Robby Cavanaugh
Γιώργος Ιωάννου «†13-12-43»
Κατά την περίοδο της Γερμανικής
κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή,
αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα
Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη και σε πολλά αλλά μέρη. Το διήγημα ανήκει
στη συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964).
Περίληψη κειμένου
Στο σύντομο αυτό πεζογράφημα ο
Γιώργος Ιωάννου αναφέρεται στην επίσκεψή του σ’ έναν τόπο, όπου έγινε ομαδική
εκτέλεση Ελλήνων από Γερμανούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια της Γερμανική
κατοχής.
Στην πρώτη ενότητα του κειμένου ο
συγγραφέας περιγράφει με συγκίνηση πως εκείνη τη μέρα έτυχε να γίνεται η
ανακομιδή των οστών ενός δεκαεξάχρονου νέου -αθώου θύματος της θηριωδίας των
Γερμανών- από τα δύο αδέρφια του. Η σκέψη πως ένα νεαρό παιδί βρήκε μια τόσο
τραγική κατάληξη συγκινεί βαθύτατα τον συγγραφέα, που τη χρονιά της εκτέλεσης
είχε την ίδια ακριβώς ηλικία.
Ο Ιωάννου κοιτάζοντας με προσοχή
το χώρο γύρω του επιχειρεί να διαπιστώσει ποιες θα ήταν οι τελευταίες εικόνες
που αντίκρισε ο αδικοχαμένος νέος και συνάμα αναλογίζεται ποιες μπορεί να ήταν
οι σκέψεις του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η συγκίνηση, ο σεβασμός και η
ταπείνωση που αισθάνεται ο συγγραφέας μπροστά στα αδέρφια του νεκρού παιδιού,
ακολουθούνται από την αναστάτωσή του, όταν στο χώρο αυτό καταφθάνει ένα
«μπουλούκι» από τουρίστες. Αν και αρχικά η στάση τους είχε την απαιτούμενη
σεμνότητα, πολύ σύντομα ξεχύθηκαν στο γύρω χώρο με ομιλίες και χαχανητά,
ταράζοντας την ευλάβεια και τη συγκίνηση που περιέβαλε την ανακομιδή των οστών
του εφήβου.
Το σχόλιο, μάλιστα, ενός από
αυτούς πως η εκτέλεση των ανθρώπων της περιοχής ήταν δικαιολογημένη, αφού «οι
άλλοι» (αναφερόμενος στους στρατιώτες του ΕΛΑΣ) είχαν σκοτώσει γερμανούς
στρατιώτες, προκάλεσε αγανάκτηση και πικρία στον Ιωάννου.
Ο τίτλος
Αν και ο συγγραφέας δεν ονομάζει τον
τόπο στον οποίο αναφέρεται, ο τίτλος του πεζογραφήματος 13-12-43 (13 Δεκεμβρίου
1943), μας παραπέμπει στην καταστροφή των Καλαβρύτων της Πελοποννήσου, όπως
άλλωστε και η περιγραφή της περιοχής με τον τεράστιο άσπρο σταυρό στο λόφο και
την ημερομηνία σχηματισμένη με λευκές πέτρες στα πλάγια του λόφου.
Στις 13-12-1943 οι Γερμανοί, που είχαν
ήδη εισέλθει στην περιοχή από τις 9 του Δεκέμβρη, συγκέντρωσαν τους κατοίκους
της πόλης στο δημοτικό σχολείο κι αφού ξεχώρισαν τα γυναικόπαιδα, πήραν όλους
τους άντρες που ήταν άνω των 14 ετών και τους εκτέλεσαν.
Ιστορικό πλαίσιο
Γερμανική Κατοχή – Αντίσταση – Αντίποινα
Η προσπάθεια αντίστασης των
Ελλήνων απέναντι στους Γερμανούς κατακτητές, που θα έπρεπε λογικά να αποτελεί
έναν κοινό στόχο και να λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στις διάφορες
παρατάξεις, απέκτησε από νωρίς διαφορετικές προεκτάσεις και ως ένα βαθμό
αποτέλεσε τον προπομπό του αιματηρού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.
Το γεγονός ότι η ισχυρότερη
δύναμη αντίστασης ανήκε στην κομμουνιστική παράταξη δημιουργούσε εντάσεις στο
εσωτερικό της χώρας, καθώς υπήρχε ο φόβος πως οι κομμουνιστές θα αξιοποιούσαν
τη δημοτικότητά τους, ώστε να διεκδικήσουν την εξουσία μετά το πέρας του πολέμου.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως
εκείνα τα χρόνια οι βασικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, η Αγγλία και οι Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής, όπως και ο βασικός της αντίπαλος, η Γερμανία, είχαν μια
έντονα αρνητική στάση στο ενδεχόμενο εξάπλωσης του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Η αποτίμηση των γεγονότων εκείνης
της περιόδου περιπλέκεται -όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε σημαίνον γεγονός σ’
αυτή τη χώρα- από την προσπάθεια των παρατάξεων να αξιοποιήσουν κάθε τι σε
πολιτικό επίπεδο και φυσικά από την απροθυμία τους να αναγνωρίσουν λάθη και να
αποδεχτούν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί.
Με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού
Κόμματος θα συγκροτηθεί το Σεπτέμβριο του 1941 το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό
Μέτωπο) που απέβλεπε αποκλειστικά στην απελευθέρωση της χώρας από τους
κατακτητές. Σύμφωνα με το ιδρυτικό κείμενο: «Σκοπός του Εθνικού μετώπου είναι:
α) Η απελευθέρωσις του Έθνους μας από τον σημερινόν ξένον ζυγόν και η απόκτησις
της πλήρους ανεξαρτησίας της χώρας μας. β) Ο σχηματισμός προσωρινής κυβερνήσεως
του ΕΑΜ, αμέσως μετά την εκδίωξιν των ξένων κατακτητών, μοναδικός σκοπός της
οποίας θα είναι η προκήρυξις εκλογών δια συντακτικήν εθνοσυνέλευσιν με βάσιν
την αναλογικήν, ίνα ο λαός αποφανθή κυριαρχικώς επί του τρόπου της
διακυβερνήσεώς του. ...»
Στρατιωτικό παρακλάδι του ΕΑΜ
είναι ο ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) που θα δημιουργηθεί το
Φεβρουάριο του 1942.
Στον αντίποδα του ΕΑΜ και με τη
φιλοδοξία να συσπειρώσει όσους ήταν κατά του κομμουνισμού συστήθηκε το
Σεπτέμβριο του 1941 ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Σύμφωνα
με το καταστατικό του στόχος του ήταν: «Να εγκαθιδρύσει εις την Ελλάδα το
Δημοκρατικόν πολίτευμα, σοσιαλιστικής μορφής, οιαδήποτε και αν θα είναι η
έκβασις του πολέμου. ...»
Οι δύο βασικές αυτές οργανώσεις
-ας σημειωθεί πως παράλληλα είχαν δημιουργηθεί κι άλλες μικρότερες-, με τον
ΕΛΑΣ να έχει βέβαια την πρωτοκαθεδρία, θα αποτελέσουν τον κύριο πυρήνα της
ένοπλης αντίστασης κατά των Γερμανών, θα επιδοθούν όμως στην πορεία και σε
μεταξύ τους συγκρούσεις, καθώς πέρα από το ζήτημα της αντίστασης δέσποζε και η
σύγκρουση κομμουνιστών και μη κομμουνιστών. Ο παράλληλος αυτός ανταγωνισμός θα
αλλοιώσει το χαρακτήρα του αγώνα αντίστασης και θα ωθήσει και τις δύο
παρατάξεις σε σοβαρά λάθη, που θα στοιχίσουν πολύτιμες ανθρώπινες ζωές τόσο
κατά τη διάρκεια της κατοχής, όσο και σε μεγαλύτερο βαθμό στη συνέχεια, όταν
πλέον θα ξεσπάσει ανοιχτά ο εμφύλιος πόλεμος.
Η αντίδραση των Γερμανών απέναντι
στην αντίσταση των Ελλήνων ήταν σαφώς αμείλικτη, καθώς φρόντιζαν να
αντεκδικούνται για κάθε νεκρό στρατιώτη τους.
Η αναλογία που τηρούσε η Βέρμαχτ
(Wehrmacht), οι
γερμανικές δηλαδή ένοπλες δυνάμεις, ήταν 1 προς 10, ενώ κατά πολύ βαρύτερα ήταν
τα αντίποινα των SS (Schutzstaffel), της επίλεκτης στρατιωτικής ομάδας
που είχε ξεκινήσει με πρωτοβουλία του Χίτλερ, οι οποίοι σκότωναν 50 Έλληνες για
κάθε νεκρό Γερμανό.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας
αντεκδίκησης οι Γερμανοί εισήλθαν στα Καλάβρυτα, καθώς η τοπική ομάδα του ΕΛΑΣ
είχε προηγουμένως θανατώσει 75 Γερμανούς αιχμαλώτους.
Τα αντίποινα των Γερμανών θεωρούνταν
δεδομένα, γεγονός που προκαλούσε φόβο στους κατοίκους των περιοχών όπου δρούσαν
οι ομάδες αντίστασης και φυσικά παρέλυε κάθε επαναστατική διάθεση στον άμαχο
πληθυσμό.
Οι πράξεις αντίστασης βέβαια
είχαν κατά περίπτωση σημαντικά οφέλη τόσο στο ηθικό των Ελλήνων, όσο και σε
πρακτικά ζητήματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά η επιλογή των Γερμανών
να σκοτώνουν αδιακρίτως τον άμαχο πληθυσμό, κλόνιζε την πίστη των πολιτών και
έθετε συχνά υπό αμφισβήτηση κάποια χτυπήματα των ανταρτών.
Η θέση του Ιωάννου
Το σχόλιο του ενός τουρίστα «Καλά
τους έκαναν∙ αφού οι άλλοι
σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.», εξοργίζει τον Ιωάννου, όχι γιατί ως
αριστερός δε θεωρεί πως οι αντάρτες είχαν ευθύνη για τα αντίποινα, αλλά γιατί
ως άνθρωπος εκλαμβάνει ως μεγάλη ασέβεια την εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς
κρίση των γεγονότων της εποχής.
Το γεγονός ότι μπροστά στην
εκταφή ενός 16χρονου παιδιού υπάρχουν άνθρωποι που δεν παραλείπουν να
χρωματίσουν κομματικά ένα τέτοιο γεγονός, κατηγορώντας τους κομμουνιστές πως
προκάλεσαν την εκτέλεση των αμάχων, υποδεικνύει πως τα «δήθεν εξευγενισμένα,
υποκείμενα» αδυνατούν να αντιληφθούν τη συνολική αξία των πραγμάτων και να
αφήσουν κατά μέρος τις κοντόφθαλμες πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Ο συγγραφέας αγανακτεί μπροστά
στη συνειδητοποίηση πως οι Έλληνες, ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο,
δεν μπορούν ούτε για μια στιγμή, ούτε από σεβασμό στους νεκρούς, να αποποιηθούν
την κομματική τους ταυτότητα και να δουν την πραγματικότητα ως έχει. Να
αντιληφθούν πως, όσο σκληρά και αν ήταν τα αντίποινα των Γερμανών, ήταν
παράλογο να περιμένει κάποιος από τον ελληνικό λαό να μείνει υποταγμένος, χωρίς
καμία προσπάθεια αντίδρασης απέναντι στους κατακτητές του.
Θα ήταν τραγικό, αν από φόβο, οι
Έλληνες της εποχής δέχονταν αγόγγυστα τον γερμανικό έλεγχο, περιμένοντας από
κάποιο θαύμα την ανεξαρτησία τους.
Ας προσεχθεί, βέβαια, πως η
άρνηση των άλλων παρατάξεων να αναγνωρίσουν πλήρως την αξία της αντίστασης,
ήλθε και ως συνέπεια της επίσης πολιτικά και κομματικά ορμώμενης προσπάθειας
των κομμουνιστών να οικειοποιηθούν σε απόλυτο βαθμό την αντίσταση.
Λυπηρό σύμπτωμα της ελληνικής
πραγματικότητας είναι φυσικά το γεγονός πως ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι
αντικρίζουν τα πράγματα σύμφωνα με την κομματική τους τοποθέτηση, αδυνατώντας
να σταθούν με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο απέναντι σε οποιοδήποτε
γεγονός.
Σύμπτωμα που λαμβάνει τραγικές
διαστάσεις αν σκεφτεί κανείς πως τελικά καταλήγουν να εξυπηρετούν εν αγνοία
τους πολιτικές που σχεδιάζονται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο και αποσκοπούν σε
συμφέροντα κλειστών ομάδων.
Σχολιασμούς του κειμένου
Ενότητα 1η
1η Παράγραφος: Ο συγγραφέας σκέφτεται πως θα ήταν καλύτερα να μην
είχε επισκεφτεί τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης. Η αναφορά αυτή υποδηλώνει πως
η αφήγηση ξεκινά, όχι από την αρχή των γεγονότων, αλλά με μια συνολική θεώρηση
της επίσκεψης. Ο Ιωάννου προετοιμάζει έτσι τον αναγνώστη του κειμένου πως ό,τι
θα ακολουθήσει δεν αφορά μια χαρμόσυνη ή θετική εμπειρία.
Ο λόγος βέβαια που ο συγγραφέας
θα προτιμούσε να μην έχει κάνει αυτή την επίσκεψη είναι το γεγονός ότι βρήκε
εκεί τα δύο αδέλφια που άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους. Μια πράξη
που συνδέει άμεσα το γεγονός της εκτέλεσης με το παρόν της αφήγησης (1963) και
καθιστά σαφές πως όσα τραγικά συνέβησαν το 1943 συνεχίζουν να επηρεάζουν τη ζωή
πολλών ανθρώπων.
«Και τώρα, που η ψυχή μου έχει
κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο,
καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.»
Η συγκίνηση που αισθάνεται ο
συγγραφέας αντικρίζοντας την εκταφή του νέου παιδιού είναι τέτοιας έντασης που
τον καθηλώνει. Το μέγεθος της θυσίας, η σκέψη πως αυτό το παιδί δολοφονήθηκε εν
ψυχρώ σε μια ηλικία αθωότητας κι η εύλογη σύγκριση με την προσωπική του μοίρα,
προκαλούν ταπείνωση στον συγγραφέα και του γεννούν την -ανέφικτη βέβαια-
επιθυμία να μπορούσε να παραμείνει για πάντα δίπλα στον τάφο σαν ένα
αγριόχορτο.
Όπως ακριβώς η ψυχή του έχει πια
για πάντα σφραγιστεί από τη θέαση αυτής της ιερής στιγμής, έτσι θα ήθελε να
μπορούσε να μείνει κι ο ίδιος για πάντα εκεί, σαν ένα αγριόχορτο. Παρομοίωση
που εκφράζει με παραστατικότητα το βαθμό της ταπείνωσης και του σεβασμού που
αισθάνεται ο συγγραφέας απέναντι στο νεαρό αυτό παιδί. Θα ήθελε να μείνει εκεί,
πλάι του, έστω σαν ένα ταπεινό κι ασήμαντο αγριόχορτο, μόνο και μόνο για να
τιμήσει τη θυσία του και την απώλεια της νιότης και της ζωής του.
2η Παράγραφος: Ο συγγραφέας σχολιάζει πως η διαδικασία της εκταφής
δε δυσκόλεψε τα δύο αδέρφια, καθώς η ενταφίαση δεν είχε γίνει σε μεγάλο βάθος,
προφανώς γιατί έγινε από γυναίκες. Το σχόλιο αυτό αποτελεί μια έμμεση
υπενθύμιση πως σε παρόμοιες ομαδικές εκτελέσεις οι Γερμανοί φρόντιζαν να
σκοτώνουν όλους τους άντρες των χωριών και των κωμοπόλεων, όπως είχε συμβεί και
στα Καλάβρυτα.
Τα δύο αδέρφια ακολουθούν με
ευλάβεια το τυπικό της ανακομιδής των οστών, ξεπλένοντάς τα με κόκκινο κρασί
και τοποθετώντας τα σε μια χαρτονένια κούτα από αυτές που μοιράζονταν τα
τρόφιμα και τα υλικά της αμερικανικής βοήθειας.
Η αναφορά στην κούτα μας παραπέμπει
στη δράση των Αμερικανών αμέσως μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι
οποίοι τόσο με τη μορφή ανθρωπιστικής βοήθειας όσο και πιο δραστικά με το
σχέδιο Μάρσαλ, συμπαραστάθηκαν στην κατεστραμμένη πλέον Ευρώπη.
Η χρηματική ενίσχυση από την Αμερική,
που βοήθησε τότε τη χώρα να ανοικοδομηθεί, ήρθε φυσικά ως αντάλλαγμα για την
εκδίωξη των κομμουνιστών από τη χώρα και ακόμη περισσότερο αποτέλεσε ένα εύλογο
επιχείρημα για την πολύχρονη έκτοτε παρέμβαση των Αμερικανών στα πολιτικά
δρώμενα της Ελλάδας.
Ο Ιωάννου αντιλαμβάνεται τη
βαθύτατη συγκίνηση των δύο αδελφών και εκφράζει με τη στάση του το σεβασμό του
τόσο για τη συναισθηματική ένταση και αξία της στιγμής αυτής, όσο και για το
γεγονός ότι του επέτρεπαν σιωπηρά να βρίσκεται εκεί κοντά τους.
3η Παράγραφος: Μόλις ο αδελφός του παιδιού βρίσκει το κρανίο και
δείχνει στην αδελφή του τη μικρή τρύπα από τη σφαίρα της χαριστικής βολής, η
συγκίνηση λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Ενώ, ο συγγραφέας καθώς
αναλογίζεται τώρα το γεγονός αυτό σκέφτεται πως θα έπρεπε να προσκυνήσει, έστω
κι αν είναι τόσο ανάξιος, έστω δηλαδή κι αν η δική του αυτή πράξη δε θα είχε
καμία ουσιαστική αξία απέναντι στο μέγεθος της θυσίας και του μαρτυρικού
βιώματος του νεαρού παιδιού.
[Αφηγηματικές τεχνικές]
Θα πρέπει να τονιστούν, σε σχέση
με τις αφηγηματικές τεχνικές του Ιωάννου, η συνεχής και αβίαστη εναλλαγή
χρονικών επιπέδων, αλλά και η εσωτερίκευση της αφήγησης, που συχνά περνά από τα
γεγονότα της αφηγούμενης εμπειρίας στις προσωπικές σκέψεις και στα συναισθήματα
του ίδιου του αφηγητή.
Ο Ιωάννου, όπως συνηθίζει άλλωστε
στα περισσότερα πεζογραφήματά του, δεν ακολουθεί το παραδοσιακό μοτίβο της
διηγηματογραφίας. Αυτό σημαίνει αφενός πως οι ιστορίες που αφηγείται δεν έχουν
πλοκή, ήρωες με λεπτομέρεια σκιαγραφημένους και κάποιο μύθο, αλλά ότι αποτελούν
συνήθως προσωπικά του βιώματα, που μας τα παρουσιάζει σε συνάρτηση πάντα με τον
αντίκτυπο που έχουν αυτά στην ψυχή και στη σκέψη του. Αφετέρου, ο συγγραφέας
δεν αισθάνεται την ανάγκη ν’ ακολουθεί μια σταθερή χρονική σειρά σε όσα
αφηγείται, κάτι που του επιτρέπει να περνά με ιδιαίτερη ευκολία από το παρόν
της αφηγηματικής πράξης (εδώ το 1963 που γράφει το κείμενο αυτό), στο παρόν των
αφηγούμενων γεγονότων (εδώ στην επίσκεψή του στον τόπο της εκτέλεσης), στο
παρελθόν (εδώ στα γεγονότα της εκτέλεσης) και κάποτε στο μέλλον με αναφορές σε
προσωπικά σχέδια ή σκέψεις για το τι πρόκειται να επακολουθήσει (η ευχή που
κλείνει το πεζογράφημα).
Σε ό,τι αφορά την εσωτερίκευση
της αφήγησης, που αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής
του και συνάδει με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου που αξιοποίησαν σε
μεγάλο βαθμό συγγραφείς της γενιάς του στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να τονίσουμε
πως επιτελεί διττή λειτουργία στο έργο του Ιωάννου. Από τη μία προσφέρει στα
κείμενά του έναν εξομολογητικό χαρακτήρα και μια ιδιαίτερα προσωπική διάσταση
-αίσθηση που ενισχύεται και από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και από το
περιεχόμενο των κειμένων-, που φέρνουν τα κείμενα πιο κοντά στον αναγνώστη και
τους δίνουν την αλήθεια μιας προσωπικής βίωσης και μιας προσωπικής εσωτερικής
διαδρομής. Από την άλλη επιτρέπει στον συγγραφέα να δώσει το ανάλογο βάθος σε
όσα αφηγείται. Ακόμη, δηλαδή, κι αν η εμπειρία που περιγράφει είναι ένα απλό
καθημερινό συμβάν, με την τάση του Ιωάννου να μας αποκαλύπτει τις προσωπικές
του σκέψεις και το πώς αισθάνθηκε εξαιτίας όσων περιγράφει, φανερώνεται στον
αναγνώστη ο ιδιαίτερος αντίκτυπος των γεγονότων στην ψυχή του συγγραφέα και
γίνεται σαφές γιατί κάθε επιμέρους γεγονός έχει τόση αξία, ώστε να αισθανθεί
την ανάγκη να το καταγράψει και να το μοιραστεί.
Έχουμε υπόψη μας, άλλωστε, πως η
συγγραφή όλων αυτών των βιωμάτων, συνιστά για τον Ιωάννου μια απόπειρα
αναβίωσης, κατανόησης και εξαγνισμού όσων του συνέβησαν και με κάποιο τρόπο τον
επηρέασαν βαθιά. Διαδικασία που γίνεται εξαιρετικά εμφανής όταν αναφέρεται στα
βιώματα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου.
Ο συγγραφέας βλέποντας ένα
βραχάκι κοντά στο σημείο της ταφής σκέφτεται πως αυτό θα βρισκόταν λογικά εκεί
τη μέρα που εκτελέστηκε ο έφηβος -κι ίσως μάλιστα να το κοίταζε κι εκείνος και
να το ζήλεψε, που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί-, όπως κι ένα μεγάλο δέντρο, το
οποίο προφανώς χρωστά την ανάπτυξή του στο αίμα όλων των ανθρώπων που
θυσιάστηκαν εκεί.
Ο Ιωάννου επιχειρεί εν μέρει να
κατανοήσει τα συναισθήματα που θα κατέκλυσαν την ψυχή του ετοιμοθάνατου νέου σκεπτόμενος
τις δικές του αντιδράσεις, όποτε βρέθηκε αντιμέτωπος με κινδύνους∙ διευκρινίζει βέβαια ο
συγγραφέας πως οι κίνδυνοι που γνώρισε ο ίδιος δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι
συνέβη στο νεκρό έφηβο, και πως υπήρξαν τόσο τιποτένιοι που ντρέπεται και μόνο
που τους σκέφτεται.
Εντούτοις, θυμάται πως μπροστά
στον κίνδυνο είχε πάντοτε την επιθυμία να μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κάτι
άλλο, σε κάτι που θα ήταν απρόσβλητο από οποιονδήποτε κίνδυνο, ή έστω να μπορούσε
να κρυφτεί μέσα στη γη.
Συνάμα σκέφτεται την όξυνση των
αισθήσεών του και την προσοχή που έδινε σε οτιδήποτε τύχαινε να βρίσκεται γύρω
του τη στιγμή του κινδύνου. Κοίταζε γύρω του με λατρεία -με τη λατρεία που
νιώθει για τη ζωή ο άνθρωπος που φοβάται πως θα τη χάσει- τα φυτά, τα
λουλούδια, τα ζώα, αλλά και κάθε τι άψυχο που βρισκόταν εκεί.
Αντιστοίχως, σκέφτεται ο
συγγραφέας, πως κι ο νεαρός που ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα θα
ευχόταν να μπορούσε να διαφύγει αλώβητος και φυσικά θα προσπαθούσε να γεμίσει
την όρασή του με όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από ό,τι υπήρχε εκείνη τη
στιγμή γύρω του.
Άλλωστε, σκέφτεται ο συγγραφέας
δεν μπορεί οι άνθρωποι να διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να μην έχουν σε
κάποιο βαθμό κοινές αντιδράσεις μπροστά στον κίνδυνο (συμπτωματικά, κι αυτό
είναι που συγκινεί περισσότερο τον Ιωάννου, ο νεαρός που εκτελέστηκε είχε
ακριβώς την ίδια ηλικία με το συγγραφέα, ο οποίος έχοντας γεννηθεί το 1927 ήταν
16 ετών το 1943).
Έστω κι αν ο ίδιος έχει μια
κάποια διαφορά με τους άλλους –αναφερόμενος
ίσως στην ιδιαιτερότητα των ερωτικών του προτιμήσεων.
4η & 5η Παράγραφος: Ο συγγραφέας φτάνοντας στο κλείσιμο της
πρώτης ενότητας και της συγκινητικής ανακομιδής των οστών, μας δίνει μια ακόμη
πληροφορία για τον τόπο της εκτέλεσης, περιγράφοντας πως οι κάτοικοι σε ένδειξη
τιμής έχουν στήσει πάνω στο λόφο έναν τεράστιο κάτασπρο σταυρό κι έχουν
σχηματίζει στα πλάγια του λόφου με άσπρες πέτρες την ημερομηνία του τραγικού
γεγονότος (13-12-43).
Ο Ιωάννου σκέφτηκε μάλιστα μόλις
γύριζε στο σπίτι του να διέτρεχε το ημερολόγιό του για να δει τι είχε συμβεί
στον ίδιο και την οικογένειά του τη μέρα εκείνη. Αφήνει μάλιστα τι σχετική
απορία αναπάντητη, προτρέποντας εμμέσως και τους αναγνώστες να αναλογιστούν την
προσωπική τους ιστορία.
Η τελευταία παρόρμηση του
συγγραφέα, προτού η έλευση των τουριστών ζημιώσει ανεπανόρθωτα τη συγκίνηση
εκείνων των στιγμών, ήταν να σιγοψιθυρίσει ένα αντρίκιο μοιρολόγι, το οποίο σε
αντίθεση με τα γυναικεία μοιρολόγια που θρηνούν το νεκρό κι εκφράζουν την οδύνη
τους, αντικρίζει με θάρρος το γεγονός του θανάτου και αναφέρεται στο κιβούρι,
στο φέρετρο. Πρόκειται μάλιστα για μοιρολόγι που τραγουδά ένας άντρας για τον
ίδιο του τον εαυτό, καθώς προβλέπει πως σύντομα θα έρθει το τέλος του. Στο
μοιρολόγι καλούνται οι μάστορες και οι χτίστες να φτιάξουν το καλύτερο κιβούρι
που μπορούν, αντάξιο του νεκρού.
Το μοιρολόγι αυτό βέβαια με την
αναφορά στους Καλαβρυτινούς μαστόρους αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση, έστω και
έμμεση, για τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης.
Ενότητα 2η
Η δεύτερη ενότητα ξεκινά με το
αντιθετικό «όμως» που υποδηλώνει μια αλλαγή τόσο σε επίπεδο συναισθηματικό όσο
και στη θεματική του κειμένου, ενώ ο χαρακτηρισμός των τουριστών με τη λέξη
«μπουλούκι» μας προετοιμάζει για τη σχετική αταξία και αναστάτωση που θα
προκαλέσει ο ερχομός τους.
Οι τουρίστες, αν και φαίνονταν
μορφωμένοι και στην αρχή έδειξαν το δέοντα σεβασμό στο χώρο, εντούτοις γρήγορα
προκάλεσαν αρνητικά συναισθήματα στον αφηγητή. Αρχικά με την ψυχρή περιγραφή
των γεγονότων της εκτέλεσης των 1200 ανθρώπων, από έναν από τους τουρίστες που
προφανώς του ανατέθηκε η αρμοδιότητα να ενημερώσει τους υπόλοιπους κι εκείνος
απλώς συνέλεξε κάποιες πληροφορίες ίσως κι από κάποια εγκυκλοπαίδεια, χωρίς να
συναισθάνεται το πραγματικό μέγεθος της τραγωδίας που είχε συντελεστεί σ’
εκείνο το χώρο. Έπειτα, μόλις τελείωσε η ενημέρωσή τους, με τις δυνατές φωνές,
τα γέλια και την αδιακρισία ορισμένων απέναντι στα δύο αδέρφια που έκαναν την
εκταφή του μικρού αδερφού τους.
Οι τουρίστες, χωρίς σεβασμό
απέναντι στα δύο αδέρφια, αντικρίζουν το γεγονός της εκταφής ως μια κάτι το
έκτακτο που θα συμπλήρωνε τις συγκινήσεις της εκδρομής. Το μόνο που τους
ταρακούνησε ήταν όταν ο αδερφός του νεαρού τους έδειξε την τρύπα στο κρανίο από
τη χαριστική βολή. Αυτή η εικόνα που αποτελούσε μια απτή ένδειξη των τραγικών
γεγονότων ξεπερνούσε τα όρια της περιήγησης που είχαν κατά νου, καθώς όπως
φαίνεται βρίσκονταν εκεί περισσότερο για να δουν ένα αξιοθέατο, παρά για να
αποδώσουν τιμή στους ανθρώπους που τόσο βίαια και άδικα έχασαν τη ζωή τους.
Το σημείο βέβαια που προκάλεσε
οργή στο συγγραφέα και πλήγωσε τα δύο αδέρφια ήταν το κακεντρεχές σχόλιο ενός
από τους τουρίστες που δικαιολογούσε την αγριότητα των Γερμανών: «Καλά τους
έκαναν∙ αφού οι άλλοι
σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.»
Η πλήρης έλλειψη σεβασμού
απέναντι στους νεκρούς, απέναντι στην υπέρτατη αυτή θυσία και ο κομματικός
χρωματισμός ενός τέτοιου γεγονότος, προκαλεί δίκαιη αγανάκτηση στον συγγραφέα.
Αυτός ο εκ του ασφαλούς σχολιασμός κι αυτή η αδιαφορία για την αξία της ανθρώπινης
ζωής, ξεπερνά κάθε όριο αχαριστίας και φανερώνει την αληθινή φύση ορισμένων
Ελλήνων, οι οποίοι δεν μπορούν να δουν και να αντιληφθούν την πραγματικότητα ως
σκεπτόμενοι άνθρωποι, και κρίνουν σαρωτικά τα πάντα σύμφωνα με μια
κομματικοποιημένη και ασφυκτικά περιορισμένη οπτική.
Ο Ιωάννου έχοντας αισθανθεί
αγανάκτηση και ντροπή για τη μικροπρέπεια των τουριστών, σκέφτεται πως θα ήθελα
να πάει μαζί με τα δύο αδέρφια, με τους ανθρώπους αυτούς που σε μια τόσο
σημαντική στιγμή ήρθαν αντιμέτωποι μ’ αυτή την απροκάλυπτη σκληρότητα και
αγνωμοσύνη.
Σκέφτεται, επίσης, πως δυστυχώς
στη δική του ζωή έχει κατορθώσει να συνυπάρχει με κάτι τέτοιους ξεδιάντροπους
ανθρώπους, όπως αυτός ο τουρίστας, προφανώς δεχόμενος αντίστοιχα σχόλια και
παρόμοιες μικροπρέπειες.
Μη θέλοντας, όμως εκείνη τη μέρα
να βρεθεί ξανά κοντά σε δήθεν μορφωμένους και δήθεν εξευγενισμένους ανθρώπους,
κατευθύνεται προς το πιο λαϊκό καφενείο, εκεί που οι άνθρωποι είναι απλοί και
γνήσιοι. Εκφράζοντας παράλληλα την ευχή να μην τον αφήσει ο Θεός από εκείνη τη
στιγμή να έχει την παραμικρή επαφή με ανθρώπους που έχουν μέσα τους τέτοια
αχαριστία και τέτοια έλλειψη ανθρωπιάς.