Guido Borelli
Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος «Το σπίτι του δασκάλου» (ερωτήσεις σχολικού)
Με τη συλλογή του Τάσω, στο σκοτάδι κι
άλλα διηγήματα ο Χατζόπουλος επιχειρεί μια ανατομία της κοινωνικής
πραγματικότητας. Ώριμος και κατασταλαγμένος στη γλώσσα και την αφήγηση, με προσωπικό
τόνο στην έκφραση, καταγράφει τα γεγονότα και τις κοινωνικές συνθήκες, μέσα
στις οποίες ζει ο άνθρωπος. Όπως θα διαπιστώσετε, ο συγγραφέας τηρεί τη θέση
του αντικειμενικού παρατηρητή, που δε σχολιάζει τα διαδραματιζόμενα, αλλά
αφήνει να μιλήσουν τα ίδια τα γεγονότα, οι ίδιες οι πράξεις των προσώπων. Έτσι
ο αναγνώστης μένει ανεπηρέαστος, για να κρίνει και να βγάλει τα δικά του
συμπεράσματα.
Νατουραλισμός:
Ο νατουραλιστής συγγραφέας καταγγέλλει
μέσα από το έργο του την κοινωνική εξαθλίωση και, γενικά, τις απαράδεκτες
συνθήκες στις οποίες είναι αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η
κοινωνία μας και ο πολιτισμός της, υποστηρίζουν οι νατουραλιστές, δεν είναι
αντάξια του ανθρώπου· γι’ αυτό και στα έργα τους υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές
και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή,
χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών
της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο, φιλοδοξούν
να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κοινού, ίσως και τη διαμαρτυρία ή την
εξέγερση.
Οι νατουραλιστές, μάλιστα, επιμένουν
ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθική
του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Zola, η
ελευθερία αλλά και η ηθική ευθύνη του ανθρώπου περιορίζονται δραματικά εξαιτίας
των δυνάμεων που επιδρούν επάνω του. Οι δυνάμεις αυτές είναι τόσο
εξωτερικές, όπως λ.χ. η κοινωνία, οι περιστάσεις ή η φύση, όσο και εσωτερικές,
όπως οι βιολογικές καταβολές και η κληρονομικότητα, οι έμφυτες ορμές, το ένστικτο
και γενικά οι δυνάμεις του ασυνείδητου. Μ’ άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν έχει
πολλά περιθώρια επιλογής και δρα κάτω από συνεχείς καταναγκασμούς.
Ερωτήσεις:
Μια από τις βασικές αρχές του
νατουραλισμού ήταν πως ο άνθρωπος
διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος και των περιστάσεων.
Αριστοτεχνική εφαρμογή αυτής της αρχής αποτελεί και το διήγημα που διαβάσατε.
Αφού το μελετήσετε, ν’ απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:
1.
α. Πώς διαγράφεται ο χαρακτήρας του πατέρα από την αρχή ως το τέλος; Πού
οφείλεται η αλλαγή της συμπεριφοράς του;
Ο πατέρας στο σημείο που ξεκινά η
αφήγηση βρίσκεται σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, καθώς αδυνατεί να
αντεπεξέλθει στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, προκαλώντας την έντονη
δυσαρέσκεια του πεθερού του. Το γεγονός, μάλιστα, πως ο πεθερός του τον
αντιμετωπίζει συνεχώς με υποτιμητικό τρόπο έχει προκαλέσει ισχυρά συναισθήματα
ηττοπάθειας και απογοήτευσης στον πατέρα, που πλέον το μόνο που μπορεί να κάνει
είναι να σκύβει το κεφάλι, χωρίς να τολμά να υπερασπιστεί τον εαυτό του
απέναντι στον δεσποτικό πεθερό του.
Ο πατέρας έχει περάσει ήδη σημαντικές
αλλαγές στη ζωή του, καθώς προτού παντρευτεί και έρθει στην πόλη ζούσε στο
χωριό, όπου οι απαιτήσεις ήταν σαφώς μικρότερες και ασκούσε περιστασιακά
διάφορα επαγγέλματα. Έτσι, είχε κατά καιρούς εργαστεί ως καταμετρητής, ως
εισπράκτορας, ως αστυνομικός αλλά και ως πάρεδρος. Μόλις, όμως, ήρθε στην πόλη
και παντρεύτηκε, επειδή δεν υπήρχε κάποια ανάλογη θέση, εξωθήθηκε στην
ενασχόληση με το εμπόριο· ενασχόληση, η οποία αν και ξεκίνησε κατά τρόπο
πρόχειρο, του διασφάλισε ωστόσο σημαντική επιτυχία για ένα διάστημα. Εντούτοις,
επειδή ο πατέρας δεν είχε την αναγκαία εμπειρία κι επειδή το εμπόριο δεν
ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, οδηγήθηκε στη χρεοκοπία, με τους δανειστές να
κατάσχουν και να πωλούν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.
Η μόνη επαγγελματική επιλογή που
προσφέρθηκε στον πατέρα αμέσως μετά την οικονομική αυτή αποτυχία ήταν η
είσπραξη οφειλόμενων ποσών από συμπολίτες του που αδυνατούσαν να αποπληρώσουν
τα χρέη τους. Έγινε, λοιπόν, ο πατέρας ένα είδος εισπράκτορα ή δικαστικού
επιμελητή, χωρίς όμως να έχει την απαιτούμενη σκληρότητα χαρακτήρα για να
επιτελέσει αυτό το δύσκολο και ψυχοφθόρο επάγγελμα. Έτσι, παρά τη γενικότερη
αποτελεσματικότητά του στο να πιστοποιεί τις οφειλές και να εκδίδει τα
εκτελεστά, αδυνατούσε να προχωρήσει στην είσπραξη των χρημάτων, διότι ήταν
ανέκαθεν άνθρωπος αγαθός και συμπονετικός.
Η καλοσύνη και η αγαθότητα του πατέρα,
ωστόσο, είχαν φέρει την οικογένειά του σε δεινή οικονομική θέση, αφού όσο
εκείνος λυπόταν τους άλλους οφειλέτες, η γυναίκα του και τα παιδιά του ζούσαν
μέσα στις στερήσεις. Ενώ, συνάμα, η κατάσταση γινόταν ακόμη πιο δυσάρεστη από
τη συνεχή γκρίνια του παππού και τις ακατάπαυστες προσβολές που εξαπέλυε εις
βάρος του πονόψυχου πατέρα. Έτσι, παρά τις προσπάθειες της μητέρας να τον
δικαιολογήσει, επικαλούμενη την καλοσύνη που τον διέκρινε, και παρά τις
διστακτικές απόπειρες του ίδιου ν’ αντιταχθεί στον πεθερό του, ισχυριζόμενος
πως δεν είχε καν τη στήριξη του κόμματος, γινόταν σταδιακά ολοένα και πιο σαφές
πως δεν υπήρχαν πια άλλα περιθώρια δισταγμών και απραξίας.
Υπό την αφόρητη πίεση των οικονομικών
προβλημάτων, και με τον κίνδυνο να τους εγκαταλείψει ο πεθερός, επιλέγοντας να
ζήσει με την οικογένεια της άλλης του κόρης, στερώντας τους την οικονομική του
ενίσχυση, ο πατέρας αναγκάστηκε να αλλάξει αποφασιστικά τη συμπεριφορά και τη
στάση του. Μόλις, λοιπόν, βρέθηκε υποψήφιος αγοραστής για ένα μικρό σπίτι που
ανήκε στη μητέρα, ο πατέρας θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, έστω κι αν σε
αυτό έμενε για χρόνια μια πολυμελής φτωχή οικογένεια.
Ο πατέρας αντιλαμβάνεται πως το ποσό
που θα εισέπραττε από αυτή την πώληση θα αποτελούσε σημαντική ενίσχυση για την
οικογένειά του, κι εφόσον ο δάσκαλος που κατοικούσε σ’ αυτό το σπιτάκι είχε
πολύ καιρό να πληρώσει το ενοίκιο, αποφασίζει να προχωρήσει στην πώληση,
διώχνοντας τον φτωχό ενοικιαστή του. Η διαδικασία, μάλιστα, της έξωσης φέρνει
τον πατέρα αντιμέτωπο με τη γυναίκα του δασκάλου και τα μικρά της παιδιά, χωρίς
ωστόσο να κάμψει την αποφασιστικότητά του.
Η σκληρή αυτή πράξη, της έξωσης,
σηματοδοτεί τη μεγάλη αλλαγή στη συμπεριφορά του πατέρα, ο οποίος μη μπορώντας
πλέον να ανέχεται την περιφρόνηση του πεθερού του και μη θέλοντας να βλέπει
άλλο την οικογένειά του να υποφέρει, εγκαταλείπει την πρότερη καλοσύνη του και
προσαρμόζεται στις δύσκολες απαιτήσεις της πραγματικότητας.
β.
Πώς παρουσιάζονται από το συγγραφέα τα άλλα πρόσωπα του διηγήματος και
ιδιαίτερα ο παππούς (πώς αντιδρά η μητέρα και πώς ο παππούς όσο ο πατέρας
δείχνεται ανίκανος ν’ ανταποκριθεί σε ό,τι του επιβάλλει το υλικό του συμφέρον;
Τι αντιπροσωπεύει ο παππούς;).
Ο παππούς παρουσιάζεται ιδιαίτερα
αυστηρός και επικριτικός απέναντι στον πατέρα, για τον οποίο δεν φαίνεται να
έχει καθόλου σεβασμό, ιδίως κατά την κρίσιμη περίοδο, όπου ο πατέρας αδυνατεί
να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εργασίας του. Με τρόπο εξαιρετικά σκληρό τον
προσβάλλει συνεχώς «Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε», «Κουτός,
χαμένος, ανίκανος για καθετί», και δεν δείχνει καμία κατανόηση για τις
προφανείς ευαισθησίες του πατέρα, που τον εμποδίζουν από το να επιτελέσει το
δύσκολο καθήκον της είσπραξης οφειλών από ανθρώπους που βρίσκονται σε άσχημη
οικονομική κατάσταση.
Ο παππούς, βέβαια, είχε εξαρχής αρνητική
εντύπωση για τον πατέρα, αφού ήδη από τον πρώτο καιρό που τον δέχτηκε στην
οικογένειά του, ο πατέρας αδυνατούσε να βρει κάποια επαγγελματική απασχόληση
στην πόλη, κι ο παππούς αισθανόταν πως ντροπιάζεται στα μάτια της τοπικής
κοινωνίας. Ήταν, λοιπόν, η συνεχής πίεση του παππού, η οποία ώθησε τότε τον
πατέρα να καταπιαστεί με το εμπόριο, κι είναι τώρα οι συνεχείς προσβολές του
παππού, οι οποίες τον εξαναγκάζουν να παραμερίσει τις ευαισθησίες του και να
συμπεριφερθεί με τρόπο ανάλγητο στη φτωχή οικογένεια του δασκάλου.
Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ο
παππούς αντιπροσωπεύει, στο πλαίσιο του κειμένου, την σκληρή πλευρά της
πραγματικότητας, που δεν επιτρέπει φιλάνθρωπα συναισθήματα και δισταγμούς. Ο
παππούς είναι το πρότυπο του οικογενειάρχη που φροντίζει πρωτίστως για την
οικογένειά του, διασφαλίζοντας τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, έστω κι αν
πρέπει να φερθεί κατά τρόπο στυγνό, για να επιτύχει το σκοπό του. Με βάση την
οπτική του παππού εκείνο που προέχει είναι το ατομικό συμφέρον και η προσωπική
ευπορία, οπότε, όταν απειλείται η οικονομική ασφάλεια της άμεσης οικογένειας,
δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ευαισθησίες ή συναισθήματα αλληλεγγύης προς
του άλλους ανθρώπους. Ο προστάτης της οικογένειας, εν προκειμένω ο πατέρας,
οφείλει να κάνει χωρίς δισταγμούς οτιδήποτε κρίνει αναγκαίο για να εξασφαλίσει
τον βιοπορισμό και την επιβίωση των παιδιών και της γυναίκας του.
Σε αντίθεση, ωστόσο, με την αυστηρή
αντιμετώπιση του παππού, η μητέρα κατανοεί τους λόγους για τους οποίους ο
άντρας της δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του δύσκολου
επαγγέλματός του. Αντιλαμβάνεται και γνωρίζει πως ο πατέρας είναι πονόψυχος
άνθρωπος με καλοσύνη και αγαθότητα, γι’ αυτό και στενοχωριέται όταν βλέπει τον
παππού να του φέρεται με τόσο άσχημο τρόπο. Έτσι, παρ’ όλο που η ίδια και τα
παιδιά της διαβιούν υπό δύσκολες οικονομικές συνθήκες, δεν φτάνει στο σημείο να
κατηγορήσει τον άντρα της ή να απαιτήσει από αυτόν ν’ αλλάξει τη συμπεριφορά
του. Η μητέρα, άλλωστε, συμμερίζεται τα συναισθήματα του πατέρα, καθώς κι η
ίδια αντιμετωπίζει με συμπόνια τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Ακόμη κι όταν
έρχεται η ώρα να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου, διστάζει να δώσει την έγκρισή
της, διότι σκέφτεται τη δασκάλα και τα παιδιά της.
γ.
Το διήγημα τελειώνει α) με την έξωση του «δασκάλου» και της οικογένειάς του και
β) με τη γεμάτη ικανοποίηση επιστροφή του πατέρα στο σπίτι. Τι θέλει να πετύχει
ο συγγραφέας με την αντιπαράθεση των δυο αυτών σκηνών;
Η έξωση της οικογένειας του δασκάλου,
που διασφαλίζει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για τον πατέρα χάρη στην πώληση
εκείνου του σπιτιού, σηματοδοτεί την αλλαγή στη συμπεριφορά και τη νοοτροπία
του πατέρα. Μέσα από αυτή την πράξη σκληρότητας κατορθώνει να διεκδικήσει εκ
νέου την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του, ώστε να μπορέσει να σταθεί ως
ισάξιος απέναντι στον παππού. Έτσι, ενώ μέχρι πρότινος αναγκαζόταν να σκύβει το
κεφάλι ντροπιασμένος μπροστά στις κατηγορίες και τα υποτιμητικά σχόλια του
πεθερού του, τώρα είναι πλέον σε θέση να τον αντικρίσει κατάματα, αφού έχει
αποδείξει πως μπορεί να φερθεί με την απανθρωπιά και την αναλγησία που απαιτούν
οι δύσκολες περιστάσεις.
Η έξωση, επομένως, λειτουργεί ως η
αναγκαία επιβεβαίωση της ικανότητας του πατέρα να φροντίσει την οικογένειά του,
και συνάμα ως η πράξη που του διασφαλίζει το σεβασμό του παππού. Στοιχεία τα
οποία τονίζονται στην τελική σκηνή του διηγήματος, όπου ο πατέρας γυρίζει στο σπίτι
με τους ώμους του να κουνιούνται σαν φτερά, και τολμά για πρώτη φορά να καθίσει
στο τραπέζι με σηκωμένο μέτωπο και να κοιτάξει κατάματα τον παππού.
Προσέχουμε, μάλιστα, την έμφαση που
δίνει ο συγγραφέας στους ώμους του πατέρα, με τους οποίους παρουσιάζεται η
μεταστροφή στην ψυχολογική του κατάσταση. Έτσι, ενώ το αμέσως προηγούμενο
διάστημα οι ώμοι του πατέρα μαζεύουν από το διαρκές σκύψιμο μπροστά στην
αυταρχικότητα του παππού, στη συνέχεια και μόλις μαθαίνει ότι υπάρχει κάποιος
αγοραστής για το σπίτι του δασκάλου, η κίνηση των ώμων εκφράζει την
αποφασιστικότητά του να δράσει «Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι
πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία», κι ακόμη περισσότερο, όταν
ολοκληρώνει την έξωση της οικογένειας του δασκάλου «οι ώμοι του πατέρα
κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά». Ο πατέρας μοιάζει να απαλλάσσεται από το
συναισθηματικό εκείνο βάρος της ταπείνωσης που τον ωθούσε να παραμένει σκυφτός
και αποκτά τον αέρα και τη δυναμικότητα ενός ανθρώπου γεμάτου αυτοπεποίθηση και
ικανοποίηση.
δ.
Η αφήγηση, παρ’ όλο που ο συγγραφέας τηρεί στάση αντικειμενική, είναι λιτή και ζωντανή.
Να υποστηρίξετε αυτή την άποψη επισημαίνοντας τις αρετές της στις δυο παραπάνω
σκηνές.
Ο συγγραφέας, αν και τηρεί
αντικειμενική στάση, σύμφωνα με τις αρχές του ρεαλισμού, ώστε να αφήνεται ο
αναγνώστης ελεύθερος να διαμορφώσει την άποψή του, χωρίς να επηρεάζεται από
συναισθηματικές υπερβολές της αφήγησης ή από σχόλια του αφηγητή, κατορθώνει
εντούτοις να δώσει με ζωντάνια τη διήγηση των γεγονότων. Διαπιστώνουμε, έτσι,
τη χρήση σύντομων κύριων προτάσεων, που ενισχύουν την αίσθηση της δράσης και
της γοργής εξέλιξης των γεγονότων: «Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα
έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.», «Ο πατέρας έκραξε αμέσως
μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.».
Παρατηρούμε, επίσης, πως η αφήγηση
αποκτά ιδιαίτερη παραστατικότητα μέσα από την παρουσίαση των κινήσεων και της
συμπεριφοράς των υπόλοιπων προσώπων που συμμετέχουν στις συγκεκριμένες σκηνές,
όπως είναι η δασκάλα και τα παιδιά της. Τονίζεται, άρα, η δραματικότητα
(θεατρικότητα) των επεισοδίων αυτών, χωρίς μάλιστα να απαιτείται απ’ τη μεριά
του συγγραφέα η χρήση περίτεχνων σχημάτων λόγου. Με εκφραστική λιτότητα ο
συγγραφέας ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη τη βουβή απελπισία της
φτωχής γυναίκας: «Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα
κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν’ αντισταθεί.».
Ενώ, αντίστοιχη εκφραστική δύναμη, παρά τη λιτότητα της γλώσσας, εντοπίζουμε
και στην επόμενη σκηνή, όπου με μια μόλις φράση συνειδητοποιούμε το μέγεθος της
εσωτερικής αλλαγής του πατέρα: «και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια».
Σε ό,τι αφορά τα ελάχιστα σχήματα λόγου
του κειμένου, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως αυτά υπηρετούν με ιδιαίτερη
αποτελεσματικότητα την παραστατικότητα της αφήγησης. Έτσι, στη σκηνή της
έξωσης, η επανάληψη και μόνο της λέξης «σωρός» επιτυγχάνει να τονίσει το
μέγεθος του δράματος που βιώνει η δασκάλα, αφού είναι μια πολύτεκνη γυναίκα που
βρίσκεται αίφνης χωρίς σπίτι για να στεγάσει τα παιδιά της: «Η δασκάλα
παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε
χλωμή κι ασάλευτη.», «Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω
στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά...».
Αντιστοίχως, στην ίδια σκηνή τα επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζεται η δασκάλα,
αλλά και τα παιδιά της, αποκαλύπτουν δραστικά την έκταση της ένδειας που
ταλανίζει τη φτωχή αυτή οικογένεια «χλωμή, ασάλευτη, αχτένιστα, ξιπόλητα».
Ενώ, στη σκηνή με την επιστροφή του
πατέρα στο σπίτι, η παρομοίωση που χρησιμοποιείται για τους ώμους του,
υποδηλώνει έξοχα την ανάκτηση της αυτοπεποίθησης και τη δικαίωση που βιώνει «οι
ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά».
Αξίζει να προσεχθεί πως αφηγητής της
ιστορίας είναι ένα από τα παιδιά του πατέρα, όπως φανερώνεται από τη σκηνή της
έξωσης: «Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά.». Ενώ,
η ταυτότητα του αφηγητή υπονοείται και σε άλλα σημεία, όπως για παράδειγμα στην
ακόλουθη αναφορά: Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με
παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι.».
Εντούτοις, ο αφηγητής προκειμένου να διαφυλάξει την αντικειμενικότητα της
καταγραφής αποφεύγει να δηλώσει κατά τρόπο εμφανή την άμεση εμπλοκή του στην
όλη ιστορία. Έτσι, παρατηρούμε πως κάθε φορά που αναφέρεται στον πατέρα, τη
μητέρα και τον παππού δεν χρησιμοποιεί κτητικές αντωνυμίες, οι οποίες και θα
προσέδιδαν πιο έντονα το βιωματικό στοιχείο στην αφήγηση, και άρα μιαν αίσθηση
υποκειμενικότητας.
Κείμενο:
«Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι
για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι
σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που
είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.
Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δε
μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του ‘γγίζανε το πιάτο εκεί που
έτρωγε.
Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι
η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο
παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε.
Το πράμα κατάντησε τόσο συχνό, έγινε
ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του παππού συνήθισε να
μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μαζέψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε
όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.
Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας.
Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει,
όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό
του απάνω στα βουνά, όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά,
μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα. Καμιά ανάγκη,
φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα
έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου* και του αστυνόμου.
Απ’ όλα αυτά είχε περάσει κι ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που
κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν
από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να
κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο
πόδι και σα στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να
καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της
επαρχίας. Τα κάρα που δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια
αρκετά, κι έφερε τα δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη
δεν του χωρούσανε το πράμα, κι έχτισε δικές του, τ’ αγώγια που πλήρωνε για να
ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το
βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας
είχε πάρει φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν
ξαφνικά δυο δανειστές απ’ το Τριέστι* και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες,
κατασχέσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι
από την προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά τού
αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ’ το
Τριέστι.
Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με
δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι, έβαλε σε τάξη χαρτιά
και συναλλάγματα* κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να
πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο
σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε
πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά* είχαν γεμίσει το συρτάρι.
[Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι]. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα
και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ’ το
συρτάρι, κι ο παππούς τον περγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από
εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή
που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:
«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».
Ο πατέρας έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί
κι ένα δικόγραφο* στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε
πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την
άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο
κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβέριζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν
κι έφευγε.
Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για
να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε
φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε
ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα
της αγοράς και τα πολιτικά, μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.
Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε
σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν του ξαναγκρίνιαζε ο παππούς,
τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:
«Σαν κι έχω και το κόμμα να με
υποστηρίξει».
Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο
παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που
είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.
«Μας θέλει ν’ αλλάξουμε κιόλα
κορδέλα*!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.
Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο
πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς
είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της
σπίτι τον παππού.
Πατέρας και μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια
ως που ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η
μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα
δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.
Εκεί ήρθε ξαφνικά, ο πατέρας χαρούμενος
μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της
απόμειναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ’ ένα κομμάτι αυλή.
Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του.
Είχε έρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια
έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι ο ίδιος, και τώρα ζούσε
μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά
του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα στα σιδερωτικά και στη
μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε* ο
πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες*. Μα ο δάσκαλος
δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να
ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το
δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια
ξιπόλητα και αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας.
Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα
βιβλία του πατέρα.
Γι’ αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου,
όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα
γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως
σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος,
φοβέριξε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός
την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν
αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:
«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω
με το νόμο».
Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα
λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα
πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές
και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει*. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον
πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες
του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία*, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα ξεκίνησε
με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα τα δυο
αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος
ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά. Άμα φτάσαμε, ο κλητήρας
έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι,
φαίνεται, μόλις μας είδαν το προφτάσαν της δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα
και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα
σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.
Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το
σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε
κίνημα ν’ αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι,
όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία
παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τ’ άχυρα καθώς τα φέρναμε
έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία ξακάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η
δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα, μπρίκια, καυκιά* κι ό,τι άλλο είχαν.
Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα
παιδιά, άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζευτήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.
Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και
ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.
Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του
άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο πατέρας τού έδωσε το κλειδί
εμπρός στον κλητήρα.
Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι
του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά· και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε
να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα
μάτια.
πάρεδρος: ο αναπληρωτής ενός άρχοντα (δημάρχου,
προέδρου κτλ.).
Τριέστι: Τεργέστη. Γνώρισε μεγάλη εμπορική
ακμή κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρεται το διήγημα (τέλη του 19ου
και αρχές του 20ου αιώνα).
συνάλλαγμα: συναλλαγματική ή ξένο
τραπεζογραμμάτιο.
εκτελεστά: οι δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να
εκτελεστούν.
δικόγραφο: δικαστικό έγγραφο.
θ’
αλλάξουμε κορδέλα: εννοεί
ν’ αλλάξουμε κόμμα, παράταξη.
έπεσε: ξέπεσε οικονομικά.
μετζοσόλα: μισή σόλα.
στέργω: υποχωρώ.
βία: βιασύνη.
καυκί: μικρό (ξύλινο κυρίως) πλατύστομο
δοχείο.