασκορπισμένοι («ᾤκουν
σποράδην»). Κινδύνευαν όμως από τα θηρία, τα οποία δεν μπορούσαν να τα
αντιμετωπίσουν λόγω:
α) της
έλλειψης σωματικών δυνατοτήτων σε σχέση με αυτά,
β) της
έλλειψης κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, αλλά και της πολεμικής τέχνης, η
οποία, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, αναπτύσσεται μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας
οργανωμένης κοινωνίας. Έτσι, λοιπόν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτούς τους
κινδύνους, αναγκάζονται να συγκεντρωθούν και να συγκροτήσουν τις πρώτες
μορφές κοινωνίας.
Ο
πραγματισμός (ρεαλισμός) του Πρωταγόρα δηλώνεται και εδώ, αφού συνδέει το
πρόβλημα της φυσικής εξόντωσης των ανθρώπων με την ανάγκη επίλυσής του και την
εύρεση της λύσης του. Η ανάγκη, η χρεία, ενεργοποιεί την ανθρώπινη
ευρηματικότητα, η οποία εκδηλώνεται άμεσα και πρωτόγονα με την πράξη της
αθροιστικής (όχι ακόμα λειτουργικής) συνύπαρξης των ανθρώπων για την από κοινού
αντιμετώπιση του φυσικού κινδύνου από τα άγρια ζώα. Συγκεκριμένα στο εδάφιο: «ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις˙ ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν» ο
Πρωταγόρας κάνει λόγο για μια πρώτη εκδήλωση κοινωνικότητας, τάσης
συνύπαρξης προς ένα σκοπό (σῴζεσθαι = να
προστατευθούν από τα άγρια θηρία) χωρίς όμως οργάνωση και αποκατάσταση
λειτουργικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη αυτών των πρώτων κοινωνικών
συσσωματώσεων, όπως φαίνεται από την επανάληψη του ρήματος ἁθροίζω. Αυτό υπήρξε χρονοβόρο, όπως δηλώνει η χρήση
του ρήματος ἐζήτουν (=
επεδίωκαν, προσπαθούσαν, δεν ήταν καθόλου δεδομένη η επιτυχία του εγχειρήματος)
σε χρόνο μάλιστα παρατατικό, που επιτείνει τη διάρκεια των προσπαθειών του
ανθρώπου για σωτηρία.
Επιπλέον η
κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου «κτίζοντες πόλεις» προβάλλεται πάλι και
ως τρόπος σωτηρίας αλλά και ως αποτέλεσμα στην υλική εμφάνιση των πόλεων η
οποία προηγείται χρονικά κατά τον Πρωταγόρα σε σχέση με τους θεσμούς της και
τον άυλο πολιτισμό της, που ακολουθεί. Συνεπώς η τάση κοινωνικής συνύπαρξης δεν
εκδηλώνεται από εσωτερική αναγκαιότητα του ανθρώπου, αλλά από την εξωτερική αναγκαιότητα
που επιβάλλει η φυσική υπεροχή των άγριων θηρίων.
Αποτέλεσμα της πρωτοκοινωνικής
εκδήλωσης των ανθρώπων, δηλαδή της τυχαίας αθροιστικής συνύπαρξής τους,
χωρίς εσωτερικούς δεσμούς και κανόνες που οριοθετούν την συμπεριφορά τους, ήταν
η εμφάνιση πρόσθετου κινδύνου αφανισμού τους. Λόγω της έλλειψης πολιτικής
οργάνωσης οι άνθρωποι άρχισαν να αδικούν ο ένας τον άλλον («ἠδίκουν ἀλλήλους») και
να αλληλοσκοτώνονται, με αποτέλεσμα να βρεθούν και πάλι στην ίδια χαοτική
κατάσταση («ὥστε πάλιν
σκεδαννύμενοι διεφθείροντο»). Γιατί η επιστροφή τους στη φύση τούς εξέθετε στον
θανάσιμο κίνδυνο των άγριων θηρίων, ενώ η συνύπαρξή τους στον κίνδυνο της
αλληλοεξόντωσής τους. Το ανθρώπινο είδος, λοιπόν, πάλι αντιμέτωπο με την
πρόκληση της επιβίωσής του.
«Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν...» Σε αυτό το
κρίσιμο για τους ανθρώπους σημείο, αποφασιστική είναι η συμβολή του Δία ζητά να
μοιραστούν η αιδώς και η δίκη σε όλους τους ανθρώπους. Ο Δίας, βέβαια,
συμβολίζει την πιεστική δύναμη της ανάγκης, καθώς οι άνθρωποι έφτασαν στη
συνειδητοποίηση πως πρέπει να υπάρξουν καθολικές αρχές δικαιοσύνης και
αλληλοσεβασμού, μέσα από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες τους να συγκροτήσουν
πολιτείες. Η ηθικοποίηση των ατόμων, επομένως, δεν αποτελεί δεδομένο στοιχείο
της ανθρώπινης φύσης, αλλά μια επιλογή που προέκυψε με την πάροδο των χρόνων
και την πικρή εμπειρία της πραγματικότητας.
Με τη φράση «ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοὶ» διατυπώνεται έξοχα η
κοινωνιοπλαστική αποστολή της αιδούς και της δίκης. Χάρη στην αιδώ και στη δίκη
εξασφαλίζεται η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη, η συνοχή του συνόλου, η
ισορροπία και η ευταξία. Με αυτές αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις
φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Ειδικότερα η αἰδὼς οδηγεί σε
ό,τι ονομάζεται «πόλεων κόσμοι», δηλαδή εμπνέει στους πολίτες κόσμια
συμπεριφορά και συντελεί στην κατάκτηση της αυτονομίας τους, αναγκαία για την
αρμονία της κοινωνίας. Η δίκη παραπέμπει στο «πόλεων δεσμοί», δηλαδή σε
υπαγορεύσεις με τις οποίες οι πολίτες υποβάλλονται σε δεσμεύσεις της
συμπεριφοράς τους, ώστε να επιβάλλεται η συνοχή της πολιτικής κοινωνίας. Η
συμπληρωματική λειτουργία των δύο «δώρων» συνεπάγεται φιλίαν, που σημαίνει
ηθική ενότητα της πολιτείας, σύμπνοια και ομόνοια των πολιτών, ώστε να
συμβιώνουν αρμονικά.
Χρειάζεται
βέβαια να διευκρινισθεί ότι οι δύο αξίες δόθηκαν ως πρότυπα που έπρεπε να
κατακτηθούν από τους ανθρώπους με τη λογική και τον προσωπικό αγώνα. Άλλωστε ο
Δίας, αν και κατείχε την πολιτική τέχνη, δεν τη δώρισε στον άνθρωπο. Αντίθετα
δώρισε την αἰδὼ και τη δίκη για να εξοικονομήσει την πολιτική τέχνη
μόνος του ο άνθρωπος με τον προσωπικό αγώνα του. Όταν οι άνθρωποι γνωρίσουν σε
βάθος τις έννοιες αυτές, που προβάλλονται ως αιτήματα της ηθικής, και είναι σε
θέση να τις πραγματώσουν στις σχέσεις τους, τότε η οργάνωση της πολιτικής
κοινωνίας θα στηρίζεται σε αυτές. Η πολιτεία που θεμελιώνεται σε αυτές είναι δημοκρατική,
γιατί ο αμοιβαίος σεβασμός και το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών εμπεδώνει την
εμπιστοσύνη μεταξύ τους και με την πολιτεία και εξασφαλίζει ισορροπία στις
σχέσεις τους.
Ο Πρωταγόρας
με τη φράση «αἱ τέχναι νενέμηνται» φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του
καταμερισμού της εργασίας για την πρόοδο του πολιτισμού, για αυτό και θέτει το
ερώτημα με τον Ερμή. Αν όμως στον καταμερισμό της εργασίας εντασσόταν και η
πολιτική, οι άνθρωποι δεν θα αποδέχονταν κοινές ηθικές αξίες, και συνεπώς δεν
θα ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν πολιτικές κοινωνίες που να στηρίζονται στη βάση
κοινών αξιών. Αντίθετα, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα οξύνονταν και θα
κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπων. Συνεπώς το ερώτημα του Ερμή είναι
καίριο για την εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας, γιατί ο Δίας δεν μοιράζει την
πολιτική τέχνη, αλλά δύο ηθικές ιδιότητες αναγκαίες στους ανθρώπους για να
οργανώσουν πολιτική κοινωνία. Έτσι ο Πρωταγόρας με την καθολικότητα και την
αναγκαιότητα της αιδούς και της δίκης προβαίνει στην ηθική θεμελίωση της
πολιτικής, θέση που υπερασπίζονται και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
«εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοὶ»: Σ’ αυτό το σημείο γίνεται
αναφορά στη χρησιμότητα του καταμερισμού στην εργασία. Όσον αφορά, λοιπόν, τις
τέχνες ο καταμερισμός είναι απολύτως απαραίτητος, διότι έτσι: α) εξυπηρετούνται
καλύτερα οι πολίτες, αφού ένας τεχνίτης μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς πολίτες,
β) υπάρχει δυνατότητα εμβάθυνσης και εξειδίκευσης σε κάθε τομέα, με αποτέλεσμα
την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας και γ) η επιλογή του επαγγέλματος
είναι υπόθεση προσωπική του κάθε ανθρώπου και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις
ειδικές δεξιότητες, ικανότητες, ταλέντα, κλίσεις που μπορεί να έχει. Έτσι οι
δημιουργοί (< δήμος + έργον) είναι αυτοί που παράγουν ένα έργο ωφέλιμο στον
δήμο, στον λαό. Στα ομηρικά χρόνια στους δημιουργούς ανήκαν οι μάντεις, οι
γιατροί, οι κήρυκες, οι οικοδόμοι κ.τ.λ. και ο καταμερισμός της εργασίας αφορά
τους ἰδιώτας και όχι τους πολίτας.
Ο Δίας θεωρεί
απαραίτητη την καθολικότητα των αξιών της αιδούς και της δίκης για τους
ανθρώπους, με την αιτιολόγηση-επιχείρημα ότι η κοινωνία δεν μπορεί να
συγκροτηθεί πολιτικά, αν οι βασικές ιδιότητες που θεμελιώνουν την πολιτική
συγκρότηση δεν είναι κοινές σε όλα τα μέλη της. Στην πολιτική αρετή (την οποία
ο άνθρωπος κατακτά με την αιδώ και τη δίκη) πρέπει να συμμετέχουν όλοι
ανεξαιρέτως οι πολίτες, γιατί μόνο έτσι μπορούν να συγκροτηθούν οργανωμένες και
βιώσιμες κοινωνίες. Η αιδώς και η δίκη λειτουργούν ως συνεκτική δύναμη της
κοινωνίας και η απουσία τους συνεπάγεται τη διάλυσή της.
Β3. Με βάση το απόσπασμα «οὐ γὰρ ἂν γένοιντο . . . ὡς νόσον πόλεως» του
πρωτότυπου κειμένου και το μεταφρασμένο απόσπασμα που ακολουθεί, να
δικαιολογήσετε την επιβολή της θανατικής ποινής σε όσους δεν μετέχουν στην
πολιτική αρετή, παρόλο που ο Δίας την είχε δωρίσει σε όλους.
Πλάτωνος Πρωταγόρας (326e)
Ότι το πράγμα αυτό1 το θεωρούν διδακτό
και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, το αποδείξαμε ήδη. Ενώ όμως είναι το
πράγμα αυτό διδακτό, αφού είναι κάτι που μπορεί να φροντίσει και να
καλλιεργήσει κανείς, αυτοί διδάσκουν στους γιους τους τα άλλα, των οποίων η
άγνοια δεν πρόκειται να επιφέρει ως ποινή τον θάνατο, αυτό όμως, την αρετή, που
εάν τα αγόρια δεν τη μάθουν και δεν τη φροντίσουν, μπορεί να υποστούν ως ποινή
και τον θάνατο και την εξορία και τη δήμευση της περιουσίας εκτός από τη
θανάτωση και, με μια λέξη, τη συνολική καταστροφή του οἴκου τους, αυτή δεν τη διδάσκουν και δεν τη φροντίζουν με κάθε
δυνατή επιμέλεια!
1: την αρετή
Μονάδες 10
Όσοι δεν έχουν συνείδηση των αξιών της
αἰδοῦς και της δίκης αποτελούν νοσηρά
στοιχεία της πόλης που έχει δικαίωμα να τους τιμωρήσει, αφού πρώτα θα έχει
χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να τους αλλάξει. Σήμερα θα θεωρούσαμε τη
θανάτωση σκληρό και απάνθρωπο μέτρο.
Η ανάγκη να γίνονται σεβαστές οι ηθικές
αρχές, στις οποίες βασίζεται η κοινωνική συνύπαρξη, είναι εξαιρετικά σημαντική,
καθώς σε διαφορετική περίπτωση οι άνθρωποι θα παρεκκλίνουν εκ νέου στην αδικία
και στην έλλειψη σεβασμού, οδηγώντας σε κατάρρευση την πολιτεία.
Η διαταγή αυτή του Δία, επομένως,
εκφράζει την ανάγκη ύπαρξης μιας νομοθετικής υποστήριξης των ηθικών αρχών, υπό
την έννοια ότι συχνά δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στη βούληση των ατόμων
για το σεβασμό των αμοιβαίων αρχών ηθικού δικαίου. Είναι θεμιτό να υπάρχει και
ο φόβος αυστηρών κυρώσεων για εκείνους που θεωρούν ότι μπορούν να
εκμεταλλευτούν καταστάσεις και να μη συμμορφώνονται με ό,τι ισχύει για όλους.
Ο
Δίας, βέβαια, επιβάλλει την αυστηρότερη ποινή, καθώς αναφέρεται στην αρχική
προσπάθεια των ανθρώπων να συνυπάρξουν υιοθετώντας ηθικές αρετές, οι οποίες δεν
έχουν γίνει ακόμη συλλογική συνείδηση και εμπεδωμένος τρόπος ζωής. Επομένως, με την πάροδο των χρόνων
και καθώς οι άνθρωποι όχι μόνο υιοθετούν αυτές τις αρχές, αλλά τις καθιστούν
αναπόσπαστο κομμάτι της υπόστασής τους, μια τόσο αυστηρή ποινή μοιάζει
υπερβολική και απάνθρωπη.
Η ιδιαίτερη, λοιπόν, σημασία που είχε η
συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική αρετή αναδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό
από τις ποινές που προορίζονταν για εκείνους που επέμεναν να αδικούν τους
συμπολίτες τους, παρά τις προσπάθειες της κοινωνίας να τους ωθήσει στο δρόμο
της αρετής. Η πολιτεία φρόντιζε λοιπόν να τιμωρεί τους αδικούντες με θάνατο,
εξορία, δήμευση της περιουσίας τους (ως συμπληρωματική ποινή) και τελικά με τη
συνολική καταστροφή του οίκου τους.
Οι βαρύτατες αυτές ποινές
παρουσιάζονται από τον Πρωταγόρα με μια κλιμάκωση που ξεκινά από τη λιγότερο
σημαντική και καταλήγει στην αυστηρότερη. Κι ενώ με βάση τις σύγχρονες
αντιλήψεις θα θεωρούσαμε τη θανάτωση ως την αυστηρότερη των ποινών, για τους
Έλληνες εκείνης της εποχής ο θάνατος αποτελούσε συγκριτικά την ηπιότερη ποινή.
Μια διαφοροποίηση που έγκειται στον τρόπο που οι άνθρωποι εκείνης της εποχής
αντιλαμβάνονταν τη σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο και την ουσιαστική για
εκείνους ταύτιση ιδιωτικού και πολιτικού βίου. Ο Αθηναίος πολίτης δεν μπορούσε
να αντιληφθεί τη ζωή του αποκομμένη από την πόλη του και χωρίς την καθημερινή
του συμμετοχή στα πολιτικά της δρώμενα. Η έννοια της προσωπικής ζωής, όπως την
κατανοούμε σήμερα, υπήρχε για τους αρχαίους Έλληνες αποκλειστικά και μόνο ως
πολιτική ζωή, ως ενεργή και διαρκή συμμετοχή στα πολιτικά και καθημερινά
ζητήματα της πόλης.
Η θανάτωση ως ποινή σήμαινε βέβαια πως
ο άδικος πολίτης θα έχανε τη ζωή του, τον απάλλασσε όμως από τη φρικτότερη
μοίρα του να είναι αναγκασμένος να ζήσει εκδιωγμένος από την πόλη του. Η
αίσθηση της τιμής, η αίσθηση πως το άτομο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πόλη
του και το δικαίωμα να θεωρείται πολίτης, αποτελούσαν τις σημαντικότερες αξίες
για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, γι’ αυτό και η εξορία εκλαμβανόταν ως
βαρύτερη ποινή από τη θανάτωση.
Η εξορία σήμαινε ότι το άτομο θα έπρεπε
να υπομείνει μια ζωή ανείπωτης ντροπής, χωρίς το πολύτιμο δικαίωμα του να είναι
πολίτης της γενέτειράς του. Προοπτική που όσο κι αν μοιάζει ήπια για τα
σύγχρονα δεδομένα, όπου οι άνθρωποι έχουν χάσει την αίσθηση ότι ανήκουν στην
πόλη τους, για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε έναν ανυπόφορο εξευτελισμό που
καθιστούσε αυτομάτως προτιμότερο το θάνατο.
Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής πέρα από
την προσωπική τους αξιοπρέπεια και το δικαίωμα του πολίτη, θεωρούσαν
σημαντικότατη την υποχρέωσή τους να τιμήσουν την πορεία των προγόνων τους
εξασφαλίζοντας το μέλλον του οίκου τους. Έτσι, η δήμευση της περιουσίας που
συχνά συνόδευε την εξορία ή το θάνατο, σήμαινε πως η ατιμία του συγκεκριμένου
προσώπου επεκτεινόταν και επηρέαζε και την υπόλοιπη οικογένεια. Το γεγονός αυτό
καθιστούσε τη δήμευση της περιουσίας μια εξαιρετικά αυστηρή ποινή, καθώς ο
τιμωρούμενος όχι μόνο αποτύγχανε ως πολίτης ο ίδιος, αλλά στερούσε από την
οικογένειά του την περιουσία τους και συνάμα φαινόταν κατώτερος από τους
προγόνους του αμαυρώνοντας και το δικό τους όνομα.
Η προσωπική αποτυχία του τιμωρούμενου
λάμβανε μάλιστα τραγικές διαστάσεις όταν η πολιτεία αποφάσιζε τη συνολική
καταστροφή του οίκου του, ποινή που περιελάμβανε τη στέρηση των δικαιωμάτων
όλων των μελών της οικογένειας, τη μαζική εξόρισή τους και κάποτε ακόμη και το
γκρέμισμα του πατρικού οίκου. Η καταστροφή αυτή ενός οίκου, που εξέφραζε τη
μεγαλύτερη δυνατή οργή της αθηναϊκής πολιτείας, αποτελούσε τη μέγιστη των
ποινών, καθώς σήμαινε την πλήρη και απόλυτη αποπομπή από τους κόλπους της
πολιτείας όχι μόνο του αδικούντος, αλλά και κάθε προσώπου και κάθε στοιχείου
γενικότερα που συνδεόταν με το όνομά του.
Παρόλο, λοιπόν, που η καθολικότητα της
αρετής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση των πολιτικών κοινωνιών,
μερικοί είναι ανεπίδεκτοι και αδυνατούν να οικειωθούν και στοιχειωδώς την αρετή
και τα μέρη της. Αυτοί, λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα, πρέπει να
εκδιώκονται από την πόλη ή ακόμα και να θανατώνονται. Μάλιστα, η εξορία και η
δήμευση της περιουσίας θεωρούνταν βαρύτατες ποινές, διότι οδηγούσαν στον συνεχή
διασυρμό ολόκληρης της γενιάς. Εδώ παρατηρούμε ότι ο σοφιστής αναφέρει τις
ποινές με ανιούσα κλιμάκωση και διαπιστώνουμε αυτό που επισημάναμε και στην 6η
ενότητα: η θανατική ποινή επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέσο τιμωρίας, όταν οι
άλλες μορφές τιμωρίας δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και με σκοπό
να διαφυλαχθεί η ισορροπία και η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη.
Το συμπέρασμα, επομένως, στο οποίο
καταλήγει ο Πρωταγόρας είναι το εξής: είναι αδύνατον και παράλογο οι πολιτικοί
άνδρες να διδάσκουν στα παιδιά τους άλλα πράγματα, που δεν είναι τόσο
σημαντικά, και να μη τους διδάσκουν την πολιτική αρετή, η έλλειψη της οποίας
επιφέρει βαρύτατες ποινές (εξορία, δήμευση περιουσιών) ή ακόμα και τον θάνατο.
Β4. Να γράψετε στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που
αντιστοιχεί σε καθεμιά από τις παρακάτω θέσεις, τη λέξη Σωστό, αν είναι
σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν είναι λανθασμένη:
α. Η δίκη και καταδίκη του Σωκράτη ήταν πολιτική δίωξη. = Σωστό
β. Ο Πλάτων με τα ταξίδια του στη Σικελία κατάφερε να εφαρμόσει
το πολιτικό του όραμα. = Λάθος
γ. Ο Πλάτων ανέλαβε πολιτικά αξιώματα στην Αθήνα. = Λάθος
δ. Οι λογοτεχνικές ικανότητες του Πλάτωνα αποτυπώνονται στον
«Πρωταγόρα». = Σωστό
ε. Στον διάλογο «Πρωταγόρας» ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας
συμφώνησαν ότι η αρετή είναι διδακτή. = Λάθος
Μονάδες 10
Β5. Να βρείτε στο παραπάνω διδαγμένο κείμενο μία ετυμολογικά
συγγενή λέξη, απλή ή σύνθετη, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις της αρχαίας
ελληνικής:
λοχαγός, ἀγαλλίασις, θρέψις, βαθμίς, ἄφιξις, ὀχυρός, διάδημα, νεογνός, ὀλέθριος, δεισιδαίμων.
Μονάδες 10
λοχαγός: ἄγοντα,
ἀγαλλίασις: ἀγάλματα
θρέψις: τροφὴν
βαθμίς: βωμούς
ἄφιξις: ἱκανὸς
ὀχυρός: μετέσχε
διάδημα: ὑποδέσεις
νεογνός: συγγένειαν
ὀλέθριος: ἀπώλλυντο
δεισιδαίμων: δείσας
Γ. Αδίδακτο κείμενο
Θουκυδίδου Ἱστορίαι Α. 15. 1-2 (εκδ. Teubner)
Τά μὲν οὖν ναυτικὰ τῶν Ἑλλήνων τοιαῦτα ἦν, τά τε παλαιὰ καὶ τὰ ὕστερον γενόμενα. ἰσχὺν δὲ περιεποιήσαντο ὅμως οὐκ ἐλαχίστην οἱ προσσχόντες αὐτοῖς χρημάτων τε προσόδῳ καὶ ἄλλων ἀρχῇ· ἐπιπλέοντες γὰρ τὰς νήσους κατεστρέφοντο, καὶ μάλιστα ὅσοι μὴ διαρκῆ εἶχον χώραν. κατὰ γῆν δὲ πόλεμος, ὅθεν τισὶ καὶ δύναμις παρεγένετο, οὐδεὶς ξυνέστη· πάντες δὲ ἦσαν, ὅσοι καὶ ἐγένοντο, πρὸς ὁμόρους τοὺς σφετέρους ἑκάστοις, καὶ ἐκδήμους στρατείας πολὺ ἀπὸ τῆς ἑαυτῶν ἐπ’ ἄλλων καταστροφῇ οὐκ ἐξῇσαν οἱ Ἕλληνες. οὐ γὰρ ξυνειστήκεσαν πρὸς τὰς μεγίστας πόλεις ὑπήκοοι, οὐδ’ αὖ αὐτοὶ ἀπὸ τῆς ἴσης κοινὰς στρατείας ἐποιοῦντο […].
ἐξῇσαν στρατείας= έκαναν εκστρατείες
Γ1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τη
μετάφραση του κειμένου.
Μονάδες 20
Αυτά λοιπόν
υπήρξαν τα ναυτικά των Ελλήνων και τα παλιά και τα νεότερα. Οπωσδήποτε, όσοι
έστρεψαν την προσοχή και τη δραστηριότητά τους σε αυτά, απέκτησαν σημαντική
δύναμη, όχι μόνο με την αύξηση των εισοδημάτων τους, αλλά και με την επέκταση
της κυριαρχίας τους σε άλλους. Διότι, πλέοντες εναντίον νησιών, όσοι ιδίως δεν
είχαν επαρκή χώρα, άρχισαν να τα καθυποτάσσουν. Στην ξηρά όμως, κανένας πόλεμος
δεν έγινε, τέτοιος τουλάχιστον, από τον οποίο να προέλθει σημαντική αύξηση
δύναμης, αλλά όλοι όσοι τυχόν έγιναν, ήταν πόλεμοι μεταξύ ομόρων, ενώ
εκστρατείες σε ξένες και μακρινές χώρες με σκοπό την κατάκτηση άλλων δεν
επιχειρούν οι Έλληνες. Διότι ούτε με τα ισχυρότερα κράτη τάσσονται ως υπήκοοι,
ούτε, άλλωστε, ενώνονται εκούσια ως ίσοι για χάρη κοινής εκστρατείας.
Γ2. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους για καθεμιά από τις
παρακάτω λέξεις του κειμένου:
ἦν: το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα
= ἔσται
ἐλαχίστην: τη δοτική πληθυντικού του συγκριτικού
βαθμού στο ίδιο γένος
= ἐλάττοσιν
προσσχόντες: το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής
του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
= πρόσσχωμεν
ἐπιπλέοντες: το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο
προστακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
= ἐπιπλεῖτε
κατεστρέφοντο: το τρίτο ενικό πρόσωπο προστακτικής
παρακειμένου στην ίδια φωνή
= κατεστράφθω
μάλιστα: τον θετικό βαθμό
= μάλα
διαρκῆ: την κλητική ενικού του αρσενικού γένους
= διαρκές
ἐκδήμους: τη δοτική πληθυντικού του θηλυκού
γένους
= ἐκδήμοις
οὐδείς: τη γενική ενικού του θηλυκού γένους
= οὐδεμιᾶς
ἐξῇσαν: το απαρέμφατο του αορίστου β΄.
= ἐξελθεῖν
Μονάδες 10
Γ3.α. Να γίνει πλήρης συντακτική αναγνώριση
των παρακάτω τύπων: τὰ ναυτικά, αὐτοῖς, ἄλλων (το πρώτο στο κείμενο), ἐπὶ καταστροφῇ, ὑπήκοοι.
μονάδες 5
τὰ ναυτικά: υποκείμενο
του ρήματος ἦν (σε
πληθυντικό αριθμό: αττική σύνταξη)
αὐτοῖς: Αντικείμενο στη μετοχή
προσσχόντες
ἄλλων: Γενική αντικειμενική στο ἀρχῇ
ἐπὶ καταστροφῇ: Εμπρόθετος
επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο οὐκ ἐξῇσαν
ὑπήκοοι:
Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου στο εννοούμενο υποκείμενο (οἱ Ἕλληνες) του
ρήματος ξυνειστήκεσαν
Γ3.β. «ἰσχὺν δὲ περιεποιήσαντο ὅμως οὐκ ἐλαχίστην οἱ προσσχόντες αὐτοῖς»: Να μεταφέρετε την παραπάνω πρόταση στον πλάγιο λόγο με όλους
τους δυνατούς τρόπους, με εξάρτηση από τη φράση: «Ἅπαντες γιγνώσκουσι».
μονάδες 5
Μονάδες 10
Πλάγιος λόγος:
- Ἅπαντες γιγνώσκουσι ὅτι ἰσχὺν περιεποιήσαντο ὅμως οὐκ ἐλαχίστην οἱ προσσχόντες αὐτοῖς.
- Ἅπαντες γιγνώσκουσι ἰσχὺν περιποιήσασθαι ὅμως οὐκ ἐλαχίστην τούς προσσχόντας αὐτοῖς.
- Ἅπαντες γιγνώσκουσι ἰσχὺν περιποιησαμένους ὅμως οὐκ ἐλαχίστην τούς προσσχόντας αὐτοῖς.